ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2013
«Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας : Ὀρθόδοξη πίστη καί ὀρθόδοξη ζωή».
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ π. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΤΣΑΛΑΓΚΑ
«Τοῦ Κυρίου τήν μορφήν ἀπολαβοῦσα ἡ Ἐκκλησία, χαίρει καί σκιρτᾷ σύν τοῖς τέκνοις αὐτῆς, ὡς νίκης βραβεῖα δεξαμένη παρ’ Αὐτοῦ Ὀρθοδοξίας σύμβολα» (3ον τροπάριον α΄ ᾠδῆς εὐχαριστηρίου Κανόνος Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας).
«Οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες» ὥρισαν ἡ σημερινή ἡμέρα, πρώτη Κυριακή τῶν ἁγίων Νηστειῶν, νά εἶναι ἀφιερωμένη στήν Ὀρθοδοξία, δηλαδή στή γνήσια καί ἀληθινή καί «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις» πίστη.
Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι ἡ ἑορτή αὐτή τῆς Ὀρθοδοξίας θεσμοθετήθηκε ὑπό τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τήν ὁριστική ἦττα τῶν εἰκονομάχων. Αὐτό ἔγινε διότι τά αἴτια πού προκάλεσαν τήν εἰκονομαχική αἵρεση καί στάση, ἡ ὁποία ταλαιπώρησε τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί τήν ἀνατολική αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως γιά 120 χρόνια περίπου, εἶχαν τίς ρίζες τους ὄχι μόνον στήν σύγχυση πού ὑπῆρχε σέ μερικούς σχετικῶς μέ τίς ἱερές εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας καί τά εἴδωλα τῶν ἐθνικῶν, ἀλλά καί σέ προϋπάρχουσες αἱρετικές θεωρίες καί ἀπόψεις σχετικῶς μέ τήν Θεία ἐνανθρώπηση, ὅπως ὁ Δοκητισμός καί ὁ Μονοφυσιτισμός. Αὐτές οἱ αἱρέσεις ἠρνοῦντο τήν πραγματική πρόσληψη τῆς κτιστῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν σαρκωθέντα Θεό Λόγο, ὑποστηρίζοντας ἡ μέν πρώτη ὅτι αὐτή ἔγινε μόνο φαινομενικῶς (κατά δόκησιν), ἡ δέ δεύτερη ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπό τήν θεϊκή καί ἐξαφανίσθηκε. Γίνεται ἔτσι φανερό ὅτι οἱ αἱρέσεις αὐτές παραθεωροῦσαν καί ἠρνοῦντο τό ἀνθρώπινο καί κτιστό στοιχεῖο προσπαθῶντας νά δείξουν ἰδιαίτερη εὐλάβεια καί τιμή στό θεϊκό καί ἄκτιστο. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως ἦταν ἡ ὑποτίμηση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος τό ὁποῖο θεωρήθηκε ὡς ἀνάξιο καί κατά συνέπειαν ἀδύνατο νά ὑπάρχει στό Χριστό. Στά πλαίσια αὐτῆς τῆς ὑποτιμήσεως καί οἱ εἰκονομάχοι δέν ἀνέχονταν τήν ζωγραφική ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ κατά τόν ὁρατό χαρακτῆρα τῆς ἀληθινῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Του.
Ἀντιθέτως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καί μάλιστα ὡς θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας τήν ἀληθινή καί πραγματική πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τό Θεό Λόγο, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Στό μοναδικό αὐτό πρόσωπο, γιά μοναδική καί ἀνεπανάληπτη φορά, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκε μέ τή θεϊκή «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως καί ἀναλλοιώτως», προκειμένου ἔτσι νά θεωθεῖ, οὕτως ὥστε νά χαριστεῖ μ’ αὐτόν τόν θαυμαστό τρόπο ἡ σωτηρία στόν πεσμένο καί γενόμενο θνητό καί φθαρτό, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἄνθρωπο. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τονίζει τήν ἀλήθεια τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως λέγοντας «τίποτε δέν παρέλειψε ἀπ’ αὐτά πού ἐφύτευσε μέσα εἰς τήν φύσιν μας ὁ Θεός Λόγος, ὁ ὁποῖος ἀπ’ ἀρχῆς μᾶς ἔπλασεν, ἀλλά τά προσέλαβε ὅλα, δηλαδή σῶμα, ψυχήν νοεράν καί λογικήν, καί τά ἰδιώματά τους· διότι αὐτό πού στερεῖται ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι ζῶον, ὄχι ἄνθρωπος· Ὅλος, λοιπόν, μέ προσέλαβε ὁλόκληρον, καί ὅλος ἑνώθηκε μ’ ἐμένα ὁλόκληρον, διά νά χαρίσῃ εἰς ὅλον ἐμένα τήν σωτηρίαν· διότι τό ἀπρόσληπτον μένει ἀθεράπευτον» (Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως).
Ὑπό τίς προϋποθέσεις τῆς ἀλήθειας αὐτῆς κατά τήν ὁποία ὁ σαρκωθείς Θεός Λόγος Χριστός φέρει ὅλα τά ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί ἄρα καί τό ἰδίωμα τῆς περιγραπτότητος, ἡ ἄρνηση τῆς εἰκονίσεώς του κατά τόν ὁρατό ἀνθρώπινο χαρακτήρα του, κρίθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς ἀνακεφαλαίωση ὅλων τῶν ἀρνουμένων τήν ἀληθινή ἐνανθρώπησή του αἱρέσεων. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τῶν ὁποίων θεμελιώδης καί πρώτη εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβε τόν χαρακτήρα τῆς νίκης καί τοῦ θριάμβου ἐπί ὅλων τῶς αἱρέσεων καί ὡς ἐκ τούτου τιμᾶται καί ἑορτάζεται ἔκτοτε μετ’ ἐπισημότητος ὑπό τῶν ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξων πιστῶν.
Μέ τήν εὐκαιρία, λοιπόν, τῆς σημερινῆς πανηγυρικῆς συνάξεως,(…), θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω στήν ἀγάπη σας μερικά σημεῖα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, τά ὁποῖα, ὅπως νομίζω, θά μᾶς βοηθήσουν, ὥστε νά στεκόμαστε σωστά ἀπέναντι στήν κλήση μας ὡς ὀρθοδόξων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀπέναντι στίς προκλήσεις καί τά πάμπολλα καί συνεχῶς αὐξανόμενα καί διογκούμενα προβλήματα τοῦ σημερινοῦ ταραγμένου καί συγχυσμένου καί εὑρισκομένου σέ ποικίλη «κρίση» κόσμου.
Ἐπειδή δέ ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι ἀφιερωμένη στήν Ὀρθοδοξία, ἁρμόζει, νομίζω, νά γίνει λόγος πρωτίστως γι’ αὐτήν. Νά δοῦμε δι’ ὀλίγων ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας σέ συνδυασμό μέ τήν ὀρθή πράξη, παρότι γιά τό θέμα αὐτό πολλοί ἔχουν μιλήσει καί ὅλοι περί αὐτοῦ ἔχουμε ἀκούσει πολλά. Πιστεύω ὅτι πρέπει γιά πολλούς καί πολύ σημαντικούς λόγους πού ἀφοροῦν τήν σωτηρία μας νά συνεχίσουμε χωρίς κούραση γι’ αὐτήν νά μιλοῦμε, σ’ αὐτήν νά μαθητεύουμε, ἀπ’ αὐτήν νά διαμορφώνουμε τό βίωμά μας καί μάλιστα κατά τήν σημερινή συγκυρία ὅπου ἡ ἀνάγκη πνευματικῶν στηριγμάτων εἶναι ἐπιτακτική ὅσο λίγες φορές στήν ἱστορία.
Σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί Ἀδελφοί.
Ζοῦμε σέ ἐποχή παγκοσμιοποιήσεως, σέ ἐποχή πολυπολιτισμική. Ὄχι μόνον στήν οἰκονομία, τό ἐμπόριο, τά ἤθη καί τά ἔθιμα τῶν λαῶν, ἀλλά καί στήν θρησκευτική καί πνευματική ζωή. Ἐπικρατεῖ ἡ τάση νά συγχωνευθοῦν τά πάντα, οὕτως ὥστε νά προκύψει, ὅπως νομίζουν πολλοί, γενική εἰρήνη σέ πολιτικό καί θρησκευτικό ἐπίπεδο. Ἡ βάση τῆς κινήσεως αὐτῆς, βρίσκεται στήν θεωρία ὅτι ὄχι μόνο στά πολιτικά καί οἰκονομικά, ἀλλά καί στά θρησκευτικά θέματα ὑπάρχουν διεσπαρμένες «ἐπί μέρους ἀλήθειες». Ἀπ’ αὐτήν τήν θεωρία προέκυψε καί ἡ γνωστή προτεσταντική κατ’ ἀρχήν καί ἐν συνεχείᾳ εἰσαχθεῖσα ἀκόμη καί σέ λεγομένους «ὀρθοδόξους» κύκλους, «θεωρία τῶν κλάδων». Κατ’ αὐτήν ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα κλαδί ἀπό ἕνα δέντρο πού λέγεται χριστιανισμός. Ἄλλα κλαδιά εἶναι ἡ παπική «ἐκκλησία», ἡ ἀγγλικανική, ἡ λουθηρανική καί οἱ πάμπολλες ἄλλες. Ὅλες ἔχουν ἀλήθειες, ὅπως καί ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλά καμμία δέν κατέχει τήν «πᾶσαν ἀλήθειαν». Πάνω σ’ αὐτήν τήν πεπλανημένη θεωρία στηρίζεται ὅλο τό οἰκοδόμημα τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ πού ἀπεργάζεται τήν συγχώνευση τῆς Ὀρθοδοξίας μέ ὅλες τίς αἱρέσεις.
Ἀλλοίμονο ὅμως σέ ὅσους πιστεύουν σ’ αὐτή τήν πλάνη, ἡ ὁποία ἔχει χαρακτηριστεῖ δικαίως ὡς παναίρεσις. Διότι ἡ ὀρθόδοξη πίστη δέν εἶναι μία ἀπό τίς ὑπάρχουσες χριστιανικές ὁμολογίες, οὔτε κἄν ἡ καλύτερη ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες. Εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. Εἶναι ἡ καθαρά ἀλήθεια, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν ἴδιο τήν ἀληθινό Θεό στήν Ἐκκλησία διά τῶν προφητῶν, ἀποστόλων καί ἁγίων καθώς καί, κυρίως, διά τῆς ἐνσάρκου ἐπιφανείας τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ καθαρά καί ἀνόθευτος ἀλήθεια, ὡς τιμιώτατος χρυσός διαφυλάσσεται μόνο μέσα στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεως μας, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια. «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄, 6) μᾶς εἶπε ὁ Ἴδιος. Καί ὁ ἀγαπημένος Μαθητής του Εὐαγγελιστής Ἰωάννης διεκήρυξε «ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν., α΄ 17).
Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ὅπως εἶπε «εἰς τοῦτο γεγέννημαι καί εἰς τοῦτο ἐλήλυθα, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. ιη΄, 37) αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πίστη δέν εἶναι προϊόν αὐθαιρεσιῶν καί ἐφευρημάτων τοῦ ἀνθρωπίνου στοχασμοῦ καί τῆς νοήσεως. Εἶναι πίστις θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα. Δέν εἶναι κἄν μία ἀπό τίς πάμπολλες θρησκεῖες. Διότι θρησκεία εἶναι κάθε τι πού ὁ ἄνθρωπος στοχαζόμενος ἤ ὑποθέτων ἐκ τῶν συμβαινόντων στό περιβάλλον τῆς ζωῆς του, διεμόρφωσε ὡς περί Θεοῦ πίστη καί λατρευτική πράξη. Ἀντιθέτως ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ὅ,τι ὁ Πανάγαθος Θεός μᾶς ἀπεκάλυψε περί τοῦ ἑαυτοῦ Του, ὅ,τι «ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὤν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός», ἐλθών ἐπί γῆς «ἐξηγήσατο» (Ἰωάν. α΄, 18). Αὐτά πού ἐξήγησε, ἑρμήνευσε καί φανέρωσε ὁ Κύριος στούς Ἀποστόλους Του, αὐτοί τά μετέδωσαν αὐτούσια, ἀνόθευτα καί καθαρά στούς διαδόχους τους, πρώτους ἀποστολικούς Πατέρες κι’ αὐτοί μέ τή σειρά τους στούς ἑπομένους καί οὕτω καθ’ ἑξῆς μέχρι καί σ’ ἐμᾶς.
Γιά νά μήν ἀλλοιωθοῦν, ὅμως, ἀπό ἀνθρώπους κακοβούλους καί ἐγωϊστές, πού ἔθεταν τήν νόηση καί τόν στοχασμό τους ὑπεράνω τῆς θείας ἀποκαλύψεως, τά ἀληθῆ δόγματα κατεγράφησαν σέ ἀποφάσεις καί ὅρους πίστεως Συνόδων, πού ἀρχίζουν μέ τήν Ἀποστολική Σύνοδο τό 50 μ.Χ. καί συνεχίζουν μέ τίς ἑπτά Οἰκουμενικές καί τίς ἀκολουθήσασες Πανορθοδόξους Συνόδους. Κι’ ὅλα αὐτά δέν ἔγιναν μέ εὐκολία, ἀλλά μέ κόπους, μέ θυσίες, μέ αἷμα, μέ δάκρυα καί ἐκτενεῖς προσευχές γιά τήν ἐκζήτηση τοῦ θείου φωτισμοῦ, γι’ αὐτό καί ἀποτελοῦν αὐθεντική διδασκαλία ὀρθοδόξου πίστεως προερχομένη ἀπό τήν ἴδια ἐμπειρία τῆς θείας χάριτος πού εἶχαν οἱ προφῆτες καί οἱ Ἀπόστολοι. Γι’ αὐτό κι’ ἐμεῖς μποροῦμε σήμερα «καυχώμενοι ἐν Κυρίω» νά λέμε: «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τό ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαῤῥησιάσατο, ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν· οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν» (Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας).
Ὅμως ἐνυπάρχει ὁ κίνδυνος ἐνῶ παραδεχόμαστε θεωρητικά τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως νά περιοριζόμαστε μόνο σ’ αὐτό, νά ἔχουμε δηλαδή, μόνο θεωρητική πίστη καί ὄχι πρακτική. Θεωρητική πίστη εἶναι, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ἡ ἀκριβής γνώση τῆς διδασκαλίας καί τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν ὅμως ἡ γνώση αὐτή δέν δίνει νόημα, περιεχόμενο καί δέν διαμορφώνει τήν ζωή μας κι’ ἄν τό βίωμά μας δέν εἶναι σύμφωνο μέ τήν θεωρητική αὐτή πίστη, τότε αὐτή γίνεται σοφία «ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης» κατά τόν λόγον τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου (Ἰακ. γ΄, 15). Καθίσταται, δηλαδή, ἁπλῆ ἐπίδειξη γνώσεων σχετικῶν μέ τήν πίστη καί τήν ὀρθοδοξία, χωρίς ὅμως τήν ποιότητα καί τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅμοια μέ τήν πίστη τῶν δαιμόνων. «Σύ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός εἷς ἐστι· καλῶς ποιεῖς· καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι» (Ἰακ. β΄, 19) τονίζει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος.
Ὁ ἴδιος ἀφιερώνει μεγάλο μέρος τῆς Καθολικῆς του ἐπιστολῆς στό θέμα τοῦ ὀρθοῦ τρόπου πίστεως, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα τῆς εὐσεβείας «νεκρά ἐστι». «Ἡ πίστις ἐάν μή ἔργα ἔχῃ νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν» (Ἰακ. β΄, 17).
Ἀλλά καί ἡ πρακτική πίστη, δηλαδή ἡ ἐνασχόληση σέ ἔργα εὐποιΐας, σέ ἐλεημοσύνες, ἱεραποστολές κ.λ.π. χωρίς ὀρθή θεωρητική, δηλαδή δογματική πίστη δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε. Κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. α΄, 17) καί «Λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον, χωρίς ἔργα νόμου» (Ρωμ. γ΄, 28). Ἐξυπακούεται βεβαίως ὅτι ὡς πίστη ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος τήν ἀληθινή καί ὀρθόδοξη πίστη, χωρίς τήν ὁποία τά ἀγαθά ἔργα πού ἴσως ἐπιδεικνύει ὁ ἄνθρωπος ἀνεξαρτήτως τῆς θρησκείας του δέν τόν δικαιώνουν. Συνεπῶς ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός ὀφείλει νά ἔχει καί τά δύο. Δηλαδή καί θεωρητική καί πρακτική πίστη. «Τό ἕν οὐκ ἐπαρκεῖ πρός σωτηρίαν κατόρθωμα· ἑνί γάρ πτερῷ ἀετός εἰς ὕψος οὐκ ἐφικνεῖται» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τά δέκα Παρθένους) διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Θεωρητική, λοιπόν, ὀρθή πίστη καί πρακτική διά τῶν ἔργων ἐνεργουμένη καί ζωοποιουμένη πίστη συνιστοῦν διά τῆς ἑνώσεως τους τήν σώζουσα Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία εἶναι κάτι μοναδικό σ’ ὅλο τόν κόσμο, εἶναι ἡ μέθοδος τῆς θεραπείας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, τῆς ἀπαλλαγῆς του ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας καί ἀπό τήν ἐκ τῆς ἁμαρτίας προερχομένη φθορά καί τόν θάνατο.
Γιά νά μπορέσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος μέσῳ αὐτῆς τῆς μεθόδου νά σωθεῖ, θά πρέπει νά μήν ἀπομονώνει τήν πίστη ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὅταν δέ κάνουμε λόγο γιά Ἐκκλησία τήν ἐννοῦμε ὡς τό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ κεφαλή, ἐνῶ οἱ πιστοί τά μέλη του, κατά πῶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Ἐννοοῦμε ἐπίσης τήν Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Πατέρων, Μαρτύρων, Ὁσίων ἀλλά καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στήν ὁποία ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἀλλά καί κάθε ὀρθοδόξως βαπτισμένος καί βεβαιόπιστος Χριστιανός. Λοιπόν, ἀπ’ αὐτήν τήν Ἐκκλησία καί κοινότητα δέν πρέπει, ὅπως εἴπαμε, γιά κανένα λόγο νά ἀπομονωθεῖ ὁ πιστός, νομίζοντας ὅτι ἀρκεῖ γιά τήν σωτηρία του μόνο ἡ διακράτηση τῆς πίστεως. Ὄχι! Μιά τέτοια θεώρηση τῆς πίστεως δέν εἶναι ὀρθή. Ἀντιθέτως εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη καί ἔχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα.
Αὐτή ἡ ἀπομονωμένη ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα καί νομιζομένη ὡς ὀρθοδοξία θεώρηση τῆς πίστεως εὐθύνεται γιά πολλούς διχασμούς καί σχίσματα. Διότι ἄν κανείς νομίζει ὅτι μπορεῖ νά σωθεῖ μόνος του στηριζόμενος στίς δικές του ἀντιλήψεις περί ὀρθοδοξίας χωρίς νά τίς προσαρμόζει σέ ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν πίστευε καί χωρίς νά λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν του τήν σύμφωνη μέ τήν ἀληθινή Ὀρθοδοξία τῶν ἁγίων Πατέρων μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος πού ἀνήκει καί ὁ ἴδιος, τότε εὔκολα ἀποσχίζεται, ἀπομονώνεται καί πολλές φορές αὐτοανακηρύσσεται καί σέ σωτῆρα τῆς «ὀρθοδοξίας» μέ ὅλα τά παρεπόμενα. Εἶναι δυστυχῶς σέ ὅλους μας γνωστά τέτοια παραδείγματα ἀποσχίσεων ἕνεκεν ἰδεοληψίας τέτοιου εἴδους.
Παρατηροῦμε ἐπίσης ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού ἔχουν αὐτή τήν ἀπομονωμένη ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα ἀντίληψη περί τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀποδέχονται θεωρητικῶς τήν ὀρθοδοξία, ἀντιτιθέμενοι μάλιστα σφοδρῶς στήν οἰκουμενιστική κίνηση καί σέ κάθε νεωτερισμό καί τάση ἐκκοσμικεύσεως πού παρατηροῦν στό χῶρο τῶν νεοημερολογιτῶν, παραλλήλως ἀδυνατοῦν νά ἀποδεχθοῦν τήν ἐκκλησιαστική ὀρθόδοξη κοινότητα, νά ἐνταχθοῦν δηλαδή ὀργανικά στήν Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σάν σέ οἰκογένεια καί νά συνυπάρξουν μέ τήν Ἱεραρχία καί γενικῶς μέ τήν ὑπάρχουσα δομή καί τήν πράξη της. Πιστεύουν ὅτι ἡ μέν Ὀρθοδοξία εἶναι καλή, ὄχι ὅμως καί ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδή σ’ αὐτήν παρατηροῦν τήν ὕπαρξη ἀδυναμιῶν καί σφαλμάτων στά μέλη της καί σκανδαλίζονται.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί σέ ἀνθρώπους πού ἐνῶ ἦσαν μέλη τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν κοινότητα τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν καί ἔπαυσαν τήν συμμετοχή τους στίς συνάξεις τῆς θείας Λατρείας, μή ἀνεχόμενοι τά διάφορα σφάλματα καί τίς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων. Αὐτό ὅμως εἶναι ὁπωσδήποτε λάθος καί μάλιστα καταλυτικό ὅσον ἀφορᾶ στόν σκοπό τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφ’ ἑνός μέν κινδυνεύει ἀπό τίς πάσης φύσεως πλάνες, πού ἡ ἐγωκεντρική δῆθεν πνευματικότητα ἀναπτύσσει, συνεργοῦντος καί τοῦ διαβόλου, ἀφ’ ἑτέρου δέ στερεῖται παντελῶς τήν ἀπαραίτητη γιά τήν σωτηρία του χάρη τῶν θείων μυστηρίων, πού μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία παρέχονται.
Εἶναι ὅμως ἀλήθεια ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε καί σέ κάθε ἀνθρώπινη κοινότητα. Γι αὐτό καί κάθε ὀρθόδοξος πιστός καί μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θέση καί τήν διακονία πού ἔχει ἐντός αὐτῆς, εἴτε κληρικός, εἴτε μοναχός, εἴτε λαϊκός εἶναι, ὀφείλει νά ἐργάζεται μέ ἐπιμέλεια τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, οὕτως ὥστε ἀφ’ ἑνός μέν νά ἀποτελεῖ καλό παράδειγμα γιά τούς ἄλλους κατά τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε΄, 16) ἀφ’ ἑτέρου δέ νά μήν σκανδαλίζει τούς ἄλλους μέ τήν συμπεριφορά καί τίς πράξεις του, ἐνθυμούμενος τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «οὐαί τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται» (Ματθ. ιη΄, 7).
Ἀλλά κι’ αὐτοί πού σκανδαλίζονται ἀκόμη κι’ ἀπό τό παραμικρό σφάλμα πού παρατηροῦν μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά γνωρίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι παρόμοιο μέ ἀεροστεγῆ καί ἀποστειρωμένο θάλαμο, ἀλλά ὅπως φαίνεται στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι πνευματικό θεραπευτήριο, νοσοκομεῖο δηλαδή, μέσα στό ὁποῖο θεραπεύονται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς πεσμένης φύσεώς τους, δηλαδή ἀπό τά πάθη τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει περί τῆς Ἐκκλησίας: «Ἰατρεῖον θαυμαστόν τῆς Ἐκκλησίας τό διδασκαλεῖον ἐστιν· ἰατρεῖον, οὐχί σωμάτων, ἀλλά ψυχῶν. Πνευματικόν γάρ ἐστι καί οὐχί τραύματα σαρκός, ἀλλ’ ἁμαρτήματα διανοίας διορθοῦται· τῶν ἁμαρτημάτων τούτων καί τῶν τραυμάτων τό φάρμακον ὁ λόγος ἐστί... Διά τοῦτο διαρκές ἐστι καί οὔτε πλήθει χρόνων ἀμαυροῦται, οὔτε δυνάμει νοσημάτων ἐλέγχεται» (Περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα. ΕΠΕ 31, σελ. 250) «Ἰατρεῖον γάρ ἐστιν ἐνταῦθα, οὐ δικαστήριον, οὐκ εὐθύνας ἁμαρτημάτων ἀπαιτοῦν, ἀλλά συγχώρησιν ἁμαρτημάτων παρέχον» (Περί μετανοίας, ὁμιλ. Γ΄, 4, ΕΠΕ 30, σελ. 154).
Κατά συνέπειαν κι’ ὅταν παρατηροῦνται λάθη, σφάλματα καί ἀδυναμίες μέσα στήν Ἐκκλησία καί τότε ἀκόμη ἐκφράζεται τό ἔργο καί ἡ ἀποστολή της πού εἶναι νά θεραπεύει τούς τραυματισμένους ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό καί πρέπει κανείς νά μή βλέπει μόνο τήν ὕπαρξη ἀσθενῶν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί τῶν θεραπευομένων ἤ τῶν ἤδη θεραπευμένων, διότι βεβαιώτατα κι αὐτοί ὑπάρχουν, ὅπως ὅλοι πιστεύω γνωρίζουμε. Ὅλοι ἔχουμε δεῖ πολλά παραδείγματα συνανθρώπων μας πού ἀλλοιωθέντες «τήν καλήν ἀλλοίωσιν» μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλαξαν τελείως ζωή μεταμορφούμενοι σέ «ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ» ὅπως προσφυῶς λέμε.
Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Οὐκ ἄν ἁμάρτοι τις τῆς κιβωτοῦ τήν Ἐκκλησίαν μείζονα προσειπών. Ἡ μέν γάρ κιβωτός παρελάμβανε τά ζῶα καί ἐφύλαττε ζῶα, ἡ δέ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τά ζῶα καί μεταβάλλει. Οἶόν τι λέγω. Εἰσῆλθεν ἐκεῖ ἱέραξ καί ἐξῆλθεν ἱέραξ· εἰσῆλθε λύκος καί ἐξῆλθε λύκος· εἰσῆλθε ἱέραξ ἐνταῦθα καί ἐξέρχεται περιστερά· εἰσέρχεται λύκος καί ἐξέρχεται πρόβατον· εἰσέρχεται ὄφις καί ἐξέρχεται ἀρνίον, οὐ τῆς φύσεως μεταβαλλομένης, ἀλλά τῆς κακίας ἐλαυνομένης» (Περί μετανοίας, ὁμιλία Η΄, ΕΠΕ 30, σελ. 284-286).
Ἰδού, λοιπόν, τό θαυμαστό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας πού πρέπει κανείς νά βλέπει καί νά ἀναγνωρίζει, χωρίς νά μένει μόνο στά ὑπάρχοντα προβλήματα. Ἄλλωστε τό νά ἐπιζητεῖ κανείς νά εἶναι ὅλα τέλεια δίχως προβλήματα κι’ ὅπως τά θέλει αὐτός, προκειμένου νά ἐνταχθεῖ καί νά συνυπάρξει ὀργανικά μέ τούς ἄλλους στήν Ἐκκλησία, φανερώνει τελειομανία καί ἐγωϊσμό, ἀλλά καί πλήρη ἀδυναμία κατανοήσεως τῆς ἐννοίας καί τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλά κι’ ἐκεῖνοι πού ἀνήκουν μέν στήν Ἐκκλησία, συμμετέχουν στήν κοινή λατρεία, ἀλλά ζοῦν μία πνευματική ζωή ξεκομμένη ἀπό τήν κοινότητα τῶν Ἀδελφῶν ἐν Χριστῷ, ἀδιάφορη γιά τά κοινά προβλήματα καί τά διάφορα ζητήματα πού ἀφοροῦν εἴτε τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν πού χρειάζονται βοήθεια, εἴτε τά θέματα τῆς πίστεως, εἴτε τήν ἱεραποστολική δράση, κι’ αὐτοί δέν κατανοοῦν τήν ἔννοια τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ὁ Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει: «Παρακαλῶ, ἔκβαλε τῆς σεαυτοῦ ψυχῆς τό οἴεσθαι μηδενός ἑτέρου εἰς κοινωνίαν προσδεῖσθαι. Οὐ γάρ κατά ἀγάπην περιπατοῦντος οὐδέ πληροῦντός ἐστι τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ τῆς πρός τούς ἀδελφούς συναφείας ἑαυτόν ἀποτέμνειν» (Ἐπιστολή «Ἀταρβίῳ», ἀρ. 65, ΕΠΕ 2, σελ. 100). Ἀλλά καί γενικῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν «οὔκ ἐστι ἄλλως σωθῆναι ἤ διά τοῦ πλησίον». Συνεπῶς χωρίς τήν κοινωνία καί τήν συνάντηση μέ τούς ἀδελφούς, δέν μποροῦμε νά ξεπεράσουμε τήν πτωτική καί νηπιακή κατάσταση τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί νά φθάσουμε στήν ἀγάπη πού μᾶς ὁμοιώνει μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος «ἀγάπη ἐστί», κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη τόν θεολόγο.
Αὐτός ὁ ἐγωκεντρισμός καί ἡ ἔλλειψη ἀγάπης πρός τούς ἄλλους, τούς «πλησίον» μας, ὅπως τούς ὀνομάζει ὁ Κύριος, εἶναι ἡ αἰτία ὅλων σχεδόν τῶν κακῶν πού ὑπάρχουν στόν κόσμο, τῶν πολέμων, τῆς φτώχειας, τῆς διαφθορᾶς, τῶν ἀνισοτήτων, τῶν διακρίσεων καί τῶν ποικίλων «κρίσεων», ὅπως καί τῆς σημερινῆς οἰκονομικῆς κρίσεως πού ὅλοι γνωρίζουμε καί βιώνουμε.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν βλέπει στόν ἄλλον ἄνθρωπο τήν εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὅπως διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγοντας: «εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου», ἀλλ’ ἀντιθέτως θεωρεῖ τόν ἄλλον ὡς ἐνοχλητικό καί ἐχθρό, ὡς «τήν κόλασή του», ὅπως διδάσκουν σύγχρονες εὐρωπαϊκῆς προελεύσεως φιλοσοφίες πού εἶναι πολύ «τῆς μόδας» σήμερα, εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξουν κοινωνίες χριστιανικές, ὑγιεῖς, δίκαιες καί δημιουργικές. Διότι πῶς νά ὑπάρξουν τέτοιες κοινωνίες ὅταν ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά ἐκμεταλλευθεῖ ἤ νά κατασπαράξει τόν συνάνθρωπό του, σάν ἄλλος λύκος σέ ποίμνη προβάτων; Μόνο ὁ νόμος τοῦ ἰσχυροῦ, ἐπικρατεῖ σέ τέτοιες κατ’ εὐφημισμόν λεγόμενες κοινωνίες. Γι’ αὐτό καί ἡ ἔλλειψη ἀγάπης πρός τόν πλησίον εἶναι, ὅπως νομίζω, ἡ μεγαλύτερη χρεοκοπία τοῦ κόσμου καί μάλιστα αὐτοῦ τῆς σημερινῆς ἐποχῆς. Σ’ αὐτήν τήν ἔλλειψη καθώς καί στήν ἄρνηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς ὀφείλεται καί ἡ σημερινή ἄσχημη καί ἐπώδυνη γιά νά μήν πῶ τραγική κατάσταση τῆς πατρίδος μας.
Ὅλοι μποροῦμε νά δοῦμε ὅτι δυστυχῶς ἀπό τόν καιρό τῆς δημιουργίας τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους, μετά τήν ἀπελευθέρωσή μας ἀπό τούς Τούρκους, συντελέστηκε σταδιακά ἡ ἀπομάκρυνση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη παράδοση πού ἦταν ἡ δύναμη πού κράτησε ζωντανή τήν Ρωμηωσύνη στά πικρά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς. Ἔτσι φθάσαμε σήμερα στό σημεῖο νά ἔχουν προδωθεῖ σχεδόν τά πάντα. Ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται στό περιθώριο, ἐνῶ οἱ νεωτερισμοί περί τήν πίστη καί ἡ οἰκουμενιστική θεωρία καί πράξη παγιώνονται συστηματικῶς. Ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀπιστία καί ἡ διαφθορά μέσα στήν κοινωνία ἐπικρατοῦν. Ἡ παιδεία εἶναι ἀνύπαρκτη. Μόνο οἱ ψυχρές καί μᾶλλον πονηρές γνώσεις τῆς σύγχρονης τεχνολογίας προωθοῦνται μέ τά γνωστά κακά ἐπακόλουθα γιά τήν οἰκογένεια καί γενικῶς τήν κοινωνία. Ἡ δέ ἐπιδίωξη τοῦ πλουτισμοῦ καί τοῦ ἀχαλίνωτου αἰσθησιασμοῦ καί εὐδαιμονισμοῦ ἔχει πάρει τήν θέση τῆς θρησκείας, ἐνῶ τό χρῆμα εἶναι ὁ νέος «θεός» τῆς σύγχρονης κοινωνίας.
Παρότι ὅμως ἡ πνευματική καί ἠθική κατάπτωση τῆς κοινωνίας μας εἶναι γεγονός συνεχές καί πορευόμενο σταδιακῶς ὁλοένα καί πρός τό χειρότερο ἐδῶ καί πολλά χρόνια, ἡ κοινωνία μας ἔδειξε ὅτι δέν περίμενε κἄν τήν γενομένη οἰκονομική κατάρρευση τῆς χώρας. Γι’ αὐτό καί μόνο πολύ ἐσχάτως, ὅταν ἡ οἰκονομική κρίση τήν ἔφερε σε ἰδιαιτέρως δύσκολη θέση φάνηκε νά προκύπτει κάποια ἀφύπνιση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ραστώνη τοῦ εὐδαιμονισμοῦ.
Λίγοι ὅμως προβληματίστηκαν σχετικῶς μέ τίς αἰτίες πού μᾶς ἔφεραν ἐδῶ. Οἱ περισσότεροι ἁπλῶς εἶδαν τό πορτοφόλι τους νά συρρικνώνεται, τίς τραπεζικές καταθέσεις τους νά κινδυνεύουν καί πανικοβλήθηκαν. Φοβήθηκαν ὅτι ἔξαφνα χάνουν το στήριγμα τῆς ζωῆς τους. Τό χρῆμα. Τό χρῆμα πού ἐπιτέλους τά τελευταῖα εἴκοσι-τριάντα χρόνια εἶχε ρεύσει ἄφθονο στήν ἑλληνική κοινωνία δημιουργώντας πολλούς νεόπλουτους. Τό χρῆμα πού ἔκανε καί τούς πλέον ἀδαεῖς περί τά οἰκονομικά ἀνθρώπους νά ἀσχολοῦνται μέ τό χρηματιστήριο, τά τυχερά παιχνίδια καί τίς καταθέσεις μέ εὐνοϊκά ἐπιτόκια στίς πάμπολλες τράπεζες.
Εἶχαν ξεχάσει τελείως οἱ ἄνθρωποι τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι» (Ματθ, ς΄, 19). Ἀδιαφόρησαν γιά τήν προειδοποίση τοῦ Κυρίου, ὅτι «δυσκόλως οἱ τά χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν (Μαρκ. ι΄, 23) καί «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διά τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἤ πλούσιον εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Αὐτόθι, ι΄, 25).
Ἀλλά ἴσως οἱ πολλοί ἄνθρωποι δέν πιστεύουν κἄν στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί στήν Ἐκκλησία Του, γι’ αὐτό καί ἀγνοοῦν τήν διδαχή Του. Ὅσοι ὅμως πιστεύουν, τί πρέπει νά κάνουν στήν σημερινή συγκυρία; Νομίζω ὅτι ἡ προσήλωση ὅλων μας στήν διδαχή τῶν Ἁγίων, ὅπου φανερώνεται ὁ τρόπος τῆς σωτηριώδους Ὀρθοδόξου ζωῆς εἶναι ἡ μόνιμη καί σταθερή ἀπάντηση γιά ὅλες τίς ἐποχές καί τίς καταστάσεις, ὅπως καί γιά τήν σημερινή.
Κατά τήν κοινή γνώμη τῶν Πατέρων ὅταν προκύπτει δυσκολία ἤ συμφορά, αἰτία εἶναι ἡ προηγηθεῖσα ἁμαρτία τοῦ λαοῦ. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου «Ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ», στόν ὁποῖο βρίσκουμε νά ὑπάρχουν πολλές ὁμοιότητες μέ τήν σημερινή περίσταση. Διαβάζω σέ νεοελληνική ἀπόδοση.
«Ἄς καταλάβουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔστειλε αὐτές τίς τιμωρίες, γιατί ἀπομακρυνθήκαμε ἀπ’ Αὐτόν καί δείξαμε ἀμέλεια. Δέν ἐπιδιώκει νά μᾶς συντρίψει, ἀλλά προσπαθεῖ νά μᾶς διορθώσει, ὅπως κάνουν γιά τά παιδιά τους οἱ καλοί πατέρες πού τά ἀνατρέφουν μέ ἐπιμέλεια. Θυμώνουν καί ἐξανίστανται κατά τῶν νεαρῶν παιδιῶν τους, ὄχι γιατί ἐπιθυμοῦν νά προξενήσουν σ’ αὐτά κάποιο κακό, ἀλλά γιά νά τά ὁδηγήσουν ἀπό τή νηπιακή ἀδιαφορία καί τίς νεανικές παρεκτροπές στήν ἐπιμέλεια. Παρατηρεῖστε λοιπόν πῶς τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας ἔβγαλε ἀπό τή φυσική τους πορεία τίς ἐποχές τοῦ ἔτους καί ἄλλαξε κατά τρόπο ἀλλόκοτο τίς καταστάσεις τῶν καιρῶν... Ἐνῶ παίρνουμε ἀπό τό Θεό τόσα ἀγαθά, στούς ἄλλους δέν δίνουμε ἀπολύτως τίποτε. Ἐπαινοῦμε τήν εὐεργεσία, τήν στεροῦμε ὅμως ἀπό ἐκείνους πού τήν ἔχουν ἀνάγκη... Ὅταν πεινοῦμε τρεφόμαστε, ἐνῶ τό φτωχό τόν παραβλέπουμε. Ἐνῶ ἔχουμε πλούσιο χορηγό καί ταμία, τό Θεό, ἐγίναμε τσιγγούνηδες καί ἀμέτοχοι στίς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν. Τά πρόβατά μας εἶναι πολύτοκα, οἱ γυμνοί ὅμως εἶναι περισσότεροι ἀπό τά πρόβατα. Οἱ ἀποθῆκες λόγῳ τοῦ πλήθους τῶν ἀποθηκευμένων προϊόντων φαίνονται στενές, ἀλλά ἐμεῖς ἐκεῖνον πού στενοχωρεῖται ἀπό τή φτώχεα, δέν τόν ἐλεοῦμε. Γι’ αὐτό μᾶς ἀπελεῖ ἡ δίκαιη κρίση. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δέν ἀνοίγει τό χέρι Του (νά μᾶς δώσει τά ἀγαθά του), γιατί ἐμεῖς ἀποκλείσαμε τή φιλαδελφεία. Γι’ αὐτό τά χωράφια εἶναι ξερά, γιατί ψυχράνθηκε ἡ ἀγάπη μας. Οἱ ἄνδρες ἐκτός ἀπό λίγους ἀσχολεῖσθε μέ τό ἐμπόριο καί οἱ γυναῖκες τούς βοηθεῖτε στήν ἐργασία τοῦ μαμμωνᾶ. Λίγοι εἶναι μαζί μου στήν προσευχή καί αὐτοί εἶναι ζαλισμένοι, χασμωριοῦνται, στριφογυρίζουν συνεχῶς καί ἀνυπομονοῦν πότε θά τελειώσει τήν ψαλμωδία τῶν στίχων ὁ ψάλτης, πότε θά φύγουν ἀπό τήν ἐκκλησία καί τήν ἀναγκαία προσευχή, σάν νά ἐπρόκειτο νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό φυλακή. Ἰδιαίτερα τά παιδιά, αὐτά τά μικρούτσικα, πού ἄφησαν τά βιβλία τους στά σχολεῖα καί ψάλλουν μαζί μας, μεταχειρίζονται τόν ἐκκλησιασμό ὡς εὐκαιρία χαλαρώσεως καί διασκεδάσεως καί μεταβάλλουν τή δική μας λύπη σέ ἑορτή, ἐπειδή ἐλευθερώνονται γιά λίγο ἀπό τή φορτικότητα τοῦ δασκάλου καί τή φροντίδα τῶν μαθημάτων. Τό πλῆθος ὅμως τῶν ὥριμων ἀνδρῶν καί ὁ λαός πού εἶναι ἔνοχος γιά διάφορες ἁμαρτίες, ξέγνοιαστος καί ἐλευθεριάζων καί χαρούμενος γυρίζει μέσα στήν πόλη. Εἶναι αὐτοί ἀκριβῶς πού περιφέρουν στίς ψυχές τους τήν αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, αὐτοί πού ὑποκίνησαν καί ἔφεραν τήν παροῦσα συμφορά » (ΕΠΕ 7, 130-134).
Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, εἶναι ἡ αἰτία κάθε συμφορᾶς καί δυσκολίας.
Κι’ αὐτές ὅμως οἱ δύσκολες καταστάσεις γιά τούς πιστούς πρέπει νά εἶναι εὐπρόσδεκτες ὡς δοκιμή τῆς πίστεώς τους ἀπό τήν ὁποία θά προκύψει καρπός ἀρετῶν, καθώς διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στήν Καθολική ἐπιστολή του γράφων «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν, ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ᾖτε τέλειοι καί ὁλόκληροι, ἐν μηδενί λειπόμενοι» (Ἰακ. α΄ 2-4).
Ἐξ ἄλλου ἡ χριστιανική καί ὀρθόδοξη ζωή σημαίνει πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅσον ἀφορᾶ τίς ἀνάγκες καί τήν συντήρησή μας. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ, ς΄, 33). Ἔπειτα, ὁ πραγματικός χριστιανός ἀρκεῖται στά ἀπαραίτητα καί ἀπορρίπτει τά περιττά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει: «ἔχοντες διατροφάς καί σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄, 8), ὁ δέ σοφός Σολομών ζητᾶ ἀπό τό Θεό «Πλοῦτον καί πενίαν μή μοι δῶς· σύνταξον δέ μοι τά δέοντα καί τά αὐτάρκη» (Παροιμ. κδ΄, 31).
Κατά συνέπειαν ὅσοι θέλουμε νά εἴμαστε πραγματικοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἄς ἀρκούμαστε σέ ὅσα μᾶς χρειάζονται εὐχαριστοῦντες τό Θεό, κι’ ἄν κάτι μᾶς περισσεύει, ἄς τό δίνουμε σ’ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη. Καί οἱ πλούσιοι ὅμως, ἄν θέλουν νά εἶναι χριστιανοί πρέπει νά ζοῦν ὅπως καί οἱ φτωχοί. Διότι ὅπου συσσωρεύεται πλοῦτος ὑπέρμετρος σέ χέρια χριστιανῶν, ἐκεῖ προκύπτει ἐκτροχιασμός. «Οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμόν καί παγίδα καί ἐπιθυμίας πολλάς ἀνοήτους καί βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τούς ἀνθρώπους εἰς ἀπώλειαν» (Α΄ Τιμ. ς΄, 9) γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τόν ἀπόστολο Τιμόθεο.
Μήν ξεχνοῦμε ὅτι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί εἶχαν τά πάντα κοινά. Αὐτό ὅμως δέν κράτησε γιά πολύ, λόγῳ τῆς ἐπεκτάσεως τῆς πίστεως ἀνά τήν οἰκουμένη. Ἐπιβίωσε μόνο στά κοινόβια, τά μοναστήρια δηλαδή. Πάντοτε ὅμως ἡ Ἐκκλησία φρόντιζε νά μήν ὑπάρχουν φαινόμενα ἀκραίου πλούτου σέ μερικούς καί ἄκρας πενίας σέ ἄλλους. Ἤδη ὁ ἀπ. Παῦλος ἀπό τά πρῶτα χρόνια τής Ἐκκλησίας διεκήρυττε περί δικαίου καί ἴσου καταμερισμοῦ τοῦ πλούτου γράφοντας πρός τούς Κορινθίους: «οὐ γάρ ἵνα ἄλλοις ἄνεσις, ὑμῖν δέ θλίψις, ἀλλ’ ἐξ ἰσότητος ἐν τῷ νῦν καιρῷ τό ὑμῶν περίσσευμα εἰς τό ἐκείνων ὑστέρημα, ἵνα καί τό ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τό ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης, καθώς γέγραπται· ὁ τό πολύ οὐκ ἐπλεόνασε, καί ὁ τό ὀλίγον οὐκ ἠλαττόνησε» (Β΄ Κορ. η΄, 13-15). Συνεπῶς ὁ χριστιανός «πλουτεῖ ἐν ἔργοις καλοῖς» (Α΄ Τιμ. ς΄ , 18) κι’ ὄχι μέ συσσώρευση πλούτου καί μάλιστα ἐνῶ οἱ ἄλλοι πεινοῦν. «Ρίζα γάρ πάντων τῶν κακῶν ἐστίν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπό τῆς πίστεως καί ἑαυτούς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς» (αὐτ. ς΄, 10) κατά τόν μέγα Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν.
Τελειώνοντας (…), Σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί Ἀδελφοί, ἐπαναλαμβάνω καί πάλι ὅτι ἡ προσαρμογή ὅλων μας στήν διδαχή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας καί γενικῶς ἡ ἐντρύφηση καί ἡ ἐμμονή στήν Ὀρθόδοξη καί ἀσκητική μέθοδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τήν ὁποία βίωσαν καί δίδαξαν μέ τό παράδειγμα καί τά θεόπνευστα συγγράμματά τους οἱ Ἅγιοι Πατέρες, σέ συνδυασμό μέ τήν μετάνοια ὅλων μας γιά ὅσα ἐσφαλμένως καί σέ ἀντίθεση μέ τό καθῆκον μας ὡς Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πράξαμε, συντελώντας ἔτσι, ἄλλος λιγότερο κι ἄλλος περισσότερο, στήν σημερινή ἄσχημη καί ζοφερή κατάσταση τῆς κοινωνίας μας, ἀποτελοῦν τήν σωτήρια λύση γιά τό σημερινό ἀδιέξοδο. Γιά τόν Φιλάνθρωπο Θεό ἀδιέξοδα δέν ὑπάρχουν.
Ἄς θυμηθοῦμε τήν μετάνοια τῆς πόλεως Νινευΐ ἡ ὁποία ἀκούγοντας τό κήρυγμα τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ ἀπέφυγε τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή της πού ἔμελλε νά γίνει σέ τρεῖς ἡμέρες. Ἡ μετάνοια ἦταν πάντα τό οὐσιαστικώτερο κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτήν ἐκήρυξε ὁ Τίμιος Πρόδρομος, αὐτήν καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, αὐτήν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Αὐτήν ἐξαίρει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγων: «Μετάνοια ρίζα θεοσεβείας· Μετανοήσωμεν οὖν καί δυσωπήσωμεν τόν Θεόν τῇ μετανοίᾳ, ἵνα καί πολέμους ἀφανίσῃ καί βαρβάρους σβέσῃ καί τῶν ἐχθρῶν τάς ἐπαναστάσεις θραύσῃ καί δώη ἡμῖν πάντων τῶν ἀγαθῶν τήν ἀπόλαυσιν. Πολύ Θεόν ἐξιλεοῦται μετάνοια, ὅταν τις γνησίως προσδράμῃ τῇ μετανοίᾳ» (Ὅτι Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης εἷς ὁ Νομοθέτης, 6, M.PG. 56, 407).
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.