Μία γνησία ορθόδοξη φωνή, η οποία ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας και εκφράζει τα διαχρονικά κριτήρια της Εκκλησίας του Χριστού επί της ανοικτής πληγής του ημερολογιακού ζητήματος, ηχούσα απολύτως επίκαιρη, αν και ηκούσθη το πρώτον προ 56 ετών!
ΤΟ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΟΝ
ΘΕΜΑ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ, ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟΝ[1]
Οτι πάντοτε, πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη». Αυτή ήτο πάντοτε η συντομωτέρα και προχειροτέρα απολογία, το ευαποδεκτότερον και μη επιδεχόμενον αντίρρησιν αποδεικτικόν της Εκκλησίας, περί της αληθείας και ορθοδοξίας της. Τούτο ήτο εκφραστικόν της αιωνίας καθολικότητος αυτής, βεβαιωτικόν της αποκλειστικότητος εν τη κατοχή της αρχήθεν και άνωθεν παραδοθείσης αληθείας, πιστοποιητικόν της σταθερότητος, της ευθύτητος, της εμμονής εν τη άνευ ρηγμάτων συνοχή της από Θεού αρξαμένης, εις Αυτόν αποβλεπούσης και εις Αυτόν αποληγούσης γραμμής, εν αντιθέσει προς τα σκολιά λοξοδρομήματα και τα πολυειδή «σχήματα», τα οποία η πολυποίκιλος ανθρωπίνη εμπάθεια εκάστοτε ενεφάνισεν. Εάν η αιωνία, η αδιάρρηκτος, η πλήρης ομοφροσύνη είναι αποδεικτικόν ορθοδοξίας, βεβαίως η άμοιρος ταύτης και κατά τρόπον μονομερή, περιστατικόν και βεβιασμένον εμφιλοχώρησις ετερογενών στοιχείων, είναι ευχερής διαπίστωσις λοξοδρομήσεως και όσοι άνευ κοινής πάντων συμφωνίας ενήργησαν, εκαινοτόμησαν ή «εδογμάτισαν», εξέφυγον από της ορθής γραμμής. Πολλάκις εν τω βίω της Εκκλησίας η παρασιτική σπορά και βλάστησις των υπό του «εχθρού» περεμβληθέντων ζιζανίων εστενοχώρησε και ελύπησε ταύτην επί πολύν ή ολίγον χρόνον, διότι, ως είπέ τις ευλαβής, ο διάβολος δεν ηδυνήθη να εμποδίση την επικράτησιν της Εκκλησίας, δύναται όμως να την διαιρή, δι’ υποδαυλίσεως της υπερηφανείας, των παθών και της κακίας των ορατών οργάνων του. Δεν ενέμειναν εις ό,τι πάντοτε, ό,τι πανταχού, ό,τι υπό πάντων επιστεύθη, οι εξ ιδίας «εμπνεύσεως» και ανθρωπίνων αιτιών και υπολογισμών και εμπαθών συλλογισμών ενεργήσαντες και εφευρόντες τας αιρέσεις, τα σχίσματα, τα διάφορα «σχήματα», τα νέα «δόγματα», τας διαιρέσεις, τας καινοτομίας και ό,τι εγέννησεν η ασεβής, πονηρά και υλόφρων καρδία των, που δεν ήτο δυνατόν να αντικαταστήσουν το ορθόν φρόνημα της Εκκλησίας και να μείνουν μόνιμος κατάστασις, έκαμον όμως πολύ κακόν και πολλούς εχώρισαν από τον Θεόν. Αν είχον την αγάπην, την θεοσέβειαν και την ταπείνωσιν να εμμείνουν εις ό,τι πάντοτε και πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη, δεν θα συνήντων καμμίαν δυσκολίαν εις το να διακρίνουν ποίον το Θεώ αρέσκον φρόνημα και η ψυχοσωτήριος πορεία κατά τα εκάστοτε γεννήματα του εγκεφάλου των περί «αιτημάτων της εποχής» και ουδεμίαν αμφιβολίαν θα είχον ότι πρωτεύει η εν Αγίω Πνεύματι κοινή πάντων συμφωνία, ως εχέγγυον ορθού φρονήματος και θεαρέστου ενεργείας. Όσοι, αδιαφορήσαντες δια το κοινόν φρόνημα και την αιωνίαν τάξιν της Εκκλησίας και, επικαλούμενοι «νέας καταστάσεις» και «απαιτήσεις της εποχής» - ωσάν η Εκκλησία να έπαυσέ ποτε να είναι στρατευομένη και πολεμούσα - , παρεισέβαλον αυθαιρέτως, αυτοβούλως και μονομερώς αλλαγάς και δογματισμούς, ουδέν άλλο κατώρθωσαν, ειμή να βλάψωσι την Εκκλησίαν και να καταθλίψωσιν επί πολύν ή ολίγον χρόνον τας ψυχάς των ευσεβών, δια τας οποίας ανέλαβον τρομεράν ευθύνην να τας σώσωσι και όχι να βασανίζωσι, μέχρις ού ο Θεός, κηδόμενος των τέκνων του, απέστελλε τον ευσεβή δούλόν του, ο οποίος έκαμνε την επανόρθωσιν· εκείνοι όμως δεν κατέλιπον εαυτοίς μνημόσυνον μακαριστόν.
Η επί γης Εκκλησία, ως στρατευομένη πάντοτε πολεμείται και δεν είναι ανεξήγητον το ν΄ αντιμετωπίζη πάντοτε την αντίδρασιν και την εχθρότητα του «κόσμου», διότι είναι μεν εν τω κόσμω, όμως, «το πολίτευμα αυτής εν ουρανοίς υπάρχει»· «εγώ εξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, λέγει ο Κύριος, διά τούτο μισεί υμάς ο κόσμος» (Ιωάν. ιε΄19), πολύ οδυνηρόν όμως και θλιβερόν όταν η επιβουλή και η βλάβη προέρχεται εκ των ένδον και καλώς ελέχθη ότι η Εκκλησία πολύ περισσότερον εθλίβη και εζημιώθη εκ των αιρέσεων και των σχισμάτων, παρά από τους ειδωλολάτρας και τους τυράννους. Του πνεύματος του «κόσμου τούτου», του οποίου «ο θέλων είναι φίλος, εχθρός του Θεού καθίσταται», εμπνεύσεις ήσαν αι εφευρέσεις των αιρέσεων και η δημιουργία παρασυναγωγών, αποτελεσμάτων ουχί κοινής συμφωνίας, αλλά συμφεροντολόγου στενότητος και ματαιοδοξίας. Υπό την έμπνευσιν του φιλοκόσμου πνεύματος γίνονται επ’ εσχάτων και κατά τρόπον που, αν δεν συνέβαινε, θα ήτο απίστευτον ότι θα εισέλθη ποτε εις την διάνοιαν χριστιανού, κινήσεις δι’ ένωσιν έξω της πίστεως και «αγάπην και ειρήνην» (!), αλλ’ άραγε εκείνην την οποίαν έδιδεν ο Χριστός εις τους μαθητάς του: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν»; (Ιωάν. ιδ΄ 27).
Ενώ γίνεται κατά τρόπον πρωτοφανή εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, τόσος ανούσιος πάταγος περί αγάπης και ενώσεως μετά υψαυχένων και «πλουσίων εν τω κόσμω τούτω» αιρετικών, οι οποίοι δεν παρέλειψαν ποτέ ευκαιρίαν να διακηρύξουν ότι δεν θέλουν να ελθουν εις την πίστιν, αλλά τουναντίον επιδιώκουν επανάληψιν του τεχνάσματος της κερκοτμηθείσης αλώπεκος, δεν επιδεικνύεται ευάρεστος τω Θεώ ζήλος και εν πόνω ψυχής ενδιαφέρον διά την εν τοις κόλποις αυτής της Ορθοδοξίας επαναφοράν της θεαρέστου εν πάσιν ενότητος, της των πάντων ομοφωνίας εν τη ευλαβεστέρα προς τον Θεόν αναφορά, τη θεία λατρεία, του εναργεστέρου δείγματος εκδηλώσεως αυτής της ενότητος! Τις αμφισβητεί ότι το κοσμικόν πνεύμα επρυτάνευσεν εν τη παρεισδύσει της θλιβεράς αυτής ασυμφωνίας εν τω σώματι της Εκκλησίας, ήτις ουδέν το ωφέλιμον επρόκειτο να προσπορίση εις αυτήν, αλλά πολλήν ζημίαν και την οποίαν οι ενεργήσαντες, παραβλέποντες το συμφέρον της Εκκλησίας και αδιαφορούντες διά την ευαρέστησιν του Θεού και την ωφέλειαν των ψυχών, απέβλεπον μόνον εις ματαιοδόξους σκοπιμότητας; Και μόνον αν ελαμβάνετο υπ’ όψιν και διηρευνάτο υπό ποίου ανθρώπου και συγκροτήματος και πώς έγινεν η παρείσφρησις της ασυμφωνίας ταύτης μεταξύ των Εκκλησιών και ποία ήσαν τα θέματα, των οποίων η μονομερής και ετσιθελική μετακίνησις του Εορτολογίου της Εκκλησίας ήτο το πρώτον, θα διεπιστούτο αν έγινεν αύτη κανονικώς και θεαρέστως και κατά τον εν αρχή όρον. Ο πάντολμος, ως εχαρακτηρίζετο και υπό ομοϊδεατών του, πρωτεργάτης της ενσφηνώσεως του ξένου τούτου σώματος Μελέτιος Μεταξάκης, δια τον οποίον οι μασώνοι δεν παραλείπουν ευκαιρίαν να διακηρύξουν ότι ήτο τοιούτος υψίστου βαθμού, αφού εξεδιώχθη υπό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δαμιανού δια την ανταρτικήν του πολιτείαν, ανερριχήθη αλληλοδιαδόχως εις τέσσαρας θρόνους (Κιτίου, Αθηνών, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας) επεχείρησε δε να καταλάβη και τον των Ιεροσολύμων δια να μολύνη και αυτόν με τας φιλοΰλους και εμπαθείς πρωτοφανείς καινοτομίας του. Αποτυχών τούτου, μετά μίαν εβδομάδα απέθανεν, αφού προηγουμένως, ως λέγεται, εξέστη φρενών, υψώνων δε τας χείρας σχετλιαστικώς και βρύχων τους οδόντας οίμωζε γοερώς, ότι διήρεσε την Ορθοδοξίαν και έβλαψε την Εκκλησίαν και εξέψυξε κακώς. Τον χαρκτηρισμόν της ανταρτικής νοοτροπίας του ανθρώπου τούτου, τον τρόπον σκέψεως και ενεργειών του απέδωσε το συντηρητικώτερον τότε θρησκευτικόν περιοδικόν της Ελλάδος «Η ΖΩΗ» (αρ. 1199) εν τη νεκρολογία του, εν η έλεγε περί αυτού, ότι οσάκις δεν είχεν άλλο πεδίον εργώδους δράσεως, έστρεφε την ορμήν του κατά των θεσμών της Εκκλησίας, δια να δίδη διέξοδον εις τας πιεζούσας αυτόν εσωτερικάς τάσεις του επαναστατικού χαρακτήρος του! Ενώ όλα τα άλλα Πατριαρχεία δεν τον ανεγνώριζον ως νόμιμον οικουμενικόν Πατριάρχην και αφ’ ετέρου άλλαι Εκκλησίαι τον απέτρεπον από τοιαύτας ενεργείας και μεταρρυθμίσεις, αυτός επιθυμών την δόξαν του Ηροστράτου, ήκουε μόνον τας εισηγήσεις των εντολοδόχων του σκοτεινών δυνάμεων, αδιαφορών αν σχίζη των χιτώνα της Μητρός του και την πομπεύη ενώπιον των ξένων. Δια να παρουσιάση και αντιπροσώπευσιν της Εκκλησίας, κατεσκεύασε δικτατορικώς εν συγκρότημα ανδρεικέλων, το οποίον ωνόμασε «Πανορθόδοξον Συνέδριον» ενώ ηδύνατο κάλλιστα να ονομασθή «αποστατικόν συνέδριον», όπως ωνομάσθη το υπό Ιωάννου Αντιοχείας συσταθέν κατά του Αγίου Κυρίλλου και της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το «πανορθόδοξον» τούτο συνέδριον απετελείτο από τέσσαρας (αρ. 4) αντιπροσώπους ισαρίθμων Εκκλησιών, μη προερχομένους όμως εξ αυτών των Εκκλησιών ας αντεπροσώπευον, αλλ΄ εκ των υποκειμένων εις τον ίδιον. Τα δε «σπουδαία» θέματα, τα οποία συνεζητήθησαν εις 4 συνεδριάσεις (8 Μαΐου – 11 Ιουνίου 1923) και επί των οποίων ελήφθησαν «αποφάσεις» («τας αποφάσεις του συνεδρίου τούτου, σύμφωνα με τα πρακτικά του, ενέκρινε μόνον…η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως»), ήσαν πλην της ανατροπής της εορτολογικής τάξεως της Ορθοδοξίας: Ο γάμος των κληρικών μετά την χειροτονίαν, ο γάμος των Αρχιερέων, η αποβολή του ράσου και η κουρά της κόμης των κληρικών, η κατάργησις ή αλλοίωσις των νηστειών κατά το δοκούν του Επισκόπου, η σύντμησις των Ιερών Ακολουθιών, η μετάθεσις των εν τη εβδομάδι συμπιπτουσών εορτών, ο ορισμός ωρισμένης ηλικίας δια την μοναχικήν κατάταξιν, η μείωσις των βαθμών συγγενείας δια τον γάμον, η αύξησις των λόγων και η απλούστευσις του διαζυγίου κλπ.
Τώρα, αν ούτως εφρόνει και ούτως ειργάζετό ποτε η Εκκλησία δια την δόξαν του Θεού και το συμφέρον των τέκνων της, ας κρίνη έκαστος. Και ας αναλογισθή ως ενώπιον του Θεού, αν ορθώς και ψυχωφελώς παρεισήχθη ο καρκίνος της ασυμφωνίας. Πολλάκις απηυθύνθη πρόκλησις προς όλους τους Δεσποτάδες, τους θεολόγους, οιουσδήποτε άλλους αρμοδίους να παρουσιάσουν χριστιανικά επιχειρήματα και αποδεικτικά ότι κανονικώς και θεαρέστως εγένετο αυτή η πράξις και ότι προέκυψεν οιαδήποτε ωφέλεια εις την Εκκλησίαν. Αντί άλλων επιχειρημάτων, δι΄ ών να πείσουν τον λαόν και αποδείξουν ότι εν ονόματι και δια την δόξαν του Θεού και δια την σωτηρίαν των πιστών ενήργησαν και ανέχονται την πρωτοφανή ασυμφωνίαν, προβάλλουν μόνον τα περί αστρονομικής ακριβείας. Δηλαδή, απαντούν εις πράγμα που δεν τους ηρώτησε κανείς. Και ελλείψει επιχειρημάτων χριστιανικών, προβάλλουν αιτιολογήματα που δεν είναι προς τιμήν των, διότι ούτε αυτοί τώρα ανεκάλυψαν τα περί ανακριβείας, ούτε, αν εγνώριζον στοιχεία αστρονομίας, θα υπέβαλλον ότι το νέον ημερολόγιον είναι ακριβές. Ας είχον το θάρρος να ομολογήσουν την επήρειαν του πνεύματος του κόσμου. Τα περί αστρονομίας τους υποτιμούν. Δεν εσκέπτετο έτσι η Εκκλησία. Και αυτός ο πραξικοπηματίας, σύμφωνα με τα πρακτικά του ως άνω συνεδρίου του, ωμολόγει ότι εκ της υπάρξεως ιδιαιτέρου εορτολογίου εν τη Ορθοδοξία όχι μόνον δυσκολία τις ή ζημία δεν προέκυπτεν, αλλά τουναντίον τούτο ήτο είς ιδιαίτερος ενωτικός δεσμός των Ορθοδόξων, διακρίνων αυτούς από των ποικίλων αιρέσεων. Εν τούτοις, δεν ωρρώδησε να προβή εις την διάσπασίν του, προβάλλων τούτο «ως πρώτον βήμα προς την ένωσιν (!) των Εκκλησιών».
Οι ευλαβέστατοι Μητροπολίται της Ελλάδος και της Κύπρου, των μόνων Εκκλησιών με συμπαγή ορθόδοξον λαόν, πού εξέφυγον από την εορτολογικήν τάξιν, ην εκράτει κατά τα 9/10 και πλέον, θα έπρεπε να ίδουν το ζήτημα από σκοπιάς Πανορθοδόξου και όχι μόνον ως αφορών εις τα στενά των όρια. Δεν πρόκειται περί θέματος διοικήσεως ή τοπικής σημασίας, αλλ΄ αφορώντος εις την όλην Ορθοδοξίαν. Και ποίος ο λόγος, δια τον οποίον πρέπει να συνεχίζεται η ύπαρξις της ασυμφωνίας; Και μόνον δια την ευλάβειαν προς την Μητέρα των Εκκλησιών, την Ιερουσαλήμ, δεν έπρεπε να ευρίσκωνται εν εορτολογική διαστάσει προς αυτήν και όταν εις τους Αγίους Τόπους εορτάζωνται αυτά τα κοσμοσωτήρια γεγονότα, να λέγουν άλλα. Ουδείς θεοφοβούμενος χριστιανός λέγει ότι καλώς υπάρχει η ασυμφωνία και δεν υπάρχει κανείς που να μη εύχεται από καρδίας, όπως «ο Θεός φωτίση» τους αρμοδίους και επανέλθη το κάλλος της εορτολογικής ενότητος. Εις πρόσφατον ταξίδιον από Ιερουσαλήμ μέχρι Λονδίνου, πόσον είδον διάχυτον εν ταις καρδίαις των ευλαβών την επιθυμίαν ταύτην και την λύπην δια την επίμονον άρνησιν των εξουσιαζόντων εις το να επαναφέουν την χαράν εις τας ψυχάς των και κάμουν το θέλημα του Θεού. Δεν μοι εδόθη ευκαιρία να προσεγγίσω Μητροπολίτας της Ελλαδικής Εκκλησίας. Εκ των της Κύπρου, τους οποίους συνήντησα και εις τους οποίους ετέθη το ερώτημα αν κανονικώς και θεαρέστως εισήχθη και συνεχίζεται η ασυμφωνία μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ουδείς απήντησε καταφατικώς, τουναντίον αδίστακτοι απαντήσεις είπον ΟΧΙ. Ουδόλως θ΄ αντιδράσουν, ως είπον, δια την επαναφοράν της εορτολογικής ενότητος, όμως….δεν λαμβάνουν την πρωτοβουλίαν, μόνον εύχονται να το κάμη πρώτη η Ελλάς.
[1] «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», Αρ. Φύλλου 87, Μάϊος 1968.
[2] Ο π. Παύλος ο Κύπριος υπήρξε συνασκητής (σπηλαιώτης) του μεγάλου συγχρόνου ασκητού και προσφάτως αγιοκαταταχθέντος υπό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων Οσίου Ιωάννου του Χοζεβίτου (+1960), του εκ Ρουμανίας καταγομένου, του οποίου το αδιάφθορο και ολόσωμο σκήνωμα φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Χοζεβά στα Ιεροσόλυμα. Επίσης, ο π. Παύλος, λόγιος μοναχός, συγγραφεύς, υμνογράφος, ψάλτης και αγιογράφος, ασκήθηκε στο Άγιον Όρος και τελευταίως στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αθικίων Κορινθίας, όπου και εκοιμήθη οσιακώς την 14η Αυγούστου του 1994 (+).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου