Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

 Καταπέλτης ἡ Ἱ. Μ. Πειραιῶς:

 

«Προτείνονται πρός ἁγιοκατάταξη “συμπαθεῖς” Γεροντάδες/Γερόντισσες πού ἔβλεπαν τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί σιωποῦσαν»



 

Ι.Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ – «Διαπιστώνουμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες εισχωρεί όλο και πιο επικίνδυνα μέσα στο χώρο της Ορθοδοξίας αυτό το αλλότριο οικουμενιστικό πνεύμα, να υιοθετούνται δηλαδή άλλα κριτήρια αγιοκατατάξεως», αναφέρει στην σημερινή του παρέμβαση το Γραφείο Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, το οποίο επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι Γεροντάδες και Γερόντισσες αγιοκατατάσσονται.

 

Αναλυτικά το ανακοινωθεν του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ι.Μ. Πειραιώς:

 

Σε προηγούμενη ανακοίνωσή μας με τίτλο: «Η Ορθόδοξη και η κακόδοξη αντίληψη περί της αγιότητος», (23-10-2023), παραθέσαμε συνοπτικά την Ορθόδοξη διδασκαλία περί της αγιότητος και παρουσιάσαμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την αγιοκατάταξη πιστών με βάση τη διδασκαλία μεγάλων και κορυφαίων Ορθοδόξων θεολόγων της Εκκλησίας μας. 

Αφορμή πήραμε από την πρόσφατη «αγιοκατάταξη» της μακαριστής μοναχής Γαβριηλίας, η οποία προκάλεσε πολλές και δικαιολογημένες αντιδράσεις και επιφυλάξεις από πολλά πιστά μέλη της τοπικής μας Εκκλησίας. Αυτό ήταν φυσικό και επόμενο, διότι κατά την ταπεινή μας γνώμη υπάρχει πληθώρα στοιχείων, που μαρτυρούν, ότι η μακαριστή ήταν ένα πρόσωπο διαβρωμένο από οικουμενιστικές θέσεις. Η μοναδική πηγή που έχουμε, (μέχρι στιγμής τουλάχιστον), για τον βίο, τη διδασκαλία και το έργο της μακαριστής είναι το γνωστό βιβλίο με τίτλο: «Η Ασκητική της αγάπης», με συγγραφέα την υποτακτική της μακαριστής, ονόματι και αυτή Γαβριηλία, εκπεσούσα μοναχή και αποστατήσασα της πίστεως. Πρόκειται για ένα βιβλίο, στο οποίο προβάλλεται κατά κόρον η οικουμενιστική ιδεολογία, όπως αποδείξαμε σε παλαιότερη ανακοίνωσή μας με τίτλο: «“Ασκητική της αγάπης, ή άσκηση θρησκευτικού συγκρητισμού;», (18.10.20218). 

Πληροφορηθήκαμε από αρμόδια πρόσωπα, που προώθησαν την αγιοκατάταξη της μακαριστής, ότι το ως άνω βιβλίο δεν έχει καμία σχέση με το πρόσωπο, το έργο και τη διδασκαλία της, διότι η συγγραφέας του, ήταν «άσχετη και απαίδευτη  ως προς τη δογματική και θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας». 

Κατόπιν αυτών ζητήσαμε από τα αρμόδια πρόσωπα, να μας κοινοποιήσουν τις αυθεντικές πηγές, πάνω στις οποίες βασίσθηκαν για την αγιοκατάταξή της. Ζητήσαμε ακόμη να μας ενημερώσουν, εάν έλαβαν υπ’ όψη τους τις προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την αγιοκατάταξή της. Προς το παρόν βρισκόμαστε εν αναμονή των απαντήσεών των. 

Στην προηγούμενη ανακοίνωσή μας θεωρήσαμε αναγκαίο να τονίσουμε με έμφαση, ότι ο ηθικισμός δεν αποτελεί τεκμήριο αγιότητος στην Ορθόδοξη πίστη μας. Δυστυχώς στις τραγικές και εσχατολογικές ημέρες μας, όπου κυριαρχεί το δαιμονικό πνεύμα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, παρατηρείται το θλιβερό φαινόμενο, να παραθεωρείται όλο και περισσότερο η περί αγιότητος διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας, όπως και οι απαραίτητες προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την αγιοκατάταξη πιστών. 

Με πολλή λύπη διαπιστώνουμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες εισχωρεί όλο και πιο επικίνδυνα μέσα στο χώρο της Ορθοδοξίας αυτό το αλλότριο οικουμενιστικό πνεύμα, να υιοθετούνται δηλαδή άλλα κριτήρια αγιοκατατάξεως, δανισμένα συνήθως από τον Παπισμό με κυρίαρχο αυτό του ηθικισμού, ή της ποικίλης φιλανθρωπικής δράσης. Γι’ αυτό αποφασίσαμε στην παρούσα ανακοίνωσή μας να παραθέσουμε ορισμένες μαρτυρίες μεγάλων αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας μας, για να  φανεί ακόμη πιο ξεκάθαρα, τί κατ’ ουσίαν είναι οι άγιοι και ποια πρέπει να είναι τα κριτήρια της αγιοκατατάξεώς των. 

Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ως αγίους θεωρούμε όχι απλώς πρόσωπα που διακρίθηκαν για την ηθική τους ζωή, ή για την ποιμαντική, ή για τη   φιλανθρωπική τους δράση, (όσο μεγάλη και αν ήταν αυτή), αλλά «τους ενωθέντας Θεώ κατά προαίρεσιν και τούτον δεξαμένους ένοικον και τη τούτου μεθέξει γεγονότας Χάριτι, όπερ αυτός εστί φύσει».[1] Δηλαδή άγιοι είναι όσοι ενώθηκαν με τον Θεό σύμφωνα με την προαίρεσή τους, την ελεύθερη βούλησή τους και τον δέχθηκαν να κατοικήσει μέσα τους και έγιναν με την μέθεξή του κατά Χάριν, αυτό που ο ίδιος ο Θεός είναι από τη φύση του. 

Κατά τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή, «η υπερώνυμος θέωσις» καθιστά τους μετέχοντας σ’ αυτήν, (δηλαδή τους αγίους), «ακτίστους, ανάρχους και απεριγράπτους, καίτι διά την οικείαν φύσιν εξ’ όντων γεγονότας».[2] Oπως εξηγεί πολύ ωραία ο αείμνηστος π. Γεώργιος Μεταλληνός, «μολονότι και ο άγιος είναι άνθρωπος κατά την φύση του, έχει δηλαδή και σώμα, όπως όλοι μας και είναι κτίσμα του Θεού, με τη Θεία Χάρη γίνεται ό,τι είναι και ο Θεός: άκτιστος, άναρχος, απερίγραπτος και αιώνιος, αλλά κατά Χάριν…Δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου. Δεν παύει ο άγιος να είναι άνθρωπος και κτίσμα, αλλά ‘κατά Χάριν Θεού’ γίνεται άκτιστος και όλα τα άλλα, μεταμορφούμενος μέσα στο φως του Θεού. Μεταμόρφωση συνεπώς ζεί ο άγιος και όχι μεταβολή της φύσεώς του. Πρέπει εδώ να λεχθεί, ότι όσοι διέπονται από ‘ευσεβιστικές’ τάσεις, μιλούν προτεσταντικά για ‘ηθική θέωση’, διότι θεωρούν βλασφημία να δεχθούν, ότι ο θεούμενος φθάνει να γίνει ‘άκτιστος’ και ‘άναρχος’, όπως ο  Θεός είναι από τη φύση του. Η θέωση όμως μεταμορφώνει τη φύση του και δεν ‘βελτιώνει’ απλά τον χαρακτήρα του».[3]  

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «όλος μεν όλοις τοις αξίοις ο Θεός περιχωρεί, όλω δε όλοι περιχωρούσιν ολικώς οι άγιοι τω Θεώ, όλον αντιλαβόντες εαυτών τον Θεόν».[4] Δηλαδή όλος ο Θεός περιχωρεί εις όλους τους αξίους, εις όλον δε τον Θεόν περιχωρούν οι άγιοι ολικά, έχοντας προσλάβει αντί τον εαυτόν τους τον Θεόν. 

Με βάση τις παρά πάνω πατερικές μαρτυρίες συμπεραίνουμε ότι είναι μεγάλο λάθος να θεωρούνται ως άγιοι, (και κατ’ επέκταση να αγιοκατατάσσονται), πρόσωπα που είτε έζησαν ως ασκητές και παρουσίασαν κάποια μέτρια ασκητική ζωή, είτε είχαν απλώς κάποια πνευματικότητα, είτε ανέπτυξαν κάποια ποιμαντική, είτε φιλανθρωπική διακονία, είτε ήταν διαβρωμένα από οικουμενιστικές θέσεις, αλλά μόνον εκείνοι που έφτασαν στο φωτισμό και την θέωση. Ασκητές και «πνευματικούς» ανθρώπους έχει να παρουσιάσει η Ορθόδοξη Εκκλησία μας αναρίθμητους, πολλά εκατομμύρια. 

Όλοι αυτοί ήταν μεν πνευματικοί άνθρωποι, δεν είχαν όμως και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, για να αγιοκαταταγούν. Γι’ αυτό και πολύ ορθά η Εκκλησία μας ουδέποτε θεώρησε χρέος της, να αγιοκατατάξει όλους αυτούς. Ποιος μπορεί, για παράδειγμα, να αμφισβητήσει την πνευματικότητα και την ποιμαντική, ή την αντιαιρετική προσφορά του αειμνήστου καθηγουμένου κυρού Γεωργίου Καψάνη, ή του αειμνήστου αρχ. κυρού Συμεών Κραγιοπούλου, ή του αειμνήστου κυρού π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου; Και όμως! Ουδέποτε η Εκκλησία προχώρησε στην αγιοκατάταξη όλων αυτών, διότι άλλο πνευματικός άνθρωπος και άλλο άγιος. Αυτά τα δύο μεγέθη δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους και πολύ περισσότερο να ταυτίζονται. 

Πέραν αυτών, εις ό,τι αφορά το φλέγον θέμα των αγιοκατατάξεων, μεγάλη σημασία και αποφασιστικό ρόλο έχει η πνευματική κατάσταση όλων εκείνων, που αποφαίνονται για την αγιότητα και προτείνουν την αγιοκατάταξη του α ή του β προσώπου. Άξια πολλής προσοχής είναι τα όσα παρατηρεί πάνω στο θέμα αυτό ο αείμνηστος μεγάλος Ορθόδοξος θεολόγος και καθηγητής κυρός Γεώργιος Μεταλληνός. Γράφει: «Μόνον οι άγιοι γνωρίζουν ποιος είναι άγιος και αυτών η γνώμη και άποψη έχει σημασία». 

Και επεξηγεί; «Σε τελευταία ανάλυση μόνον ο άγιος, αυτός που έφθασε στη θέωση, ή στον φωτισμό του αγίου Πνεύματος και μπορεί να ‘δεί’ την καρδιά του άλλου και το περιεχόμενό της, γνωρίζει και μπορεί να διακηρύξει ποιος είναι άγιος, ‘ναός δηλαδή και κατοικητήριο του Θεού’. Αυτό λέγει μεταξύ άλλων ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, (Ομιλίαι πνευματικαί, Θ 8, φιλοκαλία των Νηπτικών και ασκητικών, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 166), στηριζόμενος και ερμηνεύοντας τον λόγο του αποστόλου Παύλου, (Α΄ Κορ.2,15): ‘ο πνευματικός άνθρωπος ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται’. Γράφει ο άγιος Μακάριος: ‘Ο πνευματικός, (σημ. αυτός δηλαδή που έχει ζωντανή την παρουσία του αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του), πάντας ανθρώπους ‘ανακρίνει…γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και που έστηκε και εν ποίοις μέτροις εστίν’. (Σημ. Μπορεί δηλαδή να γνωρίζει τον απέναντι του, σε ποια εσωτερική κατάσταση βρίσκεται, ποιες είναι οι προϋποθέσεις των λόγων και των έργων του, αν είναι ειλικρινής και δεν προσποιείται ως ο ηθικολόγος και φαρισαίος)».[5]

Στο σημείο αυτό δεν θεωρούμε περιττό, να θέσουμε τα παρά κάτω καυτά ερωτήματα, τα οποία μόνο ως ρητορικά μπορούν να θεωρηθούν, διότι η απάντηση είναι αυτονόητη: Πρόσωπα, που όχι μόνο στοιχειώδη πνευματικότητα δεν διαθέτουν, αλλά έχουν επί πλέον διαβρωθεί από την οικουμενιστική ιδεολογία, είναι ποτέ δυνατόν να αποφανθούν περί της αγιότητος του ά ή του β προσώπου; Πρόσωπα των οποίων ο νους έχει σκοτιστεί από την πλάνη της αιρέσεως, είναι δυνατόν να θεωρηθούν αρμόδια και κατάλληλα και να αποφασίσουν για την αγιοκατάταξη πιστών; 

Αναφερόμενος πάνω στο ίδιο θέμα των αγιοκατατάξεων, προσθέτει στη συνέχεια επιγραμματικά τα εξής: «Σύμφωνα με την μακραίωνη ορθοδοξοεκκλησιαστική πράξη οι άγιοι δεν ‘αναγνωρίζονται’, ή ‘διακηρύσσονται’ με ηθικολογικά, κοινωνικά και ενδοκοσμικά κριτήρια, αλλά μετά από την φανέρωση της αγιότητάς τους από τον ίδιο τον Θεό, με σημεία αδιαμφισβήτητα, που αντέχουν σε κάθε κριτική και αποσείουν κάθε αμφιβολία. Και τέτοια σημεία είναι: Η κατάσταση του λειψάνου, (άφθαρτο, ή οστά, που υπερβαίνουν την συνέπεια της φθοράς /σήψεως και γι’ αυτό εκπέμπουν ευωδία υπερκόσμια και όχι δυσοσμία), και κυρίως θαύματα. Υπάρχει μάλιστα μια παγκόσμια ισχύουσα, γνωστή από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, παροιμία: ‘Ο άγιος αν δεν θαυματουργήσει, δεν δοξολογιέται’, δεν τιμάται δηλαδή ως άγιος…Ακόμη και στην περίπτωση του μαρτυρίου τα θαυμαστά σημεία δεν λείπουν, όπως διαπιστώνεται από την μελέτη των συναξαρίων και της υμνογραφίας μας».[6] 

Το συμπέρασμα από όλα τα παρά πάνω είναι ότι αφού ο Θεός είναι εκείνος, που μαρτυρεί για την αγιότητα ενός προσώπου και ως ορθόδοξοι ομιλούμε για αγιότητα «μαρτυρουμένη άνωθεν», δηλαδή από τον Θεό, ας μη βιαζόμαστε. Ας περιμένουμε ο Θεός να βεβαιώσει την αγιότητα του συγκεκριμένου προσώπου, για να δικαιούμεθα και εμείς στη συνέχεια χωρίς κανένα δισταγμό, να το τιμούμε ως άγιο. 

Κλείνουμε επισημαίνοντας ότι η περιρρέουσα «ατμόσφαιρα» του θρησκευτικού συγκρητισμού έχει εισβάλλει και στον ορθόδοξο χώρο, αμβλύνοντας επικίνδυνα την περί αγιότητας διδασκαλία της Εκκλησίας μας και καταστρατηγώντας τις, εν αγίω Πνεύματι, προϋποθέσεις για τις αγιοκατατάξεις νέων αγίων. Οι επιφυλάξεις μας εντείνονται όταν διαπιστώνουμε, ότι σύγχρονες εγνωσμένης αγιότητος μορφές, (με μαρτυρίες θαυμάτων), όπως ο άγιος Φιλόθεος Ζερβάκος, με τα χαριτόβρυτα λείψανα, έχουν «λησμονηθεί» και δεν προτείνονται για αγιοκατάταξη, προφανώς επειδή είχαν αγωνιστεί κατά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και γενικά της καταπτώσεως των εκκλησιαστικών θεσμών και προσώπων. 

Αντίθετα προτείνονται προς αγιοκατάταξη «συμπαθείς» Γεροντάδες και Γερόντισσες, οι οποίοι ενώ έβλεπαν την παναίρεση του Οικουμενισμού να σαρώνει τα πάντα, αυτοί σιωπούσαν ενόχως, (προφανώς για να αποφύγουν διωγμούς και θλίψεις), και δεν ήλεγχαν την αίρεση, όπως και αυτούς που την προωθούν. Σ’ αυτή την ένοχη σιωπή αναφερόμενος ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, λέγει: «Εντολή γάρ Κυρίου μή σιωπάν εν καιρώ κινδυνευούσης Πίστεως. Ώστε, ότε περί Πίστεως ο λόγος, ουκ έστιν ειπείν, εγώ τις ειμί; Ιερεύς; αλλ’ ουδαμού. Άρχων; και ου δ’ ούτως. Στρατιώτης; καί που; Γεωργός; και ου δ’ αυτό τούτο. Πένης, μόνον την εφήμερον τροφήν ποριζόμενος; ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου. Ουά, οι λίθοι κράξουσι, και συ σιωπηλός καί άφροντις;».[7] Ο δε άγιος  Εφραίμ ο Σύρος σ’ ένα θεοφώτιστο λόγο του στην Δευτέρα Παρουσία, συμπληρώνει: «Ουαί τοις μιαίνουσι την αγίαν πίστιν, ή τοις αιρετικοίς συγκαταβαίνουσιν».[8] Αλοίμονο σ’ αυτούς που μιαίνουν την πίστη, δηλαδή στους αιρετικούς, αλλά και σ’ αυτούς που συγκαταβαίνουν σ’ αυτούς. Φυσικά η ένοχη συγκατάβαση, για την οποία κάνει λόγο εδώ ο άγιος, μπορεί να γίνεται με πολλούς τρόπους, αλλά και με την ένοχη σιωπή. Ποια άραγε απολογία θα δώσουν ενώπιον του Θεού εν ημέρα κρίσεως οι κατά τα άλλα «συμπαθείς» αυτοί Γεροντάδες;

 

[1] Bλ.  «Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως», PG 94,1164B 

[2] Βλ. «Εξήγησις εις τον Κύριον, περί των λεγομένων εις τον Μελχισεδέκ», PG 91, 1144AB 

[3] Βλ. «Μαρτυρίες για θέματα πνευματικά και κοινωνικά», Εκδ. «ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 16.

[4] Βλ. «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 3,1,27.

[5] Ο.π. σελ. 14-15 

[6] Ο.π. σελ.18

[7] PG. 99,1321B 

[8] Αγίου Εφραίμ του Σύρου, Λόγος εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εν: Οσίου Εφραίμ του Σύρου Έργα, τομ Δ΄, Εκδ. «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992, σελ.26.


ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, 6.11.2023


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου