Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019


Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς

Ἐρμηνεία τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου




Ή παραβολή του άσώτου υιού, έκτός από τήν θεολογική, ανθρωπολογική καί έκκλησιολογική πλευρά έχει καί τήν ασκητική. Αναλύοντας ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τήν παραβολή του ασώτου λέγει οτι άσωτος είναι ο νους του ανθρώπου πού απομακρύνεται από τόν Θεό καί, γιά νά έκφραστουμε καλύτερα, λέγει οτι ή περιουσία του ανθρώπου, τήν οποία πηρε από τόν πατέρα του καί τήν σκόρπισε ασώτως, είναι ο νους. «Πρό πάντων ούσία καί περιουσία ήμών έμφυτος ο νους έστιν ο ήμέτερος». Ή ψυχή του ανθρώπου έχει νου, λόγο καί πνεύμα κατά τό "πρότυπο" του Τριαδικού Θεού. Ό νους στήν φυσική του κατάσταση είναι φωτισμένος καί διευθύνει τόν λόγο. Έτσι, άσωτος άνθρωπος είναι έκείνος του οποίου ο νους έκδαπανάται σέ άλλα πράγματα, δέν έχει μνήμη Θεού.

Όταν ο άνθρωπος ακολουθη τούς τρόπους της σωτηρίας, τότε ο νους παραμένει στόν έαυτό του καί στόν πρώτο νου, πού είναι ο Θεός. Όταν ομως ανοίξουμε τήν θύρα στά πάθη, τότε ο νους, πού είναι ή δύναμη έκείνη της ψυχης πού μπορεί νά χαρακτηρισθη ώς λεπτοτάτη προσοχή, σκορπίζεται στά σαρκικά καί τά γήινα, στίς ηδονές καί τούς έμπαθείς λογισμούς. Ή φρόνηση, πού διακρίνει τό καλό από τό κακό, είναι ο πλούτος του νου. Όσο ο νους τηρεί τίς έντολές του Θεου καί παραμένει στόν Θεό, τόσο καί ή φρόνηση λειτουργεί φυσιολογικά, ξεχωρίζει τό καλό από τό κακό καί προτιμά τό πρώτο από τό δεύτερο, Όταν όμως ο νους αφηνιάση, τότε  καί ή φρόνηση σκορπίζεται σέ πορνεία καί αφροσύνη.

Ό νους, λοιπόν, είναι ή κεντρική δύναμη της ψυχης, πού τήν διευθύνει καί τελικά κατευθύνει ολο τόν άνθρωπο. Αύτός κρατεί τήν έπιθυμία στραμμένη πρός τόν Θεό. Όταν, όμως ο νους αποχαυνωθή, τότε ή δύναμη της ψυχης πού κατευθύνεται πρός τήν αγάπη, έκπίπτει από τόν Θεό καί σκορπίζεται σέ άλλα πράγματα, οπότε αναπτύσσονται τά πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας καί της φιλοδοξίας. Στήν φυσική του κατάσταση ο νούς διευθύνει τόν θυμό έναντίον τοΰ διαβόλου. Όταν όμως ο νούς σκορπισθη καί άποχαυνωθη, τότε ο θυμός στρέφεται κατά των άλλων άνθρώπων καί μάχεται έναντίον τους. Επομένως, ο άνθρωπος γίνεται άσωτος καί ο νούς του δαιμονιώδης καί θηριώδης.

Αύτό σημαίνει οτι ο νούς τού άνθρώπου είναι πρωτοπαθής σχετικά μέ τήν άμαρτία. Διά των λογισμών, των αίσθητων πραγμάτων καί των φαντασιών εισέρχεται ή πειρασμική πρόταση μέσα στόν άνθρωπο, μέ μοναδικό σκοπό νά καταλάβη τόν νού του, τήν λεπτοτάτη προσοχή, πού είναι τό κέντρο της προσωπικότητος τού άνθρώπου. Γιά παράδειγμα, ερχεται κάποιος λογισμός, οτι γιά νά γίνη κάποιος πλούσιος πρέπει νά κλέψη καί να άδικήση τούς άλλους. Ή ομορφιά του πλούτου καί όλα όσα συνδέονται μέ αύτόν έρχονται ως εικόνες μέσα στήν ψυχή, μέ σκοπό να καταληφθή ο νούς. Άν αιχμαλωτισθή, τότε γίνεται έπιθυμία, στην συνέχεια διάπραξη καί τέλος ή επαναλαμβανόμενη πράξη γίνεται πάθος.

Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται ολοκληρωτικά αιχμάλωτος του διαβόλου, οπως ακριβώς ο άσωτος έγινε αιχμάλωτος στούς πολίτας της πόλεως έκείνης, επομένως, ή έλευθερία τού άνθρώπου είναι στήν πραγματικότητα έσωτερική. Μπορεί κανείς νά είναι έξωτερικά έλεύθερος, να κατοική σε ελεύθερες πατρίδες, αλλά, όταν δεν άχη τήν έσωτερική έλευθερία, ζη την τραγικότητα στην ζωή του.

Αντίθετα, μέ έλευθερία ύπαρξιακή μπορεί νά παραμένη κανείς στίς πιό άνελεύθερες τυραννίες καί νά αισθάνεται έλεύθερος. Οι μάρτυρες στήν περίοδο των διωγμών είχαν έσωτερική έλευθερία, ένω πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί, πού εχουν έξωτερικές έλευθερίες, δέν τηρούν τό θέλημα τού Θεού καί είναι δούλοι.

Στήν παραβολή τού άσώτου λέγεται: «καί πορευθείς έκολλήθη ένί των πολιτών της χώρας έκείνης, καί έπεμψεν αύτόν εις τούς άγρούς αύτού βόσκειν χοίρους. καί έπεθύμει γεμίσαι τήν κοιλίαν αύτού άπό τών κερατίων ών ήσθιον οί χοίροι καί ούδείς έδίδου αύτώ» (Λουκ. ιε’, 1516).

Οι πολίτες καί πολιτάρχες της πόλεως έκείνης, πού βρισκόταν μακριά άπό τήν οικία, είναι οί δαίμονες. Στή Ορθόδοξη Εκκλησία λέμε οτι οί δαίμονες είναι πονηρά πνεύματα πού μισούν ύπερβολικά τόν άνθρωπο καί κάνουν τά πάντα γιά νά τόν άπομακρύνουν άπό τόν Θεό. Οι δαίμονες κατ’ άρχάς ήταν άγγελοι πού δόξαζαν τόν Θεό, άλλά άπό τήν ύπερηφάνειά τους έπεσαν και έγιναν δαίμονες. Αυτοί γέννησαν άπό μόνοι τους τό κακό καί θέλουν νά οδηγήσουν τόν άνθρωπο στήν άποστασία. Τό μεγαλύτερο πάθος είναι ή ύπερηφάνεια, γιατί αύτή ήταν ή πρώτη άμαρτία της πτώσεως των δαιμόνων καί τοΰ άνθρώπου.

Ό χοιρώδης βίος είναι κάθε πάθος, λόγω της μεγάλης του άκαθαρσίας. Καί χοίροι είναι οί άνθρωποι έκείνοι πού κυλιούνται στά πάθη. Πάθος λέγεται ή παρά φύσιν κίνηση καί λειτουργία των δυνάμεων της ψυχής. Τά τρία βασικά πάθη είναι ή φιλοδοξία, ή φιλαργυρία καί ή φιληδονία. Κέντρο αύτων των τριών παθών είναι η φιλαυτία, πού είναι η παράλογος φιλία του σώματος, οταν δηλαδή αγαπά κανείς τό σωμα του ανεξάρτητα άπό τήν ψυχή καί θέλη να το ίκανοποιή σαρκικά. Από τά πάθη αυτά φύονται καί εκπορεύονται καί άλλα πάθη, τά όποια βασανίζουν τόν άνθρωπο.

Στήν Ορθόδοξη Εκκλησία λέμε ότι τά πάθη είναι οί παρά φύσιν ενέργειες της ψυχής του ανθρώπου. Δηλαδή, υπάρχει η αγάπη μέσα στόν άνθρωπο γιά νά στρέφεται στόν Θεό καί νά Τόν επιθυμή. Όταν όμως αυτή ή αγάπη, αντί νά στρέφεται στόν Θεό, στρέφεται μέ έμπάθεια στά κτίσματα, τότε μιλούμε γιά πάθος της ψυχής. Ο άσωτος άνθρωπος δέν μπορεί νά χορτάση από τά κέρατα τά όποια τρώγουν οί χοίροι, δηλαδή δέν είναι δυνατόν νά ίκανοποιήση πλήρως τήν έπιθυμία. Πάντοτε παραμένει νηστικός. Όσο κανείς αποκτά μεγαλύτερη περιουσία τόσο καί αυξάνεται ή στέρηση, αλλά καί ή έπιθυμία γιά νά αποκτήση περισσότερα. Τότε ό άνθρωπος θέλει, έάν είναι δυνατόν, νά αποκτήση όλο τό κόσμο. Επειδή όμως ένας είναι ό κόσμος, ένώ οί φιλάργυροι είναι πολλοί, γι’ αυτό δέν μπορεί ποτέ νά χορτάση.

Κατά συνέπεια, όταν ό νούς αίχμαλωτισθη από έναν λογισμό η μιά φαντασία, παρασύρει τήν έπιθυμία καί τόν θυμό μακρυά από τόν Θεό καί έτσι όλόκληρος ό άνθρωπος αιχμαλωτίζεται καί γίνεται άρρωστος μέ φοβερές συνέπειες τόσο γιά τόν εαυτό του όσο καί γιά τήν κοινωνία. Αυτή είναι ή τραγικότητα της αμαρτίας.

Καί φυσικά, όπως είπαμε προηγουμένως, αυτό ξεκινά από τόν νού πού αιχμαλωτίζεται. Έτσι καταλαβαίνουμε καλά τί ακριβώς είναι ή αμαρτία. Εμείς έχουμε συνδέσει τήν αμαρτία μέ μερικά έξωτερικά γεγονότα καί έξωτερικές πράξεις. Αναμφίβολα καί αυτά είναι αμαρτία, αλλά μπορούμε νά πούμε ότι αυτές οί πράξεις (κλοπή, ψέματα, θυμοί, κ.λπ.) είναι αποτελέσματα καί καρποί του σκοτασμού καί της αιχμαλωσίας του νοός.

Ή αμαρτία είναι ό σκοτασμός τοΰ νοός καί στήν συνέχεια ή παρά φύσιν κίνηση τών δυνάμεων της ψυχης καί ή απομάκρυνση τού ανθρώπου από τόν Θεό, από τήν πραγματική του οικία.

Στήν κατάσταση αυτή ό,τι καί νά κάνη ό άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Ο άγιος Γρηγόριος ό Παλαμας φθάνει στό σημείο νά πη ότι, όταν ό άνθρωπος δέν εχη τήν Χάρη του Θεού μέσα του, τότε ό,τι κάνει είναι αμαρτωλό. Καί ό Χριστός σέ σχετική παραβολή ανέφερε ότι οί πέντε μωρές παρθένες, ένώ έξασκούσαν παρθενία καί έγκράτεια, έπειδή δέν είχαν λάδι στίς λαμπάδες, δηλαδή, έπειδή δέν είχαν μέσα τους τήν Χάρη του Θεού – πράγμα τό όποιο φαίνεται από τήν ύπαρξη της νοερας προσευχής – δέν είσήλθαν στήν Βασιλεία του Θεού.
Γι’ αυτό καί ή άσκηση συνίσταται στό πώς νά κρατούμε τόν νού καθαρό, πώς από τόν σκοτασμό θά φωτισθή καί θά εχη αδιάλειπτη μνήμη Θεού. Ή ορθόδοξη άσκηση δέν έξαντλείται σέ μερικά έξωτερικά εργα, αλλά στήν κάθαρση της καρδιάς καί τόν φωτισμό του νού. Γιατί, όταν ό νούς είναι σωστά προσανατολισμένος τότε λειτουργεί κανονικά όλόκληρος ό οργανισμός του ανθρώπου. Άν αμαρτία είναι ό σκοτασμός του νού, ή απομάκρυσή του από τόν Θεό, μετάνοια είναι ό φωτισμός του νού, ή επάνοδός του στόν Θεό. Στήν παραβολή του ασώτου υιού φαίνεται καθαρά τί ακριβώς είναι ή μετάνοια. Λέγεται χαρακτηριστικά: «είς εαυτόν δέ έλθών είπε· πόσοι μίσθιοι τού πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, έγώ δέ λιμώ άπόλλυμαι! άναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου καί έρω αύτώ· πάτερ, ημαρτον εις τόν ουρανόν καί ένώπιόν σου· ούκέτι είμί άξιος κληθηναι υιός σου· ποίησόν με ώς ένα των μισθίων σου. καί άναστάς ήλθε πρός τόν πατέρα αύτοΰ» (Λουκ. ιε 17 -20).

Στό κείμενο αύτό μπορούμε νά δουμε μερικά γνωρίσματα της αληθινής μετανοίας.

Πρώτον, ήλθε στόν έαυτό του. Αύτό φανερώνει οτι ο νούς έπέστρεψε μέσα στήν καρδιά από τήν διάχυσή του. Όσο καιρό λιμοκτονούσε, ο νούς βρισκόταν έξω, διασκορπισμένος διά τών αισθήσεων στόν κόσμο. Έρχεται κάποια στιγμή πού γίνεται ανάνηψη του ανθρώπου καί καταλαβαίνει τήν φρικτή του κατάσταση.

Δεύτερον, αναπτύσσεται έντονα ή αρετή της αύτομεμψίας. Καταδικάζει τόν έαυτό του, τόν θεωρεί ανάξιο νά είναι παιδί του Θεου. Δέν ενοχοποιεί κανέναν άλλον, δέν θεωρεί τούς άλλους ώς αιτία γιά τήν απομάκρυνσή του από τό σπίτι του πατέρα του. Θεωρεί οτι είναι ανάξιος νά είναι υίός του πατέρα του. Τό θεωρεί μεγάλο καί τό νά είναι μισθωτός.

Τρίτον, αύτή ή ανάνηψη καί ή κατάγνωση, δηλαδή ή αύτομεμψία δέν είναι έργο ανθρώπινο, αλλά ώρα της Χάριτος του Θεου. Διά της θείας Χάριτος αντιπαραβάλλει τήν φρικτή κατάσταση στήν οποία βρίσκεται μέ τήν οικία του πατέρα του. Πραγματικά, ο Θεός, διά της φιλανθρωπίας Του, μερικές φορές αποκαλύπτει μερικές ακτίνες της δόξης Του, ώστε ο άνθρωπος νά αντιληφθή τήν φρικτή του κατάσταση. Δέν μπορεί κανείς νά καταλάβη τήν κατάστασή του άν δέν εμπνευσθή από τήν Χάρη του Θεου. Ή μετάνοια είναι μιά θεία έμπνευση.

Τέταρτον, δέν αρκείται σέ έπιθυμίες καλές, αλλά ένεργοποιεί καί τό θυμικό μέρος της ψυχης του. Δέν μπορεί κανείς νά έπιστρέψη στόν Θεό άν καί τό θυμικό δέν συνεργήση πρός τούτο. Γι’ αύτό λέγεται οτι ο άσωτος αμέσως μετά τίς σκέψεις πού έκανε «αναστάς ήλθε πρός τόν πατέρα του».

Πέμπτον, ή τελική κατάληξη της επιστροφής είναι ή είσοδος στήν οικία καί ή συμμετοχή του στό πανηγύρι πού γίνεται έκεί, καθώς έπίσης καί ή συμμετοχή του στό ευχαριστιακό δείπνο, στήν Θεία Λειτουργία καί τήν βρώση καί πόση του Σώματος καί του Αίματος του Χριστου.

Έτσι πιά καταλαβαίνουμε οτι ή συγχώρηση της αμαρτίας οπως καί ή λέξη τό λέγει (συγχώρηση), είναι συμπόρευση καί συμμετοχή στήν Εκκλησία. Μέ τήν αιχμαλωσία καί τόν σκοτασμό του νου φεύγουμε από τήν Εκκλησία καί μέ τήν έλευθέρωση καί τόν φωτισμό του νου έπανερχόμαστε στήν Εκκλησία.

Τά οσα είπαμε στήν Κατήχηση αύτή δείχνουν οτι ή αμαρτία είναι ή απομάκρυνση του νου καί του ανθρώπου από τόν Θεό, ο σκοτασμός του νου, καί ή μετάνοια είναι ή έπιστροφή του νου καί του ανθρώπου στόν Θεό, πού γίνεται διά του φωτισμού του νοός. Αύτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί καταλαβαίνουμε καλά γιατί τό άγιο Βάπτισμα λέγεται φώτισμα. Ό νους φωτίζεται, ολες οί δυνάμεις της ψυχης, τό έπιθυμητικό, τό λογιστικό καί τό θυμικό αγιάζονται καί χαριτώνονται καί έτσι αγιάζεται ολόκληρος ο άνθρωπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου