Translate

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

                     ΣΧΟΛΙΑ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ -                        ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ



 

Από την παρακολούθηση της Ημερίδος με Θέμα:

«Πασχάλιος Κανόνας, Όρος αμετακίνητος ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» που διοργάνωσε η ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ στο Αμφιθέατρο ΟΤΕ Academy Αμαρουσίου, την 1 Φεβρουαρίου 2025.

 

 

Κατ΄αρχάς συγχαρητήρια στους διοργανωτές για την πραγματοποίηση και άψογη διεξαγωγή (αν εξαιρέσει κανείς κάποιες καθυστερήσεις και κυρίως από την μεγάλη έκταση των Εισηγήσεων) αυτής της Ημερίδος, η οποία προφανώς ήταν επιβεβλημένη, λόγω της συγκυρίας και των σχετικών σημαντικών εξελίξεων.

Οι Εισηγητές ήταν όλοι εκλεκτοί. Ιδιαίτερα παρήγορο το γεγονός πώς μεταξύ αυτών υπήρχαν νέοι άνθρωποι, αξιόλογοι και οι οποίοι αποτελούν μια ελπίδα στον χώρο της ακαδημαϊκής Θεολογίας, εάν κρίνει κανείς από τα κατά βάσιν παραδοσιακά κριτήρια και την καλή προσέγγιση των θεμάτων που εισηγούνται.

Δεν έλλειψαν κάποιες επαναλήψεις στις αναφορές των Εισηγητών, με δεδομένο ότι όλοι αναφέρονταν στο ίδιο θέμα. Εντούτοις, σχεδόν όλες οι Εισηγήσεις συνεισέφεραν κάποια ξεχωριστά, ουσιαστικά και ενδιαφέροντα στοιχεία επί του θέματος, τα οποία μάλλον δεν είναι ευρέως γνωστά και δεν παρουσιάζονται συχνά.

Ιδιαίτερης βαρύτητος η παρέμβαση του ομοτίμου Καθηγητού της Δογματικής στο ΑΠΘ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, ο οποίος με τη γνωστή παρρησία του και θεολογική εγκυρότητα τοποθετήθηκε επί του θέματος. Επί των λοιπών Εισηγήσεων: η Εισήγηση του κ. Γ. Μεταλλίδη, εάν άκουσα και κατενόησα καλά, Διευθυντού της Αθωνιάδος Σχολής, ήταν πλήρης και τεκμηριωμένη, η Εισήγηση του κ. Ι. Μαρκά, όπως πάντα δυναμική και σαφής στις εκτιμήσεις και θεωρήσεις της, η Εισήγηση του κ. Β. Τουλουμτσή ιδιαίτερα εύστοχη λόγω της αναφοράς και στο λεγόμενο «Πανορθόδοξο Συνέδριο» του 1923 από εκκλησιολογικής απόψεως, αλλά και η ουσιώδης Εισήγηση του κ. Λ. Μπράνγκ, η οποία παρουσίασε τη χαώδη Θεολογική διαφορά μεταξύ Παπισμού και Ορθοδοξίας.

Εκ των γενομένων Χαιρετισμών, ο Χαιρετισμός εκ μέρους του Μητροπολίτου Κυθήρων κ. Σεραφείμ, τον οποίο ανέγνωσε ευκρινέστατα ο συμπολίτης μας και εκλεκτός συνάδελφος Διάκονος Ιερόθεος Κρητικός, ήταν εξαιρετικός και πλήρης, σε σημείο που να μπορεί να θεωρηθεί ως μια ιδιαίτερη Εισήγηση. Όσο δε για τον Χαιρετισμό του Αρχιμανδρίτου π. Αθανασίου Αναστασίου, Προηγουμένου της Ι. Μονής Μεγάλου Μετεώρου, ήταν επίσης εξαιρετικός, δυναμικός και εύστοχος, θίγοντας μεταξύ άλλων το μείζον ζήτημα της αντορθοδόξου διεκδικήσεως εξουσίας εφ΄ όλης της Εκκλησίας εκ μέρους του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Συμπερασματικά, θεωρούμε ότι η Ημερίδα μέσω των Εισηγήσεων που παρουσιάσθηκαν σε αυτήν, προσέγγισε ολόπλευρα το ζήτημα του Πασχαλίου, με αφορμή την 1700ή επέτειο από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία καθόρισε τον εορτασμό του, αλλά και εξαιτίας της προαναγγελθείσης επιδιώξεως Φαναρίου και Βατικανού περί προσδιορισμού «κοινού Πάσχα» για το συνεορτασμό του από τη «Δυτική και την Ανατολική χριστιανοσύνη», όπως αναφέρεται.

Τονίστηκε ότι το Πασχάλιο που καθόρισε η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος είναι όρος απαράβατος και αμετακίνητος και αποτελεί εγγύηση της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επισημάνθηκε ότι το ενδιαφέρον της Εκκλησίας περί εορτολογικής ενότητος έχει εκκλησιολογική βάση και βαρύτητα και δεν εξαρτάται από άλλα αστρονομικά ή λοιπά δεδομένα και κριτήρια. Υπογραμμίσθηκε πως αφορά αποκλειστικά στα μέλη της και όχι στους αποκεκομμένους από Αυτήν, καθώς επίσης ότι συνεορτασμός με οποιονδήποτε εκτός Εκκλησίας, όπως είναι οι αιρετικοί, δεν νοείται εφόσον δεν υφίσταται κοινή Πίστη μετ΄ αυτών, η οποία αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση συνεορτασμού. Ακόμη, τονίστηκε ο οικουμενιστικός χαρακτήρας της πρωτοβουλίας του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου περί δήθεν αναγκαιότητος συνεορτασμού μετά των αιρετικών και προς τούτο προσδιορισμού «κοινού Πάσχα».

Τέλος, λόγω της αναπόφευκτης αναφοράς όλων σχεδόν των Εισηγητών στο ζήτημα της εορτολογικής ενότητος των Ορθοδόξων και της καταδεδικασμένης Παπικής Καινοτομίας του Γρηγοριανού Ημερολογίου, δια της οποίας παραβιάσθηκε και ο όρος του Πασχαλίου Κανόνος που εθέσπισε η Α΄Οικουμενική Σύνοδος, δημιουργούνται ευλόγως και συνειρμικώς οι κάτωθι προβληματισμοί:

Α) Η εορτολογική ενότητα των Ορθοδόξων προσδιορίζεται μόνον από τον κοινό εορτασμό του Πάσχα ή, προφανέστατα, από τον κοινό εορτασμό ΟΛΩΝ των εορτών του έτους; Είναι δηλαδή άνευ σημασίας οι άλλες εορτές ή είναι ήσσονος σημασίας ο εορτασμός, επί παραδείγματι, της μητροπόλεως των εορτών που είναι τα Χριστούγεννα; Και, επομένως, γιατί αποδεχθέντες την επίσης και αποδεδειγμένως οικουμενιστικής σκοπιμότητος και παπικής εμπνεύσεως Ημερολογιακή μεταρρύθμιση (το 1923-1924) επιτρέψαμε και αποδεχθήκαμε και μάλιστα άνευ κανονικής πανορθοδόξου Αποφάνσεως αυτήν που ήταν το πρώτο και καίριο πλήγμα κατά της εορτολογικής ενότητος των ορθοδόξων; Επιπλέον, ενώ αρνούμαστε προσδιορισμό «κοινού πάσχα» προς συνεορτασμό της Εορτής του Πάσχα μετά των αιρετικών, γιατί έχουμε ήδη αποδεχθεί τον «συνεορτασμόν» όλων των υπολοίπων ακινήτων εορτών του έτους μαζί τους;

Β) Μήπως πλέον αποδεικνύεται ότι όπως είχε προγραμματισθεί από τις αρχές του 20ού αιώνος και διατυπώνεται σαφώς στην Οικουμενιστική Συνοδική Εγκύκλιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1920 - την απευθυνομένη προς όλες τις αιρετικές κοινότητες τις οποίες αντορθοδόξως αποκαλεί δια πρώτη φορά ρητώς και επισήμως «Εκκλησίες του Χριστού» (!) - αλλά και από τα συζητηθέντα και αποφασισθέντα στο κατ’  ευφημισμόν λεγόμενο Πανορθόδοξο (αληθώς ληστρικό, οικουμενιστικό και μασονικό) Συνέδριο του 1923, ο προσδιορισμός κοινού εορτασμού του Πάσχα ήταν σαφώς το επόμενο πρακτικό οικουμενιστικό βήμα (προς την «παγχριστιανική ενότητα») μετά την επιβολή της παπικής ημερολογιακής καινοτομίας, προς διευκόλυνση των συνεορτασμών και συμπροσευχών μετά των αιρετικών στην προοπτική του κοινού ποτηρίου; Πόσο, λοιπόν, συνετό είναι να αποδεχόμαστε εν μέρει τους οικουμενιστικούς σχεδιασμούς και να διαμαρτυρόμεθα εντόνως εν όψει ενός ακόμη νέου βήματος εντός αυτών, έχοντες μάλιστα αποτολμήσει την αποδοχή των προηγουμένων βημάτων; Και,

Γ) Εφόσον το Πασχάλιο είναι αρρήκτως και αμετακινήτως συνδεδεμένο με το Ιουλιανό ημερολόγιο, γιατί αποδεχθήκαμε την δήθεν για αστρονομικούς λόγους αλλαγή του και την περιφρόνησή του όσον αφορά στον εορτασμό των υπολοίπων εορτών της Εκκλησίας, με αποκορύφωμα την Μητρόπολη των Εορτών, τα Άγια Χριστούγεννα, με όλες τις τραγικές συνέπειες για την ενότητα της Ορθοδόξου Ανατολής, όπως είναι η πρόκληση του υφισταμένου μέχρι σήμερον ημερολογιακού Σχίσματος, ο de facto εορτολογικός διχασμός των Ορθοδόξων και ο, έστω χρονικός, συνεορτασμός των ακινήτων εορτών μετά των αιρετικών παπικών; Μήπως θα ήταν συνετό και δείγμα ορθοδόξου ήθους ταπεινώσεως, μετανοίας και διορθώσεως, τα οποία ζητούμε να επιδείξουν οι αιρετικοί, να ενδιαφερθούμε και αναλάβουμε την ευθύνη για την θεραπεία του ημερολογιακού σχίσματος δια της αποκαταστάσεως της εορτολογικής ενότητος των ορθοδόξων μέσω της επιστροφής στο επί 17 αιώνες ισχύον στην Εκκλησία, καθιστάμενο έτσι πατροπαράδοτο, εκκλησιαστικό εορτολόγιο που συνυφάνθηκε με το Ιουλιανό ημερολόγιο;

Ειδάλλως φοβούμαι ότι άλλοις κηρύξαντες αποδεικνυόμαστε αδόκιμοι στους ίδιους τους εαυτούς μας και ίσως δικαίως κατηγορούμεθα ότι αέρα δέρομεν ή ότι, κατά το κοινώς λεγόμενο, «τοποθετούμε το κάρο μπροστά από το βόδι», με αποτέλεσμα ο αγώνας μας να μην είναι καρποφόρος, αποτελεσματικός και κυρίως θεάρεστος!

Ο αγώνας κατά του παναιρετικού Οικουμενισμού για να μην είναι ατελέσφορος χρειάζεται ένωση όλων των υγιώς φρονούντων εν τη Αληθεία και επιπλέον την έμπρακτη επιβεβαίωση ότι «ουκ εν γράμμασιν αλλ εν πράγματι ημίν η ευσέβεια». Ο Οικουμενισμός δεν ενοχλείται, ούτε εμποδίζεται στο ολέθριο έργο του μόνον από φραστικές διαμαρτυρίες και λεκτικούς ελέγχους. Ακολουθεί το «διαίρει και βασίλευε». Τα μόνα που θέτουν φραγμό στην επέκταση και διεύρυνση της αποστασίας του (αντιχρίστου Οικουμενισμού) είναι η καταδίκη όλων εκείνων των λόγων και πράξεων που τον εκφράζουν και τον υπηρετούν και η παράλληλη αποχή από την κοινωνία (κανονικώς διακοπή κοινωνίας) με τους φορείς και εκφραστές του.

Δ.Ι.Κ.