Κριτικὴ τοῦ πέμπτου
κειμένου τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης
Τοῦ
κ. Γεωργίου Καραλῆ, Πυρηνικοῦ Ἰατροῦ
2ον.-Τελευταῖον
Ὅπως διασαφηνίζει τὸ κείμενο τοῦ ΠΣΕ τοῦ 1963
στὸ Μόντρεαλ μὲ τίτλο «Γραφὴ Παράδοση καὶ Παραδόσεις», οἱ διάφορες ἐκκλησίες ἔχουν
πολλὲς παραδόσεις ποὺ δὲν συμπίπτουν μεταξύ τους, ἀλλὰ ποὺ προσεγγίζουν σὲ
διαφορετικὸ βαθμὸ τὴν ἀληθινὴ Παράδοση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ συμβόλου τῆς
πίστης. Βρισκόμενες σὲ σχέση καὶ ἀναφερόμενες οἱ «ἱστορικὲς ἐκκλησίες» στὴν “ἀληθινὴ
Παράδοση”, ἀνακαλύπτουν ποιὰ στοιχεῖα τῆς δικῆς τους “ἱστορικῆς” παράδοσης ἀντανακλῶνται
στὴν Παράδοση τῆς ἀρχέγονης “ἐκκλησίας”.
Οἱ Πατέρες θὰ ἀποκαλοῦσαν αὐτὴ τὴ θέση βλασφημία.
Ἡ δήλωση τοῦ Τορόντο συνεχίζει: «Τὸ Παγκόσμιο
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ εἶναι μία ὑπερεκκλησία. Δὲν
εἶναι μία ὑπερεκκλησία. Δὲν εἶναι Παγκόσμια Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι ἡ Una Sansta
(«μία ἁγία»), γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως» καὶ
συνεχίζει: “Σκοπὸς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι νὰ
διαπραγματεύεται συμμαχίες μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ συναφθοῦν
μόνο ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς Ἐκκλησίες ποὺ ἐνεργοῦν μὲ δική τους πρωτοβουλία, ἀλλὰ νὰ
ἐγκαθιδρύει ζωντανὲς ἐπαφὲς μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ νὰ προωθεῖ τὴ μελέτη καὶ τὴ
συζήτηση γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας”». Μὲ ἄλλα λόγια, δηλώνει ὅτι ἐφόσον τὸ
ΠΣΕ δὲν εἶναι μία ὑπερεκκλησία, δὲν εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία,
δὲν ὑποχρεώνει τὰ μέλη του, τὶς συμμετέχουσες ἐκκλησίες, νὰ ἀλλάξουν τὴν ἐκκλησιολογία
τους. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ συμμετέχει στὸ ΠΣΕ,
πιστεύοντας ὅτι εἶναι μία ἁγία Καθολικὴ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ οἱ
προτεστάντες μποροῦν νὰ ἔχουν τὴ δική τους παραδοσιακὴ ἐκκλησιολογία.[1] Εἶναι
μόνο ἕνα μέσο ποὺ βοηθᾶ τὶς διάφορες «ἐκκλησίες» νὰ βρίσκονται σὲ κοινωνία. Ἀλλὰ
αὐτὴ ἡ δήλωση εἶναι στὴν πραγματικότητα ἀληθινή; Εἶναι μόνο ἕνα μέσο ἐπικοινωνίας
ἢ ὑποχρεώνει τὶς μετέχουσες ἐκκλησίες νὰ δεχθοῦν ὁρισμένες προϋποθέσεις;
Γιὰ νὰ δοῦμε ἂν αὐτὴ ἡ δήλωση εἶναι ἀληθινὴ
καὶ δὲν ἀντιφάσκει μὲ τὸν ἑαυτό της, ὅπως κάνουν συνήθως ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα,
πρέπει νὰ ἐξετάσουμε τὴ δήλωση στὸ κεφάλαιο: IV «οἱ ἀρχὲς στὶς ὁποῖες βασίζεται
τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν»[2] Στὴν παράγραφο τρία διαβάζουμε: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη
γνωρίζουν ὅτι ἡ συμμετοχή τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πληρέστερη ἀπὸ ἐκείνη
τῶν δικῶν τους Ἐκκλησιῶν. Ὡς ἐκ τούτου, ἐπιδιώκουν νὰ ἔρχονται σὲ ζωντανὴ ἐπαφὴ
μὲ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτὲς καὶ πιστεύουν στὴν Κυριαρχία τοῦ
Χριστοῦ.
Ὅλες οἱ Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες,
συμπεριλαμβανομένης τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, πιστεύουν ὅτι δὲν ὑπάρχει πλήρης
ταυτότητα μεταξύ τῆς ἰδιότητας μέλους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἰδιότητας
μέλους τῆς δικῆς τους Ἐκκλησίας. Ἀναγνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν μέλη Ἐκκλησιῶν «ἐκτὸς»
τῶν τειχῶν της ποὺ ἀνήκουν «ἐξίσου» στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει μία «Ἐκκλησία
ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ ἐκφράζεται στὸ γεγονὸς ὅτι, μὲ ἐλάχιστες
ἐξαιρέσεις, οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὡς νόμιμο τὸ βάπτισμα ποὺ
τελεῖται ἀπὸ ἄλλες ἐκκλησίες.
Τί μπορεῖ νὰ σημαίνει ἡ αἰνιγματικὴ καὶ αἱρετικὴ
δήλωση ὅτι οἱ ἐκκλησίες- μέλη γνωρίζουν ὅτι ἡ συμμετοχή τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ εἶναι πληρέστερη ἀπὸ ἐκείνη τῶν δικῶν τους Ἐκκλησιῶν; Ἐν ὀλίγοις, ἡ δήλωση στὴν ὁποία -σημειωτέον-
παραπέμπει ἕνα ὀρθόδοξο συνοδικὸ κείμενο
ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀκολουθήσει τὶς διατυπώσεις πίστεως τῶν Οἰκουμενικῶν
συνόδων, ὡς ἀρχὴ τῆς συμμετοχῆς θέτει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ ἀπὸ τὴ μία
νὰ λέει ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ συμβόλου τῆς πίστης, ἀλλὰ
ἀπὸ τὴν ἄλλη πρέπει νὰ τὸ ἀρνηθεῖ στὴν πράξη, κάτι πού ἐπιβάλλει σὲ κάθε ἐκκλησία-μέλος
του τὸ ΠΣΕ προκειμένου νὰ μπορεῖ νὰ
συμμετάσχει σ’ αὐτό. Ἡ ὑποχρεωτικὴ λοιπόν, γιὰ ὅλα τὰ μέλη του, ἐκκλησιολογική θεώρηση τοῦ ΠΣΕ, ἀνακηρύσσει ὅτι
μία “ἱστορικὴ” ἐκκλησία, ἐν προκειμένῳ ἡ Ὀρθόδοξη, δὲν δύναται νὰ ταυτίζεται μὲ
τὴν “Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ” ποὺ εἶναι πληρέστερη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στὴν
νέα ἐκκλησιολογία ἑπομένως, δηλώνεται ἀνοικτὰ ὅτι: ἡ “Ἐκκλησία” ἡ μόνη ἀληθινή, εἶναι πληρέστερη καθὼς περιλαμβάνει τὴν μετοχὴ τῶν διαφόρων «ἱστορικῶν
ἐκκλησιῶν» ποὺ θὰ πρέπει νὰ βρίσκονται σὲ
κοινωνία, σχέση, καὶ ὁ τύπος τῆς κοινωνίας ἀποφασίζεται ἀπὸ τὸ ΠΣΕ. Οἱ Ὀρθόδοξοι,
οἱ Λατῖνοι καὶ οἱ Προτεστάντες οὐσιαστικὰ μετέχουν στὴν “Ἐκκλησία”, ὅπως τὴν ὁρίζει τὸ ΠΣΕ . Ἡ δὲ “Ἐκκλησία”
τοῦ ΠΣΕ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ διαιρεθεῖ.
Κατὰ συνέπεια, ἡ διαίρεση σὲ «ἱστορικὲς ἐκκλησίες» προϋποθέτει ἀπομάκρυνση ἀπὸ
τὴν καθολικότητα, ἀλλὰ ὄχι ἀπώλεια. Ἀποτελοῦν μέρος τῆς “Ἐκκλησίας”, ἁπλά, σὲ διαφορετικὸ βαθμό. Ἡ
πίστη δὲν εἶναι θεμελιώδης[3], εἶναι μία ἀναγκαιότητα ποὺ πρέπει νὰ ἀπελευθερωθεῖ,
γιὰ νὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία σχέση. Τὸ μόνο πραγματικὸ γιὰ τὴ σύγχρονη ἐκκλησιολογία
εἶναι ἡ κοινωνία σχέση τῶν «ἱστορικῶν ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖες καθότι μετέχουν τῆς
“Ἐκκλησίας”, ὀνομάζονται ἀδελφὲς ἐκκλησίες.
Κατὰ συνέπεια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ πιστεύει ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ πρέπει παράλληλα νὰ ἀναγνωρίσει
ὅτι σὲ αὐτὴν μετέχουν καὶ αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ψευδοεκκλησίες, οἱ ὁποῖες
σίγουρα πρέπει νὰ ἀναγνωριστοῦν ὄχι ὡς αἱρετικὲς ἢ σχισματικές, ἀλλὰ ὡς διακριτὲς
μέν, ἀλλὰ πάντως ἀδελφὲς ἐκκλησίες. Ἂν ὅμως δεχθοῦμε αὐτὴ τὴν κοινωνιολογικὴ ἀντίληψη, τὸ
ΠΣΕ ἐπιβάλλει τοὺς κανόνες συμμετοχῆς τῶν ἱστορικῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὴν de facto ἀναγνώριση
τῶν ἐκκλησιαστικῶν στοιχείων καὶ στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», ἀφοῦ καὶ αὐτὲς
μετέχουν στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ συμβόλου τῆς πίστης. Ἐὰν ἡ κοινωνία σχέση τῶν
διαφόρων ἐκκλησιῶν εἶναι ἀπαραίτητη, χωρὶς τὴν θεμελιώδη κοινὴ πίστη, ὅλοι οἱ ἀναθεματισμένοι
αἱρετικοί, ὑπὸ τῶν παλαιοτέρων συνόδων, οἰκουμενικοῦ ἢ τοπικοῦ χαρακτήρα, δὲν ἀπομακρύνονται
ποτὲ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν μέρος της, ἔστω
καὶ ὡς ἄρρωστο ὄργανο ποὺ ὑπάρχει στὸ σῶμα. Ἡ ἀσθένεια διορθώνεται μόνο μὲ τὴν
κοινωνία σχέση μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἱστορικὲς «ἐκκλησίες» καὶ ὄχι μὲ τὴ ὀρθὴ πίστη
στὸν Χριστό. Ἡ κοινωνία σχέση γίνεται
θεμελιώδης καὶ ὄχι ἡ πίστη γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές, διότι ἡ πίστη χωρίζει, ἀλλὰ ἡ
κοινωνία σχέση ἑνώνει.
Γιὰ τὶς ἀρχαῖες οἰκουμενικὲς συνόδους, ὅμως,
καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες, ἡ πίστη ἦταν θεμελιώδης καὶ ὄχι ἡ προσωπικὴ κοινωνία
σχέση ἢ ἡ ἑτερότητα. [4] Ὅποιος ἔχει τὴ σωστὴ πίστη, εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν
Χριστὸ καὶ δὲν κοινωνεῖ μὲ μέλη ποὺ ἔχουν ἀλλοιώσει τὴν πίστη, γιατί ὅποιος ἀλλοιώνει
τὴν πίστη εἶναι ἄρρωστος καὶ πρέπει νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως κάνει ὁ γιατρὸς ὅταν ἀνακαλύπτει ἕνα ἄρρωστο ὄργανο
στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, π.χ. ἕνα καρκινικὸ νεφρό, πρέπει νὰ κάνει χειρουργικὴ ἐπέμβαση
καὶ νὰ τὸ πετάξει ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴ μολύνει ὅλο τὸ σῶμα, ὅπως τὸ σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ ἐκδίωξη μίας ἄρρωστης ὁμάδας δὲν σημαίνει
ἀπώλεια τῆς ἑνότητας καὶ διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὴν πραγματικὴ ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, διότι ἡ μονιμότητα μίας ἄρρωστης αἱρετικῆς ὁμάδας στὴν
Ἐκκλησία μολύνει ὅλο τὸ σῶμα καὶ ἐμποδίζει τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς
καὶ ἡ οἰκουμενιστικὴ “ὀρθόδοξη” ἐκκλησία σήμερα μολύνεται ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς
δηλώσεις σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ ἀλλάζει ἀκόμη καὶ τὴν πίστη της. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖες
σύνοδοι ἀναθεμάτιζαν τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἔδιωχναν ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία καὶ τοὺς θεωροῦσαν ὅτι δὲν εἶναι μέρος τοῦ σώματός Του, ἀλλὰ μέρος τοῦ
διαβόλου.
Ἡ δήλωση δὲν σταματάει ἐκεῖ, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ
ἐξηγεῖ περαιτέρω, γιὰ νὰ ἀπομακρύνει κάθε
ἀμφιβολία. «Ὅλες οἱ Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης τῆς
Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, πιστεύουν ὅτι δὲν ὑπάρχει πλήρης ταύτιση μεταξύ τῆς ἰδιότητας
μέλους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἰδιότητας μέλους τῆς δικῆς τους Ἐκκλησίας.
Ἀναγνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν μέλη Ἐκκλησιῶν «ἐκτὸς» τῶν τειχῶν της ποὺ ἀνήκουν «ἐξίσου»
στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει «Ἐκκλησία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἀναγνώριση
αὐτὴ ἐκφράζεται στὸ γεγονὸς ὅτι, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες
ἀναγνωρίζουν ὡς νόμιμο τὸ βάπτισμα ποὺ τελεῖται ἀπὸ ἄλλες ἐκκλησίες». Δηλαδή,
σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή, ὑπάρχουν χριστιανικὲς «ἐκκλησίες» ἐκτὸς τῶν τειχῶν ἢ
τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιὰ μία περαιτέρω
διευκρίνιση τῆς νέας «ἐκκλησιολογίας τῆς κοινωνίας». Μία ἀξιοσημείωτη
προσπάθεια νὰ διευρυνθεῖ ὁ φράκτης ποὺ χωρίζει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν
κόσμο. Πρῶτα ἀναγνωρίζεται ὅτι ὑπάρχουν ἐκκλησίες ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ στὴ
συνέχεια γίνεται προσπάθεια νὰ διευρυνθεῖ περαιτέρω. Μὲ τὸν οἰκουμενισμὸ λοιπὸν
τὰ ὅρια, ὁ φράκτης ποὺ βάζει ὁ Κύριος, διευρύνονται, γιὰ νὰ συμπεριλάβει ὅλες τὶς
χριστιανικὲς ὁμολογίες καὶ ἂν εἶναι δυνατὸν καὶ ὅλες τὶς θρησκεῖες. Γι’ αὐτοὺς
(οἰκουμενιστές), ὅλες οἱ μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες πιστεύουν στὸν ἴδιο θεό. Οἱ ἀρχαῖες
σύνοδοι ὅμως ἔβαλαν ὅρια, ὅρια ποὺ ἂν ἕνας πιστὸς ἢ μία θρησκευτικὴ ὁμάδα, ἔστω
καὶ πολυάριθμη, τὰ ξεπεράσει, δὲν εἶναι στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ ἦταν τὰ
ὅρια τῆς πίστης, ὄχι μίας ἀφηρημένης πίστης, ἀλλὰ μίας πίστης ποὺ βιώνεται σὲ
μία αὐθεντικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, μίας πίστης ποὺ γίνεται πράξη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ οἰκουμενισμὸς
ἀπὸ πολλοὺς ὀρθόδοξους θεολόγους, καθὼς ἀλλάζει τὴν ἐκκλησιολογία καὶ τὴν ὀρθόδοξη
θεολογία συνολικά, γίνεται παναίρεση.
Ἀκολούθως στὴν παράγραφο 5 διαβάζουμε: «Οἱ Ἐκκλησίες
μέλη τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου ἀναγνωρίζουν στὶς ἄλλες Ἐκκλησίες τὰ στοιχεῖα τῆς
ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Θεωροῦν ὅτι αὐτὴ ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση τὶς ὑποχρεώνει νὰ
διεξάγουν σοβαρὸ διάλογο μεταξύ τους μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι αὐτὰ τὰ στοιχεῖα τῆς ἀλήθειας
θὰ ὁδηγήσουν στὴ γνώση τῆς πλήρους ἀλήθειας καὶ στὴν ἑνότητα ποὺ βασίζεται στὴν
πλήρη ἀλήθεια.
Οἱ διάφορες Ἐκκλησίες πιστεύεται γενικὰ ὅτι
διαθέτουν ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα παραδοσιακὰ ὀνομάζονται
vestigia essiliae (ἴχνη τῆς Ἐκκλησίας). Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ
Λόγου, ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ἡ χορήγηση τῶν μυστηρίων. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ εἶναι
κάτι περισσότερο ἀπὸ χλωμὲς σκιὲς τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι
γεγονότα μὲ πραγματικὴ προοπτικὴ ποὺ παρουσιάζουν μία βολικὴ εὐκαιρία νὰ ἀναζητήσουμε
τὴν εἰλικρινῆ καὶ ἀδελφικὴ κοινωνία γιὰ τὴν
πραγματοποίηση τῆς πλήρους ἑνότητας. Ἐπιπλέον, οἱ χριστιανοὶ ὅλων τῶν ἐκκλησιολογικῶν
προσανατολισμῶν, κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο, ὁδηγοῦν ἄνδρες καὶ γυναῖκες στὴ
σωτηρία ἐν Χριστῷ, στὴν ἀνανεωμένη ἐν Αὐτῷ ζωὴ καὶ στὴ χριστιανικὴ ἀδελφοσύνη».
Γιὰ νὰ συμμετέχει κανεὶς στὸ
ΠΣΕ πρέπει ἐπίσης νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν
καὶ σὲ ἄλλες ἐκκλησίες. Πρέπει νὰ ἐφαρμόσει κανεὶς τὴν ἐκκλησιολογία τῆς
κοινωνίας[5 ]. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ὀνομάζονται ἴχνη τῆς ἐκκλησίας καὶ εἶναι τὸ
κήρυγμα, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἡ χορήγηση τῶν μυστηρίων. [6]Ἀλλὰ ἂν
κάποιος τὰ ἀναγνωρίζει αὐτὰ in toto, σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζει τὴν ἱερωσύνη τῶν
αἱρετικῶν καὶ τῶν σχισματικῶν. Μία ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἔννοιας σήμερα τῆς νέας ἐκκλησιολογίας
εἶναι στὸ ζήτημα τῆς Οὐκρανίας. Στὴν περίπτωση αὐτή, τὸ ΠΚ (Πατρ. Κων/πόλεως) πῆρε
σχισματικοὺς καὶ μὴ χειροτονημένους ἐπισκόπους ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ τοὺς ἀναγνώρισε,
ἀναγνώρισε τὴν ἱερωσύνη τους, χωρὶς τὴν ὑποχρέωση νὰ τοὺς χειροτονήσει. Ἐφόσον
καὶ αὐτοὶ εἶναι «ἐκκλησίες», ἀναγνωρίζεται ἡ ἱερωσύνη τους, ἀφοῦ ὑπάρχουν ἐκκλησίες
ἐκτὸς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ποὺ βρίσκονται πλέον σὲ κοινωνία μὲ τὸν πρῶτο τοῦ ΠΚ. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀντικανονικὴ καὶ οἰκουμενιστικὴ
πράξη τοῦ ΠΚ δὲν κρίθηκε μετέπειτα ἀπὸ καμία ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ συμμετεῖχε
στὴ σύνοδο τῆς Κρήτης. Ἀλλὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς ἐκκλησιολογίας
τῆς κοινωνίας-σχέσης δὲν εἶναι ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἐκκλησιολογία, ἀλλὰ
βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πρόκειται γιὰ ἀσυγχώρητα ἁμαρτήματα ποὺ ἔχουν
ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀντίδραση τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ἔχουμε τὴν ἔννοια τῆς ἐξέλιξης
τῆς θεολογίας καὶ τῆς ἐκκλησιολογίας. Ἀπὸ τὴ θεολογία ἐκκλησιολογία τῶν Συνόδων
καὶ Πατέρων[7] περνᾶμε στὴν ἐκκλησιολογία
τῆς κοινωνίας. Κατὰ συνέπεια, ἐνῶ οἱ ἀρχαῖες οἰκουμενικὲς σύνοδοι δὲν ἀναγνώριζαν
ἐκείνους ποὺ δὲν ἐκφράζουν τὴν ὀρθὴ πίστη, οὔτε ἀναγνώριζαν σὲ αὐτοὺς στοιχεῖα
τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὀπαδοὺς τοῦ διαβόλου, προσπαθοῦσαν νὰ μὴ ἀναμειγνύουν
τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ ὅλους ἐκείνους πού, ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸν διάβολο, ἀλλάζουν
θεολογία, ἡ ἐξελιγμένη σύγχρονη οἰκουμενικὴ θεολογία τοὺς θεωρεῖ ἀναπόσπαστο
μέρος τῆς ἐκκλησίας. Ὅλα αὐτὰ γιατί, σήμερα, ἀκολουθεῖται ἡ ἐξελικτικὴ
θεολογία. Τὸ δόγμα ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴ φιλοσοφία ἐξελίσσεται καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος
σήμερα κατανοεῖ καλύτερα τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς
Πατέρες καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Συνέταξε λοιπὸν μαζί τους ἕνα βασικὸ κείμενο,
τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ἡ θέση αὐτὴ υἱοθετεῖται
καὶ ἀπὸ τὴ Λατινικὴ ἐκκλησία στὴ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο, ὅπου ἀναφέρεται σαφῶς, ὅτι
ἡ Λατινικὴ Καθολικὴ ἐκκλησία μετέχει στὴν Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία,
ἀλλὰ τὸ νὰ ἀνήκει κανεὶς σὲ αὐτὴν δὲν ἀποκλείει ὅτι ὑπάρχουν στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς
ἐκκλησίας καὶ στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ σὲ μικρότερο βαθμὸ καὶ στὶς ἄλλες
δυτικὲς ἐκκλησίες καὶ ἡ κοινωνία σχέση μαζί τους βοηθᾶ στὴν ἐμβάθυνση θεολογικῶν
στοιχείων ποὺ κατάλαβε καλύτερα ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ἐμβάθυνση στὴν γνώση τῶν
γραφῶν ποὺ εἶχε ἀναπτύξει ἡ προτεσταντικὴ παράδοση . Αὐτὴ ἡ ἐκκλησιολογία τῆς
κοινωνίας υἱοθετεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ ΠΚ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ΠΜ (Πατρ. Μόσχας) καὶ
ὅλες τὶς σύγχρονες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες[8].
Γι’ αὐτὸ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης δὲν μπορεῖ ποτὲ
νὰ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση, ἀλλὰ πρέπει νὰ χαρακτηριστεῖ
ψευδοσύνοδος καὶ συμφωνοῦμε μὲ τὴ δήλωση τῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ λένε ὅτι
«ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι καταδικαστέα»[9], δηλαδὴ πρέπει νὰ ἀπορριφθεῖ ὁλόκληρη
ἡ σύνοδος καὶ ὄχι νὰ διορθωθοῦν μόνο ὁρισμένα κείμενα. Ἡ λογική τῆς συγγραφῆς τῶν
κειμένων βασίζεται στὴν ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας ποὺ ἀναπτύσσεται στὴν οἰκουμενικὴ
κίνηση καὶ δὲν μποροῦν νὰ διορθωθοῦν, ἀλλὰ μόνο νὰ ἀπορριφθοῦν στὸ σύνολό τους.
Αὐτὴ ἡ σύνοδος συγχέει τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, ἔχει ἀναμείξει τὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ μὲ ψέματα ποὺ ἔχουν τὴν προέλευσή τους ἀπὸ τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ
ἐχθρός τῆς ἀλήθειας, τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα τὰ Ὀρθόδοξα
Πατριαρχεῖα καὶ οἱ αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἀποδέχονται αὐτὴ τὴ θέση τῆς οἰκουμενικῆς
κίνησης μᾶς δείχνει τὸ βαθμὸ τῆς Ἀποστασίας ποὺ ὑπάρχει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σημειώσεις:
[1] Ἡ δήλωση αὐτὴ δημιουργεῖ
λογικὰ προβλήματα ἂν τὴν συγκρίνουμε μὲ τὴ λογικὴ τῶν ἀρχαίων συνόδων. [2]
Δεδομένου ὅτι ἡ δήλωση τοῦ Toronto εἶναι ἕνα κείμενο ποὺ εἶναι ἀντιφατικὸ σὲ
πολλὰ σημεῖα, ἐπιλέγουμε μερικὰ ἠχηρὰ καὶ σημαντικὰ σημεῖα. Πρόθεσή μας δὲν εἶναι
νὰ κάνουμε μία ἀποσπασματικὴ περικοπὴ ἑνὸς κειμένου ποὺ συνιστοῦμε σὲ ὅλους
τούς ὀρθόδοξους πιστοὺς νὰ διαβάσουν, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἀναλύσουμε ὅλα τὰ
σημεῖα καὶ νὰ ἐπισημάνουμε καὶ τὴ λογικὴ ἐσωτερικὴ ἀντίφαση, ἀλλὰ νὰ κάνουμε
μία σύγκριση μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀλλάζει. [3] Ἐπίσης, δὲν ἔχει
σημασία γιατί τόσες ἱστορικὲς ἐκκλησίες, ὅπως τὶς ὀνομάζει ὁ οἰκουμενισμός,
δημιουργήθηκαν μετὰ ἀπὸ μεγάλα σχίσματα, πρῶτα τὸ σχίσμα τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης μὲ
τὰ ἀρχαῖα πατριαρχεῖα καὶ τὸ σχίσμα τῆς Δύσης μεταξὺ Λατίνων καὶ Προτεσταντῶν.
Δὲν ἔχει σημασία ἂν τὰ σχίσματα αὐτὰ εἶχαν σημαντικὲς θεολογικὲς καὶ δογματικὲς
διαφοροποιήσεις. Παραμένει δευτερεύουσας σημασίας, ἂν ὑπάρχουν ἀρχαῖες αἱρέσεις,
ὅπως ὁ Γνωστικισμός, ὁ Ἀρειανισμός, ὁ Νεστοριανισμός, ὁ Μονοφυσιτισμός, ὁ
Μονοθελητισμός, ἡ Εἰκονομαχία, στὶς λεγόμενες ἱστορικὲς «ἐκκλησίες» ποὺ πρέπει
νὰ καθαριστοῦν ἀπὸ αὐτὲς τὶς αἱρέσεις, γιὰ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν Καθολικὴ-Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
ἀλλὰ πρέπει πρῶτα νὰ ἔλθουν σὲ κοινωνία μεταξύ τους. Ἡ κοινωνία δίνει μία ἀπάντηση
στὸν σύγχρονο κόσμο, δίνει πραγματικὴ καὶ ὀπτικὴ μαρτυρία τῆς ἑνότητας καὶ τῆς
καθολικότητας τῆς ἐκκλησίας καὶ ἑνώνει ὅ,τι ἡ θεολογία ἔχει χωρίσει. [4] Γιὰ τοὺς
Πατέρες, ὁ Πατὴρ δὲν θέλει καθὸ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός δὲν θέλει καθὸ Υἱὸς καὶ τὰ Ἅγιο
Πνεῦμα δὲν θέλει καθὸ Πνεῦμα, ἀλλὰ καθὸ Θεὸς καὶ ἐπειδὴ Θεὸς εἶναι ὁ Πατήρ, Θεὸς
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς τὸ Πνεῦμα ἡ θέληση (ἐνέργεια) καὶ ἡ οὐσία εἶναι μία καὶ ὄχι τρεῖς.
Ἡ Θεία οὐσία , (ὅπως καὶ ἡ ἀνθρωπίνη) δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἀνάγκη, ὅπως ἰσχυρίζονται
οἱ οἰκουμενιστὲς ἡμέτεροι θεολόγοι, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει οὐσία ἄνευ ὑποστάσεως,
οὔτε καὶ ὑπόστασις ἄνευ οὐσίας. [5] Μὲ πατερικοὺς ὅρους, αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ αἱρετικοὶ
καὶ οἱ σχισματικοὶ ἀνήκουν στὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία. [6] Παρὰ τὸ γεγονὸς
ὅτι ἀριθμητικὰ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ προτεσταντικοῦ-εὐαγγελικοῦ κόσμου
(κατὰ ὁρισμένες ἐκτιμήσεις 600-700 ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, κυρίως πεντηκοστιανοὶ)
δὲν ἀποδίδει σὲ καμία περίπτωση μυστηριακὴ ἀξία στὸ βάπτισμα καὶ τὴν Εὐχαριστία
καὶ μάλιστα τὰ τονίζει ὡς στοιχεῖα ἀπόλυτης ἀσυνέχειας ἀπὸ τὶς «ἱστορικὲς ἐκκλησίες»).
[7] Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑποστηρίξει ὅτι στὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων συνόδων καὶ τῶν
Πατέρων, ἡ ἐκκλησία δὲν ἦταν διαιρεμένη καὶ ἑπομένως θὰ εἶχε τὴν ἐλευθερία νὰ ἐκφραστεῖ
μὲ δόγματα, ἀλλὰ τώρα ὁ χριστιανισμὸς εἶναι διαιρεμένος σὲ τρεῖς ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες
εἶναι οἱ ἱστορικὲς ἐκκλησίες, γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ ἐξελιχθεῖ ἡ ἐκκλησιολογία:
σὲ ἕνα νέο διαιρεμένο κόσμο ἡ χριστιανικὴ ἐκκλησία πρέπει νὰ δείξει τὴν «ἀλήθεια»
(σύμφωνα μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς) ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία, ἡ ἑτερότητα τῶν
διαφορετικῶν ἀνθρώπων (συμπεριλαμβανομένης καὶ ἑτερότητα στὴ σκέψη, τὸ φῦλο καὶ τὶς ἐπιλογὲς) καὶ ἡ
διαφορετικότητα τῶν ἐκκλησιῶν (μὲ διαφορετικὴ πίστη). [8] Ἴσως μὲ ἐξαίρεση τὴ
Γεωργιανὴ Ἐκκλησία καὶ τὴ Βουλγαρικὴ Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖες δὲν συμμετέχουν στὴν οἰκουμενικὴ
κίνηση. [9] agonasax.blogspot.com. Ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ τῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους
πρὸς τὴ μοναστικὴ κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
ΣΧΟΛΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ:
Τό ἀνωτέρω Κείμενο τοῦ ἰατροῦ κ.
Γεωργίου Καραλῆ εἶναι ἰδιαιτέρως εὔστοχο, κατατοπιστικό, τεκμηριωμένο καί οὐσιαστικό.
Καταδεικνύει τό γιατί ἡ συμμετοχή στό Π.Σ.Ε. ἀπό μόνη της ἀρκεῖ γιά νά στοιχειοθετηθεῖ,
ἀπό ὀρθοδόξου Θεολογικῆς ἀπόψεως, συμμετοχή τῶν μελῶν του στήν λεγομένη «Οἰκουμενική
Κίνηση». Ἡ συμμετοχή αὐτή ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἐκτροπῆς αὐτῶν, τῶν συμμετεχουσῶν
ἐπισήμων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀπό τήν εὐθεῖα ὁδό τῆς Ὀρθοδοξίας στήν συμπόρευση
μετά τῶν αἱρετικῶν καί τή συμμετοχή ἤ πτώση στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καί αὐτό ἰσχύει μέν
προφανέστατα γιά κάθε μία συμμετέχουσα «Ἐκκλησία» μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. ἀπό τῆς ἐντάξεώς
της στό ἐν λόγω παναιρετικό Συμβούλιο (αὐτήν τήν τῶ ὄντι ὑπέρ-«Ἐκκλησία» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ),
παρά τήν ἀκριβῶς περί τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαίωσή του, διατρανώθηκε δέ ἀπό τή λεγομένη
«Ἁγία & Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης» τό 2016, σέ «Πανορθόδοξο» ἐπίπεδο. Τοῦτο ἔγινε
διά τῶν Ἀποφάσεών της, διά τῶν ὁποίων «νομιμοποιεῖται» καί ἀμνηστεύεται ἡ
παναιρετική «Οἰκουμενική Κίνηση» καί τό Π.Σ.Ε. ὡς δῆθεν ἀποδεκτές ἀπό μέρους τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρωτοβουλίες, σχήματα και καταστάσεις καί ὡς κατά Θεόν ἐπιλογές
καί πρακτικές ὅσον ἀφορᾶ τή συμμετοχή, δραστηριοποίηση καί συμπόρευση ἐν αὐτοῖς
τῶν ὀρθοδόξων.
Τέλος, ὀρθῶς ἐπισημαίνεται
πώς ἡ ἐν λόγω «Σύνοδος» τῆς Κρήτης καί οἱ Ἀποφάσεις της δέν εἶναι ἁπλῶς "ἐν
μέρει" ἐσφαλμένες, οἱ ὁποῖες ἁπλῶς χρήζουν διορθώσεων, ἀλλά ἐπιβάλλεται ἀπό ὀρθοδόξου
ἀπόψεως ἡ ὁλοκληρωτική ἀπόρριψή της, καθότι «συγχέει τήν ἀλήθεια μέ τό ψέμα»,
ὅπως ἐπισημαίνει ὁ κ. Καραλῆς στον ἐπίλογο τοῦ ἐξαιρετικοῦ κειμένου του.
Ἑπομένως, γίνεται σαφές ὅτι
ἡ ἀπεμπλοκή ἀπό τά δίχτυα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἡ διεκδίκηση τῆς ἰδιότητος τοῦ ὀρθοδόξου,
ἐκτός τῶν ἄλλων, προϋποθέτει τήν ἀπόρριψη καί καταδίκη τῆς «Οἰκουμενικῆς
Κινήσεως», τήν ἔξοδο ἀπό τό Π.Σ.Ε., καθώς καί τήν ἀποκήρυξη ὡς ληστρικῆς, ὑπό τήν
πνευματική ἔννοια τοῦ χαρακτηρισμοῦ αὐτοῦ, τῆς διαβοήτου «Συνόδου» τῆς Κρήτης.