«Ἐμπλοκή καί διαπλοκή
πολιτικῆς καί θρησκευτικῆς ἐξουσίας
στό Οὐκρανικό ζήτημα»
Τοῦ κ. Δημητρίου Ἰ.
Κάτσουρα*
ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ
Τὸ Οὐκρανικὸ
ζήτημα ἔγινε εὐρύτερα θέμα πρὸς συζήτηση τελευταῖα, κυρίως ἐξαιτίας τῆς
στρατιωτικῆς εἰσβολῆς τῆς Ρωσίας στὴν Οὐκρανία τὸν περασμένο Φεβρουάριο (2022).
Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ μία ἀναμενόμενα δύσκολη σχέση Μόσχας (Ρωσίας) καὶ Κιέβου (Οὐκρανίας) πού,
πέραν τῆς βεβαρυμένης “προϊστορίας” της, προέκυψε κυρίως μετὰ τὴν κατάρρευση τῆς
Σοβιετικῆς Ἕνωσης, τὴν ἀποκοπὴ τῆς Οὐκρανίας (πρώην Σοβιετικῆς Δημοκρατίας) καὶ
τὴ δημιουργία τοῦ ἀνεξάρτητου Οὐκρανικοῦ Κράτους, τὸ 1991. Ἡ ἀντιπαράθεση
προκλήθηκε κυρίως ἀπὸ τὴ σταδιακὴ ἀποξένωση τῆς Οὐκρανίας, ὑπὸ τὴ νέα
διακυβέρνησή της, ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ τὸν προσανατολισμὸ τοῦ Οὐκρανικοῦ Κράτους πρὸς
τὴ Δύση, ἀλλὰ καὶ τὴν προοπτικὴ ἔνταξής της στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ἀκόμη καὶ τὴ
συνεργασία της μὲ τὸν ἀμυντικὸ στρατιωτικὸ σχηματισμὸ τοῦ ΝΑΤΟ. Ἡ Ρωσία ἐπικαλούμενη
διώξεις τοῦ ρωσόφωνου πληθυσμοῦ τῆς χώρας καὶ θεωροῦσα ἀπειλὴ τὴν προοπτικὴ ἐπέκτασης
τῆς ΝΑΤΟϊκῆς παρουσίας μέχρι τὰ σύνορα τῆς ἐπικράτειάς της, μάλιστα παρὰ τὶς
σχετικὲς συμφωνίες/δεσμεύσεις γιὰ ἀποφυγὴ τέτοιων ἐπιλογῶν ἀπὸ τὸ Οὐκρανικὸ
Κράτος, κλιμάκωσε τὴν ἀντιπαράθεση καὶ τὴν μετέφερε σὲ ὅλα τὰ πεδία. Μία ἰδιαίτερη,
ἀλλὰ ὄχι μεμονωμένη ἢ ἀμελητέα σὲ ἐπίδραση καὶ συνέπειες, πτυχὴ καὶ παράμετρος
τῆς ἀντιπαράθεσης Μόσχας καὶ Κιέβου εἶναι καὶ τὸ παράλληλα δημιουργημένο ἐκκλησιαστικὸ
ζήτημα ἀπὸ τὴ συγκρότηση μίας νέας Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία, μὲ τὴν πρωτοβουλία
καὶ συνδρομὴ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῶν ὑποστηρικτῶν του, ἡ
ὁποία ἐπισφραγίζει καὶ σὲ ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο τὴν διάρρηξη (καὶ) τῶν
διαχρονικῶν ἐκκλησιαστικῶν δεσμῶν Μόσχας-Κιέβου, μὲ παράλληλη περιθωριοποίηση
τοῦ πολυάριθμου ποιμνίου καὶ τῶν Ποιμένων του στὴν Οὐκρανία, ποὺ ἐπιμένουν νὰ
διατηροῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ τουλάχιστον σχέση μὲ τὸ ἐπὶ αἰῶνες Πατριαρχεῖο τους
στὴ Μόσχα. Αὐτῆς τῆς παραμέτρου οἱ διαστάσεις φαίνονται νὰ εἶναι σημαντικές, ἰδιαιτέρως
ὅταν διαπιστώνεται (καὶ) σὲ αὐτὸ τὸ πεδίο, ἡ ἐμπλοκὴ καὶ διαπλοκή, πέραν τῶν ἀντιπαρατιθέμενων
Κρατῶν καὶ Ἐκκλησιῶν, καὶ “τρίτων” πολιτικῶν δυνάμεων καὶ παραγόντων, ἐπιβεβαιώνοντας
μία διευρυμένη διαπλοκὴ καὶ ἀλληλεπίδραση πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἐξουσίας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἡ Οὐκρανία εἶναι μία μεγάλη Εὐρωπαϊκὴ
χώρα μὲ πλούσιο ἱστορικὸ παρελθὸν καὶ πολλὲς δραματικὲς στιγμὲς καὶ ὁρόσημα στὴν
πορεία της αὐτή, τὰ ὁποῖα εἶναι χρήσιμο καὶ τελευταῖα ἀποδείχθηκε καὶ ἀναγκαῖο
νὰ ἔχουν μελετηθεῖ καὶ προσεχθεῖ.
Εἴμασθε ὅλοι πεπεισμένοι καὶ τὸ
συνειδητοποιοῦμε ὅλο καὶ περισσότερο ὅτι ὁ κόσμος ἀλλάζει μὲ καταιγιστικοὺς
ρυθμούς. Ἰδιαίτερα στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἤπειρο πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς αὐτὲς ἦταν σὲ ἕνα
βαθμὸ προβλέψιμες, μετὰ τὴν ἱστορικῆς σημασίας κατάρρευση τοῦ προπυργίου τοῦ
λεγόμενου ὑπαρκτοῦ Σοσιαλισμοῦ, δηλαδὴ τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης.
Σημαντικὲς ὑπῆρξαν καὶ συνεχίζουν
νὰ εἶναι, ἀφοῦ μάλιστα δὲν ἔχουν ὁλοκληρωθεῖ, καὶ οἱ ἐξελίξεις ποὺ ἀκολούθησαν
καὶ ἀφοροῦν στὴ διάλυση τῆς πρώην Γιουγκοσλαβίας. Ἔχουν μάλιστα ἕνα κοινὸ μὲ τὶς
ἐξελίξεις ποὺ προκάλεσε ἡ διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης: Πρόκειται γιὰ μία ἀντίστροφης
κατεύθυνσης προοπτικὴ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ συνένωση μὲ βάση τὴν πολιτικὴ ἰδεολογία,
τὶς περισσότερες φορὲς βίαιη καὶ ἀναγκαστική, λαοτήτων, γεωγραφικῶν χώρων καὶ
χωρῶν, πρὸς τὴν ἀποδέσμευση, ἀπελευθέρωση καὶ αὐτονόμηση-ἀνεξαρτητοποίηση αὐτῶν
ἀντιστοίχως.
Ἐπειδὴ μάλιστα πρόκειται γιὰ
λαούς, περιοχὲς καὶ χῶρες μὲ παραδοσιακὰ χαρακτηριστικά, μὲ ἔντονη καὶ δύσκολη ἱστορικὴ
διαδρομή, ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους ἀντιπαραθέσεις καὶ ἐπώδυνες διαφοροποιήσεις στὸ
πέρασμα τοῦ χρόνου, δὲν θὰ εἶναι εὔκολο, οὔτε ἀνώδυνο νὰ ὁλοκληρωθεῖ αὐτὴ ἡ ἀντίστροφη
διαδικασία καὶ πολὺ πιθανὸ καὶ ἀναμενόμενο εἶναι νὰ προκαλέσει καὶ πέραν τῶν ὁρίων
τους ἀνακατατάξεις καὶ μεταβολές.
Εἰδικότερα, τόσο στὴν περίπτωση τῆς
Οὐκρανίας ὅσο καὶ τῆς πρώην Γιουγκοσλαβίας, πέραν τῶν ἄλλων πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν
παραμέτρων καὶ διαστάσεων εἶναι μᾶλλον βέβαιο ὅτι ἐπιβάλλεται νὰ προσεχθεῖ καὶ
ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν, στὶς ὅποιες ἐκτιμήσεις, ἀποτιμήσεις καὶ τυχὸν σχεδιασμοὺς ἀντιμετώπισης
σχετικῶν μὲ αὐτὲς τὶς περιοχὲς προβλημάτων, ἡ θρησκευτικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἱστορία,
παράδοση καὶ ἐμπειρία αὐτῶν τῶν λαῶν, πολὺ δὲ περισσότερο ἐφ’ ὅσον παραμένει σὲ
αὐτὲς τὶς περιοχὲς ζωντανή, ἐνεργὴ καὶ ἀξιοσημείωτα συμμετοχική.
Δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται καὶ
παραθεωρεῖται ὅτι στὶς περισσότερες τῶν ἐπιμέρους κρατικῶν διαιρέσεων καὶ ὀντοτήτων
αὐτῶν τῶν περιπτώσεων ἡ ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ταυτότητα καὶ συνείδηση προηγεῖται
τῆς ὅποιας κρατικῆς συγκροτήσεως καὶ ἑπομένως ἔχει βαθύτερες ρίζες καὶ ἀναφορὲς
στὴ συλλογικὴ μνήμη αὐτῶν τῶν χωρῶν, τῶν λαῶν καὶ τῶν πληθυσμῶν τους.
Σκόπιμο, λοιπόν, εἶναι , μὲ
δεδομένη μάλιστα τὴν ἰσχυρὴ θρησκευτικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ παρουσία τῶν ἀνάλογων
δομῶν καὶ θεσμῶν σὲ αὐτὲς τὶς χῶρες, καθὼς ἐπίσης μὲ δεδομένη τὴν ἔκπαλαι
διασύνδεση ἢ ἀλληλεπίδραση τῆς θρησκευτικῆς καὶ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, νὰ
συνυπολογίζεται καὶ ἡ ἐμπλοκὴ καὶ διαπλοκὴ (ὄχι μὲ τὴν ἀρνητική, ἀλλὰ μὲ τὴν
κυριολεκτικὴ ἔννοια τῆς λέξης) τῆς ἐκκλησιαστικῆς, μίας καὶ μιλᾶμε γιὰ κατὰ
πλειοψηφία ὀρθόδοξες ἢ πάντως χριστιανικὲς χῶρες καὶ λαούς, ἐξουσίας.
Πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση καὶ μὲ
δεδομένο τό, ἴσως ὄχι τυχαῖα, κοινὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης ἢ ἁπλῶς χριστιανικῆς
παράδοσης ὅλων αὐτῶν τῶν Ἀνατολικῶν καὶ Βαλκανικῶν περιοχῶν καὶ χωρῶν, ἐπιβάλλεται
νὰ εἶναι γνωστὴ καὶ νὰ ἔχει μελετηθεῖ ἡ θρησκευτικὴ ἱστορία καὶ πνευματικὴ
πορεία-διαδρομὴ ὅλων αὐτῶν τῶν λαῶν, ὅπως καὶ ἡ ἐθνική τους συλλογικὴ συνείδηση
καὶ ταυτότητα, ἀλλὰ καὶ ἡ γλῶσσα ποὺ ἔχουν ἐπιλέξει νὰ χρησιμοποιοῦν καὶ νὰ ἐκφράζονται
πολιτιστικά.
Ὁ συνδυασμὸς αὐτῶν τῶν τριῶν
στοιχείων πολλὲς φορὲς εἶναι ἀξεδιάλυτος καὶ ὑπὸ ὁρισμένες συνθῆκες μπορεῖ νὰ
γίνει ἐκρηκτικός, ἀνεξέλεγκτος καὶ καθοριστικὸς γιὰ τὶς ὅποιες πολιτικὲς καὶ
γεωστρατηγικὲς ἐξελίξεις στὴν παγκόσμια σκηνή. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν,
δικαιολογημένα, διαφορετικὲς προσεγγίσεις, ἰδίως στὴν ἱεράρχηση καὶ τὸν
συσχετισμὸ “αἰτίας” καὶ “αἰτιατοῦ” στὸ ἀνωτέρω πλέγμα, κύριου καὶ δευτερεύοντος
ἢ οὐσιώδους καὶ ἐπουσιώδους καὶ γιὰ τὶς ἐπιπτώσεις στὸ σύγχρονο γίγνεσθαι. Ἄλλωστε,
ἡ Ἱστορία, παλαιότερη καὶ νεότερη, μᾶς διδάσκει ὅτι «δὲν εἶναι μικρὸ τὸ
παραμικρὸ» καὶ ὅλα ἔχουν τὴ σημασία τους, ἐκεῖ ποὺ πρωταγωνιστεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ
διαθέτει καὶ λογική, καὶ νοῦ ἀλλὰ καὶ συναίσθημα σὲ μία ἀπρόβλεπτη σύνθεση
μεταξύ τους.
Τὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα ποὺ ἀφορᾶ σὲ ὅλη
τὴν Εὐρώπη καὶ κατ’ ἐπέκταση ὅλο τὸν κόσμο ἀναμφίβολα καὶ ἰδιαιτέρως ἀναφορικὰ
μὲ τὴ στάση τῆς Ρωσίας ποὺ εἶναι ἕνα μεγάλο Κράτος μὲ ἔντονα, ἔστω καὶ ἀπομειωμένα
σὲ ἔκταση καὶ δυναμισμό, παραδοσιακὰ χαρακτηριστικὰ (ὁ λεγόμενος “ὀρθόδοξος
ρωσικὸς κόσμος”), ἐπιβάλλεται νὰ προσεγγίζεται καὶ στὶς δύο κύριες ὄψεις καὶ
διαστάσεις του: τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν ἱστορική. Καὶ σὲ αὐτὴ τὴν τελευταία μεγάλο
μερίδιο ἔχει ἡ θρησκευτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση τοῦ λαοῦ καὶ ἡ ἀντίστοιχη
ἐξουσία καὶ ἰσχὺ τῶν ἐκπροσώπων καὶ θεσμῶν της.
1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΟΣΧΑΣ – ΚΙΕΒΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΠΟΙΗΣΙΝ ΤΗΣ
ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
Ἡ οὐσιαστικὴ ἀνεξαρτησία
τῆς Οὐκρανίας πραγματοποιήθηκε μετὰ τὴ διάλυση τῆς
Σοβιετικῆς Ἕνωσης, τὸ 1991. Προηγουμένως ἡ σύνδεσή της, ὡς χώρου καὶ πληθυσμοῦ,
μὲ τὸν εὐρύτερο χῶρο καὶ τὸν λαὸ τῆς σημερινῆς Ρωσίας γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἦταν
στενὴ καὶ παράλληλη, ἀλλὰ σχεδὸν αὐτονόητη καὶ ἀδιάσπαστη, ἂν καὶ πέρασε ἀπὸ
ποικίλες φάσεις καὶ διαμορφώσεις στὸ διάβα τῆς ἱστορίας.
Μετά, ὅμως, ἀπὸ τὴν κατάρρευση τῆς
Σοβιετικῆς Ἕνωσης, ἡ Οὐκρανία ἦταν ἀπὸ τὶς πρῶτες περιοχὲς ποὺ αὐτονομήθηκε καὶ
διεκδίκησε τὴν ἀνεξαρτησία της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγνώρισή της ὡς ἀνεξάρτητου
κράτους[2]. Ἡ ἄμεση γειτνίασή της μὲ τὴν Ρωσικὴ πλέον ἐπικράτεια, καθὼς καὶ ἡ
θέση της ἀνάμεσα στὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη καὶ τὴν ἄλλοτε ἐπικεφαλῆς τῶν Ἀνατολικῶν
Κρατῶν σημερινὴ Ρωσία προμήνυαν τὸ εἰδικὸ βάρος ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε στὶς σχέσεις τῆς
τελευταίας μὲ τὸν Δυτικὸ κόσμο.
Μπορεῖ ὁ Οὐκρανικὸς λαὸς νὰ ἀνήκει
στὴν εὐρύτερη Σλαβικὴ οἰκογένεια ἢ καὶ νὰ θεωρεῖται, ἂν ὄχι ὁμοεθνής, ἀλλὰ ἀδελφικὸς-συγγενικὸς
λαὸς τοῦ Ρωσικοῦ, ὅμως ἀπὸ νωρὶς φάνηκε ὅτι τὸ ἀνεξάρτητο πλέον Οὐκρανικὸ
Κράτος ἔστρεφε πλέον τὸ βλέμμα του περισσότερο πρὸς τὴ Δύση καὶ τὴν Εὐρωπαϊκή
του προοπτική.
Μὲ δεδομένο ὅτι, ναὶ μέν, ὁ πάλαι
ποτὲ ψυχρὸς πόλεμος μεταξὺ Σοβιετικῆς Ἕνωσης καὶ ΗΠΑ ἔπαψε νὰ ὑφίσταται,
τουλάχιστον μὲ τὰ ἀρχικά του ἐμφανῆ καὶ σκληρὰ χαρακτηριστικά, ἡ Ρωσία δέ, μετὰ
τὰ πρῶτα χρόνια τῆς προσαρμογῆς της στὸ νέο πλαίσιο μιᾶς νέας πραγματικότητας ἐξακολούθησε
καὶ παραμένει ἕνα ἰσχυρὸ Κράτος (λιγότερο στὰ οἰκονομικὰ) σὲ διαφορετικὴ ὡστόσο
στάση καὶ πορεία ἀπὸ τὸν λεγόμενο Δυτικὸ κόσμο, οἱ σχέσεις Μόσχας-Κιέβου, μετὰ
τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Οὐκρανίας, ἐντάσσονται πλέον σὲ μία νέα, δύσκολη, μεταβατικὴ
καὶ ἀπρόβλεπτη περίοδο.
Τὸ Οὐκρανικὸ Κράτος ἀπὸ γεωγραφικῆς
καὶ γεωστρατηγικῆς ἀπόψεως ἀποτελεῖ φυσικὸ σύνορο μεταξύ, ἀφ’ ἑνός, τοῦ μεγάλου
μέρους τῆς Εὐρώπης, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸν κύριο ὄγκο τῶν κρατῶν-μελῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς
Ἕνωσης καί, ἀφ’ ἑτέρου, τῆς ἀχανοῦς Ρωσικῆς ἐπικράτειας, ἡ ὁποία, παρὰ τὴν
κατάρρευση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καὶ τῆς κυριαρχίας τῆς κομμουνιστικῆς ἰδεολογίας
της σὲ αὐτὴν καὶ τοὺς δορυφόρους της, παραμένει σὲ ἀντὶ-δυτικὸ καί, προφανῶς, ἀντινατοϊκὸ
ἀστερισμό.
Ἀντικειμενικὲς δυσκολίες στὶς
σχέσεις Μόσχας – Κιέβου ἀπὸ μίας ἀρχῆς διαφάνηκε ὅτι θὰ ἀποτελοῦσαν, σὲ μία
περίοδο ἐπανατοποθέτησης τῆς συνεργασίας ἢ μὴ τῶν δύο Κρατῶν τους, οἱ συμπαγεῖς
ρωσόφωνοι πληθυσμοὶ[3] σὲ συγκεκριμένες περιοχὲς τοῦ Οὐκρανικοῦ πλέον ἐδάφους. Ἰδιαιτέρως
τῶν περιοχῶν ἐκείνων ποὺ ἔχουν ξεχωριστὴ γεωστρατηγικὴ σημασία γιὰ τὰ
συμφέροντα ἀμφοτέρων, ὅπως οἱ ἀνατολικὲς περιοχὲς καὶ δὴ ἐκεῖνες ποὺ γειτνιάζουν
μὲ τὴν Ἀζοφικὴ καὶ τὴ Μαύρη Θάλασσα.
2. Ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΣΙΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
Ὅσο οἱ κυβερνήσεις τοῦ ἀνεξάρτητου
Οὐκρανικοῦ Κράτους ἦταν φιλορωσικές, οἱ σχέσεις Μόσχας – Κιέβου δὲν ἀντιμετώπιζαν
κρίσεις. Νωρίς, ὅμως, φάνηκαν τὰ σύννεφα στὸν ὁρίζοντα τῶν σχέσεών τους, κυρίως
μὲ τὴ δράση καὶ τὴν πρόσβαση στὴν πολιτικὴ καὶ ἀργότερα τὴν κυβερνητικὴ ἐξουσία
πολιτικῶν ποὺ προέρχονταν ἢ ἐκπροσωποῦσαν δυνάμεις μὲ ἀντιρωσικὸ
προσανατολισμό, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ φιλοναζιστικὲς ὀργανώσεις. Στὸ στόχαστρο
τῶν τελευταίων, ποὺ παραδόξως θεωροῦνταν ἢ ἐμφανίζονταν καὶ ὡς εὐρωπαϊστές, ἦταν
συχνὰ οἱ ρωσόφωνοι πληθυσμοὶ καὶ χῶροι δράσης τους οἱ περιοχὲς αὐτῶν τῶν
πληθυσμῶν τῆς χώρας[4].
Ἡ ἀνατροπὴ τῆς τελευταίας
φιλορωσικῆς Κυβέρνησης[5] καὶ ἡ ἀνάδειξη στὴν Κυβερνητικὴ ἐξουσία τῶν
Κυβερνήσεων τοῦ προηγουμένου καὶ τοῦ σημερινοῦ Προέδρου τῆς Οὐκρανίας (σὲ ἕνα ἡμιπροεδρικὸ
σύστημα διακυβερνήσεως ποὺ ἰσχύει στὴ χώρα), μὲ πολλὲς ἑκατέρωθεν καταγγελίες
γιὰ νοθεία καὶ ἔξωθεν παρεμβάσεις, ἄνοιξαν τοὺς ἀσκοὺς τοῦ Αἰόλου στὶς σχέσεις
Μόσχας-Κιέβου.
Βασικὸ πρόβλημα ὡστόσο προκάλεσε ἡ
ἀρχικὰ διαφαινόμενη καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐπιβεβαιωθεῖσα πρόθεση τῆς Οὐκρανικῆς
Κυβέρνησης νὰ ἐνταχθεῖ ὄχι μόνο στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ἀλλὰ καὶ στὸ ΝΑΤΟ, σὲ
συνδυασμὸ μὲ τὴν μὴ τήρηση σχετικῶν συμφωνιῶν ποὺ εἶχαν γίνει μεταξὺ τῶν δύο
πλευρῶν γιὰ τήρηση ἐκ μέρους τοῦ Κιέβου μίας γενικότερα οὐδέτερης στάσης καὶ
τοποθέτησης ἰδιαιτέρως ὅσον ἀφορᾶ στὸν βορειοατλαντικὸ στρατιωτικὸ σχηματισμό. Ἡ
προοπτικὴ ἔνταξη τῆς Οὐκρανίας στὸ ΝΑΤΟ ἦταν ἀπὸ πλευρᾶς Μόσχας δεδηλωμένη
κόκκινη γραμμή[6], ποὺ ἂν παραβιαζόταν θὰ μετέτρεπε τὶς ἤδη τεταμένες σχέσεις μὲ
τὸ Κίεβο σὲ ἐχθρικές.
Τελικῶς τὸ Κίεβο ὑπέβαλε αἴτημα ἐντάξεως
στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, τὸ ὁποῖο ἔγινε δεκτὸ ἀπὸ τὴν τελευταία, ἀλλὰ προχώρησε καὶ
σὲ συνεννοήσεις μὲ τὸ ΝΑΤΟ, ἀφήνοντας ἀνοικτὸ τὸ ἐνδεχόμενο στενῆς στρατιωτικῆς
συνεργασίας ἢ καὶ ἐντάξεως σὲ αὐτό. Τὸ τελευταῖο θεωρεῖται ὅτι ὑπῆρξε καὶ ἡ
θρυαλλίδα γιὰ τὴν ἐκρηκτικὴ ἀντίδραση τῆς Μόσχας, ἡ ὁποία μὲ πρόσχημα τὴν
προστασία τῶν ρωσόφωνων πληθυσμῶν, τὴν ὑπεράσπιση τῆς κηρυχθείσας αὐτόνομης
περιοχῆς τῆς Κριμαίας, τὴν ὁποία εἶχε ἤδη καταλάβει σὲ προηγούμενο χρόνο, καὶ τὴν
ἀντιμετώπιση τῆς ἀντιρωσικῆς δράσης τῶν φασιστικῶν καὶ φιλοναζιστικῶν Ταγμάτων Ἀζόφ,
προχώρησε σὲ “εἰδικὴ ἐπιχείρηση”, ὅπως τὴν ὀνόμασε, δηλαδὴ σὲ πολεμικὴ εἰσβολὴ
στὴν Οὐκρανία. Ἡ εἰσβολὴ αὐτὴ ξεκίνησε τὸν Φεβρουάριο τοῦ προηγούμενου ἔτους
(2022) καὶ σοβεῖ ἀκόμη, μὲ χιλιάδες θύματα, νεκροὺς καὶ τραυματίες καὶ γιὰ τὶς
δύο πλευρές, μὲ μετακινήσεις προσφύγων ἀπὸ τὶς ἐμπόλεμες περιοχὲς σὲ ἀσφαλεῖς
προορισμούς, καθὼς καὶ πολλὲς καὶ μεγάλες ὑλικὲς καταστροφὲς σὲ ὑποδομές, σὲ
δημόσια κτίρια καὶ σὲ κατοικίες στὶς πληττόμενες τοποθεσίες.
3. ΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΟΣΧΑΣ – ΚΙΕΒΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΠΕΔΙΟΝ. Ο ΡΟΛΟΣ
ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Οἱ σχέσεις Μόσχας – Κιέβου στὸ ἐκκλησιαστικὸ
πεδίο, ἀντίστοιχα μὲ τὶς πολιτικές, ὑπῆρξαν καὶ αὐτὲς σχέσεις μὲ πολλὲς
διαφοροποιήσεις καὶ διακυμάνσεις. Ἡ ἱστορία τους εἶναι μεγάλη καὶ ὄχι τόσο ἁπλή.
Σημασία πάντως ἔχει καὶ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι τὸ Κίεβο ὡς ἱστορικὸς χῶρος
κατέχει μεγάλη καὶ σημαντικὴ θέση στὴν ἱστορία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ, ἀφοῦ ἐκεῖ ἀναγεννήθηκε
ὁ τελευταῖος ὡς Χριστιανικὸς πλέον λαός, μετὰ τὴν καθοριστικὴ ἐπιλογὴ τῶν ἱστορικῶν
ἡγετῶν του καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Χριστιανισμό, μὲ τὴ
μεσολάβηση καὶ βοήθεια τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς ἡγέτιδας δύναμης στὸν γνωστὸ
τότε κόσμο σὲ πνευματικό, πολιτικό, στρατιωτικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἐπίπεδο.
Δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται ὅτι τὸ
Κίεβο εἶναι γιὰ τὸν “Ρωσισμὸ” ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴ Ρωμιοσύνη καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ
ἐκείνης τῆς περιόδου. Στὰ νερὰ τοῦ Δνείπερου ποταμοῦ ποὺ διατρέχει ὁλόκληρη τὴν
Οὐκρανία καὶ διασχίζει τὸ Κίεβο βαπτίστηκαν, ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, χριστιανοὶ οἱ
Ρῶσοι, μὲ πρώτους τοὺς Βασιλεῖς τους, Βλαδίμηρο καὶ Ὄλγα, τὸ 988 μ. Χ.
Μία βασικὴ κανονικὴ Ἀρχὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ
καὶ Κανονικοῦ Δικαίου λέει ὅτι τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, ὅσον ἀφορᾶ τὶς
γεωγραφικὲς δικαιοδοσίες καὶ τὰ κέντρα τῶν διοικήσεων, συμμεταβάλλονται ἀνάλογα
μὲ τὶς πολιτικές, δηλαδὴ τὶς ἑκάστοτε κρατικὲς ἀλλαγές, διαμορφώσεις καὶ
τροποποιήσεις[7]. Καὶ ὡς ἐκ τούτου οἱ ποικίλες κατὰ καιροὺς διαφοροποιήσεις σὲ
πολιτικὸ καὶ κρατικὸ ἐπίπεδο ἐπηρέασαν καὶ τὶς σχέσεις Μόσχας καὶ Κιέβου.
Ἀρχικὰ τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ἐπονομαζόμενο καὶ Οἰκουμενικό, λόγῳ τῆς ἱεραρχικῆς του
τιμῆς καὶ προβαδίσματος ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀξία καὶ τιμὴ τῆς ἱστορικῆς ἕδρας
του ποὺ ἦταν κέντρο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, δηλαδὴ τῆς Κωνσταντινούπολης,
ἔδωσε, βάσει τῆς σχετικῆς δικαιοδοσίας του, τὴν ἀναγνώριση, τιμὴ καὶ ἀξία στὴν
πρώην ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία του (μέχρι τὸν 16ο αἰῶνα), τὴν Ρωσία, ὥστε νὰ εἶναι
πλέον ἀνεξάρτητο Πατριαρχεῖο.
Σὲ αὐτὸ συμφώνησαν καὶ τὰ ὑπόλοιπα
πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, ἐπὶ Πατριάρχου Ἰερεμίου τοῦ Β΄τοῦ Τρανοῦ,
κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα[8], καὶ τὸ Κίεβο, ποὺ ὑπῆρχε πάντα μία σπουδαία καὶ ἀρχικὰ μᾶλλον
ἡ κύρια γιὰ τὴ Ρωσία ἐκκλησιαστικὴ ἕδρα, θὰ βρεθεῖ πλέον, γιὰ εὐνόητους
γεωγραφικοὺς καὶ ἱστορικοὺς λόγους, στὴν ἀνώτερη πλέον αὐτῆς ἱεραρχικὰ ἐκκλησιαστικὴ
δικαιοδοσία καὶ ἐξουσία τῆς Μόσχας[9] (Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ “πασῶν τῶν Ρωσσιῶν”).
Ὡστόσο, τόσο οἱ ἀντικειμενικὲς
πολιτικὲς μεταβολὲς ποὺ μεσολάβησαν καὶ ποὺ δικαιολογημένα, ὅπως προελέχθη,
μέχρις ἑνὸς βαθμοῦ ἐπηρεάζουν, σὲ ἐπίπεδο χωρικῶν διαμορφώσεων, τὶς ἐκκλησιαστικὲς
δικαιοδοσίες, ὅσο καὶ ἡ ἐπιδείνωση τῶν σχέσεων μεταξὺ Οὐκρανικοῦ καὶ Ρωσικοῦ
Κράτους, κυρίως μετὰ τὴ στροφὴ τοῦ πρώτου, ὅπως θὰ λέγαμε σχηματικά, πρὸς τὴ
Δύση, ἄρχισαν νὰ ἐπιδροῦν καὶ στὶς σχέσεις Μόσχας-Κιέβου σὲ ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο.
Ἔτσι, τὴ δεκαετία τοῦ 1990, ἡ
Μητρόπολη Κιέβου ἄρχισε νὰ ἐνδιαφέρεται περισσότερο, μὲ τὴ στήριξη ἂν ὄχι καὶ
παρότρυνση τῶν Ἀρχῶν τοῦ νέου Κράτους, παρότρυνση ποὺ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη,
ἕως καθοδηγητικὴ ὅσο οἱ σχέσεις Ρωσίας-Οὐκρανίας ἀντιμετώπιζαν δυσκολίες, γιὰ τὴ
σταδιακὴ ἀνεξαρτητοποίησή της ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ γιὰ τὴν προοπτικὴ ἀποκτήσεως καθεστῶτος αὐτοκεφαλίας,
ὑποβάλλοντας σχετικὰ αἰτήματα, χωρὶς ὅμως θετικὴ ἀνταπόκριση.
Τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ἔχει καὶ αὐτὸ
μακρὰ ἱστορία καὶ “παράδοση” ἐπιδράσεων καὶ παρεμβάσεων στὸ ἔργο καὶ τὶς ἀποφάσεις
του, κυρίως ὅταν δὲν ἀφοροῦν ἀμιγῶς πνευματικὰ καὶ θεολογικὰ ζητήματα. Ἱστορία
ποὺ ἔφθασε τὴν περίοδο τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, ὥστε τὸ πανίσχυρο τότε
κομμουνιστικὸ Κόμμα ὡς οὐσιαστικὴ Κρατικὴ Ἀρχὴ νὰ ἐναλλάσσει τὴν τακτική του ἀπὸ
τὸν διωγμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου στὴν πλήρη χειραγώγηση
τῆς Ἱεραρχίας της καὶ χρησιμοποίησή της στὸ πλαίσιο τῶν πολιτικῶν καὶ κρατικῶν
σκοπῶν καὶ στόχων του.
Ἡ τακτικὴ τῶν παρεμβάσεων
συνεχίστηκε καὶ στὸ νέο ἱστορικὸ πλαίσιο μεταξὺ τῆς μετασοβιετικῆς Ρωσίας καὶ τῆς
ἀνεξάρτητης Οὐκρανίας, μὲ τὸ Κρεμλίνο ἀπὸ τὴ μία νὰ μὴ θέλει τὸ Πατριαρχεῖο
Μόσχας νὰ παραχωρήσει αὐτονομία στὴ Μητρόπολη τοῦ Κιέβου, κάτι βεβαίως ποὺ καὶ
τὸ ἴδιο δὲν ἐπιθυμοῦσε, κινούμενο στὸ χῶρο τῆς θεωρίας τοῦ “Ρωσικοῦ κόσμου”
(θρησκευτικὸς ἐθνικισμὸς) καὶ τῆς Μόσχας
ὡς “τρίτης Ρώμης” (μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ μειονεκτεῖ, κατὰ τὴ θεωρία αὐτή,
εὑρισκόμενη σὲ μὴ χριστιανικὸ Κράτος)[10] νὰ κυριαρχεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸν ὀρθόδοξο
κόσμο, κρατώντας προφανῶς τὶς μεγάλες ἐπαρχίες τῆς δικαιοδοσίας της ὑπὸ τὸν
πλήρη ἐκκλησιαστικὸ καὶ κατ’ ἐπέκταση Ρωσικὸ ἔλεγχο.
Μέσα στὸ ἀνωτέρω κλῖμα καὶ
πλαίσιο ἡ Μητρόπολη τοῦ Κιέβου, ἔχοντας ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία της ὁλόκληρο τὸν ὀρθόδοξο
πληθυσμὸ τῆς Οὐκρανίας ἀνερχόμενο σὲ πολλὰ ἑκατομμύρια, διασπάστηκε σὲ ἐπίπεδο
διοικήσεως (Ἱεραρχίας) μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργηθεῖ ἐκκλησιαστικὸ σχίσμα. Ἡ
μία πλευρά του, ἡ μᾶλλον πολυπληθέστερη σὲ ποίμνιο, ἔμεινε ὑπάκουη καὶ
συνδεδεμένη μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἐνῷ ἡ ἄλλη αὐτοανακηρύχθηκε αὐτόνομη καὶ ἀνεξάρτητη,
μέχρι σημείου νὰ αὐτὸ-ἀναγορευθεῖ ὁ ἐπικεφαλῆς της σὲ Πατριάρχη Κιέβου καὶ
πάσης Οὐκρανίας, προκαλώντας τὴν κανονικὴ ἐκκλησιαστικὴ καταδίκη τοῦ
Πατριαρχείου Μόσχας, στὸ ὁποῖο κανονικὰ τὸ Κίεβο ὑπαγόταν.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῶν ἐξελίξεων
δίνει τὸ παρὼν τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, στὸ ὁποῖο εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπευθύνθηκε
ἡ καταδικασμένη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας πλευρά. Τὸ πρῶτο μὲ ἐπίκληση τοῦ
δικαιώματός του (τὸ ὁποῖο ἀμφισβητεῖται ἀπὸ ὁρισμένους ὅσον ἀφορᾶ στὸ πλαίσιο,
τὰ ὅρια καὶ τὸ δικαιοδοσιακὸ εὖρος του) νὰ δέχεται προσφυγὲς καὶ νὰ ἀνακρίνει ἐκκλησιαστικὲς
ὑποθέσεις ἄλλων δικαιοδοσιῶν σὲ ἀνώτερο βαθμὸ (ἔκκλητο) ἀποφασίζει νὰ ἀποκαταστήσει
στὴν κανονικότητα τοὺς καταδικασμένους (11-10-2018), δηλαδὴ περιφρονώντας τὶς σχετικὲς τελεσίδικες κανονικὲς Ἀποφάσεις
τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ νὰ δώσει ἐντολὴ νὰ γίνει “ἕνωση” τῶν διϊσταμένων, ἀλλὰ
καὶ νὰ ἀναγνωρίσει, παρὰ τὴν ὕπαρξη κανονικοῦ Μητροπολίτη Κιέβου, νέο ἐπικεφαλῆς,
ἀνταποκρινόμενη ἀκόμη καὶ σὲ παραχώρηση Αὐτοκεφαλίας (6-1-2019) στὴν Ἐκκλησία τῆς
Οὐκρανίας μὲ τὸν νέο Μητροπολίτη Κιέβου ὡς νέο Προκαθήμενο.
Ἐδῶ, ὅμως, ξεκίνησαν νέα μεγάλα
καὶ ἤδη ἀκανθώδη προβλήματα, μὲ πολὺ σοβαρὲς καὶ ἀπρόβλεπτες ἀκόμη συνέπειες καὶ
προεκτάσεις ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ἑνότητα τῶν ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν! Αὐτὸ
τὸ ἐπιβεβαιώνουν τὰ ἑξῆς γεγονότα: α) Ἐξαιτίας τῆς ἀποκαταστάσεως καὶ ἀναγνωρίσεως
ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τῶν τελεσιδίκως καταδικασμένων ἀπὸ τὸ
Πατριαρχεῖο Μόσχας πρώην Κληρικῶν (καθαιρεθέντων καὶ ἀφορισθέντων) καθὼς καὶ ἄλλων
φερομένων ὡς κληρικῶν, κατηγορουμένων ὅμως ὡς αὐτοχειροτονήτων ἢ ἀχειροτονήτων,
τῆς ἀναγνωρίσεως νέου Μητροπολίτου Κιέβου, ἀντὶ τοῦ ὑπάρχοντος καὶ ἀναγνωρισμένου
πανορθοδόξως καὶ τῆς παραχωρήσεως Αὐτοκεφαλίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, τὸ
Πατριαρχεῖο Μόσχας διέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως κατηγορώντας τὸ τελευταῖο ὅτι ἐνήργησε ἀντικανονικὰ καὶ καθ’
ὑπόδειξη πολιτικῶν παραγόντων καὶ συγκεκριμένα τοῦ Οὐκρανοῦ (πρώην) Προέδρου
Ποροσένκο καὶ τῶν ΗΠΑ, β) Δημιουργήθηκε διχασμὸς καὶ διάσπαση στὴν ἑνότητα καὶ ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία τῶν ἀνὰ τὸν κόσμο τοπικῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, μὲ τὶς μὲν νὰ ἀναγνωρίζουν
τὶς Ἀποφάσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὶς δὲ νὰ συμμερίζονται τὴ
θέση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Συγκεκριμένα ἐπὶ συνόλου δεκατεσσάρων (14) τοπικῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Πατριαρχεῖα καὶ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες) οἱ 10 τάσσονται κατὰ
τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τέσσερεις (4) κατὰ τοῦ Πατριαρχείου
Μόσχας! Τώρα πλέον στὸ Οὐκρανικὸ Κράτος ὑφίστανται δύο τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες
(ὅπερ ἀντικανονικὸ κατὰ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ καὶ Κανονικὸ Δίκαιο), μία ποὺ ἐξαρτᾶται
ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ μία ποὺ εἶναι ἀναγνωρισμένη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως ὡς Αὐτοκέφαλη καὶ τὴν ὁποία ὑποστηρίζει τὸ Οὐκρανικὸ Κράτος ὡς
συνέχεια τῆς ἀνέκαθεν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, μὲ ὅ,τι αὐτὸ
συνεπάγεται ἀπὸ πλευρᾶς νομιμοποιήσεως, παροχῶν καὶ σχέσεων μὲ τὴν ἐπίσημη
Πολιτεία.
4. Η ΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΙΕΒΟΥ, ΚΡΕΜΛΙΝΟΥ ΚΑΙ ΗΠΑ ΕΙΣ ΤΑΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑΝ
Ὅσο καὶ ἂν τὰ ἀνωτέρω φαίνεται νὰ
ἀφοροῦν μόνο τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, ἐντούτοις ἡ κάθε ἄλλο παρὰ διακριτικὴ ἀνάμιξη
τῶν πολιτικῶν παραγόντων σὲ αὐτὲς τὶς ἐξελίξεις ἐπιβεβαιώνει ὅτι πολιτικὴ καὶ
θρησκευτικὴ (ἐκκλησιαστικὴ) ἐξουσία ἐμπλέκονται καὶ διαπλέκονται σὲ τέτοιο βαθμὸ
ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μιλάει κανεὶς γιὰ συγκοινωνοῦντα δοχεῖα.
Οἱ ἐπικριτὲς τοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο εἶναι γνωστὸ ὅτι ὑποστηρίζεται σταθερὰ καὶ
διαχρονικὰ ἀπὸ τὶς ΗΠΑ καὶ διατηρεῖ καλὲς σχέσεις μὲ τὴν Ἀμερικανικὴ Κυβέρνηση,
τὸ κατηγοροῦν γιὰ προώθηση τῶν θέσεων καὶ ἀπόψεών τους στὸ συγκεκριμένο ζήτημα.
Ἐπικαλοῦνται δὲ σειρὰ ἐπαφῶν καὶ συζητήσεων μετὰ δηλώσεων γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ ἔγιναν
ἀπὸ ὑψηλοὺς ἀξιωματούχους τῶν ΗΠΑ[11] στὶς ἐπαφές τους τόσο μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ
Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, ὅσο καὶ μὲ ὑψηλόβαθμους Κληρικοὺς καὶ τὸν ἴδιο τὸν
νέο Προκαθήμενο κ. Ἐπιφάνιο Ντουμένκο[12] ποὺ τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῆς νέας Ἐκκλησίας
στὴν Οὐκρανία.
Ἐξάλλου, οἱ Πρόεδροι τῆς Οὐκρανίας,
πρώην καὶ νῦν, εἶχαν ἐνεργὸ ἀνάμιξη στὶς ἐξελίξεις εἴτε μεταφέροντας προσωπικῶς
στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη αἰτήματα τοῦ Κοινοβουλίου
καὶ τῆς Κυβερνήσεώς τους γιὰ ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τῆς
Αὐτοκεφαλίας τῆς νέας Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, εἴτε προωθώντας μὲ σπουδὴ πρὸς
ψήφιση τὰ ἀπαιτούμενα γιὰ τὴν ἀναγνώριση καὶ νομιμοποίηση τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ
σχήματος στὴν Οὐκρανία.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸ Κρεμλίνο δὲν
δίστασε ὄχι μόνο παρασκηνιακά, ἀλλὰ καὶ εὐθέως νὰ κατηγορήσει καὶ ἐπικρίνει τὶς
ΗΠΑ καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως γιὰ ἀντιθεσμικὴ στάση καὶ ἀνάμιξη σὲ
ζητήματα τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ προώθηση τῶν συμφερόντων
καὶ σχεδιασμῶν τῆς Δύσης σὲ βάρος τῆς Ρωσίας.
Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἀκόμη καὶ ἡ
χρονικὴ συγκυρία τῶν παράλληλων ἢ καὶ συγχρόνων καταιγιστικῶν ἐξελίξεων στὶς
σχέσεις Οὐκρανίας καὶ Ρωσίας, τόσο στὸ πολιτικὸ ὅσο καὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ
πεδίο, ἡ ὁποία ἔκανε ἀκόμη πιὸ ἐμφανῆ τὴν ἀλληλεπίδραση καὶ ἐμπλοκὴ ὅλων τῶν
παραγόντων, σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ εἶναι δυσδιάκριτη ἡ ἀλληλουχία στὴ σειρὰ καὶ διαδοχὴ
αἰτίας καὶ αἰτιατοῦ στὸ πλῆθος τῶν ἐνεργειῶν καὶ προκλήσεων ποὺ ἔλαβαν χώρα.
Τέλος, περὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξελίξεων στὴν Οὐκρανία ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι
παρότι πρόκειται γιὰ παραδοσιακὰ ὀρθόδοξη χώρα, δὲν ἔκρυψαν τὸ ἐνδιαφέρον τους
γιὰ τὶς ἐξελίξεις στὰ ἐκκλησιαστικά της πράγματα τόσο τὸ Βατικανό, ὅσο καὶ ἡ Οὐνιτικὴ
κοινότητα τῆς χώρας (κοινότητα ποὺ ἀναγνωρίζει ὡς πνευματικὸ ἡγέτη της τὸν
Πάπα, ἀλλὰ διατηρεῖ τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα τῶν ὀρθοδόξων) ποὺ ἐπέλεξαν καὶ ἀποδέχθηκαν
τὴν προσέγγιση μὲ τὴ νέα Ἐκκλησία ποὺ δημιούργησε καὶ ἀναγνώρισε τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως.
5. ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΚΑΙ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΑΛΛΗΛΕΠIΔΡΑΣΙΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΕΔΙΟΥ
Ἤδη ἔγινε ἀνωτέρω ἀναφορὰ στὶς
συνέπειες καὶ ἐπιπτώσεις στὶς διεκκλησιαστικὲς σχέσεις ὅλων τῶν ὀρθοδόξων χωρῶν
καὶ λαῶν, ἀπὸ τὴ στάση τους ἔναντι τῶν δύο καὶ ἐν συνεχείᾳ τριῶν πρωταρχικῶς ἐμπλεκομένων
(Μόσχας-Κιέβου-Κωνσταντινουπόλεως), ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους (τῶν λοιπῶν χωρῶν καὶ
λαῶν), λόγῳ τῶν ἐξελίξεων στὸ ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα τῆς Οὐκρανίας.
Αὐτὴ τὴν περίοδο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει
τὸ ἄτυπο σχίσμα μεταξὺ Μόσχας καὶ Κωνσταντινουπόλεως, μὲ τὶς θέσεις τῆς πρώτης
νὰ συντάσσονται, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, συνολικὰ δέκα ἀπὸ τὶς δεκατέσσερεις τοπικὲς
Ἐκκλησίες (Πατριαρχεῖα καὶ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες) ἀνὰ τὸν κόσμο καὶ κατὰ
συνέπεια ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀνὰ τὴν ὑφήλιο.
Εἰδικότερα, ἡ Μόσχα (τὸ Πατριαρχεῖο
της) μετὰ τὴν συμπαράταξη τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας (μίας ἐκ τῶν τεσσάρων
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ ἀναγνωρίζουν τὴ νέα Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας) μὲ τὸ
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἀποφάσισε τὴ διακοπὴ κοινωνίας καὶ μὲ αὐτὸ καὶ
προχώρησε στὴν ἵδρυση Πατριαρχικῆς Ἐξαρχίας[13] στὸ ἔδαφος τῆς δικαιοδοσίας τοῦ
Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τὴν ἀχανῆ Ἀφρικανικὴ Ἤπειρο, κάνοντας δεκτοὺς στὴ
δικαιοδοσία της δεκάδες Κληρικοὺς τοῦ τελευταίου, στὴν ὁποία μέχρι τώρα ἡ Ρωσία
καὶ ἡ Ἐκκλησία της δὲν εἶχε πρόσβαση καὶ δραστηριότητα.
Μεγάλο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καὶ
ἡ περίπτωση τῆς Αὐτοκεφάλου καὶ ἱστορικὰ ἀρχαιότερης, ἀνὰ τὸν κόσμο, Αὐτοκεφάλου
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τῆς ὁποίας ὁ μὲν Προκαθήμενός
της τασσόταν ὑπὲρ τῶν θέσεων τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, οἱ δὲ ἐπίδοξοι καὶ ἐπικρατέστεροι
διάδοχοί του (ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀσθενοῦσε βαριὰ) ἔχουν δηλώσει τὴν ὑποστήριξή τους
στὴν Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἀναγνωρίζει τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.
[ Σημείωση: Ὁ ἐν λόγῳ
Προκαθήμενος (Κύπρου Χρυσόστομος) ἀπεβίωσε προσφάτως, ὁ δὲ ἐκλεγεὶς διάδοχός
του, ὁ ἀπὸ Πάφου Γεώργιος, συνεχίζει τὴν
γραμμὴ καὶ τὴ στάση του στὸ συγκεκριμένο θέμα.]
Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ σχόλιο ποὺ
ἔκανε τελευταῖα ὁ γνωστὸς Διεθνολόγος Καθηγητὴς κ. Δημήτρης Καιρίδης, Βουλευτὴς
τοῦ κυβερνῶντος κόμματος, συνδέοντας τὴν
ἀλλαγὴ στάσης ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἄρση τοῦ ἐμπάργκο ὅπλων στὴν Κύπρο τῶν ΗΠΑ (καὶ) μὲ
τὴν (τότε) ἐπικείμενη ἀνάδειξη νέου Προκαθημένου στὸ Νησὶ καὶ τὶς θέσεις τῶν
πιθανῶν διαδόχων του στὸ Οὐκρανικό!
Ἀκόμη, στὴν Ἑλλάδα ἡ στάση τῆς Ἑλλαδικῆς
Ἐκκλησίας (ἀκριβέστερα, τῆς Ἱεραρχίας αὐτῆς) ὑπὲρ τῆς θέσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου στὸ Οὐκρανικὸ ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα (Ὀκτώβριος 2019)[14] προκάλεσε
τὰ ἀρνητικὰ σχόλια καὶ τὴν ἐπίκριση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ τοῦ Κρεμλίνου, ἐνῷ
σὲ καθαρὰ πρακτικὸ καὶ οἰκονομικὸ ἐπίπεδο εἶχε δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις, ἀφοῦ σὲ
συμφωνία Κράτος καὶ Ἐκκλησία στὴ Ρωσία οὐσιαστικὰ ἀποθάρρυναν καὶ ἀπαγόρευσαν ἀντιστοίχως
στοὺς Ρώσους τὴν ἐπιλογὴ τῆς χώρας μας ὡς τουριστικοῦ καὶ προσκυνηματικοῦ
προορισμοῦ!
Τέλος, ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἐπιπτώσεις
καὶ ἀλληλεπιδράσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ στὸ πολιτικὸ πεδίο καὶ ἀντιστρόφως μὲ ἀφορμὴ
τὸ Οὐκρανικὸ (κυρίως τὴν ἐκκλησιαστική του διάσταση) φαίνεται ὅτι δὲν εἶναι ἄσχετες
καὶ οἱ ἐξελίξεις στὸ σχετικὸ ζήτημα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων, ἀλλὰ καὶ στὸ
Μαυροβούνιο. Ὅσον ἀφορᾶ στὰ Σκόπια, ἡ ἐκεῖ ἐπὶ δεκαετίες σχισματικὴ τοπικὴ Ἐκκλησία
ἐπιδίωξε νὰ προκαλέσει καὶ γι’ αὐτὴν τὴν παρέμβαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, προκειμένου νὰ ἐπανέλθει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν ὑπολοίπων
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίων, ἀλλὰ καὶ νὰ πετύχει τὴν ἀναγνώρισή της ὡς Αὐτοκεφάλου,
μίας καὶ ὁ χῶρος τῆς δικαιοδοσίας της ἀπέκτησε κρατικὴ ὑπόσταση καὶ τὴ διεθνῆ ἀναγνώρισή
της. Καὶ ἐδῶ οἱ πολιτικοὶ παράγοντες ἀναμίχθηκαν καὶ ἐμφανῶς ὑποστήριξαν αὐτὲς
τὶς ἐξελίξεις μὲ προσωπικὴ συμμετοχή, παραστάσεις καὶ σχετικὲς δηλώσεις τους, τὶς
ὁποῖες ὅμως τελικὰ ἀνέτρεψε ὅσον ἀφορᾶ τὴν παρέμβαση τοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως ἡ ταχύτατη ἀντίδραση τοῦ φιλορωσικοῦ Πατριαρχείου Σερβίας ποὺ
θέλησε διὰ τοῦ νέου Πατριάρχου του κ. Πορφυρίου νὰ πάρει αὐτὸ τὴν πρωτοβουλία τῶν
κινήσεων καὶ ὄχι μόνο νὰ σπεύσει νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὴν Ἐκκλησία τῶν Σκοπίων
ποὺ τὸ ἴδιο εἶχε ἀποκόψει, ὡς σχισματική, ἀλλὰ καὶ νὰ τῆς προσφέρει τὴν ἀναγνώρισή
της ὡς Αὐτοκεφάλου!
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Μαυροβούνιο οἱ ἐκεῖ
πολιτικοὶ παράγοντες, χωρὶς τὴ συμφωνία τῆς τοπικῆς Ὀρθόδοξης Μητροπόλεως ποὺ ἐξαρτᾶται
ἀπὸ τὸ Σερβικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπεδίωξαν καὶ ἐπιδιώκουν τὴν αὐτονόμηση τῆς τοπικῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας αὐτῆς τῆς χώρας ποὺ ἐπίσης σχετικὰ πρόσφατα καὶ μετὰ τὴ
διάλυση τῆς πρώην Γιουγκοσλαβίας καὶ τὴν ἀποκοπή της ἀπὸ τὴν ἑνότητα μὲ τὴ
Σερβία ἀπέκτησε διεθνῶς ἀναγνωρισμένη κρατικὴ ὀντότητα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ἡ σοβοῦσα ἀντιπαράθεση Μόσχας καὶ
Κιέβου, ἡ ὁποία ἀτυχῶς ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ πολεμικὴ σύρραξη μετὰ τὴν πρόσφατη εἰσβολὴ
(Φεβρουάριος 2022) τῶν Ρωσικῶν στρατευμάτων στὰ Οὐκρανικὰ ἐδάφη, μὲ ὁποιαδήποτε
αἰτιολογία, δικαιολογία ἢ πρόφαση κι ἂν ἔγινε αὐτή, ἐξεταζόμενη εὐρύτερα καὶ σὲ
ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ πτυχές της, ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐμπλοκὴ ἀλλὰ καὶ τὸν ἰδιαίτερο
ρόλο ποὺ διαδραματίζει ἡ θρησκευτικὴ καὶ ἐν προκειμένῳ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία σὲ
διαπλοκὴ μὲ τὴν πολιτικὴ (ἐξουσία) γιὰ τὶς ἐξελίξεις ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν
τύχη ἑνὸς σχετικὰ νεοπαγοῦς Κράτους ποὺ βαδίζει πρὸς τὴν ὁλοκλήρωση καὶ παγίωση
τῆς θέσης του, τὴ διαμόρφωση τῶν συμμαχιῶν του καὶ τῆς προοπτικῆς του στὴν εὐρύτερη
περιοχὴ καὶ τὸν κόσμο.
Ἡ θρησκεία (ἤ, ἀναλόγως, ἡ Ἐκκλησία)
ὅπως καὶ ἡ γλῶσσα καὶ ὁ ταυτοτικὸς προσδιορισμὸς ἑνὸς λαοῦ εἶχαν “λόγο” στὴν ἐθνογένεση
λαῶν καὶ σήμερα ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν σημαντικὲς παραμέτρους (ἰδιαίτερα στὸν
χῶρο τῆς Ἀνατολῆς), ἀλλὰ συνάμα (ἀποτελοῦν) καὶ “μέσα” ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπικαλοῦνται
οἱ δρῶντες καὶ τὰ ὁποῖα “ἐργαλειοποιοῦνται”
κατάλληλα – γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία συχνὰ τελευταῖα ἀναφερόμενη λέξη καὶ ἔννοια
– προκειμένου νὰ ἐξυπηρετηθοῦν ἀναλόγως τὰ κρατικά, ἐθνικὰ ἢ πολιτικὰ
συμφέροντα ὑπὲρ καὶ κατὰ τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου δρῶντος στὶς ἀντιπαραθέσεις καὶ
συγκρούσεις τους.
Καλὸ θὰ ἦταν νὰ εἶναι διακριτοὶ οἱ
ρόλοι καὶ νὰ γίνονται σεβαστὰ τὰ ὅρια καὶ οἱ ἁρμοδιότητες κάθε ἐξουσίας ἢ θεσμοῦ,
ἀντὶ δὲ νὰ “χρησιμοποιοῦνται” στὶς ἀντιπαραθέσεις, εἶναι προτιμότερο καὶ ἐπωφελέστερο
νὰ συμβάλλουν, ὅταν καὶ ἐφ’ ὅσον μποροῦν, στὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων ποὺ
δημιουργοῦνται, ἰδιαιτέρως ὅταν ἐπαγγέλλονται τὴν εἰρήνη, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ
συμφιλίωση ἀνθρώπων καὶ λαῶν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Βλασίου Φειδᾶ Καθηγητῆ
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της
μέχρι σήμερα». Ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας, 5η ἔκδοση, Ἀθήνα 2005.
– Ἀναστασίου Γκοτσόπουλου,
Πρωτοπρεσβυτέρου, Διδάκτορος Θεολογίας Παν/μίου Ἀθηνῶν, «Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο
Συμβολὴ στὸν Διάλογο». Ἐκδόσεις “Τὸ Παλίμψηστον”, Θεσσαλονίκη 2019.
–
Γεωργίου Β. Τσούπρα, Σλαβολόγου – Θεολόγου – Πολιτικοῦ Ἐπιστήμονα, «Ἐκκλησία
καὶ Ἐθνογένεση, Ἡ “Μακεδονικὴ” Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν ὑπηρεσία τῶν Σκοπίων». Ἐκδόσεις
ΓΡΗΓΟΡΗ, Ἀθήνα 2018.
– Νικηφόρου Μητροπολίτου Κύκκου
καὶ Τηλλυρίας, «Τὸ σύγχρονο Οὐκρανικὸ Ζήτημα καὶ ἡ κατὰ τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς
Κανόνες ἐπίλυσή του». Ἐκδόσεις Κέντρου Μελετῶν Ἱ. Μ. Κύκκου, Λευκωσία 2020.
– Σταυρίδου Β., «Συνοπτικὴ Ἱστορία
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου». Ἔκδοση Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν,
Θεσσαλονίκη 1991.
– Ἄρθρο τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου
& Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Βλάχου, «Ρωσία καὶ Οὐκρανία». Περιοδικὸ
“Παρέμβαση”, Τεῦχος 280, Νοέμβριος 2019.
– Ἄρθρο τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου
& Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Βλάχου, «Τὸ Οὐκρανικὸ καὶ ὁ ρόλος τοῦ
Πατριαρχείου». Ἐφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” τῆς 3.8.2008.
– Ἀναστασίου-Ἰωάννη Λάλλου, «Ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης». Μεταπτυχιακὴ Ἐργασία,
Θεσσαλονίκη 2016. [dspace.lib.uom.gr].
Σημειώσεις:
* Σπούδασε Θεολογία στὴ
Θεολογικὴ Σχολὴ Βελιγραδίου, Πολιτικὴ Ἐπιστήμη & Διεθνεῖς Σχέσεις στὸ
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου καὶ εἶναι, ἐπίσης, πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Ἐθνικοῦ & Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
[2]
m.naftemporiki.gr [3] web.archive.org, 2001.ukrcensus.gov.ua [4] Γιὰ τὰ
νεοναζιστικὰ τάγματα Ἀζόφ, ποῦ καὶ πῶς δροῦν: huffingtonpost.gr [5] Βίκτορ
Γιανουκόβιτς (2010-2014). el.m.wikipedia.org [6] dimosiografia.com [7] “Τὰ ἐκκλησιαστικὰ
καὶ μάλιστά γε τὰ περὶ τῶν ἐνοριῶν δίκαια (δηλαδὴ ὁρίων διοικήσεως, ταῖς
πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καὶ διοικήσεσι συμμεταβάλεσθαι εἴωθε”, Μέγας Φώτιος, καὶ
“Εἰ δὲ καὶ τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, εἰ αὖθις καινισθείη, τοῖς
πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω”.
Καθορίζεται, δηλαδή, γιὰ τὴν ἀναγκαία εὐταξία καὶ ἑνότητα, ἡ συμπόρευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν
διοικητικῶν μεταβολῶν ἀπὸ πλευρᾶς ὁρίων, μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα πολιτικὴ διαίρεση.
ΙΖ΄ Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Χαλκηδών, 451 μ. Χ.). Πηδάλιον, σελ.
199, Ἐκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1987. [8] Βλέπε Θ. Ζήση, Κωνσταντινούπολη
καὶ Μόσχα, Ἐκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 198-203. [9] Βλέπε Πρωτ. Θ.
Ζήση, Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο, Ἐκδόσεις “Τὸ Παλίμψηστον”, Θεσσαλονίκη 2019, σ.
95 [10] Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ὑπάρχει “Τρίτη Ρώμη”; vimaorthodoxias.gr [11] “Οἱ Ἡνωμένες
Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς ὑποστηρίζουν τὴν χορήγηση αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανικὴ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία”. Ἀνακοίνωση τῆς Ἐκπροσώπου Τύπου τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ κ.
Χίθερ Νάουερτ. romfea.gr [12] “Ὑπῆρξε μία κομβικῆς σημασίας στήριξη ἀπὸ τὶς ΗΠΑ
καὶ στὸ πλαίσιο αὐτό, πιστεύω ὅτι θὰ διατηρήσουμε ἐπαφή, γιὰ νὰ διασφαλίσουμε ὅτι
ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας θὰ ἔχει τὴν ἴδια ὑποστήριξη καὶ στὸ
μέλλον”. Δήλωση τοῦ νέου Προκαθημένου Ἐπιφανίου, ἀναφερόμενος σὲ τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία
του μὲ τὸν Ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ Μάϊκ Πομπέο. aktines.blogspot.com [13] dogma.gr [14] kathimerini.gr