Ἡ ὁρολογία τοῦ «Ὁμοουσίου» καί οἱ μεταφραστικές της μετατοπίσεις
Τό ''ΠΙΣΤΕΥΩ'' πού ἐκφωνήθηκε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας
τῆς κ. Μαρίνας Κολοβοπούλου, Καθηγήτριας τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
«Ἡ ὁρολογία τοῦ Συμβόλου δέν ἀνήκει στήν διακριτική εὐχέρεια ἑκάστου μεταφραστοῦ, ἐπειδή ἡ παραμικρή μετάθεση ἑνός νοηματικοῦ κέντρου – ὅπως ἡ ἀντικατάσταση τοῦ «ὁμοουσίου» ἀπό τόν ἀμφίσημο ὅρο τοῦ «being» ἤ ἡ ἐπαναδιατύπωση τοῦ ἄρθρου περί τῆς Ἐκκλησίας – δύναται νά ὁδηγήσει σέ ἀναπλαισίωση τῆς πίστεως καί νά ἀλλοιώσει τήν πατερική κατανόηση τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως. Ἡ Ἐκκλησία, ἐκ παραδόσεως, φυλάσσει ὄχι μόνο τό «τί» πιστεύει, ἀλλά καί τό «πῶς» τό λέγει, διότι τό ὀρθῶς λέγειν ἀποτελεῖ ἀνάκλαση τοῦ ὀρθῶς πιστεύειν.»
Παρέμβαση τῆς Καθηγήτριας στή Θεολογική Σχολή τοῦ ΕΚΠΑ Μαρίνας Κολοβοπούλου γιά μεταφραστικές ἐπιλογές στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού ἀπειλοῦν νά ἀλλοιώσουν τήν Πατερική θεολογία.
Κατά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Λέοντος ΙΔ´ στήν ἱστορική πόλη τῆς Νικαίας, με ἀφορμή τόν κοινό χριστιανικό ἑορτασμό τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τή σύγκληση τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ἐνδιαφέρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος ἐπικεντρώθηκε στή δημόσια ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως χωρίς τήν προσθήκη τοῦ filioque, γεγονός πού προκάλεσε θετική ἀντίδραση στόν ὀρθόδοξο κόσμο.
Ἐν τούτοις τόσο ἀπό τήν προφορική ἀπαγγελία του στήν ἀγγλική γλῶσσα, ὅπως μεταδόθηκε ἀπό τά ΜΜΕ, ὅσο καί ἀπό τήν δημοσίευση τοῦ κειμένου, τό ὁποῖο μοιράστηκε στούς παρευρισκομένους, διαπιστώνονται δύο σημεῖα ἀπόκλισης ἀπό τό ἑλληνικό πρωτότυπο, τά ὁποῖα προκαλοῦν προβληματισμό ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς ἐπιστήμης καί ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως:
1. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περί τοῦ Υἱοῦ ὡς «ὁμοουσίου τῷ Πατρί» ἀποτελεῖ θεμελιώδη πυλώνα τῆς ὀρθόδοξης τριαδολογίας καί ὄχι μόνο. Ὁ ὅρος «ὁμοούσιος» ἦταν καί ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος τοῦ θεολογικοῦ ἀγῶνα τῶν Πατέρων γιά τήν ἀποδόμηση τῆς ἀρειανικῆς κακοδοξίας. Ἡ παραδοσιακή ἀγγλική ἀπόδοση τοῦ ὅρου ὡς consubstantial, πού λειτουργεῖ ὡς τεχνικός ὅρος στό θεολογικό λεξιλόγιο ἤ ἡ πιό ἁπλουστευμένη ἐκφορά of one essence ἀποδίδουν μέ δογματική ἀκρίβεια τό πατερικό περιεχόμενο τοῦ ὅρου. Ἰδιαίτερα δέ ὁ πρῶτος, ὡς τεχνικός ὅρος εἶναι ἑδραιωμένος στή θεολογική παράδοση τῆς Δύσεως καί δέν ἐπιδέχεται παρερμηνεῖες καθώς δηλώνει ξεκάθαρα τήν κοινότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων.
Ἐν τούτοις, στό ἀγγλικό κείμενο τοῦ Συμβόλου, τό ὁποῖο ἀναγνώσθηκε καί μοιράστηκε, γιά τήν μεταφραστική ἀπόδοση τοῦ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί» δέν ἐπιλέχθηκε οὔτε ὁ ὅρος consubstantial οὔτε ἡ ἁπλούστερη ἐκδοχή of one essence ἀλλά ἡ νεότερη ἀπόδοση «of one being with the Father». Ὡστόσο ἡ ἐν λόγῳ ἐπιλογή εἶναι δυνητικά παραπλανητική, καθότι ὁ ὅρος being στήν ἀγγλοσαξωνική φιλοσοφική παράδοση δύναται νά δηλώσει ὄχι τήν οὐσία ἀλλά τήν ὑπόσταση/ὕπαρξη.
Εἰσάγεται ἑπομένως μία σημασιολογική ἀσάφεια ἀφοῦ ἡ θεία ἑνότητα μέ αὐτόν τόν τρόπο μπορεῖ νά γίνει ἀντιληπτή ὄχι ὡς ὀντολογική κοινότητα οὐσίας ἀλλά ὡς σχεσιακή κοινωνία μεταξύ τῶν θείων προσώπων. Ἡ ἐννοιολογική αὐτή μετατόπιση δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή θεολογία τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τοῦ ὁμοουσίου, ἔστω καί ἄν δέν γίνεται πάντα συνειδητά, καί εὐνοεῖ ἑρμηνεῖες πού προσεγγίζουν τήν τριαδολογία μέσα ἀπό συγκεκριμένες ἐκκλησιολογικές ἀναγνώσεις καί τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος μέσα ἀπό κατηγορίες ἀνθρωποκεντρικῆς φιλοσοφίας (ὑπαρξισμό, περσοναλισμό), ὁδηγώντας σέ μεθοδολογική ἀσυνέχεια μέ τήν πατερική παράδοση.
2. Ἡ προσθήκη τοῦ ρήματος πιστεύω στό σχετικό μέ τήν Ἐκκλησία ἄρθρο τοῦ Συμβόλου καθώς αὐτό ἀπουσιάζει ἀπό τό ἑλληνικό πρωτότυπο κείμενο. Ὅσο καί ἄν προκαλεῖ ἐντύπωση, στή δυτική θεολογική παράδοση μέχρι καί τή σύγχρονη Ρωμαιοκαθολική Κατήχηση δέν συναντᾶται τό ἐν λόγῳ ἄρθρο ὡς «πιστεύω εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» ἀλλά «πιστεύω μίαν ἁγίαν καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου ἀλλά καί δυτικῆς, τό διόλου ἁπλό αὐτό ζήτημα, ἔχει μελετηθεῖ καί ἑρμηνευτικά ἐξηγηθεῖ γιά τήν ἀποφυγή συγχύσεων στό περιεχόμενο τῆς πίστεως.
Αὐτό πού θά πρέπει νά σημειωθεῖ εἶναι ὅτι ἡ προσθήκη τοῦ ρήματος πιστεύω στό σχετικό ἄρθρο μέ τήν Ἐκκλησία, στόν ὀρθόδοξο χῶρο τουλάχιστον, ὀφείλεται στούς Βαρλαάμ Καλαβρό καί Γεώργιο Τραπεζούντιο πού ἦσαν καί οἱ δύο ἐκλατινισθέντες ὀρθόδοξοι. Ἐπομένως, καθίσταται σαφές ὅτι ἡ ἀκριβολόγος χρήση τῶν δογματικῶν ὅρων δέν ἀποτελεῖ ἔξαρση φιλολογικοῦ ἐκλεπτυσμοῦ, ἀλλά ἔκφραση θεολογικῆς εὐθύνης.
Ἡ ὁρολογία τοῦ Συμβόλου δέν ἀνήκει στήν διακριτική εὐχέρεια ἑκάστου μεταφραστοῦ, ἐπειδή ἡ παραμικρή μετάθεση ἑνός νοηματικοῦ κέντρου – ὅπως ἡ ἀντικατάσταση τοῦ «ὁμοουσίου» ἀπό τόν ἀμφίσημο ὅρο τοῦ «being» ἤ ἡ ἐπαναδιατύπωση τοῦ ἄρθρου περί τῆς Ἐκκλησίας – δύναται νά ὁδηγήσει σέ ἀναπλαισίωση τῆς πίστεως καί νά ἀλλοιώσει τήν πατερική κατανόηση τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Ἡ Ἐκκλησία, ἐκ παραδόσεως, φυλάσσει ὄχι μόνο τό «τί» πιστεύει, ἀλλά καί τό «πῶς» τό λέγει, διότι τό ὀρθῶς λέγειν ἀποτελεῖ ἀνάκλαση τοῦ ὀρθῶς πιστεύειν.
ΠΗΓΗ.ΕΟΔ
Σχόλιο διαχειριστοῦ: Κατ’ άρχάς νά διευκρινίσουμε
ὅτι ἡ ἔμφαση τῶν ἔντονων μαύρων γραμμάτων στό κείμενο εἶναι δική μας. Ἐν
συνεχεία, νά συγχαροῦμε τήν Καθηγήτριά μας γιά τόν σημαντικό ἐντοπισμό τῆς ἀντικαταστάσεως
ὅρων στό κείμενο τοῦ Πιστεύω στήν Ἀγγλική γλώσσα, τό ὁποῖο ἀπαγγέλθηκε στή Νίκαια
τῆς Βιθυνίας ἀπό κοινοῦ (ἀπό) τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαῖο καί
τόν Πάπα Ρώμης κ. Λέοντα καί λοιπούς ἐκπροσώπους κοινοτήτων διαφόρων Δογμάτων. Γιά
ἄλλη μία φορά, ἡ ἐν λόγω Καθηγήτρια ἐπιβεβαίωσε τή θεολογική της δεινότητα καί τή
γενναιότητα τοῦ ἀκμαίου ὀρθοδόξου θεολογικοῦ φρονήματός της. Τέλος, σημειώνουμε, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ, δύο ἐνδιαφέρουσες ἐπιπλέον ἐπισημάνσεις, τίς ὁποῖες εἶχε τήν καλοσύνη
νά μᾶς γνωστοποιήσει καί ἐπισημάνει φίλος Θεολόγος, ὁ π. Ν. Ν., ἀφ’ ἑνός μέν, ὅσον
ἀφορᾶ στόν ὅρο «ὁμοούσιο τό ὁποῖο ἀπέδωσαν ὡς ὀντότητα (εἶπαν, τοῦ ὄντος), κάτι
πού παραπέμπει στίς κακόδοξες θεωρίες τοῦ Ζηζιούλα περί προσώπου», ἀφ’ ἑτέρου
δέ, γι’ αὐτό πού «εἶπαν πιστεύουμε στήν Μία Ἐκκλησία. Δέν πιστεύουμε στήν Ἐκκλησία
ἀλλά ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία. Τά ρήματα τοῦ Συμβόλου, καθώς γνωρίζετε εἶναι
3, "πιστεύω", "ὁμολογῶ",
"προσδοκῶ". Ἡ φράση "τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν" εἶναι ἀδιάκοπη
ἄνευ στίξεως καί συνεχίζει μέ τό ἑπόμενο, "εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν". Ἡ
φράση εἶναι ὁλόκληρη καί ἔπειτα μπαίνει ἡ τελεία. Δείχνει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐλάλησε
διά τῶν προφητῶν στήν Ἐκκλησία. Ἐμεῖς ἀρχίζουμε ἀπό τό "εἰς μίαν", ἐντάξει,
ἔχει ἐπικρατήσει, ἀλλά πρέπει νά ξέρουμε ποιό εἶναι τό δογματικά ὀρθόν. Στά
πρακτικά τῶν Συνόδων καί σέ πολλούς Πατέρες ὑπάρχει ἡ ἀνάλυση αὐτή, ἔχει γίνει
καί εἰδική μελέτη ἐπ΄ αὐτοῦ.»



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου