Translate

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

 

Κριτικὴ τοῦ πέμπτου κειμένου τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης


 

Το κ. Γεωργίου Καραλ, Πυρηνικο ατρο

 

1ον

 

  Τὸ πέμπτο κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης[1] πραγματεύεται τὴ σχέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸν λοιπὸν  χριστιανικὸ κόσμο. Εἶναι καλὸ γιὰ τὸν ἀναγνώστη νὰ διαβάσει πῶς ἀρχίζει αὐτὸ τὸ κείμενο ποὺ προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὴ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ Οἰκουμενικὸ Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν: οἱ τρεῖς πρῶτες παράγραφοι τοῦ κειμένου ἀναφέρουν:

 

1. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, μὲ τὴ βαθιὰ ἐκκλησιαστική της αὐτοσυνειδησία, πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι κατέχει κυρίαρχη θέση στὴν προώθηση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας στὸν σύγχρονο κόσμο.

 

2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στηρίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στὸ γεγονὸς τῆς ἵδρυσής της ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ στὴν κοινωνία στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ τὰ μυστήρια. Αὐτὴ ἡ κατανόηση ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση καὶ βιώνεται σὲ αὐτὴν μέχρι σήμερα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀποστολὴ καὶ τὴν ὑποχρέωση νὰ μεταδίδει καὶ νὰ κηρύττει ὅλη τὴν ἀλήθεια ποὺ περιέχεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἡ ὁποία προσδίδει στὴν Ἐκκλησία τὸν καθολικό της χαρακτήρα.

 

 3. Ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἑνότητα, καθὼς καὶ ἡ οἰκουμενικὴ ἀποστολή της, ἔχουν ἐκφραστεῖ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τόνισαν ἰδιαίτερα τὸν ἄρρηκτο δεσμὸ μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστης καὶ τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας.

 

  Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, θὰ περίμενε κανεὶς ἀπὸ ἕνα ὀρθόδοξο συνοδικὸ κείμενο νὰ παρέχει σαφήνεια μὲ βάση τὴν παράδοση, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται στὴν Ἁγία Γραφή, τὶς Συνόδους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ περίμενε κανεὶς νὰ ἀκολουθήσει ἀνάλυση τοῦ τί ἐννοοῦσαν οἱ Οἰκ. Σύνοδοι.  Ἐὰν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία  ποὺ ἔχει τὴν ὀρθὴ πίστη στὸν Χριστό, ὀρθῶς θὰ ἐπιδιώξει νὰ διαδώσει αὐτὴ τὴν πίστη σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὴ μεταδώσει ἀναλλοίωτη ἀπὸ αἱρετικὲς θέσεις. Ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία διακρίνεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δὲν συμμετέχουν σὲ αὐτήν, ἐπειδὴ ἔχουν ἀλλοιωμένη πίστη. Ὁποιοδήποτε δόγμα «χριστιανικῆς ἐκκλησίας» ποὺ δὲν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπορρίπτεται ὡς βδελυρό. Κατὰ συνέπεια, οἱ κοινότητες ποὺ «ὀνομάζονται χριστιανικὲς “ἐκκλησίες”» στὴ Δύση, οἱ ὁποῖες δὲν βρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη στὸν Χριστό, τὴν ὁποία ἐκφράζει μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι παρασυναγωγὲς καὶ αἱρετικὲς καὶ δὲν ἔχουν καμία κοινωνία. Ἀποκλείεται ὄχι μόνο ἡ μυστηριακὴ κοινωνία, ἀλλὰ καὶ ἡ κοινὴ προσευχὴ καὶ ἡ συνεργασία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ τὴ διατύπωση κοινῶν κειμένων, θεολογικῶν κειμένων. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ  φανταστεῖ τοὺς Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀποσαφήνισε τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς Νεστοριανοὺς καὶ τοὺς Μονοφυσίτες καὶ νὰ ἐπεξ­εργάζονται μαζί τους κοινὰ θεολογικὰ κείμενα, νὰ βρίσκονται σὲ διάλογο καὶ κοινὴ προσευχή.

 

  Ἀλλὰ τὸ κείμενο τῆς Κρήτης δὲν συνεχίζει ἔτσι. Μᾶς λέει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία πρέπει νὰ συμμετέχει στὸ διάλογο καὶ στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) καὶ νὰ προσεύχεται μαζὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς (οἰκουμενικὴ πρακτικὴ) ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, κάτι ποὺ ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸν 45ο Ἀποστολικὸ Κανόνα: «Ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος ἢ διάκονος ποὺ προσεύχεται μόνο μὲ αἱρετικούς, ἂς ἀφορίζεται- ἂν ὅμως τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἐνεργοῦν ὡς κληρικοί, ἂς καθαιρεῖται».

 

  Στὶς ἑπόμενες παραγράφους τοῦ κειμένου καταβάλλεται σημαντικὴ προσπάθεια νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸ Οἰκουμενικὸ Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) καὶ σὲ ἄλλα ὄργανα καὶ διαλόγους, ἐξηγώντας ὅτι (παράγραφος 6): «Ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της εἶναι ἀδύνατο νὰ διαταραχθεῖ. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴ ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτερόδοξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν ποὺ δὲν βρίσκονται σὲ κοινωνία μαζί της, ἀλλὰ πιστεύει ὅτι οἱ σχέσεις της μὲ αὐτὲς πρέπει νὰ βασίζονται στὴν ὅσο τὸ δυνατὸν ταχύτερη καὶ ἀντικειμενικότερη ἀποσαφήνιση τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ ζητήματος καί, εἰδικότερα, τῆς γενικῆς διδασκαλίας ποὺ ἔχουν γιὰ τὰ μυστήρια, τὴ χάρη, τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή.», οὐσιαστικὰ δηλαδὴ ἐκτίθεται τὸ μοντέλο τοῦ θεολογικοῦ μινιμαλισμοῦ, ὅπου ἡ κάθε ἀναφορὰ στὴν οἱανδήποτε τριαδολογικὴ ἢ χριστολογικὴ ἑτεροδιδασκαλία, ἐξαφανίζεται, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶναι ἡ ἐξέταση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ ζητήματος τῆς κάθε αἱρετικῆς κοινότητας.

 

  Ἐν ὀλίγοις, δὲν χρησιμοποιεῖται πλέον ὁ ὅρος αἱρετικός, ἀλλάζοντας ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησιολογία τῶν Πατέρων καὶ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἀλλὰ ἑτερόδοξοι χριστιανοὶ καὶ ὁμολογίες ποὺ δὲν βρίσκονται σὲ κοινωνία μαζί της. Ἂν ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι αἱρετικές ὅλες οἱ ὁμολογίες πού δὲν βρίσκονται σὲ κοινωνία μαζί της; Γιὰ τοὺς συντάκτες τοῦ κειμένου, προφανῶς ὄχι, διότι ἀναγνωρίζεται ἀκόμη καὶ ἡ ἱστορικὴ ὀνομασία τῶν ἄλλων χριστιανικῶν «ἐκκλησιῶν». Ἐδῶ τὸ θεολογικὸ-ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο γίνεται κάπως συγκεχυμένο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ μία βεβαιώνει ὅτι εἶναι ἡ μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, ἀλλὰ ἀναγνωρίζει τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ), στὸ ὁποῖο συμμετέχουν «ἐκκλησίες» (ὅπως τὶς ὀνομάζει) ποὺ δὲν ἔχουν πλήρη ἑνότητα πίστεως. Πῶς λοιπὸν ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης βλέπει τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) καὶ γιατί συμμετέχει. Ποιὰ ἐξήγηση μπορεῖ νὰ δοθεῖ; Μᾶς τὴν ἀποκαλύπτει ἡ 19η παράγραφος, ἡ ὁποία πρέπει νὰ παρατεθεῖ ὁλόκληρη: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὸ Οἰκουμενικὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) τὸ θεμελιῶδες ἄρθρο τοῦ Καταστατικοῦ του, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦν νὰ εἶναι μέλη ὅσοι πιστεύουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτήρα σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς καὶ ὁμολογοῦν τὸν ἕνα καὶ τριαδικὸ Θεὸ – Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα – σύμφωνα μὲ τὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Ἔχουν ἐπίσης τὴ σταθερὴ πεποίθηση ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικὲς παραδοχὲς τῆς Διακήρυξης τοῦ Τορόντο (1950), μὲ τίτλο «Ἡ Ἐκκλησία, οἱ Ἐκκλησίες καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν», εἶναι θεμελιώδους σημασίας γιὰ τὴν ὀρθόδοξη συμμετοχὴ στὸ Συμβούλιο. Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι σαφὲς ὅτι τὸ ΠΣΕ δὲν εἶναι καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μία «ὑπερεκκλησία». “Ὁ σκοπὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι νὰ διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν μόνο μὲ πρωτοβουλία τῶν ἴδιων τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ φέρνει τὶς Ἐκκλησίες σὲ ζωντανὴ ἐπαφὴ μεταξύ τους καὶ νὰ προωθεῖ τὴ μελέτη καὶ τὴ συζήτηση θεμάτων ποὺ ἀφοροῦν τὴ χριστιανικὴ ἑνότητα. Καμία Ἐκκλησία δὲν ὑποχρεοῦται νὰ ἀλλάξει τὴν ἐκκλησιολογία της μὲ τὴν ἔνταξή της στὸ Συμβούλιο […]. Ὡστόσο, ἡ συμμετοχὴ στὸ Συμβούλιο δὲν συνεπάγεται ὅτι κάθε Ἐκκλησία πρέπει νὰ θεωρεῖ τὶς ἄλλες ὡς Ἐκκλησίες μὲ τὴν ἀληθινὴ καὶ πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου» (Διακήρυξη τοῦ Τορόντο, § 2, 3.3, 4.4).

 

  Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀναφέρθηκε στὴ Διακήρυξη τοῦ Τορόντο τοῦ 1950, ποὺ γράφτηκε ἀπὸ τὸν Florofski, μαζὶ μὲ τοὺς ἑτερόδοξους, ἀφοῦ ὁ Florofski ἦταν τότε ἡγετικὸ μέλος τοῦ οἰκουμενικοῦ συμβουλίου. Ἡ δήλωση αὐτὴ προοριζόταν ὡς ἀπάντηση στὴ σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε τὸ πατριαρχεῖο Μόσχας – ὅπου τὶς ἀποφάσεις της ὑπέγραψαν οἱ ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ συμμετεῖχαν πλὴν αὐτῶν ποὺ τελικὰ ὑπέγραψαν τὴν ἱδρυτικὴ πράξη τοῦ ΠΣΕ, δηλαδὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Ἑλλάδος καὶ Κύπρου- τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τοῦ 1948, μὲ ἔντονο ἀντισοβιετικὸ πνεῦμα, ἡ ὁποία καταδίκαζε τὴ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ ΠΣΕ. Τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ συντάχθηκε ὄχι μόνο ἀπὸ Ὀρθόδοξους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αἱρετικοὺς καὶ σχισματικοὺς δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση. Φανταστεῖτε, γιὰ παράδειγμα, τοὺς Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι καταδίκασαν τὴν εἰκονομαχία, νὰ συναντηθοῦν μὲ αἱρετικοὺς καὶ νὰ συντάξουν ἕνα κοινὸ κείμενο, λέγοντας ὅτι καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἔλεγαν σωστὰ πράγματα καὶ βοήθησαν τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία νὰ μεταρρυθμίσει καὶ νὰ ἀποσαφηνίσει καλύτερα τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἐξαγνίζοντας τὶς ὑπερβολὲς ποὺ ἔκαναν πολλοὶ ἀδαεῖς Ὀρθόδοξοι ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅπως τὸ νὰ ἀποδίδουν ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη σημασία στὴν προστατευτικὴ δύναμη ὄχι τοῦ εἰκονιζόμενου προσώπου, ἀλλὰ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀντικειμένου, τῆς φορητῆς εἰκόνας, ἐκτελώντας παράλογες πράξεις ποὺ θυμίζουν εἰδωλολατρία.

 

  Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὡστόσο, δὲν κάνει κάτι τέτοιο. Ἀποσαφηνίζει τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀπὸ τὶς καταχρήσεις τῶν ἀδαῶν καὶ καταδικάζει τοὺς εἰκονομάχους ὡς αἱρετικούς, τοὺς ἀναθεματίζει, δὲν τοὺς θεωρεῖ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν δέχεται κἄν τὸ ὄνομα ἐκκλησία γι’ αὐτοὺς καὶ βεβαίως δὲν λέει ἂς κάνουμε μία σύνοδο ἐκκλησιῶν, στὴν ὁποία θὰ συμμετέχουν ὅλοι ὅσοι «πιστεύουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτήρα σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς καὶ ὁμολογοῦν τὸν ἕνα καὶ τριαδικὸ Θεὸ – Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα – σύμφωνα μὲ τὸ Νικαιο-Κωνσταντινουπολίτικο Σύμβολο τῆς Πίστεως». Εἶναι βέβαιο ὅτι ἂν τὸ ἔκαναν αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ εἰκονομάχοι θὰ συμμετεῖχαν, ἀφοῦ ἀποδέχθηκαν τὸ σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Μποροῦμε ὅμως νὰ ποῦμε μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι καὶ οἱ εἰκονομάχοι, [ἄλλωστε οἱ περισσότερες προτεσταντικὲς ὁμολογίες, πλὴν ἴσως τῶν Λουθηρανῶν καὶ κάποιων ἐκ τῆς Ἀγγλικανικῆς συνομοσπονδίας ἐκκλησιῶν, εἶναι σφόδρα εἰκονομαχικές], θὰ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ συμμετέχουν στὸ ΠΣΕ σήμερα καὶ νὰ ἀναδιατυπώνουν κείμενα μαζὶ μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδὴ πολλοὶ Προτεστάντες ποὺ συμμετέχουν δὲν ἀποδέχονται τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπως καὶ ἄλλες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, καὶ ἔχουν προσθέσει χειρότερες θεολογικὲς «καινοτομίες» στὸ ὀρθὸ δόγμα. Μπορεῖ οἱ εἰκονομάχοι νὰ ὀνομάζονται αἱρετικοί, ἀλλὰ τοὺς Προτεστάντες (ποὺ δὲν ἀποδέχονται τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἔχουν εἰσάγει χειρότερες καινοτομίες στὴν ὀρθὴ πίστη), ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης τοὺς ἀναγνωρίζει μὲ τὸ ἱστορικὸ ὄνομα τῆς «ἐκκλησίας», τοὺς ἀποκαλεῖ χωρισμένους ἀδελφοὺς καὶ συντάσσει μαζί τους θεολογικὰ κείμενα (γιὰ νὰ ἀλλάξουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἐκκλησιολογία). Γιατί στὸ κείμενο αὐτό, ὅπως γράφτηκε στὴν Κρήτη, ἔχουμε τὴν πλήρη ἀνατροπὴ τῆς ἐκκλησιολογίας καὶ τῆς θεολογίας ὅλων τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμα χειρότερα, τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Συν­όδου τῆς Κρήτης θεωρεῖται συνοδικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ἀκολουθοῦν. Μπορεῖ κανεὶς νὰ θέσει τὸ ἐρώτημα: Ἔχει αὐτὸ τὸ κείμενο τῆς Κρήτης συνέχεια μὲ τὴ θεολογία, τὴν ἐκκλησιολογία τῶν ἀρχαίων συνόδων ἢ εἶναι ἁπλῶς μία νέα θεολογία; Σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε.

 

  Ἐφόσον ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης ἀναφέρεται στὴ δήλωση τοῦ Τορόντο καὶ τὴν θεωρεῖ ὡς δικαιολογία γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὸ ΠΣΕ, πρέπει νὰ δοῦμε καὶ κάποιες διφορούμενες δηλώσεις, τὶς ὁποῖες ἔτσι κι ἀλλιῶς κάθε πιστὸς πρέπει νὰ γνωρίζει. Στὴν εἰσαγωγὴ γράφει: «Ἡ πρώτη συνέλευση στὸ Ἄμστερνταμ υἱοθέτησε τὴν ἀκόλουθη ἀπόφαση “γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς Συνόδου”».

 

  Τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν συγκροτήθηκε ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ ἀναγνωρίζουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτήρα. Ἔχουν βρεῖ τὴν ἑνότητά τους σ’ Αὐτόν. Δὲν χρειάστηκε νὰ δημιουργήσουν τὴν ἑνότητά τους: εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζουν ὅμως ὅτι εἶναι καθῆκον τους νὰ ἀναζητήσουν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἑνότητας στὸ ἔργο καὶ τὴ ζωή τους…».

 

  Οἱ Ἐκκλησίες ποὺ συμμετέχουν στὸ ΠΣΕ ἀναγνωρίζουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Σωτήρα. Αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ σωστό, ἀλλὰ τὸ κείμενο συνεχίζει. Αὐτοὶ (οἱ συμμετέχουσες ἐκκλησίες, συμπεριλαμβανομένων τῶν Ὀρθοδόξων) ἔχουν βρεῖ τὴν ἑνότητά τους σ’ Αὐτόν. Τί μπορεῖ νὰ σημαίνει στὴν πραγματικότητα μία τέτοια προβληματική, ἤ, ἂν πρέπει νὰ χρησιμοποιήσω τὴν ὁρολογία τους, ἑτερόδοξη (αἱρετικὴ) φράση; Μήπως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶχε τὴν Ἑνότητα μὲ τὸν Χριστό; Μήπως ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ χρειάστηκε νὰ ἱδρύσει τὸ ΠΣΕ, γιὰ νὰ τὴν ἀνακτήσει; Μὰ ἂν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ διατηρεῖ αὐτὴ τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα μαζί Του ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Ἐδῶ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι οἱ ἀρχαῖες σύνοδοι, ὅταν ἔκαναν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ καταδίκαζαν τοὺς αἱρετικοὺς (οἱ ὁποῖοι ἦταν πολυάριθμοι) καὶ πολλοὶ ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν τὸ θεωροῦσαν αὐτὸ ὡς ἀπώλεια τῆς ἑνότητας (ὅπως τὸ θεωρεῖ ἡ οἰκουμενικὴ θεολογία), ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπαναβεβαιώσουν τὴν ἑνότητα, τὴν ὁποία οἱ αἱρετικοὶ εἶχαν διαταράξει, τῆς Ἐκκλησίας στὴν πίστη. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀναθεμάτιζε τοὺς αἱρετικούς, δὲν ἔχανε τὴν ἑνότητά της μὲ τὸν Χριστό. Ἦταν ἑνωμένη μαζί Του. Οὔτε βέβαια θὰ τολμήσουμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι διαιροῦταν ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

 

  Ἀπὸ τὴν παράγραφο αὐτὴ παρατηροῦμε μία παράξενη νέα ἐκκλησιολογία (θὰ τὴ δοῦμε πιὸ καθαρὰ στὶς ἑπόμενες παραγράφους), ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι ὅλες οἱ ἱστορικὲς «ἐκκλησίες», συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ (δὲν ἔχουν χάσει) ἀπὸ τὴν  ἀρχικὴ γνήσια ἀποστολικὴ πίστη, σὲ μικρότερο ἢ μεγαλύτερο βαθμό, καὶ ἐπειδὴ εἶναι διαιρεμένες, καμιά τους δὲν ἀναγνωρίζεται ὅτι ἀποτελεῖ τὴν “ἀρχέγονη” Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (ἡ μόνη ποὺ θεωρεῖται ὅτι  δὲν μπορεῖ νὰ διαιρεθεῖ) θὰ πρέπει ἑπομένως νὰ ἀνακτήσουν τὴ χαμένη τους ἑνότητα μὲ τὴν  “Ἐκκλησία”.

 

  Οἱ διάφορες ἱστορικὲς «ἐκκλησίες» λέγεται ὅτι μετέχουν στὴν  “Ἐκκλησία” καὶ ἐπιδιώκουν νὰ βρεθοῦν σὲ μία σχέση κοινωνίας  μεταξύ τους, μὲ  ἀπώτερο σκοπὸ ἡ κάθε ἐκκλησία-μέλος τοῦ ΠΣΕ νὰ βοηθήσει τὴν ἄλλη στὴν καλύτερη καὶ βαθύτερη κατανόηση (ποὺ στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενικῆς θεολογίας χαρακτηρίζεται ὡς “ἐμπλουτισμός”)  στοιχείων ἐπὶ τῆς ἑκάστου πίστεως. Παράδειγμα ἀποτελεῖ   ἡ Β΄ Βατικανὴ σύνοδος, ὅπου ἔγινε παραδεκτὸ τὸ πῶς ἡ προτεσταντικὴ βιβλικὴ θεολογία, βοήθησε τὴν λατινικὴ θεολογία, ἢ ἀκόμη πῶς ἡ πατερικὴ θεολογία βοήθησε τὶς ἄλλες ἐκκλησίες, ἢ ἀκόμη πῶς ἡ θεολογία τοῦ πρωτείου ἀπὸ τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὴ σχέση μὲ τὴν λατινικὴ ἐκκλησία γίνεται ἀναγκαία στὴν «θεολογία» τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως μέσῳ τῶν διατυπώσεων τοῦ Ζηζιούλα. Μὲ λίγα λόγια, ἡ ὀρθόδοξη, ἡ λατινικὴ ἐκκλησία, καθὼς καὶ οἱ πολυάριθμες προτεσταντικὲς ἐκκλησίες “μετέχουν” στὴν Καθολικὴ ἐκκλησία καὶ πρέπει νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν κοινωνία μεταξύ τους (θεολογία τῆς κοινωνίας). Ἡ νέα οἰκουμενικὴ ἐκκλησιολογία τῆς χαμένης ἑνότητας, θεμελιώνεται στὴν ἑνιαία περσοναλιστικὴ θεώρηση, τόσο στὸ ἐπίπεδο τῆς τριαδολογίας, ὅσο καὶ τῆς “ἀντανάκλασης αὐτῆς” στὸ ἐπίπεδο τῆς κοινωνικῆς ἀνθρωπολογίας: ὅπως δηλαδὴ ἡ ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας συνίσταται σὲ μία ὑπαρξιστικοῦ χαρακτήρα διαπροσωπικὴ κοινωνία τῶν τριῶν θεαρχικῶν ὑποστάσεων, ποὺ ἔχουν ὡς Πρῶτο τὸν Πατέρα, ἀναλόγως, στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐκκλησίας, ποὺ θεωρεῖται ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν διαπροσωπικὴ κοινωνία ὑπὸ ἕνα Πρῶτο (τὸν ἐπίσκοπο).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: