Ὁ ναὸς φθείρεται, ἀλλὰ ἡ σύναξις τῶν πιστῶν εἶναι τὸ ἀπρόσβλητον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ
Η ΔΕΙΛΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΔΙ’
ΑΣΕΒΗ ΜΕΤΡΑ
«Οὔτε ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό
κέντρο καί τό σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς Θ. Οἰκονομίας, οὔτε ἀποτελεῖ προσδιοριστικό
στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας… γιά τούς πιστούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἰσχύει τό «πρῶτα
ὁ Θεός καί μετά ὁ ἄνθρωπος». Ὄχι τό ἀντίθετο!».
Τοῦ κ. Δημ.
Κ. Ἀναγνώστου, Θεολόγου
Tελικῶς δέν εἶχε
δίκαιο ὁ Πατριάρχης ἐκεῖνος πού ἔσπευσε νά ὑποστηρίξει ὅτι ἀπό τήν ἀσθένεια αὐτή
(τήν ἐπιδημία τοῦ Κορωνοϊοῦ) δέν ἀπειλεῖται ἡ πίστη. Ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπεδείχθη
ὅτι ἡ πίστη πολλῶν ἀνθρώπων καί δοκιμάστηκε κατ’ αὐτήν, ὅπως ἄλλωστε γίνεται σέ
παρόμοιες περιστάσεις, ἀλλά καί ἀπειλήθηκε. Καί συνεχίζει νά ἀπειλεῖται. Καί ἐάν,
γιά τό πρῶτο, τό μεγαλύτερο μερίδιο εὐθύνης ἀνήκει στούς ἴδιους τούς πιστούς,
γιά τό δεύτερο, τή μεγαλύτερη εὐθύνη τήν φέρουν οἱ Ποιμένες τους.
Κατά κοινή ἐκτίμηση, οἱ τελευταῖοι
δέν ἐπιβεβαίωσαν οὔτε ὅτι ἡγοῦνται οὔτε ὅτι ἀγρυπνοῦν ὑπέρ τοῦ ποιμνίου των, ἀλλά
μᾶλλον ἀπεδείχθησαν οὐραγοί καί κατώτεροι τῶν περιστάσεων. Οὔτε ἐξ ἀρχῆς οὔτε
καί ἐν συνεχείᾳ διεκρίθησαν ἀπό πνεῦμα σοφίας, συνέσεως, φόβου Θεοῦ καί πνεῦμα ὁμολογίας.
Μᾶλλον τή στάση τους χαρακτήρισε πνεῦμα ὀρθολογιστικό, κοσμικό φρόνημα, δειλία
καί ἔλλειμμα ὁμολογίας τῆς ἀληθείας τῆς Πίστεως.
Καί τό χειρότερο ὅλων ἦταν ὅτι ἀρκετοί
ἐξ αὐτῶν, δικαιολογώντας τή στάση τους, ἐξέφρασαν καί κήρυξαν μία ἄλλη πίστη
καί ἕνα ἄλλο εὐαγγέλιο, πρόδηλα διαφορετικά ἀπό ἐκεῖνα πού παρέδωσαν καί ἐδίδαξαν
οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἕνα ὑγειονομικό ζήτημα γρήγορα
μεταβλήθηκε, ἐν τοῖς πράγμασι, σέ ἀπειλή κατά τῆς Πίστεως, κυρίως λόγῳ τῆς ἀδοκίμου
στάσεως, ἔναντι αὐτοῦ καί τῶν συνεπειῶν του, ἐκ μέρους ὅσων (Ποιμένων καί
διδασκάλων) τελικῶς ἀπεδείχθη ὅτι κέντρο τῆς ζωῆς καί τῆς πίστεώς των δέν εἶναι
ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, μάλιστα, οὔτε λίγο, οὔτε πολύ, ὡς
σύγχρονος ἀνθρωποθεός!
Εἶναι ἐνδεικτικά ὅσα παράφωνα
πρός τή διαχρονική φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀκούστηκαν, εἰπώθηκαν καί ἐγράφησαν αὐτή
τήν περίοδο, τά ὁποῖα ἀγγίζουν καί ξεπερνοῦν τά ὅρια τῆς πλάνης καί τῆς
κακοδοξίας, ὅπως ὅτι: τό ὕψιστο ἀγαθό στόν κόσμο εἶναι ἡ ὑγεία καί ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου,
πάνω ἀπό ὅλα καί πρῶτα ὁ ἄνθρωπος, χωρίς ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει, οὔτε ἔχει νόημα ὑπάρξεως
ἡ Ἐκκλησία, ὁ Ναός ὅπως καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φθαρτά καί ἐπιδέχονται
μολυσμό καί φθορά καί θάνατο καί ἑπομένως οἱ λατρευτικοί χῶροι καί οἱ
λατρευτικές συνάξεις ὑπόκεινται στίς συνέπειες πού ἔχει κάθε κοινωνική
συνάθροιση ἀνθρώπων, κ.ο.κ.
Ἀξίζει ἐδῶ νά ἐπισημάνουμε πώς
δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι τά ἀνωτέρω ὑπεστηρίχθησαν κυρίως ἀπό ὅσους εἶχε
ἤδη πρό πολλοῦ προσβάλει ὁ ψυχοκτόνος ἰός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καί αὐτοί κυρίως εἶναι
ἐκεῖνοι πού ἔσπευσαν νά ἐφαρμόσουν καί ἐπιβάλλουν ἀκόμη καί τά πλέον ἀσεβῆ καί ἀντίθεα
μέτρα τῆς Πολιτείας στήν ἐκκλησιαστική ζωή τῶν πιστῶν, ἐν ὀνόματι τῆς ἀντιμετώπισεως
τῆς πρωτόγνωρης αὐτῆς ἐπιδημίας.
Ἐν συνεχείᾳ καί ἐπ’ εὐκαιρίᾳ, ἀλλά
καί κατόπιν παρακλήσεως ἀγαπητῶν ἀδελφῶν, παραθέτουμε ἐπιγραμματικά τή σύμφωνη
μέ τήν ὀρθόδοξη Θεολογία καί διδασκαλία θέση ὅσον ἀφορᾶ στό ὡς μή ὄφειλε
δημιουργηθέν ζήτημα περί τῆς Θείας Λατρείας (καί) ἐν μέσῳ ὑγειονομικῶν
προβλημάτων.
Ἡ ἄποψη περί τῆς «φθορᾶς» τῶν
ναῶν σέ καμία περίπτωση δέν ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἀλλά ἀναφέρεται
εἴτε στά οἰκοδομικά ὑλικά, εἴτε στόν διάκοσμο τοῦ ναοῦ. Ἡ γενική ἀναφορά στή
«φθορά τοῦ ναοῦ» σέ σχέση μέ τή φθορά τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος γίνεται μᾶλλον ἐσκεμμένως
καί ἔχει ὡς σκοπό, νά ταυτίσει τή φθορά τήν ὑλική μέ τήν ἀλλοίωση τοῦ σώματος τῆς
Ἐκκλησίας, ὡς Σῶμα Χριστοῦ.
Ἔτσι, μέ βάση τήν ἐννοιολογική
ταυτότητα (φθορά σώματος – φθορά ναοῦ) καταλαβαίνει ὁ πιστός, ὅτι ἡ φθορά ὑπάρχει
μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὡς ἐκ τούτου θά πρέπει νά ἀποφευχθεῖ ὁ «συνωστισμός» ἐντός
τῶν ναῶν, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ Κράτους.
Ὅμως, σέ καμία περίπτωση αὐτό δέν
ἰσχύει, διότι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ὁ ναός, ἀλλά τό μυστηριακό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ πιστός δέν «ἐπισκέπτεται» τόν ναό, ἀλλά προσέρχεται σέ αὐτόν ὡς μέλος τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ, προκειμένου νά κοινωνήσει μυστηριακῶς (κατ’ ἐνέργειαν) τόν
ἴδιο τόν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, εἴτε μέ τή συμμετοχή του στή λατρευτική ζωή,
εἴτε γιά νά προσευχηθεῖ.
Ὁπότε δέν ὑπάρχει καμία μετάδοση ἤ
διασπορά τῶν ἰώσεων ἐντός τῶν ναῶν, διότι δέν ὑπάρχει καμία «συνάθροιση» σέ ὁποιαδήποτε
λατρευτική πράξη καί ἄν συμμετέχει ὁ πιστός (στή λατρευτική πράξη δέν
συμπεριλαμβάνονται βεβαίως μόνον τά μυστήρια καί οἱ ἀκολουθίες, ἀλλά καί ἡ
προσκύνηση τῆς εἰκόνος ἤ τό κερί πού ἀνάβουμε μπροστά στήν εἰκόνα).
Ἡ παρουσία τοῦ πιστοῦ μέσα στόν
ναό σημαίνει τή μεταμόρφωσή του ἐν Χριστῷ καί ἑπομένως δέν ἀποτελεῖ μέρος ἑνός
συνόλου, ὥστε νά μιλοῦμε γιά «συνάθροιση», ἀλλά εἶναι μέλος τοῦ ἑνός καί
μοναδικοῦ προσώπου, τοῦ Χριστοῦ. Σέ αὐτήν, λοιπόν, τήν προοπτική δέν ὑπάρχει οὔτε
συνάθροιση οὔτε συνωστισμός, ἀλλά ὁ ἕνας Χριστός. Αὐτή φυσικά ἡ ἑνότητα εἶναι
«μυστηριακή», γι’ αὐτό καί δέν γίνεται ἀντιληπτή στίς αἰσθήσεις μας. Ὡστόσο εἶναι
ἀληθινό γεγονός γιά τόν πιστό ἄνθρωπο.
Ἡ λανθασμένη τοποθέτηση προκύπτει
λογικά, ὅταν ἀποτελεῖ τό συμπέρασμα τῆς προηγουμένης, ἐπίσης λανθασμένης,
θεωρήσεως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ἀνθρώπινη κοινωνία καί ὄχι μυστηριακό σῶμα
Χριστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ἀπ’ ἀρχῆς
κόσμου καί, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, εἶναι ὁλόκληρη ἡ
δημιουργία. Ἔτσι, ὁ Λόγος σαρκώνεται ὄχι (μόνο) γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά νά ὁλοκληρώσει
τό ἔργο τῆς Θ. Οἰκονομίας, τό ὁποῖο εἶναι ἡ σωτηρία ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί ἡ ὁποία
ματαιώθηκε ἐξαιτίας τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἑπομένως, οὔτε ὁ ἄνθρωπος εἶναι
τό κέντρο καί τό σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς Θ. Οἰκονομίας, οὔτε ἀποτελεῖ
προσδιοριστικό στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία «ἀναλαμβάνεται» ἀπό τόν Λόγο,
σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τήν ἁγιάζει καί τή
λαμπρύνει μέ τήν Ἀνάστασή Του καί αὐτός ἀποτελεῖ τό ὀντολογικό σημεῖο ἀναφορᾶς
της, ἐφόσον αὐτός ἀποτελεῖ τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, γιά τούς πιστούς
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἰσχύει τό «πρῶτα ὁ Θεός καί μετά ὁ ἄνθρωπος». Ὄχι τό ἀντίθετο!
Τελικῶς, ὅπως στά τῆς Πολιτείας
καί δή τῆς Ἑλληνικῆς ἡ τήρησις τοῦ ὑψίστου νόμου πού ἀποτελεῖ τό Σύνταγμα ἐπαφίεται
στόν πατριωτισμό τῶν Ἑλλήνων, ἔτσι καί στά τῆς Πίστεως ἡ διαφύλαξη τῆς
παραδοθείσης πίστεως ἐναπόκειται πλέον στό Λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ ἔσχατος
φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως μοναδικά καί ἄριστα τό ἐξέφρασαν οἱ Ὀρθόδοξοι
Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, τό 1848:
«῎Επειτα παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι
οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας
ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα
αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». (᾿Εκ τῆς
᾿Απαντήσεως τῶν ᾿Ορθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς ᾿Ανατολῆς πρὸς τὸν Πάπαν Πῖον Θʹ, Μάϊος
1848, ἐπὶ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου, παρὰ᾿Ι. Καρμίρῃ, Δ.Σ.Μ., τ. Βʹ, σελ.
920).
[Ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος,
φ. 2331, 27.11.2020]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου