Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

 Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον....

 

Ἰωάννης  Ἠ.  Κάτσουρας

(+12.12.2012)


Μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 8 ἐτῶν ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ ἀλησμόνητου πατέρα μας Ἰωάννη (Κάτσουρα), γράφουμε αὐτές τίς λίγες σκέψεις στή μνήμη του. Δέν κρύβουμε ὅτι τώρα, πού βιώνουμε τήν ἐμπειρία τοῦ ἀπορφανισμοῦ μας ἀπό τή σωματική παρουσία τοῦ πατέρα, κατανοοῦμε πόσο ἀναντικατάστατη εἶναι στή ζωή κάθε ἀνθρώπου ἡ παρουσία τῶν γονέων του. Εἶναι, ὅμως, “φυσικό” νά συμβαίνει κάτι τέτοιο καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀναγκαῖο νά τό ἀποδεχώμαστε, μέ λογική καί ψυχραιμία. Τά αἰσθήματα, βεβαίως, δέν γίνεται, οὔτε χρειάζεται νά μένουν ἀνέκφραστα. Ἰδιαιτέρως γιά ἐμᾶς, πού ἔχουμε μέ χαρά καί ἐπίγνωση ἀποδεχθεῖ τήν Χριστιανική Πίστη, ἕνα τέτοιο γεγονός, ὅπως ὁ θάνατος ἑνός τόσο προσφιλοῦς προσώπου, δέν μπορεῖ παρά νά γίνει ἀφορμή ἀνασκοπήσεως τῆς ζωῆς καί παρουσίας του μαζί καί ἀνάμεσά μας. Σκοπός δέ αὐτῆς τῆς ἀνασκοπήσεως εἶναι ἡ τοποθέτηση τῆς προσωπικότητος τοῦ ἐκλιπόντος στή θέση πού ἀξίζει καί δικαιοῦται νά ἔχει μέσα στή μνήμη μας. Ἄλλωστε καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἐπισφραγίζει τήν ὅλη προσευχητική ἀναφορά στά μέλη Της πού ἀποδημοῦν, μέ τήν χαρακτηριστική φράση «αἰωνία ἡ μνήμη»! Δηλαδή, μέ τήν παράδοσή τους στήν αἰώνια μνήμη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Αὐτό σκεφθήκαμε κι ἐμεῖς νά ἐπιχειρήσουμε μέ τό μικρό αὐτό σημείωμά μας. Καί ἐξ ἀγάπης στό πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ πατέρα μας, ἀλλά καί ἐπιπλέον μέ τήν πεποίθηση ὅτι ἡ ἀναφορά σέ αὐθεντικούς, ἁπλούς καί ταπεινούς ἀνθρώπους, σάν κι ἐκεῖνον, ἔχει πάντοτε κάτι νά προσφέρει ὡς πνευματική ὠφέλεια σ’ αὐτούς πού τιμοῦν τή μνήμη τους. Ὁ Ἰωάννης Κάτσουρας γεννήθηκε στίς 6 Δεκεμβρίου τοῦ 1933 στή Καισαριανή, ἀπό τό προσφυγικό ζευγάρι τοῦ Ἠλία Κάτσουρα καί τῆς Εὐαγγελίας Κάργα (ἀπό τά Βουρλᾶ τῆς ὄμορφης καί μαρτυρικῆς Σμύρνης).
  
Ἦταν ὁ μικρότερος ἀπό τά τρία ἄρρενα τέκνα τοῦ ζευγαριοῦ. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του ἔφυγε ἀπό τή ζωή σέ πολύ νεαρή ἡλικία, μόλις 18 ἐτῶν καί ὀνομαζόταν Δημήτρης. Ἐπρόκειτο γιά πολύ καλό παιδί, πού μάλιστα ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τήν Ἐκκλησία. Ὑπέφερε ἀπό καρδιακό νόσημα. Ὁ Ἰωάννης, στή μνήμη του μεγαλύτερου ἀδελφοῦ του, ἔδωσε τό ὄνομα ἐκείνου στόν δευτερότοκο γυιό του, ἐνῶ, κατά τήν συνήθεια, στόν πρωτότοκο γυιό ἔδωσε τό ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ἠλία. Ἔζησε καί μεγάλωσε στήν προσφυγούπολη Καισαριανή, ὅπου μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή (1922) βρέθηκαν οἱ Γονεῖς του μαζί μέ τή γιαγιά του, τήν Σοφία. Τό πατρικό του σπίτι βρισκόταν στήν ὁδό Χρυσοστόμου Σμύρνης 41, σέ κλῆρο πού δόθηκε ἀπό τήν Κοινωνική Πρόνοια τῆς ἐποχῆς στήν προσφυγική του οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του ἦταν τορναδόρος στό ἐπάγγελμα καί, δυστυχῶς, ἀπεβίωσε σέ ἡλικία μικρότερη τῶν 40 ἐτῶν. Μεγάλωσε κοντά στή νεαρώτατη (μόλις 28 ἐτῶν) χήρα μητέρα του, μαζί μέ τά ἀδέλφια του, τόν Δημήτρη καί τόν Βασίλη. Τά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, πού τά ἔκανε ἀκόμη δυσκολότερα ἡ φοβερή Γερμανική Κατοχή, δέν ἄφηναν περιθώρια γιά νά προχωρήσει στή μόρφωσή του, πέρα ἀπό τίς πρῶτες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Γρήγορα χρειάσθηκε νά μπεῖ στό χῶρο τῆς ἐργασίας. Τό ἐπάγγελμα πού τελικά ἐπέλεξε τόσο αὐτός, ὅσο καί ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, ἦταν τοῦ μαραγκοῦ. Πέρασε πολλές δυσκολίες καί ἔζησε λιτά καί ταπεινά. Στόν ἐλεύθερο χρόνο του προτιμοῦσε νά πηγαίνει μέ φίλους του γιά ψάρεμα. Θυμόμαστε πώς ὁ πατέρας οὐσιαστικά εἶχε γιά μοναδική του περιουσία δύο ξύλινες βαλίτσες: Μία μέ τά σύνεργα τοῦ μαραγκοῦ καί μία μέ τά σύνεργα τοῦ ἐρασιτέχνη ψαρά. Τοῦ ἄρεσε να τραγουδάει λαϊκά τρα-γούδια, ἀλλά καί νά ψέλνει. Ἐργαζόμενος γιά τή συντήρηση τῆς οἰκο-γένειάς του (τή σύζυγό του Σοφία, πού γνώρισε ὅταν ὑπηρετοῦσε τήν στρατιωτική του θητεία στή Κόρινθο, μέ τήν ὁποία ἔζησε μαζί 52 ὁλόκληρα χρόνια Γάμου καί ἀπέκτησε δύο γυιούς) ἔφθασε μέχρι την Σαουδική Ἀραβία! Ὁ ἀείμνηστος πατέρας μας διέθετε ταπεινό ἦθος. Δέν ἤθελε νά εἶναι οὔτε πλούσιος, οὔτε ἀφεντικό! Ἀγαποῦσε τή γνώση. Διακρινόταν γιά τήν εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρα του, τήν ἁπλότητα, τήν εἰλικρίνεια, τήν ἐντιμότητα, τήν ἀγωνιστικότητα, τήν διαλεκτική διάθεση, τό χιοῦμορ, τήν μειλιχιότητα, τή σιωπή καί τήν καλά κρυμμένη εὐαισθησία. Αὐτά μαρτυροῦνται ἀπό κάθε λόγο καί κίνησή του καί αὐτά τόν ἔκαναν ἰδιαίτερα ἀγαπητό σέ ἀνθρώπους τῆς τάξεώς του, ἀλλά καί σεβαστό στούς κατά καιρούς ἐργοδότες του. Τόν τελευταῖο χρόνο τῆς ζωῆς του καί μέσα στή δοκιμασία τῆς ἀσθένειάς του συνέχισε νά τόν διακρίνει ἡ εὐγένεια καί ἡ ἁπλότητα. Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προξενοῦσε ἡ εὐλάβειά του καί οἱ ἐπικλήσεις, ὅπως κάθε ἁπλοῦ πιστοῦ Mικρασιατικῆς καταγωγῆς, τοῦ Χριστοῦ («Χριστούλη μου») καί τῆς Παναγίας («Παρθένα μου»). Τήν τελευταία ἑβδομάδα τῆς ζωῆς του δέν μιλοῦσε καθόλου. Μόλις δύο εἰκοσιτετράωρα πρίν σβήσει «σάν πουλάκι» (12/25.12.2012), ἀπαντώντας στήν συνονόματή του ἐγγονούλα του πρόφερε καθαρά, γυρίζοντας τό κεφάλι του πρός τό μέρος της, τή φράση: «Ἀγάπη μου»! Αὐτά ἦταν καί τά τελευταῖα του λόγια. Ὁ Θεός νά τόν ἀναπαύσει! Αἰωνία νά εἶναι ἡ μνήμη του!                                        

                                                                                             Δ. Ι. Κ.

 

Υ.Γ. Ὁ πατέρας ἀξιώθηκε νά ἀναχωρήσει ἀπό αὐτή τή ζωή ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε καί μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. "Ἔφυγε" μέσα στόν ὕπνο του, νωρίς τό πρωΐ, ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τήν 12 Δεκεμβρίου (12ος μήνας) τοῦ 2012! Κηδεύτηκε καί ἐτάφη στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Τριάδος, Ἑξαμιλίων Κορινθίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου