« Ἀπό τήν Ἁγία
Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας (787 μ.Χ.)
στήν “Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο” τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
(2016 μ.Χ.)».
1.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ. ΠΟΙΟΥΣ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ. ΓΙΑΤΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΚΑΙ ΕΜΑΣ.
(.....)
Σᾶς εὐχαριστῶ ἐκ τῶν προτέρων γιά τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον
μέ τά ὁποῖα θά παρακολουθήσετε τήν ταπεινή ὁμιλία μας πού ἔχει τίτλο: «Ἀπό τήν Ἁγία
Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας στήν “Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο” τοῦ Οἰκουμενισμοῦ».
Ὅλοι γνωρίζετε ὅτι σήμερα (σημ. Κυρ. Ὀρθοδοξίας 2016) τιμᾶται
ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τό γεγονός τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καί ἱερῶν Εἰκόνων
μετά ἀπό τή μακρά περίοδο τῆς φοβερῆς Εἰκονομαχίας. Προηγήθηκε ἡ σύγκληση ἀπό
τήν Εἰρήνη τήν Ἀθηναία τῆς Ἀγίας ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό 787 μ. Χ. στή
Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί ἡ Σύνοδος τοῦ 843 μ.Χ. ἐπί Πατριάρχου Μεθοδίου πού ἐπεκύρωσε
τίς Ἀποφάσεις τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δηλαδή καί τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἡ Ἁγία Εβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος συγκροτήθηκε ἀπό 350
Πατέρες-Ἐπισκόπους μἐ Πρόεδρό της τόν Ἄγιο Ταράσιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
καί ἐξέδωσε δογματικό Ὅρο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν ἐπίσημη Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας
γιά τό ζήτημα τῶν ἱ. Εἰκόνων. Ὁ Ὅρος αὐτός καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Τούς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἤ
διδάσκειν ἤ κατά τούς ἐναγεῖς αἱρετικούς τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἀθετεῖν
καί καινοτομίαν τινά ἐπινοεῖν ἤ ἀποβάλλεσθαί τι ἐκ τῶν ἀνατειθεμένων τῆ ἐκκλησίᾳ
εὐαγγέλιον ἤ τύπον τοῦ σταυροῦ ἤ εἰκονικήν ἀναζωγράφισιν ἤ ἄγιον λείψανον
μάρτυρος, ἤ ἐπινοεῖν σκολιῶς καί πανούργως πρός τό ἀνατρέψαι ἕν τι τῶν ἐνθέσμων
παραδόσεων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἔτι γε μήν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς
κειμηλίοις ἤ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις, ἐπισκόπους μέν ὄντας ἤ κληρικούς
καθαιρεῖσθαι προστάττομεν, μονάζοντας δέ ἤ λαϊκούς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι»
(Mansi XIII, 377-380).
Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστική ἡ ἀσυμβίβαστη τοποθέτηση τῶν
Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔναντι, γενικῶς, τῶν Καινοτομιῶν-αἱρέσεων ἀλλά
καί τῶν αἱρετικῶν, διατυπωμένη ὡς ἑξῆς: «Ἅπαντα
τά παρά τήν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί διατύπωσιν τῶν Ἁγίων Πατέρων
καινοτομηθέντα καί πραχθέντα καί μετά τοῦτο πραχθησόμενα, ἀνάθεμα», καθώς
καί «Ὁ μή λέγων τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα, ἀνάθεμα
ἔστω»!
Εἶναι σημαντικό νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου περί τῶν ἱερῶν Εἰκόνων θεμελιώθηκε κυρίως στή θεολογία τῶν συγγραμμάτων
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος ἔζησε, ἀγωνίσθηκε καί κοιμήθηκε πρίν
τή σύγκληση τῆς Συνόδου. Μεγάλος δέ ἀγωνιστής καί πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας κατ’
αὐτή τήν περίοδο ἀναδείχθηκε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὀ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη
στήν ἐξορία περί τό 826 μ. Χ. σέ ἡλικία 67 περίπου ἐτῶν.
Δεκατρεῖς αἰῶνες μετά τή σύγκληση ἐκείνης τῆς Ἁγίας Ἑβδόμης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐμφανίζεται στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας μία «Σύνοδος», ἡ ὁποία
ἔχει προγραμματισθεῖ νά συγκληθεῖ κατά τόν προσεχῆ Ἰούνιο, τοῦ τρέχοντος ἔτους,
2016, μέ τόν τίτλο «Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ὡς τόπος συγκλήσεώς της ἐπελέγη ἀρχικῶς ἡ
Κωνσταντινούπολη, ἀλλά τελικῶς θά πραγματοποιηθεῖ στό Κολυμπάρι Χανίων τῆς
μεγαλονήσου Κρήτης.
Ἡ ὀνομασία της δέν εἶναι τυχαῖα. «Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδος» ἀποκαλεῖται ἀπό τήν ἐν Ἀντιοχεία Σύνοδο καί συγκεκριμένα στόν α΄
Κανόνα της, ἡ Ἁγία Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἀλλά καί ἄλλες Οἰκουμενικές
Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλοῦνται μέ παρόμοια ὀνομασία. Εἶναι, λοιπόν,
προφανής, ὁ ἐπιδιωκόμενος τουλάχιστον συσχετισμός τῆς ἐπικειμένης Συνόδου μέ
τίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ μάλιστα πρόκειται νά συμμετάσχουν
σέ αὐτήν ὅλες οἱ κατά τόπους φερόμενες ὡς αὐτοκέφαλες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καί
τά πατριαρχεῖα.
Ὅπως εἶναι εὐνόητο αὐτή ἡ ἔστω ὀνοματολογική συσχέτιση
ἐκείνων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέ τήν ἐπικειμένη Σύνοδο δικαιολογεῖ καί
τό ἐνδιαφέρον περί αὐτήν καί τό ἔργο της, ἐκ μέρους τῶν μελῶν τῶν ὡς ἄνω ἐκκλησιῶν.
Ἔχει, ὅμως, ἤ δέν ἔχει καί τί σχέση ἔχει ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος μέ ἐκεῖνες τίς
Συνόδους; Αὐτό εἶναι καί τό ἀντικείμενο καί ζητούμενο τῆς παρούσης ὁμιλίας καί διαπραγματεύσεως, ὅπως
θά ἀναπτυχθεῖ ἐν συνεχείᾳ.
Ἐδῶ πρέπει ὡστόσο νά διευκρινισθεῖ καί ἀναφερθεῖ ὅτι ὅπως
προκύπτει ἀπό δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν της καί τοῦ ίδίου μάλιστα τοῦ Προέδρου αὐτῆς
δηλαδή τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντιουπόλεως κ. Βαρθολομαίου, ἀπεφεύχθη συνειδητῶς ὁ
χαρακτηρισμός τῆς Συνόδου αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῆς λόγω τῆς μή συμμετοχῆς σέ αὐτήν
τῆς λεγομένης Δυτικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ παπισμοῦ! Θέση, βεβαίως, ἡ ὁποία έκ
προοιμίου θέτει τό ζήτημα τῆς ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος μιᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία
φέρεται νά ἁσπάζεται καί υἱοθετεῖ τήν περί διηρημένης Ἐκκλησίας (μία Ἐκκλησία ἀποτελουμένη
ἀπό δύο ἀποσχισμένα μεταξύ τους τμήματα, Ἀνατολική καί Δυτική) θεωρία.
Ἀλλά καί γιά (...) τούς μή ἀνήκοντας στό πλήρωμα τῶν
λεγομένων ἐπισήμων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, ὅλα αὐτά ἔχουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καί
μᾶς ἀφοροῦν ἀπό τήν ἑξῆς σκοπιά: Εἶναι ἡ πρώτη φορά μετά τήν πρόκληση καί
δημιουργία τοῦ νεοημερολογιτικοῦ σχίσματος (κατά τό 1924 στόν Ἑλλαδικό χῶρο)
χάριν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπου, ἐάν ὅλα ἐξελιχθοῦν ὅπως ἔχουν προγραμματισθεῖ
καί προσυμφωνηθεῖ, θά διακηρυχθοῦν καί κατοχυρωθοῦν «Συνοδικῶς» καί
«πανορθοδόξως» οἱ θέσεις τοῦ Οίκουμενισμοῦ καί ἡ ἀνατροπή τῆς διαχρονικῆς
Συνοδικῆς ἐκφράσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπό αὐτή τήν ἄποψη ἡ ἐπικειμένη σύγκληση τῆς «Ἁγίας
καί Μεγάλης Συνόδου» ἀποτελεῖ ἤ μᾶλλον θά ἀποτελέσει ὅταν πραγματοποιηθεῖ ἕνα
σταθμό στή σύγχρονη ἐκκλησιαστική ἰστορία τῆς ἀποστασίας.
2.
ΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ-ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΟΙ
ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ, ΤΟΠΙΚΕΣ, ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΙ. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ
ΡΟΛΟΣ, ΑΞΙΑ, ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΑΥΤΩΝ. ΤΕΛΙΚΟΣ ΚΡΙΤΗΣ.
Ὁ τρόπος λειτουργίας καί διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
χαρισματικός. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἀνθρώπικος ὀργανισμός, ὁ ὁποῖος ἐφαρμόζει
ἕνα ἀνθρώπινο σύστημα διοικήσεως. Λέγεται συχνά ἀπό πολλούς ὅτι ἡ Ἐκκλησία
διοικεῖται δημοκρατικά καί συλλογικά ἀπό τούς ἐπισκόπους, ἀλλά αὐτό δέν ἀκριβές.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνία
Θεώσεως. Τά πάντα καί οἱ πάντες μέσα σέ Αὐτήν τροφοδοτοῦνται καί ἀφοροῦν στήν αἰώνια
κεφαλή Της πού εἶναι ὁ Χριστός. Τό πολίτευμά της εἶναι ὀρθότερο νά τό
χαρακτηρίσουμε ὡς ἱεραρχικό, κυρίως διότι ὑπάρχει τάξη καί ἰδιαίτερη
λειτουργία, ἀναλόγως μέ τή θέση-ἰδιότητα τοῦ κάθε μέλους στό ἑνιαῖο Σῶμα.
Ἀντανακλώντας τά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς
τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου (κάθαρση, φωτισμό καί θέωση) οἱ τρεῖς βαθμοί τῆς ἱερωσύνης,
διακόνου, πρεσβυτέρου καί ἐπισκόπου, σηματοδοτοῦν τή λειτουργία-διακονία ἑκάστου
μέ συνεργασία καί ἁρμονία, ὅπως οἱ χορδές στήν κιθάρα καί μέ τήν ἀπαραίτητη
συνειδητή συμμετοχή καί συνεργασία τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου (τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας)
καί ἀσφαλῶς τήν ἰδιαίτερη συμβολή τῶν μοναχῶν.
Ἡ πρώτη Σύνοδος στήν Ἐκκλησία ἦταν ἡ Ἀποστολική
Σύνοδος πού ἔγινε στά Ἱεροσόλυμα τό 49 μ. Χ. μέ ἀντικείμενο μία διαφωνία μεταξύ
τῶν Ἀποστόλων σέ ἔνα ποιμαντικό ζήτημα καί τήν «Συνοδική» του ἐπίλυση
προτάσσοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν κατά τήν χάρη καί τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἐναρμόνιση καί συμμόρφωση πρός αὐτό, μέ βάση τήν θεία ἐμπειρία τῶν
συμμετεχόντων. Εἶναι χαρακτηριστική καί ἐνδεικτική τῆς πνευματικῆς λειτουργίας
τῆς πρώτης ἐκείνης Συνόδου ἡ οὐσιαστική καί ὄχι τελετουργική ἤ τυπολογική ἔκφραση
καί διατύπωση στίς Ἀποφάσεις της: «Ἔδοξε
τῶ Ἀγίω Πνεύματι καί ἡμῖν»! (Πράξ. ιε΄, 28).
Ἔκτοτε καί μέχρι σήμερον ἡ Ἐκκλησία πορεύεται καί ἐπιτελεῖ
τήν ἀποστολή Της προστατεύουσα τήν εὐσέβεια καί εὐταξία Της, ἀναιροῦσα τίς
τυχόν προσβολές κατ’ αὐτῶν καί ἐπιλύουσα τά ἀναφυόμενα ἐκκλησιαστικά ζητήματα
διά τοῦ Συνοδικοῦ «θεσμοῦ». Δηλαδή μέσω τῶν ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων ὡς ἀνωτάτης ἐκκλησιαστικῆς
ἀρχῆς καί διοικητικοῦ καί δικαστικοῦ ὀργάνου, μέ χαρισματική ὅμως καί ὄχι
κοσμικῶς ἐξουσιαστική καί νομική λειτουργία.
Τίς ἐκκλησιαστικές Συνόδους συγκροτοῦν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι
τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἐπαρχίας, τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας ἤ τῆς οἰκουμένης, ἀναλόγως τῆς
μορφῆς αὐτῶν, διότι ἔχουμε Οἰκουμενικές Συνόδους, Τοπικές, Ἐπαρχιακές,
Πανορθόδοξες, Πατριαρχικές καί Ἐνδημοῦσες. Χωρίς νά ὑπεισέλθουμε στά ἰδιαίτερα
γνωρίσματα καί τίς διαφορές αὐτῶν, εἶναι χρήσιμο νά ἀναφέρουμε ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικές
Σύνοδοι ἐπί τῆς οὐσίας ἔχουν πάντοτε διττό σκοπό: νά ἐκφράζουν, νά διαφυλάσσουν
καί νά προασπίζουν ἀντιστοίχως ἀπό ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές ζημίες τήν
παρακαταθήκη τῆς Πίστεως.
Ὅπως εἶναι εὐνόητο οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἔχουν ἀδιαμφισβήτητο
κῦρος διδακτικῆς αὐθεντίας καί ἱστορικό χαρακτηριστικό γνώρισμα τό ὅτι ἦταν αὐτοκρατορικές,
δηλαδή ὅτι συνεκλήθησαν μέ βασιλικές προσταγές κατά τήν περίοδο τῆς ἐνδόξου Ἀνατολικῆς
Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς σήμερον κακῶς λεγομένης Βυζαντινῆς. Ἐπίσης, εἶχαν ἄλλα
τρία κοινά χαρακτηριστικά, τήν συζήτηση θεμάτων Πίστεως περί τῶν ὁποίων ἐξέδιδαν
ἀποφάσεις σέ δογματικούς Ὅρους, τήν
συμφωνία τῶν ἀποφασισθέντων Ὅρων καί Κανόνων πρός τήν διδασκαλία τῶν
Γραφῶν καί τῶν πρό αὐτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν συμφωνία σέ αὐτά ὅλων τῶν
Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν σέ αὐτές αὐτοπροσώπως ἤ μέσω τῶν
ἀντιπροσώπων των. Ἡ αὐθεντία, ὅμως, αὐτῶν, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τίς ὁποῖες
ὁ ἱ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὀνομάζει ἔσχατο κριτή τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων
καί ὄντως διαθέτουν δεσμευτικό καί ἀλάθητο κῦρος, δέν ἔγκειται σέ τυπικούς καί
κανονικούς λόγους ἁρμοδιότητος λόγω θεσμοῦ.
Πρέπει, λοιπόν, νά προσεχθεῖ ἰδιαιτέρως κάτι τό ὁποῖο
μάλιστα ἐφ’ ὅσον ἰσχύει γιά τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἰσχύει κατ’ ἐπέκτασιν
καί γιά ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές Συνόδους, καί εἶναι τό ἑξῆς σημαντικό: Ὁ
πραγματικά «Θείω δικαίω» θεσμός δέν εἶναι οἱ Σύνοδοι, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία! Ἡ
Ἐκκλησία εἶναι ὑπεράνω τῶν Συνόδων καί τότε μόνο αὐτές καταξιώνονται ὅταν ἐπικυρώνονται
ἀπό Αὐτήν, ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς μόνη κατέχει τό ἀλάθητο ἤ ἀλάνθαστο. Αὐτό δέ
πηγάζει ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, τοῦ ὁποῖου Σῶμα ὑπάρχει (ἡ Ἐκκλησία) καί ὁ ὁποῖος
εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Κριτήριο δέ τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα στούς ἁγίους
Πίστη τήν ὁποία ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καί μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Τά ἀνωτέρω συνοψίζει μέ τίς σχετικές ἐπισημάνσεις του ὁ
Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγοντας ὅτι: «Τάς γενομένας
συνόδους, ἡ εὐσεβής πίστις κυροῖ, καί πάλιν, ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς
συνόδους».
Γιά νά συμπεράνει ὁ ἴδιος ἅγιος πατέρας ὅτι: «Ἐκείνας οἷδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας
κανών, ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν». Εἶναι δέ, ἀποστολικῶς καί πατερικῶς,
τεκμηριωμένο ὅτι ἡ Παράδοση, ὡς φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τήν ὀρθή καί εὐσεβή
πίστη, πάντοτε ἀναλλοίωτη καί ἀπρόσμικτη ἀπό καινοτομίες καί νεωτερισμούς.
Πέραν,
ὅμως, τῶν ἀνωτέρω θά ἦταν παράλειψη ἐάν ὅσον ἀφορᾶ στίς ἐκκλησιαστικές Συνόδους καί δή τίς Οἰκουμενικές καί Μεγάλες
Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀναφέραμε τόν καταλυτικό καί ἀπαραίτητο παράγοντα τῆς
πνευματικῆς καί θεολογικῆς των ἀξίας, σημασίας καί τοῦ κύρους των πού δέν εἶναι
ἄλλος ἀπό τήν συμμετοχή σ’ αὐτές καί παρουσία, εἴτε φυσική, εἴτε διά τῆς
θεολογίας καί τῶν συγγραμμάτων των, τῶν Πατέρων, δηλαδή τῶν Ἁγίων. Πρέπει νά εἶναι
σαφές γιά νά μή καταντήσουμε σχολαστικοί καί νά μή ἀλλοιώσουμε-μετατρέψουμε,
τουλάχιστον θεωρητικῶς, τήν Ὀρθοδοξία σέ ἱδεολόγημα καί τήν Ἐκκλησία σέ
Θρησκεία, ὅτι στήν ὑπόθεση τῶν Συνόδων, ἀκόμη καί τῶν Οἰκουμενικῶν, καθοριστική
σημασία ποτέ δέν εἶχε οὔτε τό πλῆθος τῶν συμμετεχόντων, οὔτε ἡ ἀντιπροσώπευση,
οὔτε οἰ πλειοψηφίες, ἀλλά ἡ ἀκολουθουμένη Θεολογία καί ἠ καθοδήγηση ὐπό μεγάλων
Πατερικῶν μορφῶν.
Ἀρκεῖ
νά ἀναλογισθεῖ καθείς τό ρόλο πού διεδραμάτισε γιά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ
θεολογία τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου, γιά τήν Β΄ Οἰκουμενική ἡ θεολογία τοῦ Μ.
Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου καί Γρηγορίου Νύσσης, γιά τήν Γ΄ Οἰκουμενική ἡ
θεολογία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, γιά τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική ἡ θεολογία τοῦ Ἁγίου
Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ, γιά τήν Ζ΄Οἰκουμενική ἡ θεολογία τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ
Δαμασκηνοῦ. Ἀλλά καί ἀργότερα, τόν 14ο αἰώνα, τί ρόλο ἔπαιξε ἡ
συμμετοχή καί θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στίς σπουδαῖες ἡσυχαστικές
Συνόδους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.
Μάλιστα
ὁ καταλυτικός ρόλος τῆς συμμετοχῆς ἤ παρουσίας τῶν Ἁγίων στίς Συνόδους ἤ καί ἐκτός
αὐτῶν μπορεῖ καί ἐξ ἀντιθέτου νά ἐπιβεβαιώσει ὅτι ἡ ἔκφραση καί προάσπιση καί
διασφάλιση τῆς Ἀληθείας ἐπιτυγχάνεται κυρίως τῆ βοηθεία αὐτῶν καί τῆς θεολογίας
των καί δέν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπό ὁμοφωνίες ἤ πλειοψηφίες ἤ μειοψηφίες. Ἡ ἀλήθεια
μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ καί ἀπό τήν μειοψηφία καί μεμονωμένως ἀλλά καί ἐκτός
Συνόδου, ὅπως μαρτυροῦν οἱ περιπτώσεις τῶν ληστρικῶν Συνόδων, τῆς Συνόδου
Φερράρας – Φλωρεντίας καί ἰδιαιτέρως τῶν Ἁγίων Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καί
Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ.
Ἔτσι,
κατά τά ἀνωτέρω, ἑρμηνεύεται καί τό ὅτι κατά τή διαχρονική Συνοδική παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας τό Ἀποστολικό «Ἔδοξε τῶ Ἁγίω
Πνεύματι καί ἡμῖν» συνδυάστηκε καί συνοδεύτηκε καί ἀπό τό ἐπαναλαμβανόμενο
σχεδόν σέ ὄλες τίς Ἁγίες καί Μεγάλες Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μέ τό «Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν».
3.
ΤΟ
«ΟΡΙΟ» ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΚΑΙ
ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ. ΕΚΛΕΙΣΕ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ;
Ἡ
ἁγία ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος τήν ὁποία κι ἐμεῖς στή παροῦσα ὁμιλία μας ἐκλάβαμε
ὡς ἕνα «ὅριο», προφανῶς διότι συνδέεται μέ τόν σημερινό ἑορτασμό τοῦ θριάμβου τῆς
Ὀρθοδοξίας ἀλλά καί διότι ἀποτελεῖ τήν τελευταία ἀπό τίς γνωστές καί ἐπισήμως ἀναγνωρισμένες
Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ εὐρύτερα ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς καί ἕνα
«ὅριο» ὄχι πάντα μόνο χρονικό, τόσο γιά τούς πραγματικά εὐσεβεῖς, ὅσο καί γιά
τούς λεγομένους ὀρθοδόξους, τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί εἰδικότερα τούς οἰκουμενιστές.
Καί ἐξηγοῦμαι:
Οἱ
ὀρθόδοξοι χριστιανοί γνωρίζουμε καί πρωτίστως ἀναγνωρίζουμε τίς ἑπτά ἁγίες Οἰκουμενικές
Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συγκρότηση τῶν ὁποίων συμπίπτει ἐντός τοῦ χρονικοῦ
διαστήματος τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ,
κατά τό ὁποῖο ὑπῆρχε ἀκόμη ἀδιάσπαστη ἐντός Αὐτῆς ἡ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν Ἀνατολῆς
καί Δύσεως. Πρίν δηλαδή ἐπέλθει τό μεγάλο σχίσμα τοῦ παπισμοῦ καί ἡ ἀποκοπή τῆς
δυτικῆς ἐκκλησίας λόγω τῆς πτώσεώς της στήν αἵρεση.
Εἶναι
λοιπόν καί ὡς ἀπόρροια τῶν ἀνωτέρω δεδομένων σύνηθες τό φαινόμενο καί ἠ
πρακτική νά ἀναφέρονται πολλοί στήν περίοδο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας κατά
τήν ὁποία συγκλήθηκαν οἰ ἑπτά Ἁγίες Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς
περιόδου τῆς ἑνωμένης ἤ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας καί μέ τήν ἐκκλησιολογικοῦ
νοήματος καί περιεχομένου διατύπωση τῆς περιόδου τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Αὐτές ὅμως οἰ τοποθετήσεις γεννοῦν καί προκαλοῦν εὔλογα πολλές ἀπορίες
καί ἐρωτήματα. Πρέπει δέ ἐξ ἀρχῆς νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἐπιδέχονται ἐπικρίσεις
καί παρερμηνεῖες.
Γιά
τούς ὀρθοδόξους ἠ σημασία τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι μεγάλη καί αὐτό
περίτρανα ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν τιμητική θέση καί ἀναγνώριση αὐτοῦ τοῦ
δεδομένου μέσα στή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου καί μεμονωμένα καί
συνολικά τιμῶνται καί ἑορτάζονται μέσα στόν ἐτήσιο λειτουργικό καί ἑορτολογικό
κύκλο. Καθώς, ἐπίσης, καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ τιμή καί ἀναγνώριση ἀλλά καί ἀποδοχή
τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν τῶν Συνόδων ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῆς Ὁμολογίας τῶν ὀρθοδόξων
χριστιανῶν καί δή τῶν Ἐπισκόπων κατά τήν ὥρα τῆς Χειροτονίας των.
Γιά
τούς αἱρετικούς καί εἰδικότερα τούς Δυτικούς, δηλαδή τούς Παπικούς, ἡ Ἁγία ἑβδόμη
Οἰκουμενική Σύνοδος ἐκφράζει τόν τελευταῖο συνοδικό-συνδετικό κρίκο τῆς κοινῆς
μέχρι τότε πορείας τῶν προγόνων τους μέ τήν ὀρθόδοξο Ἀνατολή καί τήν καθόλου Ἐκκλησία.
Βεβαίως, ἐπί τῆς οὐσίας ὁ Παπισμός δέν ἄφησε ἀνέγγιχτο ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἱρετική
ἀλλοίωσή του αὐτό τό «ὅριο». Διά ψευδοσυνόδων καί ἐν τῆ πράξει ὁ παπισμός ἀλλοίωσε
τήν ὀρθόδοξο διδασκαλία καί παρακαταθήκη καί αὐτῆς τῆς Ἀγίας καί Μεγάλης
Συνόδου, θεωρητικῶς καί πρακτικῶς, ὅπως εὔκολα διαπιστώνεται ἰδίως στή
λατρευτική του πράξη μέχρι σήμερα.
Γιά
τούς οἰκουμενιστές, τέλος, φαίνεται καί διαπιστώνεται ὅτι τό «ὅριο» τῆς Ἁγίας ἑβδόμης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου τούς εἶναι ἰδιαιτέρως χρήσιμο καί σημαντικό διότι μέ αὐτό ὁριοθετοῦν
χρονικά καί ἐκκλησιολογικά, ἀκόμη καί θεολογικά, τήν περίοδο ἐκείνη πού τούς ἐπιτρέπει
νά ὁμιλοῦν γιά τήν κοινή πορεία τῶν πάλαι ποτέ δύο μεγάλων τοπικῶς ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς
καί Δύσεως ἤ ὅπως ὄχι τυχαῖα ἀρέσκονται νά λέγουν γιά τήν ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τῶν
ὀκτώ πρώτων αἰώνων καί τῶν Ἁγίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς κοινῆς
παραδόσεως.
Ἐνῶ,
ὅμως, γιά τούς ὀρθοδόξους, ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἀναφερομένου ὡς «ὁρίου» τῆς ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, εὔλογα γεννᾶται τό ἐρώτημα, ἐάν ἔκλεισε γιά τήν Ἐκκλησία τότε ὁ κύκλος
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δηλαδή ἐάν ἔκτοτε ὑπάρχει ἤ συνεκλήθη ἄλλη Οἰκουμενική
Σύνοδος στήν Ἐκκλησία ἤ ἄν μπορεῖ κάποτε νά συγκληθεῖ τέτοια, γιά τούς οἰκουμενιστές
αὐτά εἶναι αὐτονόητα (ἀρνητικά) καί ἀδιανόητα. Τί, ὅμως, ἐξ αὐτῶν εὐσταθεῖ ἀπό ὀρθοδόξου
ἀπόψεως; Ἄς τό δοῦμε.
Κατ’
ἀρχήν, ὅπως ἀρκετοί, ἴσως, γνωρίζουν, μετά τήν Ἁγία ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδο ἔχουμε
στήν ἱστορία καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἄλλες δύο Ἁγίες καί Μεγάλες Συνόδους, οἱ ὁποῖες
ὑπό πολλῶν ἐγκρίτων καί εἰδημόνων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν θεωροῦνται καί ἀναγωρίζονται
ὡς Οἰκουμενικές καί πάντως ὡς οἰκουμενικοῦ κύρους Σύνοδοι. Πρόκειται γιά τήν ἐπί
Μεγάλου Φωτίου συγκληθεῖσα διά βασιλικῶν προσταγῶν Σύνοδο τοῦ 879-880 μ.Χ. στήν
Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία μεταξύ ἄλλων κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Filioque
(φιλιόκβε, καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ) τῶν Δυτικῶν, θεωρουμένη ὡς 8η Οἰκουμενική
Σύνοδος, καθώς καί τήν ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεῖσα ἐπίσης διά
βασιλικῶν προσταγῶν Σύνοδο τοῦ 1351 μ.Χ. στήν Βασιλεύουσα Πόλη, ἡ ὁποία
κατεδίκασε ὡς αἱρετικούς τούς Βαρλαάμ καί Ἀκίνδυνο κλπ. καί διεκήρυξε ὀρθοδόξως
τήν διάκριση στόν Θεό τῆς ἀμεθέκτου ἀκτίστου Θείας Οὐσίας καί τῶν μεθεκτῶν ἀκτίστων
Θείων ἐνεργειῶν, θεωρουμένη ὡς 9η Οἰκουμενική Σύνοδος.
Ἑπομένως,
σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω, οὐσιαστικῶς ὁ κύκλος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιά τήν Ὀρθοδοξία
καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔκλεισε μέ τήν Ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀκόμη
δέ κι ἄν δεχθοῦμε κάποιες ἐπιφυλάξεις μέ ἱστορικο-συμβολικά κριτήρια γιά τή μή ἀριθμητική
συγκαταρίθμησή τους στή χορεία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πάντως ἀναμφισβήτητα
πρόκειται γιά δύο Ἁγίες καί Μεγάλες Συνόδους καθολικοῦ-οἰκουμενικοῦ κύρους καί
τεράστιας θεολογικῆς σπουδαιότητος.
Πέραν
δέ τούτων, πρέπει νά εἶναι σαφές ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι θεολογικῶς ἐσφαλμένο
καί ἀπαράδεκτο νά θεωρηθεῖ ὄτι δεσμεύεται νά ἀποδεχθεῖ τίς ἀνωτέρω Ἁγίες
Συνόδους ὡς Οἰκουμενικές ἤ καί νά συγκροτήσει, ἐάν συντρέχουν οἰ λόγοι καί
κανονικῶς ἀποφασισθεῖ, νέα Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐπειδή δῆθεν κωλύεται λόγω τῆς ἀποσχίσεως
τῆς Δυτικῆς λεγομένης ἐκκλησίας! Αὐτά καί τά τοιαῦτα σοφίσματα ὑποδηλώνουν σαφῶς
καί ὑποκρύπτουν ἐλλειματική πίστη σέ μία ἐλλειματική Ἐκκλησία, ὅπως ὁ παπισμός
θέλει νά θεωρεῖ τήν Ὀρθοδοξία, γι’ αὐτό καί συνιστοῦν βλασφημία κατά τῆς Ἐκκλησίας
καί ἀμφισβήτηση τῆς ἀληθείας ὅτι τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας τήν ζωογονεῖ καί
σήμερα, ὅπως καί στό ἀπώτερο ἤ ἀπώτατο παρελθόν!
Δράττομαι
δέ τῆς εὐκαιρίας νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ σκόπιμη ἐπιμονή τῶν οἰκουμενιστῶν σέ ἀναφορές
δῆθεν τιμητικές περί τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων,
ἡ ὁποία ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, κυρίως τῶν λεγομένων
Ρωμαιοκαθολικῶν, δηλαδή τῶν παπικῶν, μέ τούς ὀρθοδόξους στή βάση τῶν ὀκτώ
πρώτων αἰώνων, εἶναι δόλια καί ἀντορθόδοξη. Τό κακό δέ εἶναι ὅτι καί πολλοί ἀντι-οἰκουμενιστές
τά υἱοθετοῦν αὐτά ἀφελῶς, ἔστω καί μόνον λεκτικῶς, χωρίς νά ὑποψιάζονται ὅτι ἡ ἀναφορά
σέ Ἐκκλησία τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων ἤ Ἐκκλησία τῶν ἑπτά οἰκουμενικῶν Συνόδων
συνιστᾶ ἀποδοχή μιᾶς «νέας θεωρίας» πού περιορίζει ἐκεῖ τό πνευματικό κῦρος τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί διαχωρίζει-διακόπτει ἀνεπίτρεπτα τήν χαρισματική,
θεολογική καί κανονική της συνέχεια ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα καί μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων! [Σημείωση: Ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια ἡ
διατύπωση περί τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων
χρησιμοποιεῖται καί σέ πολλά Συνοδικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας τόν 19ο
κυρίως αἰώνα, ὅπως καί παλαιότερα. Σ’ αὐτά ὅμως ἔχει τό νόημα τῆς δεδομένης
διαφυλάξεως ὑπό τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς πιστότητος στήν Παράδοση ἐκείνη, σέ ἀντίθεση
μέ τούς ἀποκοπέντας ἀπό τήν Ἐκκλησία αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι κι ἄν ἀκόμη δέν τήν ἀμφισβητοῦν
ἱστορικά στήν πορεία τήν ἀλλοίωσαν πλήρως.]
Εἶναι
δέ χαρακτηριστικό ὅτι οἱ οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἐπείγονται, παρά τήν παταγώδη
ἀποτυχία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τόν Παπισμό λόγω τῆς ἀμετανοησίας του καί
παρά τήν ἐνδοτικότητα στό πλαίσιο αὐτοῦ τῶν λεγομένων ὀρθοδόξων, γιά τήν ἕνωση
μαζί του πάση θυσία, παρεμποδίζουν καί ἀρνοῦνται μέ κάθε τρόπο τήν ἀναγνώριση τῶν
προαναφερθεισῶν Ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων τοῦ 9ου καί 14ου
αἰῶνος ὡς Οἰκουμενικῶν. Δέν εἶναι, βεβαίως, ἄσχετο τό ὅτι καί οἱ δύο ἐν λόγω
Σύνοδοι κατεδίκασαν παπικές αἱρέσεις! Τελευταῖο τεκμήριο μιᾶς τέτοιας
μεθοδευμένης στάσεως, μέσω ὑπογείων διαδρομῶν, ὑπῆρξε καί ἡ πρό πενταετίας
(Σεπτέμβριος 2011) ἀρχική ἀναβολή καί μετέπειτα ἐν ψυχρῶ ματαίωση ἀκόμη καί
προγραμματισμένης ἀναγνώσεως σχετικῶν εἰσηγήσεων (ὑπό τῶν Μητροπολιτῶν (...)
«Γόρτυνος» καί «Ναυπάκτου») στήν Ἱεραρχία τῆς «Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», κατόπιν
σχετικῶν «παραγγελιῶν» καί προειδοποιήσεων ἀπό τόν ἔνοικο τοῦ Φαναρίου!
4.
ΑΠΟ
ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. «ΣΥΝΟΔΟΙ» ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΕΝΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ.
Ἀπό
τήν Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι σήμερα ἔχουν περάσει, οὔτε λίγο, οὔτε
πολύ, δώδεκα ὁλόκληροι αἰῶνες. Σ’ αὐτό τό μεγάλο χρονικό διάστημα συνέβησαν πολλά
καί σημαντικά ἐκκλησιαστικά γεγονότα καί ἐξελίξεις. Τό κυριώτερο ἦταν ἀναμφίβολα
ἡ ἀπόσχιση τῆς πάλαι ποτέ Δυτικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ ποτέ ὀρθοδόξου
Πατριαρχείου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, τό ὀποῖο ἐκλέϊσαν καί Ἅγιοι Πατέρες ὡς
πάπες Ρὠμης, ὅπως ὁ Ἅγιος Κλήμης, ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος, ὁ Ἅγιος Λέων, ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός,
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὀ Διάλογος καί ἀρκετοί ἄλλοι.
Ὁ
σπουδαῖος Σέρβος Δογματολόγος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, πνευματικός πατέρας τριῶν ἐκ
τῶν Καθηγητῶν μας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Βελιγραδίου, ἐμπνευσμένως ἔχει θεολογικῶς
χαρακτηρίσει τήν πτώση τοῦ Πάπα Ρώμης στήν αἵρεση τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου
ὡς μία ἐκ τῶν τριῶν μεγαλυτέρων πνευματικῶν πτώσεων στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, μέ
πρώτη τήν τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ καί δεύτερη τοῦ πρώην μαθητοῦ τοῦ Χριστοῦ καί
μετέπειτα προδότου Ἰούδα.
Ἤδη
προαναφέραμε δύο οἰκουμενικοῦ κύρους καί τεράστιας θεολογικῆς σημασίας Συνόδους
πού ἀκολούθησαν τήν Ἀγία ἐβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδο, τήν ἐπί Μεγάλου Φωτίου τόν
9ο αἰώνα καί τήν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τόν 14ο αἰώνα.
Ἡ Συνοδική παράδοση καί λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράσθηκε καί συνεχίσθηκε μέ
σπουδαῖες Τοπικές Συνόδους πού συμπλήρωσαν τό ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
κυρίως σέ ἐπίπεδο κανονικό καί σέ ἀρκετές Πανορθοδόξους Συνόδους, ὅπου ἐκπροσωποῦνταν
τά ἐκ τῆς πενταρχίας ἐναπομείναντα στήν Ἐκκλησία τέσσερα πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα
τῆς Ἀνατολῆς (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων). Ἐπίσης
ἔλαβον χώρα καί σημαντικές Πατριαρχικές Σύνοδοι.
Ἀξίζει
ἐδῶ νά μνημονευθεῖ ἡ προηγηθεῖσα τῶν ἀνωτέρω Πρωτοδευτέρα Ἁγία Σύνοδος (861
μ.Χ.) καί ἰδιαιτέρως νά ἀναφερθοῦν οἱ
Πανορθόδοξοι Σύνοδοι τοῦ 16ου αἰῶνος (τῶν ἐτῶν 1583, 1587 καί 1593)
διά τῶν ὁποίων ἀπορρίφθηκε καί καταδικάσθηκε ἡ παπική Καινοτομία τοῦ Γρηγοριανοῦ
ἡμερολογίου, σέ ἐπίπεδο κειμένων ὁ Πατριαρχικός Τόμος περί τοῦ βαπτίσματος τῶν
αἱρετικῶν, τοῦ 1756, οἱ Σύνοδοι τοῦ 1836 καί 1838, καθώς καί (πάλι σέ ἐπίπεδο
Κειμένων) τά Πατριαρχικά Σιγγίλια τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς (τῆς
Πανορθοδόξου Συνόδου) τοῦ 1848 καί τό τοῦ 1872, μέ τό ὀποῖο καταδικάσθηκε ὀ ἐθνοφυλετισμός,
ἀλλά καί ἡ Σύνοδος τοῦ 1895. Ὑπάρχουν βεβαίως καί ἄλλες Σύνοδοι καθ’ ὅλη αὐτή
τήν περίοδο τῆς δεύτερης χιλιετίας.
Ἔτσι
φθάνουμε στό τέλος σχεδόν τοῦ 19ου αἰῶνος καί τό κατώφλι τοῦ 20ου
, χωρίς νά λησμονοῦμε ὅτι ἔχει μεσολαβήσει ἡ τραγική ἅλωση τῆς Πόλεως (Φραγκική
τό 1204 καί Τουρκική τό 1453) καί τό τέλος τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς, δηλαδή ἑλληνορθοδόξου,
Αὐτοκρατορίας, τά ὁποῖα ἀκολούθησε, κατά παραχώρηση Θεοῦ, ἡ μακρά περίοδος τῶν
τεσσάρων αἰώνων τῆς ὀθωμανικῆς δουλείας τοῦ Γένους μας.
Παρότι
ἐδῶ ἀναφερόμαστε στήν μετά τήν Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο περίοδο τῆς ἐκκλησιαστικῆς
μας ἱστορίας καί ὅσον ἀφορᾶ τίς συγκροτηθεῖσες Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας, ὑπενθυμίζουμε
ὅτι κατά τήν προηγηθεῖσα περίοδο στό προσκήνιο εἶχαν βρεθεῖ πέραν τῶν Ἁγίων Συνόδων
καί οἰ λεγόμενες ληστρικές σύνοδοι, οἱ ὁποῖες κάποτε καί πολυάριθμες ἀπό τή
συμμετοχή πολλῶν ἐπισκόπων ἦταν καί διεκδικοῦσαν νά ἀναγνωρισθοῦν ἀκόμη καί ὡς
Οἰκουμενικές. Ἡ ἀγρυπνοῦσα ὅμως συνείδησις καί τό ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ Σώματος
τῆς Ἐκκλησίας δέν τό ἐπέτρεψε! Ἐνδεικτικά νά ἀναφέρουμε τίς παλαιότερες ἐξ αὐτῶν
ὅπως ἡ ἐν Ἐφέσῳ (430), ἡ τῆς Δρυός (403), ἀλλά καί ἡ εἰκονομαχική τῆς Ἱερείας
τό 754 μ. Χ. προβληθεῖσα ὡς Ζ΄ Οἰκουμενική στήν ὁποία συμμετεῖχαν 348 ἐπίσκοποι
καί ἀναθεμάτισε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν
Δαμασκηνό!
Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Η΄ Παλαιολόγος εἰσέρχεται ἔφιππος στή Φλωρεντία γιά τή Σύνοδο τοῦ 1439. |
Ληστρικές,
ὅμως, σύνοδοι ὑπῆρξαν καί κατά τήν ἐν λόγῳ δεύτερη χιλιετία οἱ ὁποῖες πλέον ὡς
κοινό χαρακτηριστικό εἶχαν τήν προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς ἑνώσεως τῶν ὀρθοδόξων μέ
τούς παπικούς. Τέτοιες ἦταν ἡ ἐν Λυών Σύνοδος τοῦ 1274 καί ἡ γνωστή στούς
περισσοτέρους σύνοδος τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τοῦ 1438-9, τά σχέδια τῆς ὁποίας ἀνέτρεψε
ὁ μονομάχος ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδοξίας Ἅγιος
Μᾶρκος ἐπίσκοπος Ἐφέσσου, ὁ Εὐγενικός.
Κοινά
χαρακτηριστικά στή Συνοδική μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προκύπτει μέσα ἀπό τίς
Ἀποφάσεις ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων αὐτῆς τῆς περιόδου ἀλλά καί τά
Συνοδικά καί Πατριαρχικά Κείμενα πού ἐνδεικτικά ἀναφέραμε, εἶναι ἡ σαφής ἔκφραση
τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας, ἡ προσήλωση στή Παράδοση καί τή διδασκαλία τῶν πρό αὐτῶν Ἁγίων
Συνόδων καί Πατέρων καί ἡ σταθερή ἀπόρριψη τῶν αἱρέσεων καί καινοτομιῶν πάντων
τῶν ἐξ αὐτῆς ἀπεσχισθέντων αἱρετικῶν.
Ὡς
ἀντιπροσωπευτικό πρός ἐπιβεβαίωση τῶν ἀνωτέρω παραθέτουμε κείμενο (ἀπόσπασμα) τῆς
Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848 ὅπου ἀναφέρεται ὅτι: «Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε
Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς
τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει
τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
Ἄς δοῦμε,
ὅμως, ἐπιγραμματικά τήν ἀντίστοιχη «Συνοδική» πορεία τοῦ Παπισμοῦ κατά τήν ἴδια
περίοδο, δηλαδή μετά τήν Ἁγία ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδο καί μέχρι σήμερα.
Στόν Παπισμό, λοιπόν,
καί ἀπό αὐτόν ἤ κατ’ αὐτόν γίνονται σήμερα δεκτές καί ἀναγνωρίζονται πέραν τῶν
ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς πρώτης χιλιετίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας,
ἄλλες δέκα τέσσερεις σύνοδοι! Δηλαδή ἐν συνόλω γιά τόν Παπισμό ὑπάρχουν εἴκοσι
μία οἰκουμενικές σύνοδοι! Εἰδικότερα ξεκινοῦν μέ τή σύνοδο πού πραγματοποιήθηκε
στή Κωνσταντινούπολη καί καθήρεσε τόν Μέγα Φώτιο, πέντε συνόδους στό Λατερανό,
δύο στή Λυών τῆς Γαλλίας, ἀπό μία στή Βιέν, τήν Κωνσταντία καί τό Τρέντο, δύο
στό Βατικανό καί συμπεριλαμβάνουν ἀκόμη καί τή γνωστή οὐνιτική καί ληστρική γιά
τήν ὀρθόδοξο Ἀνατολή Σύνοδο τῆς Φεράρας – Φλωρεντίας! Χρονικῶς ἐκτείνονται ἀπό
τόν 9ο ἕως τόν 19ο αἰώνα, μέ τελευταία αὐτῶν τή περιβόητη
Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε τό 1965 καί τήν ὁποία, ὅπως φαίνεται,
ἔχει ὡς πρότυπο ἡ ἐπικειμένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τέλος, μιᾶς
καί ἀναφερόμαστε στόν Παπισμό ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι τήν περίοδο ἀπό τό μεγάλο
Σχίσμα τοῦ 1054 καί μέχρι τόν 15ο αἰώνα ἔγιναν ἕνδεκα συνολικά
Διάλογοι πρός ἕνωση, χωρίς, βεβαίως, θετικό ἀποτέλεσμα. Ἀποκορύφωμα δέ αὐτῶν
ὑπῆρξε ἡ Σύνοδος στή Φεράρα-Φλωρεντία, τήν ὁποία οἱ μέν ὀρθόδοξοι ἀπέρριψαν
μετ’ ἤχου, οἱ δέ παπικοί μέχρι σήμερον ἐπιδιώκουν νά νεκραναστήσουν ὅσον ἀφορᾶ
στίς ἐπιδιώξεις των.
5.
ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ
ΚΑΤΙ ΣΤΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ; ΠΟΤΕ ΣΥΝΕΒΗ ΑΥΤΟ, ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΙΟΥΣ ΕΧΕΙ
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ;
Ὅπως πιστεύομε
ὅτι ἔγινε σαφές ἀπό τά προαναφερθέντα, γιά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἡ ἀπ’ ἀρχῆς
ἑνιαία καί πιστή στήν ἀποκαλυφθεῖσα Ἀλήθεια διδασκαλία τῆς αὐθεντικῆς Συνοδικῆς
Παραδόσεώς Της ἔφθασε μέχρι τό κατώφλι τοῦ 20ου αἰῶνος ἀναλλοίωτη
ἐπί τῆς οὐσίας, παρά τίς δοκιμασίες, τά σχίσματα καί τίς αἱρέσεις πού
ἀντιμετώπισε. Ἀπό τήν Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων, τό 49 μ.Χ. μέχρι καί
τίς Συνόδους τοῦ 19ου αἰῶνος, ὅπως προκύπτει ἀπό τά σχετικά Κείμενα
καί τίς Ἀποφάσες των, ἡ Ὀρθοδοξος Ἐκκλησία ἐπιβεβαίωσε ὅτι εἶναι «ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωμα
τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμοθ. γ, 15)!
Τά πράγματα,
ὅμως, ἄλλαξαν μέ τήν εἴσοδο στόν 20ο αἰώνα σέ σημεῖο ὥστε αὐτός ὁ
αἰώνας νά θεωρεῖται ὀ αἰώνας τῆς ἀνατροπῆς τῆς διαχρονικῆς μαρτυρίας τῆς
Ὀρθοδοξίας. Καί, ναί μέν, μέχρι σήμερα, δέν ἔλαβε χώρα κάποια «Πανορθόδοξη»
Σύνοδος στό χῶρο τῶν λεγομένων ἐπισήμων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, ὥστε νά ὁμιλοῦμε
καί γιά συνοδική ἀνατροπή τῆς Συνοδικῆς παραδόσεως ἤ συνοδικῶς ἐκπεφρασμένη
ἀνατροπή, ἀλλά ἔχει γίνει ὅ,τι ἄλλο ἀνατρεπτικό τῆς Παραδόσεως δέν μποροῦσε νά
διανοηθεῖ κανείς ὀρθόδοξος πρίν ἀπό ἕνα ἤ δύο αἰῶνες.
Ὡς ἀρχή τῶν
κακῶν πρέπει νά θεωρηθεῖ ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1902 καί κυρίως ἡ Συνοδική
σέ ἐπίπεδο Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περιβόητος Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, ἐπί
Δωροθέου Προύσσης ὡς Τοποτηρητοῦ τοῦ θρόνου, ἡ ὁποία θεωρεῖται καί εἶναι ὁ
Καταστατικός χάρτης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί διά τῆς ὁποίας, γιά πρώτη φορά στήν
ἐκκλησιαστική ἱστορία, διακηρύσσεται ὅτι οἱ διάφορες αἱρέσεις στόν Χριστιανισμό
εἶναι «Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ»!
Αὐτή εἶναι ἡ
Ἐγκύκλιος πού ἀπευθύνθηκε σέ ὅλους τούς αἱρετικούς, κυρίως παπικούς,
προτεστάντες καί Ἀγγλικανούς καί μεταξύ ἄλλων εἰσηγήθηκε τήν ἡμερολογιακή
μεταρρύθμιση, πρός ταυτόχρονο ἑορτασμό τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς χριστιανοσύνης.
Τρία δέ χρόνια ἀργότερα ἕνα ψευδεπίγραφο πανορθόδοξο Συνέδριο καί στήν
πραγματικότητα ληστρικό, ἀπεφάσισε τήν ἐπιβολή τῆς Καινοτομίας τοῦ νέου παπικοῦ
ἡμερολογίου στήν ὀρθόδοξο Ἀνατολή, παρά τίς σχετικές ἀντίθετες θέσεις καί
ἀποφάσεις τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων τοῦ 16ου αἰῶνος (σημ.: καί τήν πρός
τοῦτο πανορθόδοξο διαφωνία ἐκείμης τῆς ἐποχῆς) κάνοντας ἔτσι τήν ἀρχή τῆς
ἀποδοχῆς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στήν πράξη καί τή συστηματική πλέον
προσέγγιση γιά ἐνότητα κυρίως μέ τόν παπισμό.
Αὐτά πού
ἐπηκολούθησαν ἦταν πρωτοφανή γιά τή διαχρονική Συνοδική παράδοση τῆς
Ὀρθοδοξίας. Ἐπιγραμματικά ἀναφέρουμε τή συμμετοχή τῶν λεγομένων Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν στό αἱρετικό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖο ἱδρύθηκε τό
1948, ὅπου ἔφθασαν «ὀρθόδοξοι» νά συναποφασίζουν καί ἀναγνωρίζουν τήν αἵρεση
τοῦ παπισμοῦ ὡς ἀδελφή Ἐκκλησία, ἀλλά καί τήν Οὐνία (Μπαλαμπάντ Λιβάνου 1993),
ὅπως καί τήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία καί τίς νεόκοπες βλάσφημες θεωρίες τῆς
«Βαπτισματικῆς θεολογίας» (Πόρτο Ἀλέγκρε 2005) κ.ο.κ., τήν βλάσφημη ἄρση τῶν
ἀναθεμάτων ἤ ὀρθότερα ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί συμφωνία γιά τήν ἕνωση μέ τόν
παπισμό ἀπό κοινοῦ ἀπό τόν Πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ καί τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στά
Ἱεροσόλυμα τό 1965, μέχρι τίς καθιερωμένες πλέον συμπροσευχές καί
ἡμι-συλλειτουργίες τοῦ σημερινοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου καί τῶν
πολλῶν ὁμοφρόνων του ὀρθοδόξων, ὑποτίθεται, ἱεραρχῶν.
Μόλις πού
χρειάζεται νά ἀναφέρουμε ἐδῶ ὅτι σκοτεινός ἄγγελος πρωτοστάτης τῆς Οἰκουμενικῆς
Κινήσεως, ὅπως, κατ’ εὐφημισμό, ὀνομάστηκε ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
θεωρεῖται καί εἶναι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, πρᾶγμα τό
ὁποῖο καυχᾶται ὁ σημερινός ἡγέτης του σύμφωνα καί μέ πρόσφατη δήλωσή του: «Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὑπῆρξε
πρωτοπόρον εἰς τήν δημιουργίαν τῆς συγχρόνου Οἰκουμενικῆς Κινήσεως διά τῶν
Ἐγκυκλίων τοῦ Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ τό 1902 καί τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920
καί οὐδένα λόγον ἔχει νά λυπῆται δι’ αὐτό»! ( Ἀπό τήν Εἰσήγηση τοῦ κ. Βαρθολομαίου στή Σύναξη τῶν
Ἱεραρχῶν τοῦ θρόνου, τήν 29η
Αὐγούστου 2015, ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Μεγάλης Συνόδου τοῦ 2016).
Πῶς, ὅμως,
ἐξηγοῦνται ὅλα τά ἀνωτέρω; Ἡ ἐκτίμησή μας εἶναι ὅτι πολλοί παράγοντες συνέβαλαν
στή διαμόρφωση τῶν δραματικῶν αὐτῶν καί πρωτόγνωρων ἐξελίξεων καί καταστάσεων
στό χῶρο τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Θά διακρίναμε, ὅμως, τρεῖς ἐξ αὐτῶν, ὡς τούς
πλέον καθοριστικούς: πρῶτος, ἡ βαθμιαῖα καί σταδιακή ἐκκοσμίκευση τοῦ ὀρθοδόξου
ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, καθώς καί ἡ ἀλλοίωσή του ἀπό τή συστηματική πολυχρόνια
προπαγάνδα τῶν αἱρετικῶν καί κυρίως τήν διάδοση-ἐπικράτηση τοῦ πνεύματος τοῦ
δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ, δεύτερος, τό πνεῦμα καί ἡ ἐπιρροή τοῦ πολιτικοῦ παράγοντα
καί τοῦ πνεύματος τοῦ πολιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς γνωστῆς σέ μᾶς σήμερα
παγκοσμιοποιήσεως, καί, τρίτος, ἡ ἅλωση καί χειραγώγηση, ὡς φαίνεται, κατά τόν
20ο αἰώνα τοῦ πρωτοστατοῦντος Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τή
Μασονία, ἀλλά καί τήν γνωστή πολιτική ὑπερδύναμη.
Ἐνδεικτικό
περί τοῦ ρόλου τῆς Μασονίας στό χῶρο τοῦ Πατριαρχείου εἶναι ὅτι μετά τεκμηρίων
τέσσερεις ἀπό τούς ἕξι μέχρι σήμερον πατριαρχεύσαντες σ’ αὐτό κατά τόν 20ο
αιώνα, οἱ Φώτιος, Βασίλειος, Μελέτιος καί Ἀθηναγόρας, ἦταν μασόνοι. Οἰ ἄλλοι
δύο εἶναι ὁ σημερινός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καί ὁ προκάτοχός του Δημήτριος,
γιά τούς ὁποίους σχετικές φῆμες δέν ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ ἤ τουλάχιστον ἐμεῖς δέν
τό γνωρίζουμε, χωρίς αὐτό νά ἔχει πλέον κάποια ἰδιαίτερη σημασία.
Δυστυχῶς ἡ
ὑποτίμηση τῆς σημασίας τῆς ἐπιβολῆς τῆς καινοτομίας τοῦ Νέου ἡμερολογίου ὡς
πρώτου βήματος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἡ ἀποδοχή, διά τῆς κοινωνίας, τοῦ
προκληθέντος ἀπό αὐτήν Σχίσματος, ἐκ μέρους τῶν λεγομένων ἐπισήμων ὀρθοδόξων
ἐκκλησιῶν, τίς παγίδευσε καί τίς πρόσδεσε στό ἅρμα τοῦ παναιρετικοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, μέ ἠνίοχο τόν παπίζοντα καί στήν ἄσκηση τῶν διοικητικῶν ἁρμοδιοτήτων
του Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ἔτσι κατέστησαν συνένοχοι καί συνυπεύθυνοι, λόγω
κοινωνίας, συμφωνίας ἤ δειλίας, ὅλοι οἱ πάλαι ποτέ ὀρθόδοξοι θρόνοι καί οἰ
τοπικές ἐκκλησίες. Γιά ὄλους αὐτούς οἰ συνέπειες εἶναι φοβερές καί αὐτό ἔρχεται
ἠ προσεχής σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου τοῦ 2016 νά τό καταδείξει μέ τραγικό
τρόπο.
6. Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ, ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ
ΤΗΣ «ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ» ΤΟΥ ΠΡΟΣΕΧΟΥΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2016.
Ἡ ἰδέα τῆς
συγκλήσεως μιᾶς Μεγάλης πανορθοδόξου Συνόδου μαρτυρεῖται ὅτι συνδέεται καί ἐμπνέεται,
τουλάχιστον θεωρητικῶς μέ καί ἀπό τήν συγκροτημένη προσπάθεια συνεργασίας τῶν
ὀρθοδόξων γιά τόν σκοπό τῆς ἐν συνεχεία προσεγγίσεως ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὅπως
διαγράφεται στίς Πατριαρχικές Ἐγκυκλίους τοῦ 1902, 1904 καί, βεβαίως, τοῦ 1920,
ἀλλά καί τό θεματολόγιο καί τίς ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου τοῦ 1923.
Προετοιμασία τῆς "Μεγάλης Συνόδου". Μονή Βατοπαιδίου, Ἄγ. Ὄρος, 1930. |
Ἡ προϊστορία
της «Μεγάλης Συνόδου» τοποθετεῖ ὡστόσο τήν ἔναρξη τῆς προετοιμασίας της τό 1930
στή Μονή Βατοπεδίου στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἡ «Προκαταρκτική Διορθόδοξη Ἐπιτροπή» ἀσχολεῖται
μέ τόν ἐντοπισμό θεμάτων γιά τή συγκρότηση τοῦ θεματολογίου της. Μέλος ἐκείνης
τῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν καί ὁ μετέπειτα πατριάρχης Ἀθηναγόρας, τότε ὡς Μητροπολίτης
Κερκύρας.
Συνέχεια θά
δοθεῖ τό ἔτος 1961, λόγω καί τῶν ἐν τῶ μεταξύ λαβόντων χώρα δυσχερῶν ἱστορικῶν
ἐξελίξεων (Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος κλπ.), πάντοτε μέ πρωτοβουλία τοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως καί ἐν προκειμένω τοῦ τότε προκαθημένου του Ἀθηναγόρου, μέ
τήν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στή Ρόδο, ἡ ὁποία ἀναθεώρησε καί ἐμπλούτησε τό
θεματολόγιο τῆς μελλούσης Συνόδου. Στόν ἴδιο τόπο ἀκολούθησαν ἄλλες δύο τέτοιες
Διασκέψεις, τά ἑπόμενα δύο χρόνια.
Τή σκυτάλη
πῆρε τό 1968 ἡ Γενεύη, ὁπότε καί καθορίστηκε ὁ Κατάλογος μέ τά θέματα τῆς
μεγάλης Συνόδου. Στή συνέχεια, ἀπό τό 1971 καί μέχρι τό 2014 ἔγινε στό
πλαίσιο δεκατριῶν συνολικά διορθοδόξων
προπαρασκευαστικῶν ἐπιτροπῶν καί προσυνοδικῶν πανορθοδόξων διασκέψεων ἡ
ἐπεξεργασία τῶν θεμάτων αὐτῆς.
Τά θέματα πού
κατά τά ἀνωτέρω καθορίσθηκαν ἦταν δέκα, ἀλλά τελικῶς μετά τά ὅσα ἀποφασίσθηκαν
μόλις τόν Ἰανουάριο τοῦ τρέχοντος ἔτους ἀπό τή Σύναξη τῶν προκαθημένων τῶν κατά
τόπους ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ τῆς Ἐλβετίας, ὅπου καί τό Πατριαρχικό
Κέντρο στήν Εὐρώπη, ἀπέμειναν μόνο πέντε, τά ἐξῆς:
α.
Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συγχρόνω κόσμω.
β.
Τό Αὐτόνομον ἐν τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ.
γ.Τό
μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ.
δ.Ἡ
σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον. Καί,
ε.
Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον.
Ἀξίζει
νά σημειωθεῖ ὅτι μεταξύ τῶν τελικῶς ἀφαιρεθέντων θεμάτων ἦταν καί τό θέμα, μέ
τίτλο: Τό ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου!
Ἐκ
τῶν ἀνωτέρω διαπιστώνεται σαφῶς μία μεγάλη δυστοκία τόσο στή προετοιμασία, ὅσο
καί στή συμφωνία ἐπί τῶν ἀρχικῶς ὁρισθέντων ὡς θεμάτων τῆς μελλούσης Συνόδου.
Φαίνεται ὅτι ἐγγενεῖς ἀδυναμίες ἀνταγωνισμοῦ δικαιοδοτικοῦ-ἐξουσιαστικοῦ καί ἐθνικιστικοῦ
περιεχομένου ἔχουν ἐπιδράσει καταλυτικά. Ὡστόσο καί ἀπό τήν ἀναμόρφωση καί
διαφοροποίηση τῆς διατυπώσεως κάποιων θεμάτων διαφαίνεται ἐπίσης μία σύγχυση
καί ἀσυμφωνία κυρίως πρός τήν κατεύθυνση ἀναθεωρήσεως τῶν παραδεδομένων, ἡ ὁποία
φθάνει καί νά ὐποχωρεῖ προκειμένου νά ἀποφευχθεῖ τό ἐνδεχόμενο ἀναβολῆς τῆς
πραγματοποιήσεως τῆς ἐπί 86 χρόνια ἀναμενομένης «Μεγάλης Συνόδου»!
Τά τελευταῖα
ἐπισημαίνονται, διότι, ὅπως δείχνουν τά πράγματα, μέ δεδομένη τήν πολύ μικρή
καί ταπεινή σέ ἔκταση καί ποιότητα παραγωγή τῆς πολυετοῦς προετοιμασίας της,
ἐάν κρίνει κανείς ἀπό τά συμφωνηθέντα κείμενα καί τόν τελικό μικρό ἀριθμό τῶν
πρός ἐξέταση καί ἀπόφαση θεμάτων, ἀπό τά ὁποῖα μάλιστα ἀπουσιάζουν φλέγοντα
σοβαρά ζητήματα θεολογικῆς καί πνευματικῆς σημασίας, ὁ κύριος σκοπός τῆς
συγκλήσεως αὐτῆς τῆς Συνόδου εἶναι ἡ σύγκλησή της! Δηλαδή, ἡ σύγκλησή της εἶναι
αὐτοσκοπός! Μόνο πού αὐτό κατά τήν ταπεινή μας γνώμη δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο
καί ἄσκοπο, ὅπως θά ἐξηγήσουμε σέ ἄλλο σημεῖο κατωτέρω.
7. ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΗΝ ΚΡΙΝΟΥΜΕ ΠΡΙΝ ΑΚΟΜΗ
ΣΥΓΚΛΗΘΕΙ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ
ΚΥΡΙΩΣ ΤΟΥ ΕΝΟΣ, ΚΑΤΑ ΚΟΙΝΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ, ΕΠΙΜΑΧΟΥ.
Ἤδη περί τῆς
ἐπικειμένης «Μεγάλης Συνόδου» γίνεται πολύς λόγος. Ἐπειδή δέ τά Κείμενα πού θά
τεθοῦν ὑπόψη της πρός ἔγκριση καί ἔχουν ἤδη καί ἀπό καιροῦ συνταχθεῖ ἀπό ὅλους
τούς ἀντιπροσώπους καί προσυμφωνηθεῖ ἀπό τούς προκαθημένους τῶν ὀρθοδόξων
ἐκκλησιῶν δημοσιεύθηκαν, ἡ κριτική μπορεῖ καί πρέπει νά εἶναι ἐπί τῆς οὐσίας.
Ὁ
περιορισμένος χρόνος δέν ἐπιτρέπει ἐδῶ καί τώρα τήν ἀναφορά σέ πολλές ἄν καί
σημαντικές λεπτομέρειες. Ὡστόσο, δέν πρέπει νά παραλείψουμε, πρίν ἀπό τά
κείμενα πού θά ἀποτελέσουν τίς αὐριανές ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου, νά
σχολιάσουμε τά περί τήν συγκρότηση καί λειτουργία της ἐγκριθέντα, τά ὁποῖα
συνιστοῦν τό πρῶτο μεγάλο ζήτημα, ὅσον ἀφορᾶ στόν «κανονικό» συνοδικό της
χαρακτήρα.
Εἰδικότερα,
στή Σύνοδο αὐτή θά συμμετάσχουν ὅλα τά Πατριαρχεῖα καί οἱ λεγόμενες ἐπίσημες
τοπικές ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μέ ἀντιπροσωπεία πού θά ἀποτελεῖται ἀπό 24
ἐπισκόπους καί τόν ἐπικεφαλῆς προκαθήμενο. Ἔτσι, ὅμως, ἀποκλείονται ὅλοι οἰ
ὑπόλοιποι ἐπίσκοποι τῶν ἐκκλησιῶν, σέ ἀντίθεση μέ ὅ,τι συνέβαινε ἀνέκαθεν στίς Συνόδους
τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπιπλέον, ἡ κάθε τέτοια ἀντιπροσωπεία θά
διαθέτει μία καί μόνη ψῆφο γιά τή συμμετοχή της καί ἡ ὁμοφωνία πού ἔχει
συμφωνηθεῖ ὅτι ἀπαιτεῖται γιά τίς ἀποφάσεις, ἰσχύει καί προκειμένου νά γίνει
δεκτή μία ἔνσταση ἤ διαφωνία ἤ πρόταση ἀπό τή Σύνοδο, περιορίζοντας ἔτσι στό
ἐλάχιστο τή δυνατότητα ἐνστάσεων καί διορθώσεων ἐπί τῶν προαποφασισθέντων. Μία
ἐπιπλέον πρωτοτυπία αὐτῆς τῆς Συνόδου θά εἶναι ὅτι κατ’ ἀπομίμηση τῆς Β΄
Βατικανῆς Συνόδου ἔχει προσκαλέσει γιά νά συμμετάσχουν στήν ἔναρξη καί λήξη τῶν
ἐργασιῶν της δεκατέσσερεις μή ὀρθοδόξους, ἐκπροσώπους τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν,
δηλαδή αἱρέσεων, μεταξύ τῶν ὀποίων καί Προέδρους καί Γραμματεῖς διαφόρων
Συμβουλίων συνεργασίας μεταξύ ἑτεροδόξων, ὅπως τό Π.Σ.Ε. κλπ.
Ὅσον ἀφορᾶ στά
Κείμενα, τά ὁποῖα ἔχουν ἤδη συνταχθεῖ καί προεγκριθεῖ ἀπό τούς ἀντιπροσώπους
ὅσων θά συμμετάσχουν στή Σύνοδο αὐτή, θά κάνουμε μία ἐνδεικτική ἀναφορά,
ἐπικεντρώνοντας τό ἐνδιαφέρον μας στό, κατά κοινή ὁμολογία, ἐπίμαχο κείμενο πού
ἀφορᾶ στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο.
Γιά τό Κείμενο
πού ἔχει συμφωνηθεῖ καί ἀφορᾶ στό θέμα «Ἡ
ἀποστολή τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο»:
Πρώτη
παρατήρησή μας εἶναι ὅτι ἐξ ὁρισμοῦ τό θέμα αὐτό δέν ἁρμόζει ὡς θέμα συζητήσεως
σέ μία ἐκκλησιαστική Σύνοδο πού φιλοδοξεῖ νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη, διότι ἐνῶ ἡ
ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σαφῶς προσδιορισμένη ὡς διαχρονική καί πνευματική,
ἀποσκοποῦσα στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς κατά χάριν Θεώσεώς του, ἐδῶ
ἀντιθέτως, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό σχετικό Κείμενο, ἐμφανίζεται ὡς
ἐγκοσμιοκρατική καί ἀποψιλωμένη ἀπό τήν πνευματική διάσταση καί προοπτική της.
Τό Κείμενο
αὐτό ὁμιλεῖ γιά συμβολή τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐπίλυση ὑπαρξιακῶν προβλημάτων τοῦ
συγχρόνου ἀνθρώπου μέ σκοπό τήν ἐπικράτηση τῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς
καταλλαγῆς, τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀγάπης σ’ αὐτό τόν κόσμο.
Προτείνει δέ τήν διαχριστιανική καί διαθρησκειακή συνεργασία γιά τήν ἐπίτευξη
αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, χωρίς ὅμως νά προβάλλει τήν καταλυτική σημασία τῆς γνώσεως
τῆς ἀληθείας καί τῆς μοναδικότητος τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας.
Ἀκόμη,
ἀποδοκιμάζει κάθε εἴδους διάκριση σέ βάρος ἀνθρώπων γιά ὁποιαδήποτε
διαφορετικότητά τους καί δηλώνει τό σεβασμό τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Δίνει,
ὄμως, τήν ἐντύπωση ὅτι ὅλα αὐτά προέχουν καί ὑπερτεροῦν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος
γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί παραγνωρίζει τήν εὐθύνη τῆς πλάνης καί τοῦ
ψεύδους τῶν θρησκειῶν καί ἰδεολογιῶν τοῦ συγχρόνου κόσμου γιά τήν ἀδιέξοδη
σύγχρονη πραγματικότητα.
Σέ τίποτε παρά
τήν παράθεση ἀρκετῶν πατερικῶν καί γραφικῶν παραπομπῶν ὁ λόγος καί ἠ οὐσία
αὐτοῦ τοῦ κειμένου δέν θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ πατερικός καί χαρισματικός.
Θά ἔλεγα ὅτι μοιάζει νά «καλοπιάνει» τόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί νά τόν
δικαιολογεῖ στίς περιπλανήσεις του, χωρίς νά τοῦ προσφέρει τό νόημα ζωῆς καί
τήν πραγματική λύση τῶν προβλημάτων του πού γεννᾶ στήν οὐσία ἠ ἀποστασία του
ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Θά τολμήσω μάλιστα νά πῶ ὅτι, ἐάν ἀφαιρέσει κανείς
τίς προαναφερθεῖσες παραπομπές τό συγκεκριμένο κείμενο, θά μποροῦσε νά
χαρακτηρισθεῖ ἀδογμάτιστο, ὅπως τά περισσότερα συγκρητιστικά κείμενα πολιτικῆς
προελεύσεως.
Παραθέτω ἔνα
χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα:
«Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία θεωρεῖ καθῆκον αὐτῆς νά ἐπικροτῇ πᾶν ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ πράγματι τήν
εἰρήνην (Ρωμ. 14,19) καί ἀνοίγει τήν ὁδόν πρός τήν δικαιοσύνην, τήν ἀδελφοσύνην,
τήν ἀληθῆ ἐλευθερίαν καί τήν ἀμοιβαίαν ἀγάπην μεταξύ ὅλων τῶν τέκνων τοῦ ἑνός
οὐρανίου Πατρός, ὡς καί μεταξύ ὅλων τῶν λαῶν τῶν ἀποτελούντων τήν ἑνιαίαν
ἀνθρωπίνην οἰκογένειαν. Συμπάσχει δέ μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἰς
διάφορα μέρη τοῦ κόσμου στεροῦνται τῶν ἀγαθῶν τῆς εἰρήνης καί τῆς
δικαιοσύνης.(....) Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καλοῦνται νά συμβάλουν εἰς τήν
διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ
φανατισμοῦ ἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καί
ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ
ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ συνεργασία αὕτη
ἀποκλείει τόσον τόν συγκρητισμόν, ὅσον καί τήν ἐπιδίωξιν ἐπιβολῆς οἱασδήποτε
θρησκείας ἐπί τῶν ἄλλων.(...) Βιώσιμος οἰκονομία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία
συνδυάζει τήν ἀποτελεσματικότητα μετά δικαιοσύνης καί κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης.»!
Ἐνῶ, ὅμως, κατά τά ἀνωτέρω, τό κείμενο εἶναι «ἀδογμάτιστο»
δέν παραλείπει νά προωθεῖ τήν ἀντίθετη μέ τήν πατερική Θεολογία φιλοσοφία τοῦ
περσοναλισμοῦ μέ διατυπώσεις ἄκρως προβληματικές καί κακόδοξες, ὅπως:
«Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων
τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον, τόσον ὡς συγκεκριμένον φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ
προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅσον καί ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά
τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν
θείων προσώπων, ἀποτελεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ἐλευθερίας. «Ὁ πλάσας ἀπ᾽ ἀρχῆς
τόν ἄνθρωπον ἐλεύθερον ἀφῆκε καί αὐτεξούσιον, νόμῳ τῷ τῆς ἐντολῆς μόνον
κρατούμενον» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ´, Περί φιλοπτωχίας,
25. PG 35, 892Α ).»!
Ὀφείλω ἀσφαλῶς νά σημειώσω ὅτι παρά τήν ἐν λόγω κριτική μας δέν
θά μποροῦσε κάποιος ἐπικαλούμενος αὐτό τό Κείμενο νά τήν ἀποδοκιμάσει ἤ νά τήν
χαρακτηρίσει ληστρική. Ἀλλοῦ ἐντοπίζεται τό μεγάλο πρόβλημα, ὅπως θά δοῦμε στή
συνέχεια. Ἁπλῶς κι ἐδῶ διαφαίνεται τό εὐρύτερα ἐκκοσμικευμένο πνεῦμα τῶν
συντακτῶν καί ἐμπνευστῶν τέτοιων κειμένων, ἀλλά δυστυχῶς καί ὅσων μᾶλλον ἀβασάνιστα
τά ἐπιδοκίμασαν.
Γιά τά Κείμενα
πού ἔχουν συμφωνηθεῖ καί ἀφοροῦν στό θέμα «Τό
μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί τό θέμα «Ἡ σπουδαιότης
τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον», ἐπιγραμματικῶς σημειώνουμε τά ἑξῆς:
Περί τοῦ
πρώτου θά περιορισθοῦμε νά παρατηρήσουμε γενικῶς ὅτι ἐνῶ δέν ἀντιμετωπίζει, ὡς
ὄφειλε, ἀφοῦ ἀπεφασίσθη νά καταπιασθεῖ μέ αὐτό, ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ θέματος
τοῦ Γάμου καί τῶν κωλυμάτων αὐτοῦ, δέν χάνει τήν εὐκαιρία καί πάλι νά ἀναμίξει
στήν ὑπόθεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου τίς ἀθεολόγητες περσοναλιστικές ἀναφορές,
ὅπως: «Ἡ ἕνωσις ἀνδρός καί γυναικός διά τῆς εὐλογίας τοῦ
Θεοῦ ὑψοῦται εἰς ὑψηλότερον βαθμόν, διότι ἡ κοινωνία εἶναι ὑπεροχωτέρα τῆς ἀτομικῆς
ὑπάρξεως, ἀφοῦ τούς εἰσάγει εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλείας τῆς παναγίας Τριάδος.» καί «ἡ διά τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ἐπιτυγχανομένη κοινωνία προσώπων
λειτουργεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς μία συμβατική φυσική σχέσις, ἀλλά καί ὡς μία οὐσιαστική
καί δημιουργική πνευματική δύναμις διά τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκογενείας.»!
Τελευταῖο, δέ, ἐπί τοῦ συγκεκριμένου κειμένου, σχόλιο μας εἶναι
γιά τήν ἀπαράδεκτη καί ἀντικανονική ἀποδοχή τῶν λεγομένων μικτῶν Γάμων, μεταξύ ὀρθοδόξων
καί αἱρετικῶν. Ἀναφέρεται ὅτι: «Ὁ γάμος Ὀρθοδόξων
μεθ᾿ ἑτεροδόξων ....δυνάμενος ὅμως νά εὐλογηθῇ κατά συγκατάβασιν καί διά
φιλανθρωπίαν, ὑπό τόν ρητόν ὅρον ὅτι τά ἐκ τοῦ γάμου τούτου τέκνα θέλουν
βαπτισθῆ καί ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ.»!
Καμμία συνήθεια καί καμμία ἀνάγκη ὅσο πολυκαιρισμένη καί
διαδεδομένη κι ἄν εἶναι δέν μπορεῖ νά κάνει δεκτή μιᾶς πολλαπλῶς παράνομη καί ἀντορθόδοξη
πρακτική, ἡ ὁποία προσβάλλει καί ἀνατρέπει τήν σαφή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
περί ἀπαγορεύσεως συμπροσευχῶν, συμμετοχή στά μυστήρια αἰρετικῶν καί παράδοση
μυστηρίων σέ αἱρετικούς, ὅταν κατ’αὐτήν ἀκριβῶς τή διδασκαλία τό μυστήριο τοῦτο
μέγα ἐστι καί μάλιστα ὡς μυστήριον εἰς Χριστόν καί τήν Ἐκκλησία! Θεωροῦμε ὅτι
μεγαλύτερος ἐμπαιγμός καί θεατρινισμός τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀποδοχή
τῶν λεγομένων μικτῶν Γάμων δέν ὑπάρχει.
Μία «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» καλεῖται νά ἀντιμετωπίσει τά
πραγματικά προβλήματα, τά ὁποῖα καί τούς πιστούς ἀφοροῦν καί τούς ποιμένες
φέρουν σέ μεγάλη δυσχέρεια. Καί τέτοια ὅσον ἀφορᾶ στό ζήτημα τοῦ Γάμου εἶναι ἡ
διάλυσή των, ἡ ὁποία ἔχει τραγικές συνέπειες καί φέρει πιστούς καί ποιμένες
κατέναντι τοῦ Θείου νόμου καί τῆς Εὐαγγελικῆς διδαχῆς.
Περί τοῦ κειμένου πού ἀφορᾶ στή νηστεία:
Θά περιορισθοῦμε σέ μία
γενική παρατήρηση, ἀφοῦ ἐκφράσουμε τήν ἐκτίμησή μας ὅτι τέτοια θέματα αὐτονόητα
καί καθοριστικά γιά τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καί ἀσκητική παράδοση εἶναι
καλύτερα νά μή θίγονται ἐάν πρόκειται νά διαπραγματευθοῦν μέ μιά τέτοια «φορμαλιστική καί γραφειοκρατική γλῶσσα»,
ὅπως προσφυῶς ἐπεσήμανε δημοσίως σέ σχετικό ἄρθρο του ὁ Καθηγητής κ. Χρ.
Γιανναρᾶς, ἀναφερόμενος μάλιστα σέ ὅλα τά Κείμενα τῆς ἐν λόγω Συνόδου!
Ἡ παρατήρησή μας εἶναι ὅτι παρά τό γενικότερα κοινότυπο καί
συντηρητικό πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ κειμένου ἔχουν ἐμφιλοχωρήσει διατυπώσεις καί
θέσεις πού προδίδουν, ἴσως, τούς ἀρχικούς σχεδιασμούς περί τοῦ θέματος, ὅπως αὐτοί
δηλώνονταν καί στήν ἀρχική διατύπωσή του «περί
τροποποιήσεως τῶν περί νηστείας διατάξεων», ἡ ὁποία τελικῶς διορθώθηκε, ἴσως,
λόγω διαφωνιῶν τινῶν.
Ἀπαράδεκτα κατάλοιπα αὐτῶν, κατά τά ἀνωτέρω, εἶναι τά κάτωθι, τά
ὁποῖα μᾶλλον σκοπίμως ἀφήνουν πολλά περιθώρια νά χαλαρώσει ἀκόμη περισσότερο ἡ
τήρηση τῶν νηστειῶν μέ τήν ταυτόχρονη δυνατότητα τῶν ἐπισκόπων νά οἰκονομοῦν ἀδικαιολογήτως,
ἀκόμη καί τά.... ἀνοικονόμητα:
«Ἡ Ἐκκλησία ....προέβλεψε τήν δι’ ἀσθένειαν τοῦ
σώματος ἤ δι’ ἀδήριτον ἀνάγκην ἤ καί διά τήν χαλεπότητα τῶν καιρῶν ἀνάλογον
ἐφαρμογήν τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας κατά τήν ὑπεύθυνον κρίσιν καί
ποιμαντικήν μέριμναν τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν.(...)Εἶναι
γεγονός, ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας τάς περί νηστείας
διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας εἴτε λόγῳ τῶν ὑπαρχουσῶν συνθηκῶν ζωῆς,
οἱαιδήποτε κἄν ὦσιν αὗται. Ἅπασαι ὅμως αἱ περιπτώσεις αὗται τῆς χαλαρώσεως τῶν
περί νηστείας ἱερῶν διατάξεων, εἴτε εἶναι γενικώτεραι, εἴτε ἀτομικαί, δέον ὅπως
τυγχάνουν τῆς ποιμαντικῆς μερίμνης ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας», ὡς καί «ἔχοντας
δυσκολίαν εἰς τὴν τήρησιν τῶν ἰσχυουσῶν περὶ νηστείας διατάξεων εἴτε ἐκ λόγων ἀτομικῶν
(ἀσθένεια, στράτευσις, συνθῆκαι ἐργασίας κ.λπ.) εἴτε γενικωτέρων (εἰδικαὶ συνθῆκαι
ἐπικρατοῦσαι εἰς τινας χώρας ἀπὸ πλευρᾶς κλίματος, καθὼς καὶ κοινωνικο-οἰκονομικαὶ
ἰδιαιτερότηται τινῶν χωρῶν λ.χ. ἀδυναμία εὐρέσεως νηστησίμων τροφῶν) ἐπαφίεται
εἰς τὴν διάκρισιν τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ καθορίσουν τὴν
φιλάνθρωπον οἰκονομίαν καὶ ἐπιείκειαν, ἀπαλύνουσαι, κατὰ τὰς εἰδικὰς ταύτας
περιπτώσεις, τὸ τυχὸν «στύφον» τῶν ἱερῶν νηστειῶν.»!
Καί ἐρχόμαστε στό ἐπίμαχο Κείμενο περί τοῦ ὁποίου δέν θά ἦταν ὑπερβολή
νά λεχθεῖ ὅτι ἀποτελεῖ τή σφραγίδα καί τό γνώρισμα αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία
λόγω τῆς προϊστορίας της, ὅπως εἴδαμε, φέρει ἐν ἑαυτῆ τόν ἱό τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
τόν ὁποῖο μεθοδεύει πῶς, ἔστω καί σέ μικρή ποσότητα, θά διοχετεύσει σέ ὅλο τό σῶμα
τῶν συμμετασχόντων, ἀλλά καί ὄσων ἐκ τῶν ὑστέρων τήν ἀναγνωρίσουν καί τήν ἀποδεχθοῦν.
Ἄλλωστε καί ὁ τίτλος τοῦ
κειμένου εἶναι χαρακτηριστικός γιά τούς ὐποψιασμένους καί ὅσους παρακολουθοῦν
τά τεκταινόμενα: «Σχέσεις τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».
Τό ἐν λόγω ἐπίμαχο Κείμενο ἀκροβατεῖ μεταξύ ἐλαχίστων
προπετασμάτων αὐτονοήτων περί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀρθῶν θέσεων καί πλήθους ἐμφανῶν
ἤ κεκαλυμμένων οἰκουμενιστικῶν διακηρύξεων. Ξεκινᾶ στήν πρώτη κιόλας ἀράδα του
μέ τήν θέση νησίδα «Ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» γιά νά βυθισθεῖ στή συνέχεια σέ ἕνα
πέλαγος οἰκουμενιστικῆς αἱρεσιολογίας, ὅπως:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία,... μετέσχε
τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν
διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς.(...) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς
θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν
Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ
αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως,.... τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος
τῶν Χριστιανῶν.(...).
Καί ἐνῶ πάλι ὁμολογεῖ ὅτι «Κατά
τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ.»
στή συνέχεια ἀκυρώνει λέγοντας: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων
χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς,
ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς
ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ
θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων,
χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς.».
Καί συνεχίζει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον δέν στηρίζεται μόνον
εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται
πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος
«ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).
«Ἕν ἐκ τῶν
κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον
Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.).» «Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό
γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας» «τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται
νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία. «Σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι
νά διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπερ δύναται νά γίνῃ
μόνον ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνεργουσῶν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, ἀλλά νά φέρῃ
τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγῃ τήν μελέτην καί
συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος» (Δήλωσις τοῦ Toronto, § 2).
Αἱ προοπτικαί
τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν
καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη
διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καί 95 τῆς Πενθέκτης
Οἰκουμενικῶν συνόδων).»
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων,
ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ
ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως
διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως.»
«Ἡ κατά τήν
διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε
τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων
διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς
πίστεως»
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
ἔχει κοινήν τήν συνείδησιν περί τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ
διαλόγου,.... ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς
ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ.»
Ἡ γλῶσσα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται στό
ἐν λόγω Κείμενο εἶναι πονηρή, ἀπατηλή καί ὑποκριτική γλῶσσα. Δέν εἶναι εὔκολο
κανείς, ἐάν δέν εἶναι ἐξοικειωμένος, νά διακρίνει τήν πονηρία, τήν ἀπάτη καί
τήν ὑποκρισία της. Εἶναι ὡστόσο εὐδιάκριτη ἡ χαώδης διαφορά της ἀπό τήν ἁπλή, εὐθεῖα
καί εἰλικρινή γλῶσσα τῆς ἀληθείας.
Στά προαναφερθέντα ἐνδεικτικά ἀποσπάσματα οὐσιαστικῶς
διακηρύσσονται οἱ ἑξῆς αἱρετικές θέσεις καί ἀντορθόδοξες παραδοχές:
α) Ὅτι ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησία συμμετέχει ἐπισήμως καί
συνειδητῶς καί μάλιστα πρωτοστατεῖ στήν λεγομένη Οἰκουμενική Κίνηση, δηλαδή
στόν Οἰκουμενισμό,
β) Ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς καθόλου Ἐκκλησίας δέν εἶναι
δεδομένη ἀλλά ζητούμενο, τό ὁποῖο θά ἐπιτευχθεῖ μέ τήν ἑνότητα μέ τούς αἱρετικούς
σέ μία ἐκκλησία.
γ) Ὅτι ὑπάρχουν πολλές καί ὄχι μία Ἐκκλησία καί οὐσιαστικά
ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἁπλά μία ἀπό αὐτές, ὅπως καί ὁ Παπισμός,
δ) Ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ἕν ὧσι» δέν ἀναφέρεται ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες
στήν ἑνότητα τῶν μαθητῶν μεταξύ των σέ ἕνα Σῶμα, αὐτό τοῦ Χριστοῦ, δυνάμει τῆς ἑνώσεώς
των μέ Αὐτόν κατά τήν ἄκτιστο Χάρη Του, ἀλλά στήν μελλοντική ἑνότητα ὅλων τῶν αἱρετικῶν
σέ μία Ἐκκλησία,
ε) Ὅτι τό παναιρετικό καί βλάσφημο «Παγκόσμιο
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἐργάζεται τό θεάρεστο ἔργο τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς χαμένης ἑνότητος
τῶν χριστιανῶν σέ μία Ἐκκλησία,
στ) Ὅτι ἀνέκαθεν στήν Ἐκκλησία ἁρμόδιος καί ἔσχατος
κριτής γιά τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι τό Συνοδικό σύστημα, δηλαδή ἕνας θεσμός
καί ἑπομένως τό ἀλάθητο τό ἔχει ἕνα «σύστημα» καί ὄχι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία πού εἶναι
τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
ζ) Ὅτι δέν ὑπάρχουν αἱρέσεις πού μᾶς χωρίζουν ἀλλά ἁπλές
θεολογικές διαφορές πού ἐπιλύονται μέ τούς διαλόγους, μέσα ἀπό τούς ὁποίους ὅλοι
ἀπό κοινοῦ ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια,
η) Ὅτι μέσα στήν Οἰκουμενική Κίνηση, δηλαδή τήν
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν προβλέπεται κανείς νά κηρύττει ὅτι ἡ Ἐκκλησία
στήν ὁποία ἀνήκει κατέχει πλήρη τήν ἀλήθεια, οὔτε νά καλεῖ ἤ νά ἀγωνίζεται νά
φέρει ἐκεῖνον πού ἀνήκει σέ ἄλλη Ἐκκλησία στήν δική του, διότι αὐτό συνιστᾶ
προσυλητισμό καί ὁμολογιακό ἀνταγωνισμό!
8.
Η ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΟΝ ΑΣΚΗΘΕΙΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΑΥΤΗ ΚΑΙ
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ. ΤΙ ΕΚΤΙΜΑΤΑΙ ΟΤΙ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ. ΩΡΑ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ.
Μέ εἰλικρινή χαρά πληροφοροῦμε καί ὅσους τό ἀγνοοῦν ὅτι
δέν εἶναι λίγες οἰ φωνές ἐκείνων πού ἔχουν ἤδη λάβει θέση καί ἐκφράσει μέ
θάρρος τήν ἔντονη κριτική τους καί γιά τή σύγκληση καί γιά τά Κείμενα αὐτῆς τῆς
Συνόδου. Μπορεῖ ποσοτικά-ἀριθμητικά ἡ κριτική νά μήν εἶναι ἐντυπωσιακή, ἀλλά
ποιοτικά εἶναι σημαντική, διότι ἔχουν λεχθεῖ καί γραφεῖ σχετικῶς μεγάλες, θά
λέγαμε, ἀλήθειες.
Ἐπίσκοποι τοῦ νέου ἡμερολογίου, Θεολόγοι, ὁμότιμοι
Πανεπιστημιακοί Δάσκαλοι, Κληρικοί τῆς νεοημερολογιτικῆς ἐκκλησίας, κ. ἄ. μέ ὑπεύθυνο,
θαρραλέο καί τεκμηριωμένο τρόπο δημοσιογραφοῦν ἀλλά καί καταθέτουν ἀρμοδίως γι’
αὐτούς τίς θέσεις των χαρακτηρίζοντας τήν ἐν λόγω Σύνοδο ἀκόμη καί ληστρική καί
τά Κείμενά της ἀντορθόδοξα.
Μεταξύ τῶν ἀνωτέρω ἀντιδράσεων ξεχωριστή θέση κατέχει ἡ
ἐπίσημη διαφωνία τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας καί ὅπως διαβάζουμε ἡ ἀπόρριψη τοῦ ἐπιμάχου
πανορθοδόξως συμπεφωνημένου Κειμένου διά τοῦ ὁποίου κηρύσσεται γυμνῆ τῆ κεφαλῆ ὁ
Οἰκουμενισμός. Ἀκόμη, πρέπει νά ἀναφερθεῖ, ὡς ἀγκάθι γιά τήν σύγκληση καί ὁμαλή
διεξαγωγή τῆς Συνόδου, ἡ ἄρνηση τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας νά συμμετέχει
κανονικά λόγω τῆς διαμάχης του μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων γιά θέματα ἄσκησης
δικαιοδοσίας σέ μία ἐπίδικη περιοχή.
Ἀντιθέτως, ἐντυπωσιακή θεωρεῖται ἠ τηρουμένη σιωπή τοῦ
ἐπισήμου Ἁγίου Ὄρους, δηλαδή τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ἐάν μάλιστα λάβει κανείς ὐπόψη
συγκριτικά τήν ἐνεργητική στάση καί μαρτυρία του σέ ἀνάλογες σημαντικές
περιπτώσεις κατά τό παρελθόν. Καθώς ἐπίσης
ἀπογοητευτική φαίνεται νά εἶναι ἡ πλήρης συμπόρευση, παρά τίς γνωστές παλαιές καί
νεώτερες ἀντιπαραθέσεις των, τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τήν γραμμή τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου.
Τό τί θά ἀκολουθήσει δέν εἶναι εὔκολο νά τό ἐκτιμήσει
κανείς. Ἐξ ὅσων μέχρι στιγμῆς διακρίνονται τό ἔχον τό γενικό πρόσταγμα
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως δέν θέλει ἐπ’ οὐδενί νά συμβεῖ κάτι τό ὀποῖο θά ἀπειλήσει
μέ ἀναβολή ἤ ματαίωση τήν σύγκληση τῆς Συνόδου. Γι’ αὐτό καί φαίνεται
διατεθειμένο νά ἀποφεύγει συγκρούσεις καί ἐντάσεις μέχρι νά ἐξασφαλισθεῖ τό
προσδωκόμενο. Δέν θά μᾶς ἐκπλήξει δέ ἀκόμη καί ἡ ἀνάληψη πρωτοβουλιῶν ἀπό τό
πατριαρχικό περιβάλλον πρός τήν κατεύθυνση τῆς διορθώσεως τοῦ ἐπιμάχου κειμένου
σέ κάποια σημεῖα του, προκειμένου νά πέσουν οἱ τόνοι.
Κι ἐνῶ τώρα γράφονται καί λέγονται διάφορα, τά ὁποῖα
δέν φαίνεται νά μποροῦν νά ἐπηρεάσουν περισσότερο τό κλίμα γιά πιό οὐσιαστικές ἐξελίξεις,
δέν ἀποκλείεται τελικῶς οἱ ἀντιδράσεις, ἐλλείψει ὁμολογιακοῦ θάρρους καί
συνεπείας ἔργων καί λόγων νά ἐξατμισθοῦν παραμένοντας στό ἐπίπεδο τῶν γνωστῶν
διαμαρτυριῶν, οἱ ὁποῖες τελικῶς μᾶλλον ἁπλά θά καταγραφοῦν χωρίς καμμία ἐπίπτωση
καί σημασία.
Ὅπως προαναφέραμε κατά τήν δική μας ἐκτίμηση τό θέμα
πού δημιουργεῖται γιά ὅσους βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως καί ἀναγνωρίζουν τόν προκαθήμενό του ὡς ὀρθόδοξο Πατριάρχη ἐνῶ
εἶναι μεμαρτυρημένως ὁπαδός τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί μάλιστα
προκλητικός ὑβριστής τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν Ἀγίων Πατέρων, εἶναι τεράστιο.
Ἐάν ἡ Σύνοδος πραγματοποιηθεῖ, ὡς ἔχει προγραμματισθεῖ,
χωρίς νά διορθωθοῦν καί ἀλλάξουν ριζικά τά Κείμενά της, ὅπερ ἀπίθανο, οἱ δέ
σήμερον ἀντιδρῶντες δέν τήν ἀποκηρύξουν καί διακόψουν κοινωνία μέ ὄσους τήν ἀποδέχονται,
τότε θά χάσουν κάθε ἴχνος ἀξιοπιστίας καί σοβαρότητος! Ἐκεῖνοι δέ πού θά
συμμετάσχουν σ’ αὐτήν καί εἴτε ἀρκεσθοῦν στίς προτάσεις των, οἱ ὁποῖες δέν θά
γίνουν ἀποδεκτές, εἴτε διαμαρτυρηθοῦν παραμένοντας ὅμως στίς ἐργασίες καί τήν ἔκδοση
τῶν ἀποφάσεών της μέχρι τέλους, χωρίς νά ἀπομακρυνθοῦν καί διαφοροποιηθοῦν ἀπό
τά τετελεσμένα, θά εἶναι ἄδεκτοι καί συνένοχοι τῶν αἱρετιζόντων.
9.
Η ΣΥΝΔΕΣΗ-ΣΧΕΣΗ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΥ ΜΕ ΤΗΝ «ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ».
Η ΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ.
Ἡ ὅλη διαπραγμάτευση τοῦ θέματος περί τῆς «Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου» ἐκ μέρους μας ἐμπεριέχει τόν κίνδυνο κάποιοι μέ πονηρία ἤ
τέλος πάντων κακοπροαιρέτως νά μᾶς κατηγορήσουν ὅτι δέν θά ἔπρεπε νά ὁμιλοῦμε
περί αὐτοῦ διότι οὐσιαστικῶς δέν μᾶς ἀφορᾶ τό θέμα, ἀφοῦ ἐμεῖς δέν ἀνήκουμε
στόν «ἐκκλησιαστικό» χῶρο ὄπου αὐτά διαδραματίζονται, οὔτε ἀναγνωρίζουμε ἐκκλησιαστικῶς
τίς ἰδιότητες τῶν προσώπων καί τῶν φορέων οἰ ὁποῖοι τά ἐνεργοῦν ἤ τά ἐπικρίνουν
ἐκ τῶν ἔσω.
Καί, ναί μέν ἀληθεύει ὅτι ἐμεῖς οὔτε ἀνήκουμε στόν ἴδιο
χῶρο, οὔτε τόν ἀναγνωρίζουμε, ὅμως, δέν παύουμε νά παρακολουθοῦμε καί νά ἐνδιαφερόμαστε
γιά τήν πορεία τῶν γνωστῶν, φίλων καί συγγενῶν μας, τῶν πρώην ἀδελφῶν μας, τῶν
συμπατριωτῶν καί συνανθρώπων μας ἐν τελευταία ἀναλύσει, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπέλεξαν
νά εἶναι ἤ νά γίνουν παπικοί ἤ συνειδητοί ἀρνητές τῆς πίστεως τῶν Πατέρων ἤ
προδότες και πολέμιοι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό ὅτι τό 1924 ἐγκαίρως τούς φώναζαν οἱ Πατέρες μας ὅτι
«μᾶς φραγκεύουν» καί ὅτι ὅσο καί ἄν ὑποτιμήσει κανείς τήν ἀποδοχή μιᾶς
καινοτομίας θά ἰσχύσει καί γι’ αὐτήν τό τοῦ Μεγάλου Φωτίου «οἶδε καί ἡ μικρά τῶν παραδοθέντων ἀθέτησις πρός ὄλην τοῦ δόγματος ἐπιτρέψαι
καταφρόνησιν», ἦλθε καιρός νά λάβει τραγική ἐπιβεβαίωση. Καί, δυστυχῶς, δέν
εἶναι οὔτε ἡ πρώτη, οὔτε θά εἶναι ἡ τελευταία φορά.
Ἡ ἴδια μήτρα πού γέννησε τήν Καινοτομία τοῦ νέου ἡμερολογίου,
ἡ ἴδια μήτρα κυοφόρησε καί τώρα γεννᾶ τήν ἐπικειμένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»
πού κανείς ἐχέφρων πιστός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ μέ τά ὑπάρχοντα δεδομένα νά τήν
θεωρήσει Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό ἡμερολογιακό ἀπεδείχθη ἡ κερκόπορτα μέσα ἀπό
τήν ὁποία πέρασε ὁ ἐχθρικός στρατός γιά νά γίνει ἡ ἅλωση τῆς Πόλης, δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες σοφοί ἐξ ἐμπειρίας καί θεόπνευστοι μᾶς
φώναζαν ὄτι στά τῆς παραδόσεως «οὐ μικρόν
τό παραμικρόν» καί ὄτι μία μικρή πέτρα νά φύγει ἀπό τήν μάνδρα θά ἐπιφέρει
τελικῶς τήν κατάρρευσή της, ἀλλά δέν τό προσέξαμε. Ἀντιθέτως, τείναμε εὐήκοα ὧτα
στίς ἀπατηλές φωνές περί «μικροῦ» θέματος, περί δευτερεύοντος θέματος, περί ἀστρονομικοῦ
ζητήματος, περί δῆθεν ἀνάγκης ὐπακοῆς στήν Σύνοδο κ.ο.κ.
Τότε, ἦταν ἀκόμη ἐνωρίς, γιατί δέν εἶχε ἐκδηλωθεῖ καί
ριζώσει τό κακό, δέν εἶχε ἀκόμη ἀλλοιώσει συνειδήσεις, δέν εἶχε ἐξαπλωθεῖ ἠ
λύμη τῆς αἱρέσεως. Ἦταν τό πρῶτο βῆμα καί, δυστυχῶς, βρῆκε τό μεγαλύτερο μέρος
τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ ἀθωράκιστο καί ἀνυποψίαστο, ὄχι, ὄμως, ἀθῶο. Διότι καί
σήμερα πολλοί δέν ἐννοῦν νά κατανοήσουν ὅτι ἡ τήρηση τῆς πίστεως καί ἠ
διαφύλαξη τῆς παραδόσεως θέλει ἀσυμβίβαστο πνεῦμα, αὐστηρότητα καί μαρτυρικό
φρόνημα.
Περισσότερο ἀπό ἑνάμισυ αἰώνα πρίν ὁ ὁσιομάρτυς Κοσμᾶς
Φλαμιᾶτος (+1852) προέβλεψε ὅτι θά ἔλθει μία ἡμέρα ὅπου διά Οἰκουμενικῆς
Συνόδου θά καταργηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, ἐνῶ ὁ σπουδαῖος Σέρβος Δογματολόγος Ἰουστῖνος
Πόποβιτς ἀναφερόμενος συγκεκριμένα στήν ἀκόμη ἀπό τήν ἐποχή του προετοιμαζομένη
«Μεγάλη Σύνοδο» ἐκτίμησε ὅτι θά ἦταν προτιμότερο νά μή πραγματοποιηθεῖ διότι θά
προκαλέσει σχίσματα καί ἁπώλεια πολλῶν ψυχῶν.
Πολλοί μᾶς κατηγοροῦν (...) ὡς ἀκραίους καί ἀδιάκριτους.
Ὅμως τά πράγματα εἶναι ἀκραῖα καί οἱ καταστάσεις καί ὄχι ἐμεῖς. (...)
Ἀκόμη καί ἡ λεπτομέρεια τοῦ ὄτι δέν θά βροῦν ποτέ οι
Καινοτόμοι τό θάρρος, ὄπως ὄφειλαν, νά φέρουν πρός συζήτηση τό θέμα τοῦ ἡμερολογίου
καί νά ἐνεργήσουν τά δέοντα κατά τό «ὁ
τρώσας καί ἰάσεται». Τό ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου, ἀκόμη, διχάζει ὡς σημεῖο ἀντιλεγόμενο,
τό ὁποῖο φοβοῦνται νά ἀγγίξουν γιά νά μή δημιουργηθοῦν νέα σχίσματα κι ἐκεῖ ὅπου
ἀκόμη τό ἀκολουθοῦν.
Πατέρες καί ἀδελφοί,
Σᾶς κούρασα ἐνδεχομένως ἀλλά προσπάθησα νά σᾶς δείξω πῶς
ἡ ἱστορία μᾶς «ἐκδικεῖται» ἀλλά συγχρόνως μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἐπανορθώσουμε.
Ὅσα εἰπώθηκαν μᾶς ἀφοροῦν ὅλους. Κανείς δέν πρέπει νά ἐφησυχάζει. Ἦλθε στίς ἡμέρες
μας ὁ καιρός νά πραγματοποιηθεῖ ἡ περιβόητη «Ἁγία καί μεγάλη Σύνοδος». Πέρασαν
92 χρόνια ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1924 γιά νά ὁμολογήσουν κάποιοι τῆς ἀκαδημαϊκῆς
θεολογίας ὅτι οἱ «παλαιοημερολογίτες» τελικῶς εἶχαν δίκαιο. Ἄρχισαν ξαφνικά ὄλοι
νά μιλοῦν γιά τήν αἱρετική Πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 πού προέβλεπε τήν ἀλλαγή
τοῦ ἡμερολογίου.
Ἐμεῖς πάλι δέν πρέπει «νά ἐπαναπαυθοῦμε στίς δάφνες
μας». Κάναμε ὄτι ὀφείλαμε γιά νά ἀξιωθοῦμε νά εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι, δέν
πρέπει ὄμως νά μείνουμε ἀπλοί θεατές μπροστά στή νέα προδοσία. Τό ἀλάθητο τοῦ
Πάπα κατοχυρώθηκε «συνοδικά» μόλις τόν 19ο αἰώνα καί δέν μποροῦμε νά
ποῦμε ὅτι δέν μᾶς ἀφορᾶ, ἐπειδή ἀποσχίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία πρίν χίλια
χρόνια. Γιατί ἠ ἀποστασία διευρύνεται καί ἠ σωτηρία ἀπομακρύνεται καί γίνεται
δυσκολότερη γιά τούς συνανθρώπους μας, μά ὅταν θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή ὁ Θεός
πάντα θέλει, γίνεται δυνατή.
Ἔτσι καί τό νέο ἡμερολόγιο ἀρχικά ἦταν ὑπαίτιο ἐνός
Σχίσματος, λόγω τῆς ἐπιβολῆς τῆς καινοτομίας, τώρα ἔφθασε νά ἐγκαθίσταται ὀριστικά
στό χῶρο τῆς παναιρέσεως, ὅταν καί συνοδικῶς διακηρύσσεται σέ πανορθόδοξο γι΄ αὐτούς
ἐπίπεδο ὁ Οἰκουμενισμός. Νά γιατί τίποτε δέν εἶναι στατικό καί ὅλα ἔχουν τή
σημασία τους. Κι ἐμεῖς εἴμαστε, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὀφειλέτες σέ σοφούς
καί ἀνοήτους νά μαρτυροῦμε τήν Πίστη μας, πρῶτα μέ τή ζωή μας καί μετά καί μέ
τόν λόγο, δηλαδή τήν μαρτυρία καί ὁμολογία μας.(...)
(Κείμενο ὁμιλίας ἐκφωνηθείσης κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας
2016)
Διά φιλήματος ἡ προδοσία, διά Συνόδου..... ἡ κατάργησι τῆς Ὀρθοδοξίας! |