Translate

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

 

Οὐκρανία:
Ἡ "περίπτωση" τῆς τελικῆς δοκιμῆς
γιά τήν οἰκουμενιστική ἕνωση!


 

Χριστουγεννιάτικο συλλείτουργο Ορθοδόξων Ουκρανών και Γερμανών Προτεσταντών την περασμένη Κυριακή 25-12-2022 στην πόλη του Αμβούργου για την εορτή των Χριστουγέννων σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο (σημ. ημ.:παρότι στήν Οὐκρανία ακολουθείται το Ιουλιανό ημερολόγιο). Στο συλλείτουργο συμμετείχαν ο Ιερέας Jaroslaw Bogodist της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της διασποράς η οποία υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Προτεστάντης Πάστορας της Ευαγγελικής εκκλησίας της Γερμανίας Dr. Kord Schoeler. 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ "Ε-Σ": Εύστοχα έχει επισημανθεί ότι η Ουκρανία έχει επιλεγεί ως "περίπτωση" φανερής εφαρμογής της υφισταμένης κρυφής και σταδιακά φανερούμενης "εκκλησιαστικής" ένωσης του Φαναρίου ("Οικουμενικού Πατριαρχείου" Κωνσταντινουπόλεως) με τις αδελφές του (κατά την Απόφαση του Κολυμπαρίου) "Εκκλησίες". Ήδη έχουν συλλειτουργήσει φανερά (όχι απλά συμπροσευχηθεί) οι ορθόδοξοι (;) με Ουνίτες, Παπικούς και τώρα με Προτεστάντες.

Το ιλαροτραγικό είναι ότι μερικοί εφαρμόζοντας το "όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια", ισχυρίζονται ότι όποιος παύει, ή δεν έχει, κοινωνία με τον Κωνσταντινουπόλεως είναι εκτός Εκκλησίας! Ενώ, το ισχύον και προφανές είναι ότι, όποιος έχει κοινωνία μαζί του, αυτός, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, δεν (μπορεί να) ανήκει στην Εκκλησία του Χριστού!



Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

100 ἔτη «οἰκουμενικοῦ διαλόγου» καὶ δὲν ἔχει κἂν ἐπισημανθῆ

ἡ οὐσιαστικὴ δογματικὴ διαφορά!


Η ΣΥΜΒΟΛΗ
ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΑΡΚΩΣΙΝ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ



Ἡ Κυριακὴ τῶν Ἁγ. Προπατόρων δὲν εἶναι ἁπλῶς τιμὴ εἰς Δικαίους, ἀλλὰ ἐνδεικτικὴ τοῦ θεολογικοῦ χάσματος Ὀρθοδόξων – παπικῶν. Μέθοδος τοῦ διαλόγου ἔπρεπε νὰ ἦτο ἡ ἀμοιβαία
ἀποτίμησις τῶν λατρευτικῶν σχημάτων.

 

 

Γράφει ὁ π. Μάξιμος Λαυρεώτης, Πιτερχάους, Πανεπιστήμιον Κέμπριτζ

 

 

Τὰ προεόρτια τῶν Χριστοῦ Γεννῶν ἀποτελοῦν μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες ἐξελίξεις στὸ Ἀνατολικὸ Ὀρθόδοξο Λειτουργικὸ Τυπικό. Ἡ προέλευσή τους μπορεῖ νὰ ἀνιχνευθῆ στὴν Ἰουδαϊκὴ λατρεία τῶν προγόνων, ἕνα ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους ἱεροὺς θεσμοὺς τῶν ἀρχαίων Ἰσραηλιτῶν, ποὺ θεωροῦσαν τοὺς προγόνους τους ὡς διαιωνίζουσα ἐπέκταση τῆς συλλογικῆς ὀντότητος τοῦ Ἰσραήλ.

Ἔχοντας κληρονομήσει τέτοια παράδοση οἱ πρῶτοι Ἰουδαῖο- Χριστιανοὶ (1 Τιμ. 5: 4) ἦσαν σὲ θέση νὰ θεωρήσουν τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποκορύφωμα ἑνὸς μακρόπνοου καὶ μοναδικοῦ Θείου Σχεδίου, ποὺ δικαίωνε ἀπόλυτα τὴν παρουσία τοῦ Ἰσραὴλ μέσα στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔτσι ὁ ἑορτασμὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἔγινε στὴν οὐσία ἑορτασμὸς τοῦ γενεαλογικοῦ δέντρου τοῦ Χριστοῦ, γνωστοῦ ὡς Ρίζης τοῦ Ἰεσσαὶ (Ἡσ. 11: 1). Δύο Εὐαγγέλια γράφτηκαν μὲ αὐτή τὴν προοπτική, τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ Ματθαίου, βλέποντας τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος ὡς μετάθεση ἀπὸ τὸ γενεαλογικὸ δέντρο τοῦ πρώτου Ἀδὰμ σὲ ἐκεῖνο τοῦ Δεύτερου Ἀδὰμ (1 Κορ. 15: 47-49) καὶ ἀνοίγοντας ἔτσι τὸν δρόμο πρὸς λειτουργικὴ ὡριμότητα μιᾶς ἑορτῆς ἀφιερωμένης στοὺς Προπάτορες τοῦ Χριστοῦ, ὡς τοὺς πλέον καθοριστικοὺς παράγοντες τῆς Ἐνσαρκώσεώς Του.

Μόνη ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία διατήρησε ἄθικτο αὐτὸ τὸ πρωταρχικὸ δόγμα τῆς σωτηρίας μέχρι σήμερα καὶ ἔτσι οἱ Ἅγιοι Προπάτορες τοῦ Χριστοῦ κατεῖ­χαν πάντα ἐξέχουσα θέση μεταξὺ τῶν Ἁγίων – ὁ κύριος λόγος ἦταν ὄχι ἡ συγγένεια αἵματος μὲ τὸν Χριστὸ ὡς ἄνθρωπο, ἀλλὰ πρωτίστως ἡ Ταυτότης τους μὲ Ἐκεῖνον ὡς Θεὸν διὰ τῆς Θέας τῆς Ἀκτίστου Δόξης Του. Σωστὰ λοιπὸν ἀπεκλήθησαν Πατέρες τόσο τοῦ παλαιοῦ καὶ νέου Ἰσραὴλ κατὰ σάρκα (Ρωμ. 9: 4-5. 1 Κορ. 10: 1) ὅσο καὶ Προ­φῆτες (Ἰω. 1: 45) κατὰ Πνεῦμα, διὰ τοῦ Ὁποίου καὶ εἶδαν τὸν Χριστὸ πρὶν τὴν Ἐνσάρκωσή Του.

Ἐξ ἀρχῆς οἱ Χριστιανοὶ θεωροῦσαν τοὺς Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους ὡς θεμέλιους τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 2:20) καὶ τοὺς ἑαυτούς τους ὡς “συμπολίτας τῶν Ἁγίων” (2: 19) συνηθισμένοι καθὼς ἦσαν ἐξ αἰτίας τῶν Ἰουδαϊκῶν ριζῶν τους νὰ τιμοῦν “πνεύματα δικαίων τετελειωμένων” (Ἑβρ. 12: 23).

Ὑπάρχει μαρτυρία ὅτι ἡ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Προφητῶν, δηλαδὴ ὅλων τῶν δικαίων Ἀνδρῶν καὶ Γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Π.Δ.) ἐτελεῖτο πρὸ τῆς εἰκονομαχίας κατὰ τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Ἀλλὰ κατὰ τὸ ἔτος 842 μ.Χ. ἐντελῶς ἔνθεσμα οἱ Εἰκονόφιλοι ἐπέλεξαν εἰδικὰ αὐτὴν τὴν Κυριακὴ πρὸς παν­ηγυρισμὸ τῆς Ἀναστηλώσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καθὼς συνέδεαν στενώτατα τὴ Σωτήρια Θέα τοῦ Χριστοῦ πρὸ τῆς σαρκώσεώς Του ὑπὸ τῶν Προφητῶν μὲ τὴν σωτήρια θέα τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τῶν πιστῶν. Τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Α’ Νηστειῶν), γνωστῆς πλέον ὡς Κυριακῆς τῆς “Ὀρθοδοξίας, παρέμειναν αὐτούσια, ὅπως ἦσαν πρὶν τὸ 842, ὅταν ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ἦταν ἀκόμα Κυριακὴ τῶν Προφητῶν. Στὴν ἀρχὴ οἱ δύο ἑορτὲς συνεωρτάζοντο τὴν ἴδια ἡμέρα. Στὴν συνέχεια, ἡ ἑορτὴ τῶν Προφητῶν ὑπεχώρησε βαθμιαῖα χάριν τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀχράντου τοῦ Χριστοῦ Εἰκόνος καὶ ἐν τέλει μετατέθηκε. Ἡ μεγάλη λειτουργικὴ ἀναγέννηση ποὺ ἀκολούθησε κατὰ τοὺς ἑπόμενους τῆς εἰκονομαχίας αἰῶνες ἐπέφερε ἀναθεώρηση τῶν μεγάλων Ἑορτῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐγίνετο ὅλο καὶ πιὸ αἰσθητὴ ἡ ἀνάγκη νὰ ἑορτάζονται οἱ Προφῆται σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ Χριστούγεννα, καθὼς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ἔδινε ἔμφαση στὸν Γενάρχη τοῦ γενεαλογικοῦ δέντρου τοῦ Χριστοῦ Ἀβραάμ.

Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, ἐπισκόπου Λουγδούνου, ἤδη ἀπὸ τὸν δεύτερο αἰῶνα μ.Χ.:

Ἀλλὰ ὁ Υἱός, “φέρων πάντα” τὰ τοῦ Πατρός, “ἐργάζεται ἕως ἄρτι”, καὶ ἄνευ Υἱοῦ οὐδείς δύναται νὰ φθάσει εἰς γνῶσιν Θεοῦ. Διότι ὁ Υἱὸς εἶναι γνῶσις τοῦ Πατρὸς- ἀλλὰ ἡ γνῶσις τοῦ Υἱοῦ βρίσκεται μέσα στὸν Πατέρα καὶ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ διὰ τοῦ Υἱοῦ- καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος διεκήρυξε: “οὐδείς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰ μὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι”. Τὸ δὲ «ἀποκαλύψαι» δὲν ἀναφέρεται μόνον στὸ μέλλον, ὡσὰν ὁ Υἱὸς νὰ ἄρχισε νὰ φανερώνει τὸν Πατέρα μετὰ τὴν σάρκωσίν Του ἐκ τῆς Μαρίας, ἀλλὰ ἰσχύει ἀπόλυτα ἀνὰ τοὺς αἰῶνας. Διότι ὁ Υἱὸς ἐμφανιζόμενος ἐξ ἀρχῆς εἰς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Του ἀποκαλύπτει τὸν Πατέρα σὲ ὅλους· σὲ ὅσους θέλει, καὶ ὅποτε θέλει, καὶ καθὼς ὁ Πατὴρ θέλει. Ὁπότε, εἰς πάντας καὶ διὰ πάντων διήκει ἕνας Θεός, ὁ Πατήρ, καὶ ἕνας Λόγος καὶ Υἱός, καὶ ἕνα Πνεῦμα, καὶ μία σωτηρία γιὰ ὅλους ποὺ πιστεύουν εἰς Αὐτόν.

Ἑπομένως ὁ Ἀβραάμ, γνωρίζοντας τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Λόγου, τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὡμολόγησε Αὐτὸν Θεὸν καὶ ἔχοντας μάθει ἀπὸ τὴν ἐπαγγελία πρὸς αὐτὸν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ θὰ ἀναστραφεῖ μεταξὺ ἀνθρώπων, καὶ μέχρις ἐλεύσεώς Του οἱ ἀπόγονοί του θὰ ἔχουν φθάσει σὲ ἀριθμὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ἐπεθὺμησε νὰ ἰδεῖ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, ἔτσι ὥστε νὰ ἐναγκαλισθεῖ καὶ ὁ ἴδιος τὸν Χριστὸ- καὶ βλέποντάς την διὰ τοῦ πνεύματος τῆς προφητείας ἀγαλλίασε καὶ πανηγύρισε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Συμεὼν ἐπίσης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του. Ὁλοκλήρωσε τὴν ἀγαλλίαση τοῦ Πατριάρχου λέγοντας: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ- ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν· φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ”. Καὶ ὁ ἄγγελος μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εὐηγγελίσθη χαρὰ μεγάλη στοὺς ποιμένες ποὺ ξαγρυπνοῦσαν στοὺς ἀγρούς. Καὶ ἡ Μαριὰμ εἶπε: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον, καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου”. Αὕτη εἶναι ἡ ἀγαλλίασις τοῦ Ἀβραὰμ μεταβιβαζόμενη στοὺς ἀπογόνους ποὺ φύτρωσαν ἀπὸ αὐτόν, ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔβλεπαν, ἐβάσταζαν καὶ ἐπίστευαν τὸν Χριστὸ- ἀφετέρου, ἀντίστροφος ἀγαλλίασις ἐξεδηλοῦτο ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ κατευθυνόμενη πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ὅλους τούς ἀπογόνους ποὺ ἐπιθυμοῦ­σαν νὰ ἰδοῦν τὴν ἡμέραν τοῦ Χριστοῦ. Ὀρθότατα λοιπὸν ὁ Κύριος ἔδωσε μαρτυρία περὶ αὐτοῦ λέγοντας: “Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη».

Καὶ δὲν εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια γιὰ τὸν Ἀβραὰμ μόνον, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δείξει πώς ὅλοι ὅσοι εἶχαν γνωρίσει τὸν Θεὸ ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ κόσμου καὶ εἶχαν εὐαγγελισθεῖ προφητικῶς τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν δεχθεῖ αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ – ὁ ὁποῖος “ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις” ἔγινε ὁρατὸς καὶ παθητὸς καὶ μίλησε μὲ τοὺς ἀνθρώπους – ὅτι θὰ ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς λίθους τέκνα τῷ Ἀβραὰμ ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ ὅτι θὰ κάνει τὸ σπέρμα του σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ”, ὅπως ὁ Ἰωάννης Βαπτιστὴς λέγει: “ὅτι δύναται ὁ Θεὸς καὶ ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ.” Τώρα ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τὸ ἔπραξε αὐτὸ ἀποτραβώντας ὅλους ἐμᾶς ἀπὸ τὴν λατρεία τῶν λίθων, καὶ κάνοντάς μας νὰ ὑπερβοῦ­με στεῖρες καὶ ἄγονες φιλοσοφίες, καὶ ἐγκαθιστώντας μέσα μας τὴν πίστη τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως ὁ Παῦλος ἀπέδειξε, λέγοντας ὅτι εἴμαστε τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι”… (Ἔλεγχος καὶ Ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου Γνώσεως, βιβλίο Δ΄: 6-7).

Πολὺ ἀργότερα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν (13ος αἰώνας) κατάφερε ἡ ὑπόδουλη στοὺς Φράγκους Ἀνατολὴ νὰ ἐκφράσει τὶς θεολογικὲς ἀντιρρήσεις της στὴν Λατινικὴ Δύση.Αὐτὸ ἔλαβε χώρα ἔμμεσα ὑπὸ τὴν μορφὴ Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης, κύριος ἐμπνευστὴς τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε ὁ Μητροπολίτης Νικαίας καὶ οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γερμανὸς ὁ Νέος, ἀλλὰ καὶ ἄμεσα ὅταν ὁ τελευταῖος σὲ συνεργασία μὲ τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννη Βατάτζη (1222-1254) συγκάλεσε τὸ 1232 τὴν Σύνοδο τοῦ Νυμφαίου (μεταξὺ Σμύρνης καὶ Σάρδεων, ὅπου εἶχε μεταφερθῇ ἡ πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας), ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 1234 καὶ ἀπετέλεσε τὴν πρώτη ἀπόπειρα ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.

Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς γεννήθηκε στὸν Ἀνάπλου, προάστιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πιθανότατα μετὰ τὸ 1175, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὶς πρῶτες περὶ αὐτοῦ μαρτυρίες ἱστορικῶν ἦτο διάκονος τῆς Ἁγίας Σοφίας κατὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων (1204). Τὰ δυσάρεστα γεγονότα τὸν ὡδήγησαν στὴν Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πανευμόρφου στὴν περιοχὴ Ἀχυράνης, ὅπου ἔζησε ὡς μοναχὸς ἐπὶ 18 ἔτη μέχρι τῆς ἐπιλογῆς του ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Βατάτζη ὡς διαδόχου τοῦ ἀποθανόντος Πατριάρχου Μανουὴλ Σαραντηνοῦ. Ἡ περίοδος τῆς μοναχικῆς ἡσυχίας ὑπῆρξε ἀσφαλῶς ἡ γονιμότερη τῆς ζωῆς τοῦ Γερμανοῦ καὶ στὴν διάρκειά της κατάφερε νὰ μελετήσῃ συστηματικὰ τὴν Λατινικὴ λειτουργικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοση, ὅπως ἐτηρεῖτο ἀπὸ τὸν Λατινικὸ κλῆρο καὶ τοὺς εὐγενεῖς ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθῇ στὴν πρῴην Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία.

Συγκλονιστικὴ ἐντύπωση ἔκαναν στὸ Γερμανό, διακρινόμενο ἤδη γιὰ τὴν θεολογική του κατάρτιση καὶ τὴν ἁγιότητα βίου, θεμελιώδεις διαφορὲς στὸν Λειτουργικὸ χῶρο, καὶ κορυφαία μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ἡ ἀνακάλυψη τοῦ ὅτι οἱ Πατριάρχαι, Προφῆται καὶ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἐτιμῶντο ὡς Ἅγιοι, οὔτε ἐτελεῖτο ποτὲ ἡ μνήμη των.

Ἐξ ἴσου μεγάλη ἐντύπωση τοῦ ἔκαμε τὸ ὅτι τὰ  δό­γμα­τα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶχαν ἐντελῶς ξεχασθῇ καὶ ἐπικρατοῦσαν διδασκαλίες ἐντελῶς ἀντίθετες πρὸς αὐτὰ στὴν λατρεία καὶ τὴν θεολογία τῶν Λατίνων. Ἐπὶ πλέον τόσο ἡ βίαιη ἁρπαγὴ ἱερῶν λειψάνων ὅσο καὶ ἡ ἄρνησή των νὰ τιμοῦν αὐτὰ καὶ τὶς πολυπληθεῖς θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς κατ’ Ἀνατολὰς Χριστιανοσύνης διὰ προσκυνήσεως εἶχε κυριολεκτικὰ σκανδαλίσει τόσο τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς ὅσο καὶ τὸν θεολογικὰ καλλιεργημένο ἀνώτερο κλῆρο τῶν ὀρθοδόξων.

Ἡ Αὐγουστίνεια θεολογία ἦταν ἄγνωστη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν Ἀνατολὴ καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ φαντασθῇ ὅτι σύμφωνα μ’ αὐτὴν τὴν θεολογία ὅλοι ἀνεξαιρέτως ὅσοι ἔζησαν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦσαν ἀπωλεσμένοι ἁμαρτωλοί, λάφυρα τοῦ διαβόλου καὶ εὑρίσκοντο αὐτομάτως εἰς τὴν κόλαση μετὰ τὸν θάνατό τους. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μποροῦ­σε νὰ κάνῃ τίποτε γι’ αὐτοὺς ἔστω κι ἂν εἶχαν ζήσει ἐνάρετα, καθότι ἡ μόνη λύση ποὺ διέθετε πρὸς σωτηρίαν τους προϋπέθετε τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ προκειμένου νὰ ἰσχύσῃ. Παρὰ τὴν ἀντίθετη διδασκαλία τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία κάνει λόγο σαφέστατα γιά ἀναμάρτητους ἀνθρώπους πρὸ Χριστοῦ (Ρωμ. E΄: 14), ἡ προσαρμογὴ στὴν Αὐγουστίνεια πλάνη περὶ συλλογικῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ἐνοχῆς ὅλων τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, ὡδήγησε πολὺ νωρὶς τοὺς Λατίνους θεολόγους στὴν ἀπόρριψη τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατὰ πλήρη ἀντίφαση πρὸς τὴν πρῴιμη Χριστιανικὴ παράδοση. Σήμερα, κανεὶς δὲν φαίνεται νὰ ἀποδίδῃ ἰδιαίτερη σημασία στὶς τρομακτικὲς συνέπειες ποὺ ἡ ἀλλοίωση αὐτὴ συνεπάγεται, τόσο στὴν Χριστολογία ὅσο καὶ στὴν Ἀνθρωπολογία τῆς ἀρχαίας καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, οὔτε ἔχει μέχρι στιγμῆς τεθῆ τέτοιο θέμα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐνάρξεως τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων, πρὶν σχεδὸν ἑκατὸ χρόνια.

Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ διεῖδε αὐτὲς τὶς συνέπειες καὶ ἐνὴργησε πάνσοφα ἀπαντῶντας στὴν πρόκληση ὄχι μὲ ἀπ’ εὐθείας ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῶν Αὐγουστίνειων πλανῶν, ἀλλὰ μὲ λειτουργικὴ ἀναγέννηση τῆς ὀρθόδοξης λατρείας καὶ ἔντονη προβολὴ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος δι’ αὐτῆς, κατὰ τρόπο ποὺ ἐξέθετε τὴν ἀδυναμία τῶν Λατινικῶν θέσεων. Τὸ σημαντικώτερο ἐπίτευγμα τῆς πρωτοβουλίας τοῦ Γερμανοῦ ὑπῆρξε ἡ εἰσαγωγὴ Κυριακάτικων Ἑορτῶν, ἀφιερωμένων σὲ εἰδικὲς κατηγορίες Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι τόσο μὲ τὸν τρόπο βιοτῆς τους, ὅσο καὶ μὲ τὸ ἔργο τους συντέλεσαν ἀποφασιστικὰ στὴν ἀνάδειξη τῶν θεμελιωδῶν Ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.

Πρωτεύουσα θέση στὸν νέο κύκλο Ἑορτῶν ποὺ εἰσήγαγε, κατέχει ἡ Κυριακὴ τῶν Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοποθετημένη εὐστοχώτατα ὡς Προετοιμασία τῆς μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Τὸ συγκλονιστικῆς σημασίας περιεχόμενο αὐτῆς τῆς Προετοιμασίας γιὰ τὴν χριστιανικὴ αὐτοσυνειδησία φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὴν στενώτατη συνάρτησή της μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ν’ ἀποτελῇ τὴν πιὸ οὐσιώδη πλευρὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Σαρκώσεως. Μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς Ἑορτῆς τῶν Προπατόρων ὡς Κυριακάτικης Ἑορτῆς (ἀπὸ ἀκίνητη ἑορτὴ ποὺ ἦταν πρὶν), ἡ Προετοιμασία τῶν Χριστουγέννων ἀναδείχθηκε μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες ἐξελίξεις στὸ Ἀνατολικὸ Ὀρθόδοξο Λειτουργικὸ Τυπικό.

Ἡ μὴ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τοὺς Λατίνους κατακτητὲς τῆς Κωνσταντινούπολης ἔθετε ἐπὶ τάπητος γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸ ζήτημα τοῦ τρόπου σωτηρίας τοῦ κόσμου. Πιστοὶ στὴν ἀρχαία ὁλικὴ θεώρηση τῆς σωτηρίας οἱ Ἀνατολικοί, εἶχαν ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου (β΄ αἰών) ἀντιληφθῆ ὅτι ὡς ἄκτιστη προαιώνιος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ὄχι ἁπλῶς ἐνηργεῖτο ἀνέκαθεν χωρὶς κανένα κώλυμα, ἀλλὰ καὶ προηγεῖτο τῆς ἐν χρόνῳ δημιουργίας τοῦ κόσμου (Β΄ Τιμ. Α΄ 9). Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν «ἐσφαγμένος ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ἀποκ. ΙΓ΄ 8), αἰώνια «προεγνωσμένος» (Α΄ Πέτρ. Α΄18) καὶ ἀμετάκλητα ἀποφασισμένος νὰ θυσιασθῇ ὑπὲρ τῶν κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του πολλῶν ἀδελφῶν Του, ἡ ἐν Χριστῷ Σωτηρία τοῦ κόσμου εἶχε ὄχι ἁπλῶς συντελεσθῆ μὲ γενικὴ ἔννοια, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ μέρους πραγματωθῆ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐξ ἀπαρχῆς τῆς δημιουργίας εἶχαν δεχθῆ τὴν Ἄκτιστη Ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπὸ μορφὴν Θεοφανίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς πρωτόπλαστους.

Ἐπειδὴ ἡ Ἄκτιστη Ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος σὲ ὁποιοδήποτε λογικὸ κτίσμα ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ὕψιστη φανέρωση τῆς Ἀλήθειας περὶ Θεοῦ καὶ κόσμου ἀλλὰ καὶ θέωση τῶν δεχομένων τέτοια φανέρωση, ἦταν αὐτονόητο, ὄχι μόνο στοὺς πρώτους Χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅτι οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι ποὺ ἐθεώθησαν καὶ ἐσώθησαν ἐν Χριστῷ ἦσαν οἱ Πρωτόπλαστοι, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ ἐν Χριστῷ Σωτηρία ἦτο προαιωνίως ἐνεργός.

Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ἀναίρεσε μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ συγχρόνου του φιλοσόφου καὶ ἀπολογητοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ Τατιανοῦ, ὅτι δῆθεν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ σώσῃ εἰδικὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ἐπειδὴ ὑπῆρξαν πρωταίτιοι τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τὸ νὰ ἀποδώσῃ κανεὶς τέτοια πρωτοφανῆ ἀδυναμία στὸν Παντοδύναμο καὶ Ἄκτιστο Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόνισε ὁ Εἰρηναῖος, ἀποτελεῖ φρικτὴ βλασφημία, ποὺ θέτει σὲ ἀμφισβήτηση τὴν ἴδια τὴν δυνατότητα σωτηρίας κάθε ἀνθρώπου. Γιατὶ ἄν δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ θεραπεύσῃ τὸ σφάλμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ πρωτοεμφανίστηκε, δηλαδὴ στὸν Ἀδάμ, τότε ἡ ἐπὶ τῆς ἁμαρτίας νίκη Του θὰ ἦταν ἀμφίβολη, ὄχι ἀπόλυτη καὶ ἴσως δὲν θὰ ἐπαρκοῦσε νὰ ἄρῃ τὴν ἁμαρτία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος.

Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀντελήφθη ὀρθότατα ὅτι ἡ Λατινικὴ Σχολαστικὴ θεολογία εἶχε μία ἀπολύτως διαφορετικὴ ἄποψη περὶ Θείας Ἀποκαλύψεως ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ θεολογία καὶ -ἀναπόφευκτα- ἀπολύτως διαφορετικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.

Γιὰ τὴν Ἀνατολικὴ θεολογία μὲ ἀδιάλειπτη συνέπεια ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων μέχρι τον 15ο αἰῶνα, μόνη ἡ Ἄκτιστη Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο συνιστᾷ πλήρως τὴν ἐν Χριστῷ Ἄκτιστη Σωτηρία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν μεροληπτεῖ, οὔτε διαβαθμίζει καθ’ οἱονδήποτε τρόπο τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ Του ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, οὕτως ὥστε νὰ μπορῆ νὰ γίνῃ λόγος περὶ ἀνωτέρων καὶ κατωτέρων ἀποκαλύψεών Του ἢ περὶ βαθμῶν προδευτικῆς Του ἀποκαλύψεως. Ἐντελῶς ἀντίθετα ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι Ἄκτιστη καὶ ὄντως Ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ Του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαφέρῃ σὲ βαθμό, ἔνταση, σημασία, ποιότητα καὶ ἀποτέλεσμα ἀνάλογα μὲ τοὺς δέκτες καὶ τὶς ἐποχές, ἀλλὰ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ἡ Αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» καθιστάμενη δυνατὴ μόνον «δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς τῆς Βίβλου ἀδυνατεῖ νὰ ἀποκαλύψῃ Ἑαυτὸν μὴ Τριαδικῶς ἢ κτιστῶς, διότι μία τέτοια «ἀποκάλυψη» θὰ ἀποτελοῦ­σε ψεῦδος καὶ ἀπάτη τῶν δεχομένων αὐτήν. Ἑπομένως ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει Ἑαυτὸν ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι σήμερα μόνον ὡς Τριάδα Ἄκτιστον, Ὁμοούσιον καὶ Ἀχώριστον (ἀχώριστον ὄχι ἁπλῶς κατὰ τὶς Ὑποστάσεις, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν μοναδικότητα ἑκάστης Ἐνεργείας Του ἐπὶ τοῦ κτιστοῦ κοσμοῦ).

Οἱ συνέπειες μιᾶς τέτοιας ἀπολύτως συγκεκριμένης καὶ ἀναλλοιώτου Ἀποκαλύψεως, κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων, εἶναι συγκλονιστικὲς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καθότι συνιστοῦν τὴν Σωτηρία της, ὅπως ἀκριβῶς τὴν περιέγραψε ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος: Ἡ Ἁγία Τριάς ἐμφανίσθηκε ἀπαρχῆς, ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμφανίζεται καὶ θὰ ἐμφανίζεται μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, «σὲ ὅσους θέλει καὶ ὅποτε θέλει καὶ καθὼς θέλει». Δέν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀέναο αὐτὴ Ἀποκάλυψη τῆς Τριάδος στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία ὅτι ὅλοι οἱ δέκτες Τριαδικῆς Ἀποκαλύψεως ὅχι ἁπλῶς ἐσώθησαν ἀπὸ ἐνδεχόμενη «ἀπώλεια» ἀλλὰ καὶ ἐθεώθησαν ἐν Χριστῷ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅπως ὁ Ἀσιάτης Ἰὼβ ὁ Πολύαθλος, ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο σπέρμα Ἀβραάμ, εἶναι ὅμως Μέγας Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Εἶναι, ἑπομένως, ἐσφαλμένη ἡ κρατοῦσα ἄποψη μεταξὺ μοντέρνων θεολόγων ὅλων τῶν Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, ὅτι δῆθεν ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ ἀποτελεῖ ἁπλὸ «ἱστορικὸ» γεγονός, ὑψίστη δῆθεν ἔκφραση τοῦ ὁποίου εἶναι μόνη ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάθε ἱστορικὸ γεγονὸς εἶναι κατ’ ἀνάγκην πεπερασμένο, ἀφοῦ μόνον ἐὰν συμβῇ σὲ συγκεκριμένο χῶρο καὶ χρόνο μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ κατ’ ἀκρίβεια «ἱστορικὸ», πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπόκειται στοὺς φυσικοὺς νόμους τῆς γενικῆς θεωρίας τῆς σχετικότητος, ὅπως τοὺς διατύπωσε ὁ Einstein. Ἐπειδὴ ὁ Ἄκτιστος Θεὸς δὲν ὑπόκειται σὲ φυσικοὺς νόμους, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποβληθῇ στοὺς περιορισμοὺς τοῦ χωροχρόνου, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ Του πρὸς ὅσους ὑπόκεινται σὲ τέτοιους νόμους, ἂν καὶ φαίνεται ὡς «ἱστορικὸ» γεγονός, ἀποτελεῖ ὄντως ὑπεριστορικὴ πραγματικότητα, διότι ὑπέρκειται τῶν νόμων ποὺ διέπουν τὸν χωροχρόνο. Τὸ Μυστήριο ποὺ συντελεῖται κάθε φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς αὐτοαποκαλύπτεται εἶναι πρωτίστως ἔξοδος ἐκείνων ποὺ Τὸν βλέπουν ἀπὸ τὴν Ἱστορία, καὶ μέσῳ αὐτῶν (ἐμμέσως) εἶναι καὶ εἴσοδος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία. Οἱ κτιστοὶ δέκτες Ἀκτίστου Ἀποκαλύψεως ὑπερβαίνουν ὅλους τοὺς νόμους τοῦ χωροχρόνου γινόμενοι Ἄκτιστοι καὶ Ἄναρχοι κατὰ χάριν, διότι μόνον ἔτσι εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Ἄκτιστο καὶ νὰ γίνουν δέκτες τῆς Ἀποκαλύψεώς Του. Ἐν ὅσῳ Αὐτὸς ποὺ ἀποκαλύπτει Ἑαυτὸν παραμένει «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ὑπεριστορικὰ «γεγονότα» Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἑαυτοῦ Του σὲ ἀνθρώπους ἔχει ἀπολύτως τὴν ἴδια βαρύτητα καὶ σημασία. Δὲν ὑπάρχει, δηλαδὴ, πρόοδος ἀπὸ κατώτερες πρὸς ἀνώτερες Ἀποκαλύψεις μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀφοῦ ὁ αὐτοαποκαλυπτόμενος Θεὸς δὲν βελτιώνει τὸν Ἑαυτό Του ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, οὔτε εἶναι δυνατὸν ποτὲ ὁ Τέλειος νὰ γίνῃ τελειώτερος… Εἰδικώτατα ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Ἀκτίστου Θεοῦ δὲν εἶναι κἂν Θεία Ἀποκάλυψη -καθὼς ὀρθότατα ἐτόνισε ὁ συγγραφέας τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων-ἀφοῦ ἡ Θεία Φύση τοῦ Σαρκωθέντος παραμένει «κρύφιος καὶ ἐν τῇ ἐκφάνσει» (P.G.3:1069), δηλαδὴ οὐδόλως ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνον «σὲ ὅσους θέλει καὶ ὅποτε θέλει καὶ καθὼς θέλει» καὶ μόνη ἡ ἀδιαίρετα ἑνωμένη μαζί Της ἀνθρώπινη Φύση ὑποβάλλεται ἑκουσίως μέχρι θανάτου Της στοὺς νόμους τοῦ χωροχρόνου…

Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς πρέπει νὰ συγκλονίσθηκε βαθύτατα διαπιστώνοντας τὴν κολοσσιαία αὐτὴ διαφορὰ μεταξὺ Ἀνατολικοῦ καὶ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ σημαίνει ἀπόλυτα διαφορετικὴ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ μεταξὺ τῶν δύο πλευρῶν. Βασιζόμενος στὴν ἀπ’ ἀρχῆς ἀταλάντευτη Πίστη τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας περὶ Ἀποκαλύψεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὀρθότατα προχώρησε στὴν ἀνύψωση τῆς Ἑορτῆς τῶν Προπατόρων σὲ μείζονα Ἑορτὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἐπρόκειτο κἂν περὶ καινοτομίας ἤ ἀλλαγῆς σὲ ἔμφαση, ἀφοῦ ἡ Ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Προφητῶν ἦταν ἀνέκαθεν Κυριακάτικη καὶ ἐξέφραζε ἐξ ἀρχῆς τὴν Ὀρθοδοξία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως (ἑορταζόμενη στὴν Ρώμη μέχρι τὸν 11ο αἰῶνα) ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως.

Τὸ ὅτι διαφέρουν δύο ἐκκλησίες τόσο ριζικὰ καὶ ἀπόλυτα σὲ ἕνα τόσο θεμελιῶδες ζήτημα, ὅσο ἡ ἐν Χριστῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπὸ Ἀδὰμ ἀρξάμενη Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐπιτρέπει σὲ κάθε σοβαρὸ μελετητὴ τῆς Ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ ὁμιλῇ περὶ δύο ἐντελῶς διαφορετικῶν θρησκειῶν. Τὸ νὰ μὴ ἔχουν κάνει, ὅμως, ἀπολύτως καμμία πρόοδο ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀρχομένου τοῦ 21ου Χριστιανικοῦ αἰῶνος, ἀποδεικνύει περίτρανα καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀστοχία τῶν θεμάτων συζητήσεως ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε θεολογικῶν διαλόγων καὶ τὴν φαντασιακὴ δόμησή τους ἐπὶ θεολογικῶς ἀνύπαρκτων ζητημάτων, ὅπως π.χ. ἡ σχέσις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν πρὸς τὴν … «παγκόσμιο» ἐκκλησία!!!

Γιά τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἡ ἐν Ἀκτίστῳ Δόξῃ Ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς τὸν μοναδικὸ σταθερὸ καὶ μόνιμο τρόπο Θείας Ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ καὶ τὴν μοναδικὴ δυνατότητα ἀληθινῆς Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ πραγματικῆς καὶ αἰωνίου Ἑνώσεώς του μὲ τὴν Ἄκτιστο Τριάδα.

Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη ἤδη ἡ Σωτηρία ἦταν πραγματικὴ Ἕνωση μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν Ἄκτιστη Δόξα ἡ Βασιλεία Του, οἱ κατὰ διαφόρους καιροὺς διὰ Χριστοῦ εἰσελθόντες Προφῆτες καὶ Δίκαιοι τῆς πρὸ Χριστοῦ περιόδου ἀπολάμβαναν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὴν ἴδια ἀκριβῶς Σωτηρία καὶ θέωση μὲ ὅλους τοὺς μετὰ Χριστὸν Ἁγίους. Ἡ ἀδικία τοῦ ἐπισυμβάντος ἐν τῷ μεταξὺ σωματικοῦ θανάτου σὲ τέτοιους Ἁγίους καταργήθηκε αὐτόματα μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ὅλοι οἱ κατὰ ψυχὴν ἤδη ἑνωμένοι μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ Προπάτορες ἀπέκτησαν αὐτοδικαίως ἄφθαρτο σῶμα «καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» (Ματθ. 27: 57).

Ἡ Ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίζει τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν συναναστηθέντων σωματικῶς μετὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Θὰ ἦταν παράλογο γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴ τιμοῦν ὡς Ἁγίους ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἤδη ἀναστηθῆ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ παραμένουν αἰωνίως ἑνωμένοι μὲ τὸ Ἄφθαρτο Σῶμα Του ἐν Δόξῃ.

Ἐντελῶς ἀντίθετη πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ εἶναι ἡ Αὐγουστίνεια θεώρηση τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως. Κατὰ τὸν Αὐγουστῖνο ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν εἶναι σὲ θέση, ἀκόμη κι ἂν ἤθελε, νὰ ἀποκαλύψῃ ἀκτίστως καὶ ἀμέσως (χωρὶς μέσα καὶ κτιστὰ ἐνδιάμεσα τεχνάσματα) τὸν Ἑαυτό Του στοὺς ἀνθρώπους, διότι ἔτσι θὰ ἔθετε σὲ ἄμεσο κίνδυνο τὴν ἴδια τὴν ὑπερβατικότητά Του! Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὴν Πλατωνικὴ καὶ Νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Φίλωνα, τοὺς Χριστιανοὺς δυαλιστὲς καὶ τοὺς Ἀρειανοὺς θεολόγους, ἔτσι καὶ στὴν Αὐγουστίνεια σκέψη ἡ ὑπερβατικότητα, ἀμεθεκτότητα καὶ ἀορατότητα ἀποτελοῦν τὶς κύριες ἰδιότητες τῆς Θείας Φύσεως χάρις στὶς ὁποῖες καὶ διατηρεῖται ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος ὁ Θεός. Ἂν μποροῦσε νὰ τροποποιήσῃ αὐτὲς τὶς ἰδιότητές Του, ὥστε νὰ γίνῃ κατὰ κάποιο τρόπο ἔστω καὶ ἔμμεσα μεθεκτὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ἔπαυε αὐτομάτως νὰ εἶναι Θεός, ἀφοῦ ἔτσι θὰ ἀλλοίωνε τὴν ἴδια τὴν Θεότητά Του καταργῶντας τρόπον τινα τὸν Ἑαυτό Του. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ αὐτὸ ἀποκλείεται νὰ συμβῇ ποτὲ στὸν Θεό, ἀφοῦ ἡ Φύσις Του παραμένει ἀπολύτως ἀμετάβλητη, ἀμέθεκτη, ὑπερβατικὴ καὶ «ὑπερεξηρημένη» πάντων τῶν κτισμάτων, ὁ Αὐγουστῖνος ἦταν πεπεισμένος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνίκανος νὰ ἐπικοινωνήσῃ καθ’ οἱονδήποτε ἄμεσο τρόπο (χωρὶς μέσα καὶ κτιστὰ ἐνδιάμεσα τεχνάσματα) μὲ τὰ κτίσματά Του. Μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνῇ μόνο ἔμμεσα μὲ τὰ κτίσματα κάνοντας χρήση διαφόρων κτιστῶν μέσων, τὰ ὁποῖα Τοῦ χρησιμεύουν τρόπον τινά σὰν μάσκες πίσω ἀπὸ τὶς ὁποῖες προστατεύεται ἡ ἀπόλυτη ὑπερβατικότητά Του. Ἔτσι, προκειμένου νὰ «διαβιβάσῃ» τὰ κατ’ ἀνάγκην κτιστὰ μηνύματά Του, ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε σὰν μάσκες ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ ὁρατὰ καὶ αἰσθητὰ «κτίσματα» ποὺ ἔβλεπαν ὅλοι οἱ Προφῆτες καὶ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κάθε φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς ἐπικοινωνοῦσε μαζί τους, δηλαδή τὴν καιομένη βάτο, τὸν γνόφο, τὴν νεφέλη, τὸν στῦλο πυρός, τὴν λεπτὴ αὔρα, τὸν σεισμό, τὶς σάλπιγγες καὶ προπαντὸς τὸν κτιστὸ Ἄγγελό Του, ἕνα λαμπερὸ ἀνθρώπινο ὁμοίωμα, ποὺ ἐκφωνοῦσε σὰν μαγνητόφωνο τὶς ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγματά Του στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν χωροῦσε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία γιὰ τὸν Αὐγουστῖνο ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κατασκευάζῃ τέτοια ἐντυπωσιακὰ προσωπεῖα κάθε φορὰ ποὺ θεωροῦσε ἀπαραίτητο νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ ἀνθρώπους. Ὅταν τέλειωνε κάθε τέτοια ἐπικοινωνία Του κατέστρεφε ἀμέσως τὰ ὀπτικοακουστικὰ «μέσα» ποὺ χρησιμοποίησε, ἀφοῦ δὲν Τοῦ χρησίμευαν πλέον σὲ τίποτε, οὔτε ἦταν ἀνάγκη νὰ χρησιμοποιῇ διαρκῶς τὰ ἴδια ἀκριβῶς «μέσα» σὲ κάθε νέα ἐπικοινωνία Του, ἀφοῦ μποροῦσε νὰ δημιουργῇ διαρκῶς καινούργια καὶ πρωτότυπα μέσα γιὰ καινούργιες καὶ διαφορετικὲς ἐπικοινωνίες Του μὲ διαφορετικὰ κτίσματά Του. Ἐνόμιζε, ἔτσι, ὁ Αὐγουστῖνος ὅτι ἔλυσε τὸ πρόβλημα τῶν Θεοφανίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διασφαλίζοντας ἀπόλυτα τὴν ἀτρεψία καὶ ὑπερβατικότητα τῆς Θείας Φύσεως. Στὴν πραγματικότητα εἶχε ἁπλῶς ἀπαγορεύσει στὸν Θεὸ, γιὰ λόγους φιλοσοφικῆς δεοντολογίας, κάθε δικαίωμα νὰ ἐμφανίζῃ ἀκτίστως καὶ ἀμέσως Ἑαυτὸν «σὲ ὅσους θέλει καὶ ὅποτε θέλει καὶ καθὼς θέλει»…

Ἡ Αὐγουστίνεια θεώρηση τῆς Θείας ὑπερβατικότητος νοηματοδοτοῦσε μία ἀκόμη παραλλαγὴ Ἀρειανικοῦ ρασιοναλισμοῦ ποὺ θὰ θύμιζε ἔντονα Εὐνόμιο στοὺς Ἀνατολικοὺς θεολόγους, ἂν θὰ εἶχαν ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐνημερωθοῦν περὶ αὐτῆς. Ἀλλὰ δὲν εἶχαν ποτὲ τέτοια εὐκαιρία μέχρι τὸν 14ο αἰῶνα, ὁπότε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Αὐγουστινιανὸς Μοναχὸς Βαρλαὰμ ἀπὸ τὴν Καλαβρία τοὺς ἐνημέρωσε πλήρως καὶ ἐπακριβῶς ὅτι ὅλες οἱ δῆθεν Θεοφάνιες τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ τῆς Βίβλου, ὡς ὁρατὰ καὶ αἰσθητὰ φαινόμενα τῆς κτίσεως, ἦσαν «χείρῳ νοήσεως» καὶ ἐλαχίστης χρονικῆς διάρκειας καὶ γι’ αὐτὸ ἀνάξια λόγου, ὡς μὴ θεοπρεπῆ…

Μὲ τὰ Ἀντιαρειανικὰ κριτήρια τῶν πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ «ἐνημέρωση» αὐτὴ ἐσήμαινε γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς θεολόγους ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ δὲν εἶχε ἀνέκαθεν ἕνα καὶ μόνο κτιστὸ υἱό, ὅπως ἐσφαλμένως πρέσβευε ὁ Ἄρειος, ἀλλὰ πολλοὺς καὶ διαφορετικοὺς κατὰ καιρούς, τοὺς ὁποίους ἀνέκαθεν δημιουργοῦσε καὶ ἀνέκαθεν κατέστρεφε ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ πρῶτα ὡς Ἄγγελοί Του ἐκπλήρωναν τὴν βραχύβια ἀποστολή τους καὶ μετέφεραν κάποιο Πατρικὸ μήνυμα στοὺς ἀνθρώπους. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν λογικὴ δὲν ἦταν καθόλου σίγουρο γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς ἂν ὁ τελευταῖος ἐξ αὐτῶν τῶν κτιστῶν ἀγγέλων, ὁ ἀποσταλεὶς σὲ συγκεκριμένο χρόνο ὡς ἄνθρωπος καὶ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς, ὑπάρχει ἀκόμη, ἔστω καὶ ὡς κτίσμα, μετὰ τὴν λήξη τῆς ἀποστολῆς του… Ἐπὶ πλέον ἡ Σωτηρία, ἡ Ἁγιότης, ἡ Θέωση, ἡ Ἕνωση μὲ τὴν Ἄκτιστη Τριάδα, ὁ συνδιαιωνισμὸς μετ’ Αὐτῆς, ἡ Ἀφθαρσία καὶ ἡ Ἀθανασία ὡς ἀποτελέσματα κτιστῶν θεατρικῶν ἐμφανίσεων ὑπῆρξαν καὶ αὐτὰ κτίσματα βραχύβια, ἀνίκανα νὰ διαρκέσουν ἐπὶ πολὺ ἢ νὰ καταστήσουν τοὺς δέκτες τους Xάριτι Ἄναρχους καὶ Ἀτελεύτητους…

Ἡ μεγάλη ἔμφαση ποὺ ἔδωσε ὁ Γερμανὸς στὴν κατηγορία τῶν Θεοπτῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπιτρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι εἶχε διαπιστώσει πόσο ἀσήμαντοι εἶχαν καταστῆ στὴ Δυτικὴ Σχολαστικὴ ἀντίληψη. Ἐπειδὴ οἱ Λατῖνοι θεολόγοι δέχτηκαν τὴν Αὐγουστίνεια δοξασία περὶ συνεχοῦς καὶ ἐσαεὶ βελτιούμενης κτιστῆς θείας ἀποκαλύψεως καὶ μάλιστα ὑπὸ μορφὴ ἀτομικῆς νοήσεως, δηλαδὴ κτιστῶν ἐγκεφαλικῶν συλλήψεων καὶ ἐννοιῶν, κατὰ τρόπον ὥστε κάθε νεώτερη ἐγκεφαλικὴ «ἀποκάλυψη» νὰ συνιστᾶ βαθύτερη διείσδυση τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ (credo ut intelligam), ἡ σημασία τῶν Θεοπτῶν Προπατόρων κατέστη μηδαμινὴ κατ’ αὐτούς, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶχαν δεχθῆ χρονικῶς παλαιότερες καὶ κατ’ ἀνάγκην ποιοτικὰ κατώτερες κτιστὲς «ἀποκαλύψεις» περὶ Θεοῦ καὶ τῶν θείων. Ὁ Γερμανός, ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη, ὡς «χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ» Ἄκτιστη καὶ ἀναλλοίωτη Ἀποκάλυψη Θεοῦ, μόνο σὲ κεκαθαρμένες καὶ πεφωτισμένες καρδιὲς ἀνθρώπων μπορεῖ γόνιμα νὰ ἐναποτεθῇ καὶ ἐκεῖθεν ἀλαθήτως νὰ ἐκφρασθῇ, ἀπέδειξε ἀντὶ τῆς διάνοιας τὴν λατρεύουσα Σύναξη τῶν Πιστῶν ζῶντα «Ναὸν Θεοῦ» (Β΄ Κορ. ΣΤ΄ 16) ὡς διαρκῆ δέκτη Ἀκτίστου Θείας Ἀποκαλύψεως καὶ παραγωγὸ ἐπὶ μέρους δεκτῶν τέτοιας Ἀποκαλύψεως, δηλαδὴ Ἀσκητῶν, Προφητῶν, Μαρτύρων καὶ Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι οἱ μόνοι ἀλάθητοι ὁδηγοὶ Σωτηρίας λόγῳ τῆς κατὰ χάριν ἀπολύτου ταυτότητός των μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό…

Ὁ Γερμανὸς εἰσήγαγε, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοποθετῶντας την εὐστοχώτατα μέσα στὸν Πασχάλιο κύκλο τρεῖς μέρες μετὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως. Προφανῶς διέκρινε τὸν ἔντονα Ἀρειανίζοντα χαρακτῆρα ποὺ ἔφερε ὁ Λατινικὸς Χριστὸς καὶ τὴν ἔντονη διάκρισή Του ἀπὸ τὸν Ἄκτιστο Πατέρα, ὁ ὁποῖος ἀποκλειστικῶς ἀποκαλεῖται Θεὸς στὴν Λατινικὴ Λατρεία. Πιθανώτατα, ἐπίσης, θὰ εἶχε καταφέρει νὰ ἐνημερωθῇ γιὰ τὰ νέα δόγματα ποὺ διεκήρυξε ἡ Δ΄ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ ποὺ συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰννοκέντιο Γ΄ τὸ 1215 σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν θεία Εὐχαριστία ἁπλῶς ἐπιστρέφει σὲ μᾶς ὅ,τι δανείσθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα Του πρὸς χάριν μας: «ut…accipiamus ipsi de suo, quod accepit ipse de nostro».

Αὐτὴ ἡ διαπίστωση ὡδήγησε τὸν Γερμανὸ στὴν σύσταση τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (μεταξὺ 11 καὶ 18 Ἰουλίου), ἀφοῦ ἡ ἀπόλυτη διαίρεση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦσε σαφέστατη ἔνδειξη Νεστοριανισμοῦ. Τὸ ὅτι δὲν εἶχε παρεξηγήσει ὁ Γερμανὸς τὴν Λατινικὴ θεολογία ἀποδείχθηκε περίτρανα ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του, ὅταν ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης διεκήρυξε στὴν Summa Theologiae ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «Sapientia genita et creata» (Σοφία γεννημένη καὶ δημιουργημένη) (Ι, 41: 3 ad. 4) καὶ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του ἀπέκτησε ἐπίσης «potestatem excellentiae» (δύναμη τῆς ὑπεροχῆς) (ΙΙΙ, q. 64.a.4). Ἐξ αἰτίας τῶν δύο αὐτῶν θέσεων ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας εἶχε καταδικάσει τὸν Ἄρειο. Ἐξ αἰτίας τῆς δευτέρας θέσεως ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος εἶχε καταδικάσει τὸν Νεστόριο καὶ ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 553 τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας.

Τέλος, ὁ Γερμανὸς εἰσήγαγε καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787) μεταξὺ 11 καὶ 18 Ὀκτωβρίου, γιατὶ ἡ ἄρνηση προσκύνησης τῶν εἰκόνων ἐκ μέρους τῶν Σταυροφόρων εἶχε συγκλονίσει τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς.

Οἱ προσθῆκες ὅλων αὐτῶν τῶν Κυριακάτικων ἑορτῶν ἔλαβαν χώρα προφανῶς μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Συνόδου τοῦ Νυμφαίου τὸ 1234, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀπόπειρα συνεννοήσεως τῶν δύο ἐκκλησιῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ σχίσματος. Τὰ κύρια θέματα ποὺ συνεζήτησε ὁ Γερμανὸς καὶ οἱ θεολόγοι συνεργάται του μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πάπα Γρηγορίου Θ΄, παρουσίᾳ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Βατάτζη, ἦσαν τὸ Φιλιόκβε καὶ ἡ χρήση ἄζυμου ἄρτου κατὰ τὴν Εὐχαριστία. Καμμία πρόοδος δὲν ἐπετεύχθη καὶ ἡ Σύνοδος ἔληξε ἄδοξα μετὰ μερικὲς ἑβδομάδες. Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Συνόδου ὁ Γερμανὸς ἔγραψε ἐπίσης καὶ ἀναιρετικὸ τῶν Λατινικῶν ἀπόψεων σύγγραμμα περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο πρώτη φορὰ δημοσιεύθηκε στὸν Τόμο Ἀγάπης τοῦ Δοσιθέου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων (Ἰάσιο 1698).

Ὁ Γερμανὸς ἀπέθανε τὸ 1240 καὶ ἐτάφη στὴν Μονὴ Καρυωτίσσης τῆς Νίκαιας «πολλὰ θαύματα ἔκτοτε ἐργαζόμενος» κατὰ τὸν βιογράφο του Κάλλιστο Ξανθόπουλο.

Ἡ μεγάλη σημασία τοῦ Γερμανοῦ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι διέγνωσε ὀρθὰ ὅτι ἡ οὐσιαστικὴ δογματικὴ διαφορὰ μεταξὺ ἀνατολικῆς καὶ δυτικῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται στὴν ἀποδοχὴ ἢ μὴ Ἀκτίστου Θείας Ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία «Θεοὺς ἀπεργάζεται» τοὺς Δέκτες Της (Ψαλ. 82:6). Διαφορὰ ἡ ὁποία δὲν ἔχει κἂν ἐπισημανθῆ μέχρι σήμερα. Ἀλλὰ ἡ ὕψιστη συμβολή του γιὰ τὴν Ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ὑπῆρξε ἡ ἀπάντησή του στὶς ἄγνωστες μέχρι τότε Λατινικὲς θεολογικὲς ἀπόψεις ὄχι θεωρητικὰ καὶ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ πρωτίστως μέσῳ ἀναδιάρθρωσης τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας. Ἔδειξε, ἔτσι, τὸ σωστὸ δρόμο πρὸς τὴν Ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τὴν Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνα δρόμο ποὺ παραμένει ἀνοικτὸς πρὸς διάνυση μέχρι σήμερα: ὁ τρόπος ποὺ λατρεύει κάθε Ἐκκλησία τὸν Χριστὸ καὶ τιμᾶ ἢ δὲν τιμᾶ τοὺς Ἁγίους Του, συν­ιστᾶ τὴν αὐθεντικώτερη ἔκφραση τῆς Πίστεώς της. Ἂν θελήσουν νὰ ὁμονοήσουν ποτὲ ὁποιεσδήποτε διηρημένες ἐκκλησίες θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουν τὶς προσπάθειές τους μὲ ἀμοιβαία ἀποτίμηση τῶν λατρευτικῶν σχημάτων καὶ ἱστορικῶν μορφωμάτων ποὺ ἔχει προσλάβει ἡ Λατρεία τους. Αὐτό δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ ἀρχίσει νὰ συμβαίνῃ ἀκόμη, σχεδὸν ἕνα αἰῶνα μετὰ τὴν ἐπίσημη ἐκκίνηση τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως. Τὸ μάθημα ἐκ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους εἶναι σαφὲς καὶ ἀξίζει νὰ προσεχθῇ κι ἀπὸ τὶς δύο πλευρές: Ὁ μόνος τρόπος «βεβαιώσεως» (Ἑβρ. ΙΓ΄ 9) καρδιῶν διαφωνούντων θεολογικὰ Χριστιανῶν δὲν εἶναι ἡ λογοκρατικὴ «πειθὼ», ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ ἐπιβάλλουν στὴν ἀνατολὴ διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου τὰ Λατινικὰ κράτη τῶν Σταυροφόρων ὡς δῆθεν κράτη τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἀμοιβαὶα προσέγγιση, ἀξιολόγηση καὶ αἰτιολόγηση τῶν ἑκατέρωθεν φρονημάτων.

Ὀρθ. Τύπος, φ. 2429, 23.12.2022






Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

 

Τὸν Ἰούνιον εἰς Ἀλεξάνδρειαν ἡ ὁριστικὴ «ἕνωσις»;



Κατὰ τὴν πρόσφατον ἑορτὴν τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου (30.11.2022) εἰς τὸ Φανάρι ἐπεσημάνθη ἀπὸ πολλοὺς ἡ στάσις τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ἔναντι τοῦ Καρδιναλίου (ἀσπασμοί, πολυχρονισμὸς κ.λπ.), ἀλλὰ ἐλάχιστοι ἔδωσαν προσοχὴν εἰς τὰς προβληματικὰς δηλώσεις τοῦ Προκαθημένου τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας. Προσφωνῶν τὴν παπικὴν ἀντιπροσωπίαν ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων τὰ ἀκόλουθα:

«Ὁ διμερὴς θεολογικὸς διάλογος μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας εἱστιάσθη κατὰ τὰ τελευταῖα δεκαεπτὰ ἔτη εἰς τὸ θέμα τῆς συνοδικότητος. Εἰς τὸ κείμενον τῆς Ραβέννας τοῦ 2007, ἐτονίσθη ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθῆ πρωτεῖον ἄνευ συνοδικότητος οὔτε συνοδικότης ἄνευ τοῦ πρωτείου. Ἐπίσης, ἀνεφέρθη ὅτι ἡ ἄσκησις τοῦ πρωτείου καὶ τῆς συνοδικότητος τελεῖται εἰς τρία διαφορετικὰ ἐπίπεδα: τὸ τοπικόν, τὸ περιφερειακὸν καὶ τὸ παγκόσμιον (οἰκουμενικόν). Αὐτὰ τὰ τρία ἐπίπεδα ἐνετάχθησαν εἰς τὸ κείμενον  Chieti τοῦ ἔτους 2016, τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς τὸ θέμα: «Συνοδικότης καὶ Πρωτεῖον κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν: Πρὸς μίαν κοινὴν κατανόησιν ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας».

Κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν τελευταίων ἕξ ἐτῶν, ἡ Μεικτὴ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας εἰργάσθη ἐπὶ ἑνὸς κειμένου μὲ τίτλον «Πρωτεῖ­ον καὶ Συνοδικότης κατὰ τὴν δευτέραν χιλιετίαν καὶ σήμερον». Σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ κειμένου ἦτο νὰ ἐπιτευχθῆ μία κοινὴ προσέγγισις τῶν δυσ­κολιῶν, αἱ ὁποῖαι ἀνεφύησαν μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν δευτέραν χιλιετίαν, καὶ τοῦ πῶς δύνανται αὐταὶ νὰ ὑπερβαθοῦν ἐν τῷ παρόντι, διὰ τῆς ἀναδείξεως μιᾶς «συνοδικωτέρας» Ἐκκλησίας. Προσευχόμεθα καὶ ἐλπίζομεν ὅτι ἡ νέα Ὁλομέλεια τῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία θὰ συνέλθη εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν τῆς Αἰγύπτου τὸν Ἰούνιον τοῦ ἑπομένου ἔτους ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Ἀφρικῆς κυρίου Θεοδώρου, θὰ ὁριστικοποιήση τὸ κείμενον αὐτὸ καὶ τοιουτοτρόπως θὰ συμβάλη εἰς τὴν προώθησιν τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τῆς καλλιεργείας πνεύματος συν­οδικότητος».

Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖ­ος, μὲ ὅσα παρετέθησαν, περιγράφει τὰ τρία χρονικὰ βήματα πρὸς τὴν «ἕνωσιν»: Ραβέννα, Κιέτι, Ἀλεξάνδρεια. Παραλλήλως, περιγράφει τὰ τρία θεολογικὰ βήματα πρὸς τὴν «ἕνωσιν»: α) ἡ συνοδικότης δεσμεύεται ἀπὸ/ὑπόκειται εἰς τὸ «πρωτεῖον», β) τὸ «πρωτεῖον» εἶναι παγκόσμιον, γ) δημιουργία μίας «συνοδικωτέρας» Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θὰ ἔχη ὑπερβῆ τὰ προβλήματα τῶν ὑφισταμένων «δύο Ἐκκλησιῶν»!

Τὸ (α) καὶ τὸ (β) τυγχάνουν ἤδη γνωστὰ κατὰ τὰ προηγούμενα ἔτη, καθὼς ἀποτελοῦν ἀπόπειραν εἰσαγωγῆς εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τοῦ «παπικοῦ πρωτείου» μὲ «βελούδινον» τρόπον. Εἰς τί ὅμως συνίσταται τὸ (γ); Ἂν ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἤδη «συνοδική», πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταστῆ περισσότερον συνοδική;

Θὰ ἀπετέλει ὄντως μίαν ἐλπίδα αὐτὴ ἡ φράσις («συνοδικωτέρα»), ἐὰν ἀνεφέρετο εἰς τὴν ἐνεργοποίησιν καὶ συμμετοχὴν κλήρου καὶ λαοῦ εἰς τὰ συνοδικὰ δρώμενα. Ὡστόσον, ἡ συνάφεια τῶν λόγων τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου μαρτυρεῖ ὅτι τὸ «συνοδικωτέρα» ἀναφέρεται εἰς τὸ «πρωτεῖον», καθὼς δὲν θέτει ὡς ἀπαράβατον προϋ­πόθεσιν τὴν ἀπόρριψιν τοῦ «παπικοῦ πρωτείου» ἀπὸ τὸν Πάπαν, ἀλλὰ τὴν προώθησιν ὑποτίθεται τῆς συνοδικότητος. Πρέπει νὰ ὑπάρξη «καλλιέργεια πνεύματος συνοδικότητος μεταξὺ τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ἰσχυρίζεται! Ποία συνοδικότητος, διερωτᾶται κανείς, ἂν αὐτὴ δὲν συμπίπτη μὲ τὴν Ὀρθόδοξον, ἐφ’ ὅσον καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καλεῖται ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Βαρθολομαῖον νὰ καταστῆ «συνοδικωτέρα»;

 

Ἡ σύγκρουσις δύο θεολογιῶν

 

Τὴν ἀπάντησιν εἰς τὸ ἀνωτέρω ἐρώτημα δίδει ὁ «θεωρητικός» τοῦ Φαναρίου, ὁ Μητροπολίτης Περγάμου κ. Σεβ. Ι. Ζηζιούλας, ὁ ὁποῖος ἔχει γράψει πλεῖστα σχετικῶς διὰ τὸ ὑποτιθέμενον «πρωτεῖον» καὶ τὴ συνοδικότητα. Ὁ κ. Ζηζιούλας προσεπάθησε νὰ ἀντιπαρατάξη εἰς τὴν παραδεδομένην ἐκκλησιολογίαν μίαν ἰδικης του ἐμπνεύσεως θεωρίαν, βαπτίζων τὴν μὲν παραδοσιακὴν ὡς σχολαστικὴν ἐνῶ τὴν ἰδικήν του ὡς τὴν ὀρθήν. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρει (Ἔργα: Α΄ Ἐκκλησιολογικὰ Μελετήματα, σ. 805-806 καὶ 809-810):

«Ὁ Καρμίρης, ὅπως ὁ Ἀλιβιζάτος, ὁ Τρεμπέλας καὶ ξεκάθαρα ὁ Μουρατίδης (ὅλοι τους ἔχοντας δεχθεῖ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἀνδρούτσου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπηρεαστεῖ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμό), χρησιμοποιεῖ στὴν ἐκκλησιολογία τὴν ἰδέα μίας διάκρισης μεταξὺ τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς θείας πλευρᾶς τῆς Ἐκκλησίας… Ἡ ἀντίληψη ποὺ ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς παραπάνω θεολόγους, ὅτι ὁ ἐπισκοπικὸς θεσμός, ἡ συνοδικότητα κλπ. ὑπάρχει θείῳ δικαίῳ (jure divino), ἀλλὰ δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸ πρωτεῖο, χρειάζεται πολὺ ἐξήγηση, προκειμένου νὰ γίνει ἀποδεκτή.

Ἡ βασικὴ ἀδυναμία τῆς ἄποψης αὐτῆς βρίσκεται στὸ ὅτι φαίνεται νὰ παραβλέπει ἕνα ἁπλὸ καὶ φανερὸ γεγονός, ὅτι ἡ συνοδικότητα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς πρωτεῖο…

Οἱ Φλωρόφκσυ, Μέγιεντορφ καὶ Σμέμαν ἀκολουθοῦν μία διαφορετικὴ θεώρηση. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ κύριος ἐκφραστὴς εἶναι ὁ Σμέμαν, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει τὴν ἰδέα τοῦ πρωτείου σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, καταλήγοντας ὅτι ἡ ὕψιστη μορφὴ πρωτείου εἶναι τὸ «παγκόσμιο πρωτεῖο»… Τὸ πρωτεῖο γιὰ τὸν Σμέμαν ἀνήκει στὸ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας (σὲ ἀντίθεση στὸ σημεῖο αὐτὸ μὲ τὸν Καρμίρη καὶ ἄλλους θεολόγους ποὺ ἀρνοῦνται κάθε jure divino χαρακτήρα γιὰ τὸ πρωτεῖο)».

 

Ἡ Ἁγία Τριὰς ὡς Σύνοδος!

 

Προφανῶς, οὔτε οἱ Ἕλληνες Ἀκαδημαϊκοὶ οὔτε οἱ Ρῶσοι ὁμόλογοί τους ἀποτελοῦν τὰ ἐχέγγυα τῆς πίστεως, ὥστε νὰ οἰκοδομήση ὁ Σεβ. Ζηζιούλας μία ψευδοεκκλησιολογία τοῦ «πρωτείου», καίτοι προβάλλει τὸν π. Ἀλέξανδρον Σμέμαν, ἐπειδὴ συμπλέει μὲ τὰς ἀπόψεις, τὰς ὁποίας θέλει νὰ προωθήση. Ἀποπειρᾶται λοιπὸν ὁ Περγάμου νὰ στηρίξη αὐτὰ εἰς τὴν τριαδολογίαν, ἀναφέρων μεταξὺ ἄλλων εἰς τὰ συγγράμματά του (Συνοδικότητα καὶ Πρωτεῖο, περιοδικὸν «Θεολογία» 86 (2015):

«Πρωτεῖο» ὑπάρχει ἀκόμη καὶ στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὁ Πατήρ, ἡ «αἰτία» τῶν Τριαδικῶν Προσώπων καθὼς καὶ ὁ Εἷς, τῇ εὐδοκίᾳ τοῦ Ὁποίου πηγάζει κάθε Θεία ἐνέργεια καὶ λειτουργία… Ὁ Κανόνας 34, τῆς συλλογῆς γνωστῆς ὡς «Ἀποστολικοὶ Κανόνες» ὁρίζει δύο συνθῆκες, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τὴ θεολογικὴ νομιμοποίηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος. Ἡ πρώτη ἀφοροῦσε τὸ πρωτεῖο: σὲ κάθε περιφέρεια ἔπρεπε νὰ ὑπάρχη ἕνας πρῶτος… ἡ δεύτερη συνθήκη ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τὸν Κανόνα 34 τῶν Ἀποστόλων, γιὰ τὸ μητροπολιτικὸ σύστημα εἶναι ὅτι, ὁ πρῶτος δὲν μποροῦσε νὰ ἐνεργῆ δίχως τὴν συγκατάθεση τοῦ λοιποῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῆς περιφέρειας. Τὸ πρωτεῖο ἐξαρτᾶ­ται ἀπὸ τὴν συνοδικότητα. Ὁ ἕνας ἐξαρτᾶ­ται ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀκριβῶς ὅπως οἱ πολλοὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν ἕνα… ὅλα ὅσα προβλέπει ὁ κανόνας αὐτός, ἔχουν ὡς ἐπιστέγασμα μία ἀναφορὰ στὴν Ἁγία Τριάδα. Τὸ πρωτεῖο καὶ ἡ συνοδικότης ἐμφανίζονται καὶ πάλι νὰ ἔχουν Τριαδολογικὴ καὶ Χριστολογικὴ βάση.»

Ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἱρετίζουσαν θεώρησιν προῆλθον καὶ ὅσα κακόδοξα ὑπεστήριξεν ἐμφανῶς ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἰς μήνυμά του διὰ τὴν ἔναρξιν ἑνὸς σεμιναρίου εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης (17ης Νοεμβρίου 2016):

«Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ οὐσία τῆς Συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, καθὼς ἡ πηγὴ τῆς ἀρχῆς ταύτης εὑρίσκεται εἰς τὴν σχέσιν τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος, τὰ ὁποῖα καὶ ἐνεργοῦν συνοδικῶς εἰς τὸ σχέδιον τῆς σωτηρίας…».

 

Ὁ ἔλεγχος τῆς κακοδοξίας

 

Οἱ Ἁγιορεῖται μοναχοὶ Παΐσιος Καρεώτης καὶ Ἐπιφάνιος Καψαλιώτης εἰς εἰδικὴν ἔκδοσιν τοῦ Ἱ. Κ. Ἁγίων Ἀρχαγγέλων τὸ 2017 (Ὀρθόδοξη κριτικὴ ἐπὶ τοῦ κειμένου Conciliarity and Primacy τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλα) ἐκονιορτοποίησαν αὐτὴν τὴν κακοδοξίαν, καθὼς οὔτε «πρωτεῖον» ὑφίσταται εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα οὔτε ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι Σύνοδος! Παραθέτομεν μόνον τὰ ἑξῆς ἐλάχιστα:

«Δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τοῦ «ἕνα καὶ τὰ πολλά», ὡς μία μορφὴ ἰδέας ἢ παραδείγματος μέσα στὴν οὐσία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ… στηριζόμενος σὲ αὐτὴ [ ἐνν. ὁ Περγάμου] βγάζει τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι μία κοινωνία, εἶναι μία σύνοδος, μὲ πρῶτον τὸν Πατέρα… ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενά του ὁ πρῶτος εἰκονίζει τὸν Πατέρα, καὶ ἐφ’ ὅσον ὁ πρῶτος τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου εἶναι γιὰ νὰ ὑπάρχει ἡ ὁμόνοια, ἀβίαστα συνεπάγεται κατὰ τὴν τριαδικὴ εἰκονολογία τοῦ Ζηζιούλα, ὅτι καὶ ὁ Πατὴρ εἶναι, ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ γιὰ νὰ ὑπάρχη ὁμόνοια μέσα στὴν «σύν­οδο» τῆς Ἁγίας Τριάδος… Ἂν γιὰ τὸν Ζηζιούλα καὶ ὅλους τοὺς παπικούς, ἡ ἐκκλησία εἶναι εἰκὼν καὶ ἀντανάκλαση τῆς ζωῆς τῆς «Ἁγ. Τριάδος, τότε κατὰ συνέπεια τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος «ἐπικοινωνοῦν» κατ’ ἐνέργειαν μόνον καὶ ὄχι καὶ κατ’ οὐσίαν, ὁπότε δὲν ἔχουμε ὁμοούσιον Ἁγίαν Τριάδα… ὁπότε ἔχουμε τρεῖς θεούς»!

 

Ἡ ἐπανεμφάνισις τῆς κακοδοξίας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος

 

Ἀπὸ τὸν Περγάμου καὶ ἔπειτα κυριαρχεῖ μία ἐμμονὴ μὲ τὴν παρουσίασιν τῆς συνοδικότητος ὡς ἀνακλώσας τὰς ἐνδοτριαδικὰς σχέσεις. Ὁ Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Μήλτου, γραμματεὺς τῆς Ἱ. Μ. Δημητριάδος καὶ μέλος τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου, πρόκειται νὰ δημοσιεύση σειρὰ ἄρθρων εἰς τὸ ἐπίσημον περιοδικὸν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Ἐφημέριος» σχετικῶς μὲ τὴν συνοδικότητα. Ἤδη εἰς τὸ πρῶτον ἄρθρον παραπέμπει εἰς τὰ λόγια τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν (περιοδικὸν «Ἐφημέριος», Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2022):

«Ὅπως ἔγραφε ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν: «Πρὶν κατανοήσουμε τὴ θέση καὶ τὴ λειτουργία τῆς συνόδου μέσα στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ δοῦμε τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία ὡς μία σύνοδο. Γιατί εἶναι ὄντως μία σύνοδος μὲ τὸ βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς λέξης, ἐπειδὴ εἶναι κατεξοχὴν ἡ ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θείας ζωῆς ποὺ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ μία τέλεια σύνοδο». Ἡ σύνδεση αὐτὴ προϋποθέτει τὴν πατερικὴ θέση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, φανερώνει δηλαδὴ τὴν ἑνότητα ὡς ἀλληλοπεριχώρηση καὶ κοινωνία προσώπων, κατὰ τὸ πρότυπο τῶν Τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος: «ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. 17,11)».

Ἡ ἐμμονὴ αὐτὴ τῶν νεωτεριστῶν θεολόγων δύναται νὰ ἐξηγηθῆ μόνον ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς προωθήσεως τῆς «ἑνώσεως», καθὼς ἡ Ἐκκλησία δὲν φέρει μόνον τὸ ὄνομα «σύνοδος» ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, μὲ τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν ἀσχολοῦνται ἐπειδή, δὲν ἔχουν σχέσιν μὲ «πρωτεῖον». Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρει ὁ Ἰ. Καρμίρης (Δογματικῆς Τμῆμα Ε΄ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, σ. 173):

«…ἡ τὲ ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ ἱεροὶ Πατέρες, πλὴν τῆς εἰκόνος τοῦ σώματος, ἐχρησιμοποίησαν καὶ πολλὰς ἄλλας εἰκόνας καὶ παρομοιώσεις πρὸς ἐξεικόνισιν τῆς Ἐκκλησίας, οἷον «ὄρος», «οἶκος», «ναός», «οἰκοδομή», «πύργος», «σκηνή», «παράδεισος», «αὐλή», «ποίμνη», «νύμφη», «παρθένος» «ἄμπελος», «γεώργιον», «κιβωτός», «λιμήν», «σύνοδος», «στύλος τῆς οἰκουμένης», «βασίλισσα», «μήτηρ», «Σιῶν», «ἄνω ἢ νέα Ἱερουσαλήμ», «πόλις», «βασιλεία», «νῆσος», «κῆπος», «λυχνία», «δένδρον» κ.λ.π.».

 

Εἰς Ἀλεξάνδρειαν τὸ 2023

 

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δυστυχῶς ἀντὶ νὰ διορθώσουν τὰς παρεκκλίσεις τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ἐπιδίδονται εἰς τὴν προβολὴν τῆς κακοδοξίας περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς Συνόδου, προκειμένου νὰ εἰσαχθῆ «παπικὸν πρωτεῖον» εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, ὥστε νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς τὴν «ἕνωσιν».

Ἴσως, τελικῶς, ἐπειδὴ δὲν εἰσακούονται αἱ φωναὶ τῶν ὀρθοφρονούντων θεολόγων, καθὼς τὰς θέσεις ἐξουσίας ἔχουν καταλάβει ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἴτε δὲν κατέχουν δογματικὴν καὶ ἀδιαφοροῦν εἴτε ὑπηρετοῦν ἐνσυνείδητα τὸν Οἰκουμενισμόν, ἀπομένει μία λύσις: ἡ ἀντικανονικὴ εἰσβολὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ἀλεξανδρείας νὰ ἀποβῆ ἐκεῖνος ὁ κρίσιμος παράγων, ὁ ὁποῖος θὰ ἀποτρέψη τὴν συμφωνίαν, ἡ ὁποία ἑτοιμάζεται μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν τὸ ἑπόμενον ἔτος.

Ἂς ἀναλογισθῶμεν διατί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶπε «Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» (PG 35, 488) ἀλλὰ καὶ ὁ ἱ. Χρυσόστομος ὑπέμνησε «Ἔστι σχισθῆναι καλῶς. Ἔστι γὰρ καὶ κακὴ ὁμόνοια, ἔστι καὶ καλὴ διαφωνία» (PG 59, 314).

 

Παῦλος Τρακάδας, Θεολόγος




Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

 Ἀπό τά παραλειπόμενα τοῦ "Οὐκρανικοῦ"

 

Ο Β. Τσεκάλιν μιλά για τον ρόλο του στη δημιουργία της Ιεραρχίας της ΑΕΟ




Την πρώτη του συνέντευξη αμέσως μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές τις Αυστραλίας, παραχώρησε ο ιδρυτής της λεγόμενης «Ιεραρχίας του Τσεκάλιν» στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας Βίκτωρ Τσεκάλιν, ο οποίος είναι γνωστός και ως Βικέντιος Τσεκάλιν ή  Vincent Berg.

Στην συνέντευξή του ο Βίκτωρ Τσεκάλιν αναφέρει πως το 1990 από κοινού με τον πρώην επίσκοπο της Εκκλησίας της Ρωσίας Ιωάννη Μποντναρτσούκ, χειροτόνησε τους πρώτους ιεράρχες της μη κανονικής «Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας». 

Να αναφερθεί ότι το 2018 η εν λόγω Ιεραρχία  αναγνωρίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και χωρίς να αναχειροτονηθεί εντάχθηκε πλήρως στη νεοσύστατη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας.

Επίσης στην συνέντευξη ο Β. Τσεκάλιν ενημερώνει για τις ατυχείς του προσπάθειες να ενταχθεί στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως Επίσκοπος το 1990-1991, όπου η Αρχιεροσύνη του δεν αναγνωρίσθηκε τελικά. 

Ακόμη άσκησε κριτική στη θέση της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Πατριάρχη Κυρίλλου για τα πολεμικά γεγονότα στην Ουκρανία και ως θετικό παράδειγμα προέβαλε τις τοποθετήσεις του Πάπα Φραγκίσκου.

Στην πληρέστερη αγγλόφωνη εκδοχή της συνέντευξης καλύπτεται αναλυτικά και η δίκη κατά του Τσεκάλιν στην Αυστραλία, όπου καταδικάσθηκε σε κάθειρξη για απάτη και πλαστογραφία.

Το 1982 ο Βίκτωρ Τσεκάλιν, για τον οποίο γράψαμε κατ’επανάληψιν, χειροτονήθηκε διάκονος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά το 1983 καθαιρέθηκε για ανήθικες πράξεις (κλοπή, ιεροσυλία, σύναψη γάμου). 

Αργότερα, χωρίς να έχει ούτε εις πρεσβύτερο χειροτονία εμφανιζόταν ως «επίσκοπος Γιάσναγια Πολιάνα». 

Το 1990 υπό αυτή την ιδιότητα ανεπιτυχώς προσπάθησε να ενταχθεί στην Υπερόρια Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά διώχθηκε για κλοπή του αντιμηνσίου και λειτουργικών σκευών από ναό και απελάθηκε από τις ΗΠΑ.

Το ίδιο έτος κατέφθασε στην Ουκρανία, όπου γνωρίστηκε με τον καθαιρεθέντα πρώην επίσκοπο Ιωάννη Μποντναρτσούκ και από κοινού δημιούργησε όπως αναφέρθηκε την Ιεραρχία της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας, αφού πρώτα «χειροτόνησαν» τον Βασίλειο Μποντναρτσούκ (κοιμήθηκε) και τον Ανδρέα Αμπραμτσούκ (σήμερα Ιεράρχη της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας). 

Σύμφωνα με τα λεγόμενα σημαντική μερίδα χειροτονιών της σύγχρονης ιεραρχίας της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Μητροπολίτη Λεωπόλεως Μακαρίου Μαλέτιτς, ανάγονται σε αυτούς του Ιεράρχες. 

 


Πηγή: Romfea

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,

 

ὁ συμπολιοῦχος
τῆς πρωτευούσης τῆς Μακεδονίας Θεσσαλονίκης
καί μέγας ὑπέρμαχος
τῆς ἀχράντου Ὀρθοδοξίας
ἔναντι τοῦ ἀθέου Παπισμοῦ

 

 


 

Εορτάζει σήμερα, με το εκκλησιαστικό εορτολόγιο, ο αγαπημένος μας (μαζί με τον Άγιο Δημήτριο, του οποίου το όνομα ανάξια φέρουμε) Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος και συμπολιούχος της πρωτεύουσας της μίας και μοναδικής Ελληνικής Μακεδονίας μας, της Θεσσαλονίκης. 

Γεννήθηκε περί τα τέλη του 13ου και κοιμήθηκε 63 ετών στα μέσα του 14ου αιώνα. Είχε σπουδαία μόρφωση. Ενδεικτικό αυτού είναι ότι μόλις  17 ετών έδινε διάλεξη στα Ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως, παρουσία του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Β΄, για τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη.

Αντέκρουσε τις μεγάλες και θεμελιακές πλάνες και κακοδοξίες του Παπισμού, υπερασπίστηκε τον ησυχασμό ως την πεμπτουσία της ορθοδόξου μοναχικής παραδόσεως και προέβαλε την αυθεντία της αγιοπνευματικής εμπειρίας απέναντι στον φιλοσοφικό στοχασμό και τον Δυτικό ορθολογισμό. 

Θεωρούσε τον Παπισμό ως άθεο, όχι γιατί δεν πιστεύει σε θεό, αλλά γιατί ο θεός στον οποίο (όπως αυτός τον ορίζει και) πιστεύει δεν υπάρχει! Έλεγε χαρακτηριστικά ότι η πτώση του Παπισμού (που τότε είχε λιγότερες πλάνες και κακοδοξίες από τον σημερινό) είναι σαν την πτώση ενός ελέφαντα που όταν πέσει είναι πολύ δύσκολο να ανασηκωθεί! Το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Θεσσαλονίκης. Χρημάτισε Ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους.

Σε περιφρόνηση της διδασκαλίας του ο σημερινός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίος θεωρεί τον κατ' εκείνον άθεο Παπισμό ως "αδελφή Εκκλησία" με χάρη και Μυστήρια και τον αμετανόητο επικεφαλής του ως "αδελφό εν Χριστώ".

Ο μέγας Άγιος Πατέρας και Θεολόγος της Εκκλησίας Γρηγόριος Παλαμάς μεταξύ άλλων μας παρέδωσε ένα άριστο και αλάνθαστο κριτήριο αναγνωρίσεως ποιοί πραγματικά είναι μέλη της μοναδικής Εκκλησίας του Χριστού, λέγοντάς μας ότι: "Οι της του Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί και οι μη της αληθείας όντες ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισί"

Καθώς επίσης (και αυτό έχει τεράστια σημασία σήμερα), μας δίδαξε και επεσήμανε ότι: Ποιμένες της Εκκλησίας αληθινοί δεν είναι όσοι αυτο-αναγορεύονται ή αλληλο-αναγνωρίζονται ως τέτοιοι, αλλά όσοι ομολογούν την αλήθεια και κρατούν την ακρίβεια της Πίστεως!

Ανακηρύχθηκε Άγιος λίγα χρόνια μετά την Κοίμησή του (πού συνέβη τήν ἑπομένη τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, + 14η Νοεμβρίου, γι' αὐτό καί ὀνομάσθηκε νέος Χρυσόστομος, τέταρτος τῶν Ἁγίων τριῶν Ἱεραρχῶν καί τέταρτος τῶν τριῶν ἐπονομαζομένων ὡς Θεολόγων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας) και η δημοσιευομένη εικόνα του είναι αγιογραφημένη την εποχή που κοιμήθηκε ο Άγιος!


Δ.Ι.Κ.



Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

  Τήν 9η Νοεμβρίου 2022  ἐκ. ἡμ. (22α Νοεμ. κατά τό πολιτικό ἡμερολόγιο)


Ἡ μνήμη τοῦ συγχρόνου μεγάλου

Ἁγίου Νεκταρίου, τοῦ Θαυματουργοῦ,

στήν Κορινθία




Έφθασε κι εφέτος η μνήμη του συγχρόνου μεγάλου και θαυματουργού Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως, του εν Αιγίνη.

Δεν πέρασαν ούτε χίλια, ούτε χίλια πεντακόσια χρόνια από την κοίμησή του (+1920) ώστε να αλλοιώσουμε τόσο πολύ τον εορτασμό της και να τον εορτάζουμε μια άσχετη ημέρα, λόγω της ημερολογιακής Καινοτομίας.

Προσωπικά έχουμε ιδιαίτερη ευλάβεια στον Άγιο, που μας την μετέδωσε η αείμνηστη γιαγιά μας (+), η οποία τον υπεραγαπούσε, αλλά και για έναν ακόμη λόγο. Από το έτος 1988 έχουμε στην κατοχή μας ενα μικρό ησυχαστήριο, όπου υπάρχει και ένα μικρό ναΰδριο προς τιμήν του, κατασκευασμένο πριν από 50 χρόνια. Βρίσκεται σε ημιορεινό χωριό της Κορινθίας, το Χαλκείον ή απλούστερα Χαλκί.

Δεν είναι κτιριακά κάτι το σπουδαίο, έχει όμως την ιδιαίτερη αξία του. Το είχε κτίσει ένας μοναχός (+), ο οποίος ενώ αρχικά το αφιέρωσε στον Άγιο, στη συνέχεια, δυστυχώς, παρασύρθηκε στην αγιομαχία από την γνωστή στους παλαιότερους πλανεμένη Ηγουμένη Μαγδαληνή (+) της Μονής Αναλήψεως Κοζάνης.

Με την προτροπή της προέβη στην ασεβή αλλοίωση του προσώπου του Αγίου στις 2 εικόνες του στο ναΰδριο (του Τέμπλου και μια ακόμη μεγάλη) στις οποίες  επιζωγραφίσθηκε η μορφή του Αγίου Νεκταρίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (του 4ου αιώνος). Αποτέλεσμα, για να μην μακρυλογώ, ο Άγιος εμφανίσθηκε κατ' όναρ σε φίλο του ασεβήσαντος μοναχού και του φανέρωσε την ανόσια πράξη του. Ο ίδιος, όμως, όταν του μεταφέρθηκε το φοβερό όραμα, δεν συνετίσθηκε. Προς το τέλος δε της δεκαετίας του '70 βρήκε τραγικό θάνατο σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, κατά το οποίο υπέστη ο ίδιος ό,τι είχε ασεβώς αποτολμήσει στην εικόνα του Αγίου! "Φοβερόν", όπως λέει η Γραφή, "το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος"

Τέλος, με τη βοήθεια του Αγίου, κατόπιν παρακλήσεώς μας, συντάχθηκε από έναν σύγχρονο ασκητή και λόγιο μοναχό εκ Κύπρου, τον αείμνηστο π. Παύλο (+1994), συνασκητή του Ρουμάνου οσίου Ιωάννου του Χοζεβίτου (του οποίου το σκήνωμα ανακομίσθηκε ολόσωμο, αδιάφθορο και ευωδιάζον), η δεύτερη προς τιμήν του Αγίου Νεκταρίου νέα πλήρης Ιερά Ακολουθία του.

Πρόπερσι μάλιστα, κατά τη συμπλήρωση των 100 ετών από την Κοίμηση του Αγίου (+1920-2020), μας αξίωσε ο Θεός με τις πρεσβείες του Αγίου Του και την εκδώσαμε από τις εκλεκτές εκδόσεις «ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ». Η θαυμάσια αυτή νέα Ακολουθία του Αγίου, μαζί με μελοποιημένα τμήματά της και κείμενα αναφερόμενα σε θαυμαστές επεμβάσεις του Αγίου, διατίθεται από το Βιβλιοπωλείο των Αθηνών "Το Άγιον Όρος" (Γερανίου 20, πλησίον Πλ. Ομονοίας) και από εμάς.

Είθε η ευλογία του Αγίου να είναι μαζί μας πάντοτε.

Δ.Ι.Κ.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄ . Τόν συνάναρχον Λόγον

(ἐκ τῆς νέας ἱ. Ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου) 

Τόν Χριστόν ἀγαπήσας, σεπτέ Νεκτάριε,
καί ἐντολάς Αὐτοῦ πάσας ἐν εὐσεβείᾳ τηρῶν,
εὐηρέστησας Αὐτῶ καί χάριν ἔλαβες,
νόσους σωμάτων καί ψυχῶν, θεραπεύειν συμπαθῶς,
τῶν σοί πιστῶς προσιόντων˙
ὡς οὖν μέγαν θαυματουργόν σε,
ἀνευφημοῦμεν καί τιμῶμεν θερμῶς.



Ἀπό παλαιότερο ἑορτασμό στό ναΰδριο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Χαλκείου Κορινθίας.


Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

 Πατριάρχης Βαρθολομαῖος:

 

«Εὐχή καί προσπάθεια

γιά ΚΟΙΝΟ ΠΑΣΧΑ

Ὀρθοδόξων-Καθολικῶν»!



 

Την ευχή του για κοινό εορτασμό του Πάσχα από την Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία εξέφρασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Βαρθολομαίος, σε ομάδα ιταλών κληρικών και δημοσιογράφων που επισκέφθηκαν το Φανάρι.

«Ευχόμαστε και προσπαθούμε να βρούμε σύντομα την απαραίτητη λύση, που θα επιτρέψει σε όλους τους Χριστιανούς όλου του κόσμου να εορτάσουν την πιο σημαντική εορτή της πίστης μας την ίδια ημερομηνία» τόνισε ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, όπως έγραψαν ιταλικές ιστοσελίδες και επιβεβαίωσε η «Ναυτεμπορική».

Εκκλησιαστικοί κύκλοι τόνισαν στη «Ναυτεμπορική» ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει επαναλάβει τη θέση του αυτή και πριν έναν χρόνο, κατά τη συνάντησή του με τον Πάπα Φραγκίσκο, στη Βουδαπέστη.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανέφερε ότι «στις 1 και 2 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιηθεί στην Κωνσταντινούπολη συνέδριο με θέμα την προετοιμασία των πανηγυρικών εκδηλώσεων που θα πραγματοποιηθούν το 2025 για τα 1700 χρόνια της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, που καθιέρωσε το περιεχόμενο της χριστιανικής μας πίστης».

 

Η σπουδαιότητα της Συνόδου της Νίκαιας

 

Η Σύνοδος της Νίκαιας καταδίκασε την αρειανική αίρεση, η οποία αρνήθηκε τη θεία φύση του Χριστού. Θεωρείται η σπουδαιότερη Σύνοδος της Εκκλησίας, καθώς αποτέλεσε σημείο αναφοράς σε όλες τις μεταγενέστερες, οικουμενικές και τοπικές συνόδους. Η σπουδαιότητά της καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι καθόρισε και τον ακριβή χρόνο εορτασμού του Πάσχα, έτσι ώστε να εορτάζεται παγκοσμίως, σε Ανατολή και Δύση, την ίδια ημέρα, συμβάλλοντας έτσι στην εορτολογική και λειτουργική ενότητα της ενιαίας, τότε, Χριστιανοσύνης και θέτοντας τέρμα σε μια μακροχρόνια ενδοεκκλησιαστική έριδα που προηγήθηκε.

Το συνέδριο αυτό θα μπορούσε να είναι καθοριστικό, ως ένα βήμα προς την ενότητα που όλοι περιμένουν, τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. «Δυστυχώς δεν το γιορτάζουμε μαζί για πολλούς αιώνες – τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης και πρόσθεσε: «Οι προσπάθειές μας στο πλαίσιο της επετείου στοχεύουν στην εξεύρεση λύσης. Ο Παναγιώτατος Πάπας Φραγκίσκος έχει τις καλύτερες προθέσεις. Ίσως δεν χρειάζεται να πω περισσότερα αυτή τη στιγμή, αλλά θέλω να τονίσω ότι τόσο η Ορθόδοξη, όσο και η Καθολική Εκκλησία έχουν αυτή την καλή πρόθεση: Να ορίσουν επιτέλους μια κοινή ημερομηνία για τον εορτασμό της Ανάστασης του Χριστού. Ελπίζουμε να έχουμε ένα καλό αποτέλεσμα αυτή τη φορά» τόνισε ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας.

Ερωτηθείς για το αν υπάρχει μια κοινή στρατηγική των δύο Εκκλησιών για να σταματήσει η αδελφοκτόνος σύγκρουση στην Ουκρανία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τόνισε: «Ο Πάπας δεν είναι μόνο θρησκευτικός αρχηγός, αλλά και αρχηγός κράτους. Είναι πολύ γενναίος στο να λέει την αλήθεια. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι μόνο εγώ προσωπικά, έχει καταδικάσει από την αρχή αυτόν τον πόλεμο. Αυτή η σύγκρουση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με κανέναν τρόπο. Μίλησα κατά του πολέμου. Εναντίον του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας Πούτιν, εναντίον του αδελφού μου Πατριάρχη Κύριλλου, ο οποίος δυστυχώς ευλόγησε την επιθετικότητα από την αρχή. Έπρεπε όμως να το κάνω. Στο όνομα της χριστιανικής μας πίστης και όχι μόνο. Μου φαίνεται ότι όλοι οι άνθρωποι που σκέφτονται σωστά δεν μπορούν παρά να καταδικάσουν αυτόν τον πόλεμο» τόνισε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

 

Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη

 

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε επίσης στις προσπάθειες του Πάπα Φραγκίσκου για την ειρήνη στην Ουκρανία. «Ο Πάπας συνεχίζει τις προσπάθειές του για την ειρήνη, ζητεί από άλλους αρχηγούς κυβερνήσεων και κρατών να ενεργήσουν ως μεσολαβητές, σκεφτείτε μόνο τη δράση του προέδρου Μακρόν. Ο Πάπας Φραγκίσκος απευθύνεται σε καθολικούς και μη καθολικούς αρχηγούς κρατών που θέλουν να εργαστούν για την ειρήνη, θέλει να ευαισθητοποιήσει το σύνολο του κόσμου στο πρόβλημα. Σε ένα από τα μηνύματά του για την 1η Ιανουαρίου, πριν από μερικά χρόνια, είπε ότι δεν μπορείς να έχεις ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη. Μια δήλωση που ισχύει πάντα. Δεν μπορούμε να έχουμε ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη, το επαναλαμβάνω συχνά στις ομιλίες μου» σημείωσε με έμφαση ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας.

 

psilos@naftemporiki.gr


Σχόλιο διαχειριστοῦ: Ὁ αὐτοανακηρυχθείς ὡς Προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κΒαρθολομαῖος ὁμιλεῖ καί ἐνεργεῖ αὐθαιρέτως καί ἀτυχῶς ἀνεμποδίστως ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν λεγομένων ὀρθοδόξων. Τί κι ἄν ἡ προηγουμένη ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση/καινοτομία, ἐκπορευθεῖσα ἀπό τό ἴδιο κέντρο, προκάλεσε ἕνα ἀθεράπευτο, μέχρι σήμερα,  σχίσμα; Τί κι ἄν διέλυσε τήν ἑορτολογική ἑνότητα τῶν ὀρθοδόξων λαῶν; Ἄλλωστε τό δαιμονικό Δόγμα τοῦ "διαίρει καί βασίλευε" παραμένει πάντοτε χρήσιμο καί ἀποτελεσματικό! Ἑκατό ἔτη μετά, κρίνεται ἀπό τούς ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅτι ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ἐκείνη ἡ Καινοτομία μέ τήν (πλήρη) ἀλλαγή καί τοῦ Πασχαλίου. Ὡς σκοπός, ὅπως και τότε (μέ τήν ἐπιβολή τῆς παπικῆς Καινοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου) προβάλλεται ὁ κοινός ἑορτασμός τῶν μεγάλων Ἑορτῶν τῆς Χριστιανοσύνης ὑφ' ὅλων τῶν Χριστιανῶν! Ἴσως μάλιστα σέ κάποιους νά ἀκούγεται "καλός" ἤ "θετικός" αὐτός ὁ σκοπός, ἀλλά δέν εἶναι! Οἱ καθαιρέσεις τῶν ἀναχωμάτων πού τελικῶς εὐνοοῦν τό πλησίασμα χωρίς τήν ἀπαραίτητη ταυτότητα τῆς Πίστεως δέν ἔχει ἀληθινή ἀξία, οὔτε ἐγγυᾶται τήν κατά Θεόν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ἐν τῆ Ἀληθείᾳ.  Πιστοί στό πνεῦμα καί τό γράμμα τῆς αἱρετικῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, τήν πιστότητα στήν ὁποία διεκήρυξε ὁ κ. Βαρθολομαῖος καί ἀπό τοῦ βήματος τοῦ προεδρεύοντος τῆς διαβοήτου "Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου" τῆς Κρήτης (2016), οἱ οἰκουμενιστές καλπάζουν πρός τήν διεύρυνση τῆς ἀποστασίας παντοῦ, ἐκμεταλλευόμενοι τήν ἀπογοητευτική ἔλλειψη ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος σέ κληρικούς, μοναχικά τάγματα καί λαό. Τά κριτήρια ἔχουν ἀλλοιωθεῖ, οἱ ποιμένες ἀδιαφοροῦν ὅταν δέν διαφθείρουν τόν ἀμπελώνα, οἱ ὅποιες λίγες διαμαρτυρίες χωρίς κανονική συνέπεια εἶναι ἀναποτελεσματικές. Καί, ἀσφαλῶς, γιά τήν μελετωμένη νέα προδοσία θά ἐπικαλεσθοῦν (πάλι) τόσα καί τέτοια ψευδεπίγραφα ὀρθολογικά ἤ θεολογικά "ἐπιχειρήματα" πού ἀντί νά προκαλέσουν τά ἀντανακλαστικά τοῦ ποιμνίου, θά σπείρουν τεχνηέντως τή σύγχυση καί θά στηρίξουν, δικαιολογώντας μέ δόλο καί ἀπάτη, τήν νέα ἀσέβεια. Γιατί εἶναι ἀναντίρρητη ἀσέβεια ἡ ἀλλαγή τῶν Ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἡ μεταρρύθμιση τῶν ἀπ' ἀρχῆς καί ἐπί σειρά αἰώνων ἰσχυόντων καί στερρῶς διακρατουμένων ὐπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί σκανδαλώδης ἡ ὅποια τροποποίηση τῶν παραδεδομένων, πρός διευκόλυνση καί ἐπίτευξη τοῦ κοινοῦ, ἔστω χρονικά, ἑορτασμοῦ τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μετά τῶν αἱρετικῶν!

 

 

 

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Αδύνατη η εναρμόνιση «Πρωτείου» και Συνοδικότητας! (Σχόλιο σε κοινό ανακοινωθέν της Ομάδας Εργασίας «Άγιος Ειρηναίος»)

 

Παπικοί καί "ὀρθόδοξοι"

καλπάζουν

πρός τήν "Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν" τους!

 


 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 

Εν Πειραιεί τη 7η Νοεμβρίου 2022

 

ΑΔΥΝΑΤΗ Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ» ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑΣ!

 

(Σχόλιο σε κοινό ανακοινωθέν της Ομάδας Εργασίας «Άγιος Ειρηναίος»)

 

    Το Γραφείο μας μελετά με προσοχή τα τεκταινόμενα σχετικά με την πυρετώδη προώθηση της λεγόμενης «ένωσης των εκκλησιών». Παρατηρούμε με ενδιαφέρον, αλλά και ανησυχία,  να γίνεται μία τιτάνια προσπάθεια, από την πλευρά των θιασωτών της «ενώσεως» να γεφυρώσουν «ανορθόδοξα» και επί ζημία της Εκκλησίας, το χάσμα ανάμεσα στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας και τον αιρετικό Παπισμό. Να παρακάμψουν τις δεκάδες κακοδοξίες του και να οικοδομήσουν μια «ένωση» ουνιτικού τύπου, παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές και χωρίς την επιστροφή των στην Ορθοδοξία. 

Τις θλιβερές αυτές διαπιστώσεις καταδεικνύει η μέχρι σήμερα πορεία των Διαλόγων με τους παπικούς.  Μεθοδεύθηκε η έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου, όχι από τα διαιρούντα, αλλά από τα ενούντα, κάτι ξένο προς την Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» για την δημιουργία ψευδαισθήσεων ενότητος και ταυτότητος πίστεως. Το πνεύμα αυτό μόλις διακρίνεται στα πρώτα κείμενα της Μικτής Επιτροπής, για να φανεί πλέον ξεκάθαρα και με κάθε επισημότητα στο κοινό κείμενο της Ζ΄ Συνελεύσεως του Balamand. Με το κείμενο αυτό Παπικοί και «Ορθόδοξοι», κάνοντας ένα θεαματικό άλμα και παρακάμπτοντας πλήθος αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού, φθάνουν στο σημείο να αναγνωρίσουν αλλήλους ως πλήρεις και αληθείς «αδελφές Εκκλησίες», με έγκυρα μυστήρια, με ταυτότητα πίστεως, με αποστολική διαδοχή και διά τούτο «από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα», (παράγρ.13 και 14), πράγμα που συνιστά πραγματική προδοσία της Ορθοδόξου πίστεως. Στην παρούσα φάση, (από το 2007 και εντεύθεν), καταβάλλεται μια εργώδης προσπάθεια από τα μέλη της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μέσω των τριών τελευταίων κειμένων, δηλαδή αυτών της Ραβέννας, της Βιέννης και του Κιέτι, να αποσαφηνίσουν τη σχέση μεταξύ Πρωτείου και Συνοδικότητος και ειδικότερα με ποιο τρόπο αυτά τα δύο μεγέθη εκφράσθηκαν και λειτούργησαν διά μέσου των αιώνων στις διεκκλησιαστικές σχέσεις Ανατολής και Δύσεως. Κατ’ ουσίαν η όλη προσπάθεια αποσκοπεί στην εναρμόνιση μεταξύ Πρωτείου και Συνοδικότητος, έτσι ώστε να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, Ορθοδόξους και Παπικούς. 

    Παράλληλα με τα μέλη της Μικτής Επιτροπής έχουν επιστρατευθεί και άλλες ομάδες εργασίας, οι οποίες εργάζονται προς ίδια την κατεύθυνση. Μία από αυτές είναι και η «Mικτή Ομάδα Εργασίας ‘Άγιος Ειρηναίος’». Ας δούμε καταρχήν, τι είναι αυτή η ομάδα: «Η Mικτή Ομάδα Εργασίας ‘Άγιος Ειρηναίος’ ιδρύθηκε το 2004 στο Paderborn της Γερμανίας, σε μία εποχή κατά την οποία ο επίσημος διεθνής διάλογος μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας αντιμετώπιζε δυσκολίες. Η ομάδα αποτελείται από δεκατρείς ορθοδόξους και δεκατρείς ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους από διάφορες χώρες…Τα μέλη της Ομάδας Εργασίας δεν έχουν διορισθεί ως επίσημοι απεσταλμένοι των εκκλησιών τους, αλλά έχουν προσκληθεί με κριτήριο τη θεολογική τους επιστημοσύνη. Ο ‘Άγιος Ειρηναίος’ δεν αποτελεί επομένως κάποια επίσημη επιτροπή διαλόγου, αλλά μία ανεπίσημη ομάδα εργασίας, αποτελούμενη από ειδικούς, η οποία συνέρχεται προσδοκώντας να πλαισιώσει τον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών σε διεθνές επίπεδο». (https://www.ecclesia. gr/greek/press/theologia /material/ 2021 _4 _12_idiomelo.pdf). Πρόσφατα η ομάδα αυτή συνέταξε ένα κείμενο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Θεολογία», [το πρώτο μέρος στο τόμο 92, (τεύχος 4ον, 2021) και το δεύτερο στο τόμο 93, (τεύχος 2ον, 2022)], με τίτλο: «Διακονώντας την κοινωνία. Επανεξετάζοντας τη σχέση μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητας». Στις γραμμές που ακολουθούν θα περιοριστούμε σε ένα σύντομο σχολιασμό του εκτεταμένου αυτού κειμένου, (80 σελίδες περίπου), αναφερόμενοι σε ορισμένα μόνο σημεία του, διότι ο πλήρης αναλυτικός σχολιασμός όλων των κοινών δηλώσεων, (17 τον αριθμό), θα απαιτούσε τη συγγραφή ενός ολοκλήρου βιβλίου, κάτι το οποίο ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός δημοσιεύματος του Γραφείου μας.

    Οι συντάκτες του κείμενου:

    Κατ’ αρχήν θεωρούν δεδομένο ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση, αλλά πλήρης και αληθής Εκκλησία με έγκυρα μυστήρια και αποστολική διαδοχή, γι’ αυτό άλλωστε και τον προσδιορίζουν με τον όρο «Καθολική Εκκλησία». Θεωρούν ότι η εν λόγω «Εκκλησία» ακολούθησε μια διαφορετική κατεύθυνση στη διαμόρφωση του δόγματος και του κανονικού δικαίου της, σε σχέση με την Ορθόδοξη, κάτω από την επίδραση πολλών παραγόντων, πολιτικών, ιστορικών, κοινωνικών και πολιτιστικών, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψη. Γράφουν επί λέξει: «Οι λόγοι που οδήγησαν στον χωρισμό των Εκκλησιών μας δεν ήταν μόνο θεολογικοί, αλλά είχαν επίσης πολιτικές κοινωνικές πολιτιστικές ψυχολογικές και άλλες διαστάσεις», (5η κοινή δήλωση).  

    Από τις δογματικές πλάνες των παπικών περιορίζονται να αναφέρουν μόνο το φιλιόκβε και φυσικά το πρωτείο, ενώ αγνοούν, (θεληματικά;), όλες τις υπόλοιπες αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Και τα δύο, (φιλιόκβε και πρωτείο), δεν θεωρούνται ως αιρετικές διδασκαλίες, που οφείλουν να αποβάλλουν οι παπικοί, αλλά ως ζητήματα που κατανοήθηκαν διαφορετικά από τις δύο Εκκλησίες.

Αγνοούν την 9η Οικουμενική Σύνοδο, (1341-1351), επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως επίσης και μια σειρά αγίων Ορθοδόξων Συνόδων με  πανορθόδοξο χαρακτήρα, (1484, 1722, 1727, 1838, 1848, 1895,  κ.α.), που καταδίκασαν τον Παπισμό ως αίρεση. Ρωτάμε τους συντάκτες: Οι παρά πάνω άγιες Σύνοδοι έπαψαν να αποτελούν  μέρος της Συνοδικής και Κανονικής μας Παραδόσεως και πρέπει να διαγραφούν;      

    Αγνοούν το γεγονός ότι το πρωτείο έχει αποκρυσταλλωθεί σε δόγμα πίστεως που για πρώτη φορά θεσπίσθηκε στη «Σύνοδο» του Λατερανού (1516), σύμφωνα με την οποία: «Μόνον ο εκάστοτε Ρωμαίος Ποντίφικας, ως εκείνος που έχει εξουσία υπεράνω όλων των συνόδων, διαθέτει το πλήρες δικαίωμα και την εξουσία να συγκαλεί, να μεταφέρει και να διαλύει συνόδους» (ΘΕΟΛΟΓΙΑ 92, 4 (2021), σελ. 31)! Το δόγμα αυτό επαναβεβαιώθηκε και στις Α΄ και Β΄ «Συνόδους» του Βατικανού και επομένως αποτελεί αμετακίνητο στοιχείο της διδασκαλίας του Παπισμού. Επομένως όσο και αν ενισχυθεί η Συνοδικότητα, ποτέ δεν θα παύσει να αποτελεί ένα απλό συμβουλευτικό όργανο του «Πάπα», ο οποίος θα εξακολουθεί να ίσταται υπεράνω των Συνόδων. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σχετικά πρόσφατα ο καρδινάλιος κ. Koch χαρακτήρισε το πρωτείο ως «δώρο του Χριστού στην Εκκλησία»! Σαν να μας λέει με εύσχημο και ευγενικό τρόπο: Το παπικό Πρωτείο ούτε να καταργηθεί πρόκειται, αλλά ούτε και να υποκατασταθεί από το Συνοδικό Σύστημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και τούτο, διότι είναι «δώρο του Χριστού στην Εκκλησία». Τα «δώρα του Χριστού», (επειδή ακριβώς είναι «δώρα του Χριστού»), ούτε καταργούνται, ούτε υποκαθίστανται, (Βλ. κείμενο του Γραφείου μας με τίτλο: «Η ενίσχυση της συνοδικότητας: Μια ακόμη δολερή παγίδα του παπισμού», (8.2.2021).

    Προσπαθούν να βρούν ένα κοινό βηματισμό στη διερεύνηση των σχέσεων Πρωτείου και Συνοδικότητος πάνω στη βάση κυρίως του Κειμένου της Ραβέννας, το οποίο κάνει λόγο για Πρωτείο σε τοπικό, περιφεριακό και παγκόσμιο επίπεδο. Αγνοούν όμως το γεγονός ότι το κείμενο αυτό δέχθηκε σφοδρότατη κριτική από κορυφαίους και διαπρεπείς θεολόγους, όπως επίσης και το γεγονός ότι η συζήτηση για το Πρωτείο του επισκόπου Ρώμης και της σχέσεώς του με τη Συνοδικότητα είναι μεθοδολογικά άκαιρη και ουσιαστικά πρωθύστερη. Ο πρώην καθηγητής της Δογματικής στο ΑΠΘ κ. Τσελεγγίδης σε επιστολή του προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, (Σεπτέμβριος 2009), κάνει κάποιες πολύ εύστοχες παρατηρήσεις στο υπό συζήτηση θέμα και ειδικότερα ως προς την μεθοδολογία του διαλόγου: «Η προγραμματισμένη θεολογική συζήτηση για το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης ‘εις μεγαλύτερον βάθος’, τον προσεχή Οκτώβριο στην Κύπρο, είναι μεθοδολογικώς άκαιρη και ουσιαστικά πρωθύστερη. Και τούτο, γιατί, σύμφωνα με την θεολογική και πατερική δεοντολογία, θα πρέπει να προηγηθεί οπωσδήποτε η θεολογική συζήτηση για τη θεμελιώδη διαφορά μας με τους Ρωμαιοκαθολικούς στο δόγμα και ειδικότερα στο Filioque, το αλάθητο και την κτιστή θεία Χάρη, που εσφαλμένα εξακολουθούν να υποστηρίζουν. Οι δογματικές αυτές κακοδοξίες ενεργούν προσδιοριστικά στο χαρακτήρα της ταυτότητας του Ρωμαιοκαθολικισμού και κενώνουν θεολογικά την Εκκλησιολογία και την Μυστηριολογία του, κενώνουν δηλαδή ουσιαστικά τον κατ’ εξοχήν χαρακτήρα της Εκκλησίας ως ‘κοινωνίας θεώσεως του ανθρώπου’. Μόνο μετά την απόλυτη ταυτότητά μας στο δόγμα, μπορεί να ακολουθήσει συζήτηση για τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας. Η διαφορά μας στο δόγμα, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Οικουμενικών Συνόδων, που σαφώς προκύπτει από τα πρακτικά τους, θέτει εκτός Εκκλησίας τους Ρωμαιοκαθολικούς, πράγμα που επιβεβαιώνεται εμπειρικώς από την επί μίαν χιλιετία διακοπή της διαμυστηριακής κοινωνίας. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το θεολογικό ερώτημα: Πώς θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ορθολογικώς στον επικείμενο θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς για την θεσμική-ιεραρχική θέση ενός προσώπου, (δηλαδή του Πάπα), εντός της Εκκλησίας, εν όσω το πρόσωπο αυτό βρίσκεται ακόμη ουσιαστικά, αλλά και τυπικά εκτός της Εκκλησίας;».[1]

    Στην 7η κοινή δήλωση, (σελ.227- 228), γίνεται μια προσπάθεια θεολογικής θεμελιώσεως και ερμηνείας του πρωτείου, (η οποία επαναλαμβάνεται με παρόμοια διατύπωση και στην 14η κοινή δήλωση). Γράφουν: «Κατά την διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων αναδύεται ένας σημαντικός αριθμός διαφορετικών μορφών πρωτείου, ή ‘ήγεσίας’ σε τοπικές και επαρχιακές Εκκλησίες. Σε αυτές περιλαμβάνεται το πρωτείο του ενός και μόνου επισκόπου στην τοπική εκκλησία – συνήθως μια πόλη με τα προάστιά της- το οποίο έγινε ευρέως αποδεκτό από τα μέσα του 3ου αιώνα,…και αργότερα το πρωτείο ενός μεγάλου αστικού κέντρου,…». Παρά κάτω, στην επόμενη παράγραφο, (7.2) τονίζουν την εξέχουσα θέση και το υπεροχικό κύρος της Ρώμης, επικαλούμενοι ιστορικά στοιχεία και ορισμένες πατερικές μαρτυρίες, όπως του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, που ονομάζει τη Ρώμη «προκαθημένη της αγάπης» και του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος, που θεωρεί ότι η Ρώμη είναι η εκκλησία «από την οποία προέρχεται όλη η Ιερωσύνη». Η παρά πάνω φράση του αγίου Κυπριανού, (εάν πράγματι αποδίδεται στον άγιο και δεν είναι πλαστή επινόηση των παπικών), δεν μπορεί να ευσταθεί, διότι όπως είναι γνωστό η Ιερωσύνη έχει την πηγή και την προέλευσή της στον ίδιο τον Χριστό και όχι σε μια Εκκλησία, έστω και της Ρώμης. Επίσης ο άγιος Ιγνάτιος ονομάζοντας τη Ρώμη ως «προκαθημένη της αγάπης», δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι αποδίδει στον προκαθήμενό της πρωτείο παγκοσμίου εξουσίας εφ’ όλης της Εκκλησίας.

    Γύρω από το καυτό και φλέγον ζήτημα του «πρώτου» στην ανά την οικουμένην Εκκλησία, (για το οποίο γίνεται λόγος και στο κείμενο της Ραβέννας), μας δίδει ορισμένες πολύ χρήσιμες πληροφορίες ο πρωτ. π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος στην άριστη διπλωματική του εργασία με τίτλο: «Η Εκκλησία της Ρώμης και ο Επίσκοπός της στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων», (Α΄ Έκδοση 2016). Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα. Πολύ εύστοχα κατ’ αρχήν επισημαίνει ότι τον όρο «πρώτος» συναντούμε μόνο μία φορά στην Κανονική μας Παράδοση και στο Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, στον 34ο Αποστολικό Κανόνα. Στην εκκλησιαστική μας Γραμματεία αντί του όρου «πρώτος» χρησιμοποιείται κατά κόρον ο όρος «ο της Μητροπόλεως επίσκοπος», ή «ο της Μητροπόλεως», ή «ο Αρχιεπίσκοπος», που έχουν καθιερωθεί στα πρακτικά των Ορθοδόξων Συνόδων και στους Ιερούς Κανόνες.

    Ο 9ος Ιερός Κανόνας της έν Αντιοχεία Συνόδου, ο οποίος ερμηνεύει τον  34ο Αποστολικό, καθιστά σαφές ότι δεν νοείται «πρώτος» γενικά και αόριστα, χωρίς την παρουσία συγκεκριμένης συνόδου μιάς συγκεκριμένης επαρχίας. Επομένως ο όρος «πρώτος» του 34ου Αποστολικού αφορά τον προεστώτα Επίσκοπο μιάς επαρχίας, ή ενός έθνους και μόνον. Επομένως οι εκφράσεις «Πρώτος της Χριστιανοσύνης», ή «πρώτος της παγκόσμιας Εκκλησίας», ή «παγκόσμιος προκαθήμενος» κ.λ.π. δεν απαντώνται ούτε ως ορολογία, ούτε και ως έννοια στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και ως εκ τούτου στερούνται θεολογικού νοήματος. Επ’ αυτού του σημείου είναι σαφής και ο 46ος της εν Καρθαγένη Συνόδου: «Ώστε τον της πρώτης καθέδρας επίσκοπον μη λέγεσθαι έξαρχον των ιερέων, ή άκρον ιερέα, ή τοιουτοτρόπον τίποτε, αλλά μόνον επίσκοπον της πρώτης καθέδρας». Ο καθηγητής κ. Βλ. Φειδάς παρατηρεί σχετικά: «Κατά την ερμηνεία της Ανατολής το ‘πρωτείο’ απέρρεε από τα πρεσβεία τιμής των πέντε πατριαρχικών θρόνων. Το ‘πρωτείο’ αυτό ήταν αφ’ ενός μεν ‘πρωτείο τιμής’ και όχι ‘πρωτείο εξουσίας’ και αφ’ ετέρου αναφερόταν μόνο στη σχέση του ‘πρώτου’ προς τους λοιπούς πατριάρχες και όχι στη σχέση του ‘πρώτου’ προς το όλο σώμα των επισκόπων της Εκκλησίας»,[2] όπως συμβαίνει με το παπικό πρωτείο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το κείμενο της Ραβέννας επιχειρεί να θεμελιώσει το Πρωτείο σε παγκόσμιο επίπεδο, παραπέμποντας μόνο στον 34ο Αποστολικό και σε κανέναν άλλο Ιερό Κανόνα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι στην Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ενώ γίνεται λόγος για τον «πρώτο» και τα καθήκοντα του σε επαρχιακό επίπεδο, πουθενά δεν γίνεται λόγος για κάποιον «πρώτο» της παγκοσμίου Εκκλησίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη «πρώτου» στην παγκόσμια Εκκλησία.

    Πέραν αυτών, αν μελετήσουμε την Κανονική Παράδοση της πρώτης χιλιετίας, (που είναι κοινή σε Ανατολή και Δύση), θα διαπιστώσουμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Εκκλησία ουδέποτε παρεχώρησε σε ένα πρόσωπο τις αρμοδιότητες του «πρώτου» στην ανά την οικουμένην Εκκλησία, αλλά περιέβαλε με τα δικαιώματα του «πρώτου» τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των Πατριαρχών, το «πεντακόρυφο κράτος της Εκκλησίας». Αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα, αν εξετάσουμε τα πρακτικά των επτά Οικουμενικών Συνόδων.

    Για παράδειγμα στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο αναγνώσθηκε η επιστολή του Πάπα Λέοντος, ο περίφημος τόμος του Λέοντος, ο οποίος δεν περιέχει καμία αναφορά για υπεροχική θέση του επισκόπου Ρώμης έναντι των λοιπών Εκκλησιών. Η επιστολή αυτή εγκρίθηκε στο σύνολό της από τους Πατέρες της Συνόδου ως κριτήριο Ορθόδοξου πίστεως. Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο ο Πάπας Βιγίλιος έστειλε δύο επιστολές στη Σύνοδο, (που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά), στις οποίες όχι μόνο δεν διακρίνεται καμιά υπεροχική εξουσία του επισκόπου Ρώμης, αλλά αντιθέτως στη β΄ επιστολή του ο Πάπας υποτάσσεται με ταπεινό φρόνημα στη συνοδική απόφαση, που ελήφθη εν απουσία του, αναγνωρίζοντας τα λάθη του.  Στην ΣΤ΄ οικουμενική Σύνοδο ο Πάπας Αγάθονας έστειλε δύο επιστολές, στις οποίες προσπαθεί να τονίσει την υπεροχική θέση του επισκόπου Ρώμης έναντι των λοιπών Εκκλησιών. Όμως οι Πατέρες της Συνόδου ενέκριναν τις επιστολές μόνο ως προς την περί των δύο θελήσεων και ενεργειών θεολογίας τους, χωρίς να αναφερθούν καθόλου στις διατυπώσεις για υπεροχική δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι με εύσχημο τρόπο τις απέρριψαν. Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο ο πάπας Αδριανός έστειλε δύο επιστολές, στις οποίες παρουσιάζει τον επίσκοπο Ρώμης ως τον «βικάριο» των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ως «πρωτεύοντα και κεφαλήν πασών των Εκκλησιών» και την άνευ Ρώμης Σύνοδον ως «ψευδοσύλλογον». Οι Πατέρες της Συνόδου ενέκριναν τις επιστολές μόνον ως προς την διδασκαλία τους για τις ιερές εικόνες και την τιμητική  τους προσκύνηση, ενώ απέρριψαν τις παπικές απόψεις περί παγκοσμίου πρωτείου του επισκόπου Ρώμης.

    Τέλος η Οικουμενική Σύνοδος στην οποία κατ’ εξοχήν κρίθηκε και απορρίφθηκε η απαίτηση του Πάπα για απόλυτη δικαιοδοσία εφ’ όλης της Εκκλησίας, ήταν η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος επί μεγάλου Φωτίου, (879-880). Στη σύνοδο αυτή οι συνοδικοί Πατέρες δεν άφησαν να «περάσουν» οι αξιώσεις των παπικών λεγάτων για παγκόσμια δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης. Έτσι σε κάθε φράση του παπικού αντιπροσώπου, όπου υπενοείτο υπεροχική δικαιοδοσία του Πάπα έναντι των άλλων τοπικών Εκκλησιών, υπήρχε σαφής αντίλογος είτε από τον Μέγα Φώτιο, είτε από άλλους Πατέρες. Ρωτάμε τους συντάκτες του συλλογικού κειμένου: Γιατί αγνόησαν όλα τα παρά πάνω σπουδαιότατα στοιχεία, που παραθέσαμε από την Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση;

    Στην 5η κοινή δήλωση, (σελ. 224), γράφουν: «Τόσο το πρωτείο όσο και η συνοδικότητα γνώρισαν εξέλιξη στο πέρασμα των αιώνων. Θα συνεχίσουν να αλλάζουν και θα πρέπει να αλλάζουν, προκειμένου να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες όπως η παγκοσμιοποίηση, οι γεωπολιτικές αλλαγές και οι νέες δομές πολιτικής εξουσίας, χωρίς όμως να συμμορφώνονται και στο πνεύμα του κόσμου τούτου. Αυτό συνεπάγεται μία συνεχή προσπάθεια μεταρρύθμισης και ανανέωσης των εκκλησιαστικών δομών, ακολουθώντας πιστά τη θεμελιώδη ταυτότητα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού και υπακούοντας στην αποστολή της υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος». Το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας μας είναι θεόσδοτο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αλλάζει σύμφωνα με τις μεταβολές του πτωτικού κόσμου. Λυπούμαστε που η Ορθόδοξη αντιπροσωπεία δέχτηκε αυτή την θέση. Αντίθετα ο Παπισμός, αφότου αποκόπηκε από τον αδιαίρετο εκκλησιαστικό κορμό, υιοθέτησε τον φεουδαρχικό Φραγκισμό, ως τρόπο διοίκησής του. Εφεύρε το δαιμονικό παπικό πρωτείο, το οποίο εξαφάνισε την Συνοδικότητα, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα του εξουσιαστικού πρωτείου.

    Στην 12η κοινή δήλωση (σελ. 251), γράφουν: «Η ανακάλυψη των πηγών της αρχαίας εκκλησίας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα οδήγησε Καθολικούς και Ορθόδοξους να συνειδητοποιήσουν τον βαθμό στον οποίο η εκκλησία πραγματώνεται στην ευχαριστία». Και συνεχίζουν: «Όταν τελείται η ευχαριστία η εκκλησία είναι ολόκληρη παρούσα, αν και την ίδια στιγμή δεν είναι η όλη η εκκλησία. Έτσι η Ευχαριστία τονίζει επίσης την πρωταρχική ενότητα ολόκληρης της εκκλησίας. Η μυστηριακή αυτή η κατανόηση της εκκλησίας προσφέρει το θεολογικό θεμέλιο για την σχέση μεταξύ πρωτείου και  συνοδικότητας ως της δομικής αρχής της εκκλησίας σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο». Εδώ εμπλέκεται η κακόδοξη θεωρία της «Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας». Την θεωρία αυτή ως γνωστόν εισηγήθηκε πρώτος ο Ρώσος θεολόγος και πρεσβύτερος Νικόλαος Αφανάσιεφ, ο οποίος υποστήριξε ότι η Εκκλησία είναι πλήρης και καθολική, οπουδήποτε τελείται το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, επειδή ο Χριστός είναι όλος παρών στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Την θεωρία αυτή στη συνέχεια αποδέχθηκε πλήρως ο Παπισµός, διότι εξυπηρετεί άριστα το δόγμα περί του παπικού πρωτείου. Κατά τους ισχυρισμούς των παπικών, όπως στη Θεία Ευχαριστία είναι ανάγκη να υπάρχει ο πρώτος, ή προεστώς, έτσι και στην  παγκόσμια είναι ανάγκη να υπάρχει ο πρώτος της ανά την οικουμένην Εκκλησίας. Δυστυχώς αυτή η απαράδεκτη διδασκαλία έχει εισβάλει  και στον Ορθόδοξο χώρο με πρωτοπόρο τον Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζιζιούλα, ο οποίος φαίνεται να αγνοεί, (όπως και οι ομόφρονές του), ότι ο αιρετικός Παπισμός, όπως και όλες οι αιρέσεις, επειδή στερούνται Ιερωσύνης, δεν έχουν έγκυρα μυστήρια, μεταδοτικά θείας Χάριτος και επομένως ούτε Θεία Ευχαριστία, στην οποία φυσικά δεν είναι παρών ο Χριστός.

    Στην 17η κοινή δήλωση, (σελ. 268), γράφουν: «Οι αρχές του πρωτείου και της συνοδικότητας βρίσκονταν ήδη σε χρήση κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων, αλλά κανένα ενιαίο μοντέλο της μεταξύ τους σχέσης δεν έγινε ποτέ αποδεκτό παγκοσμίως». Το ότι το πρωτείο ποτέ δεν έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας φαίνεται ξεκάθαρα στα πρακτικά των επτά Οικουμενικών Συνόδων, για τα οποία έγινε λόγος προηγουμένως.

    Στην ίδια κοινή δήλωση (σελ. 269) γράφουν:  «Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και η Ιερά Παράδοση επιβεβαιώνουν την ανάγκη, το λειτούργημά του πρώτου να διακονεί την ενότητα της εκκλησίας σε διάφορα επίπεδα». Θέλουν να αγνοούν όμως ότι στην αγία Γραφή που επικαλούνται, ο ίδιος ο Κύριος ανατρέπει και καταργεί κάθε έννοια πρωτείου από οποιοδήποτε πρόσωπο, που έχει την αξίωση να ασκήσει εκκλησιαστική εξουσία, όπως αυτή ασκείται από τον Πάπα. Λέγει: «και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος», (Ματθ.20,27). Όσο για την ανυπαρξία πρώτου στην Κανονική μας Παράδοσή έγινε λόγος ήδη προηγουμένως.

    Στην ίδια κοινή δήλωση (σελ. 269) προσθέτουν: «Αποτελεί πεποίθηση των μελών της ομάδας εργασίας ότι οποιοδήποτε όραμα για το μέλλον πρέπει να επεξεργαστεί με μεγάλη προσοχή ένα μοντέλο κοινωνίας λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η εφαρμογή αυτού του μοντέλου θα είναι σταδιακή. Η πορεία προς τη συμφιλίωση μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων δεν συνεπάγεται απαραίτητα την άμεση επίλυση όλων των εκκρεμών ζητημάτων αλλά ένα κοινό Πλαίσιο προσεγγίσεων του στόχου αυτού». Ιδού και η κυνική ομολογία του μινιμαλιστικού μοντέλου «ενώσεως των εκκλησιών»! Με άλλα λόγια, η ένωση θα γίνει σε ουνιτική βάση, στην οποία εμείς κρατάμε τα δικά μας, εκείνοι κρατούν τα δικά τους και κάνουμε την «ένωση»!

    Στην ίδια κοινή δήλωση, (σελ. 270-271) η Ομάδα Εργασίας, «αποθεώνει» τον «Πάπα», ορίζοντάς τον ως «εκφραστή» της «ενότητας των χριστιανών στον κόσμο σήμερα»: «Η ομάδα Άγιος Ειρηναίος έχει επίγνωση ότι ο καθορισμός του ακριβούς ρόλου του επισκόπου Ρώμης στο πλαίσιο μίας αποκατεστημένης κοινωνίας μεταξύ των εκκλησιών μας θα είναι ίσως η πιο δύσκολη πτυχή αυτής της διαδικασίας. Τα μέλη της ομάδας μας είναι πεπεισμένα ότι ο επίσκοπος Ρώμης μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σημαντικότερο ρόλο στην έκφραση της ενότητας των χριστιανών στον κόσμο σήμερα… Είναι ανάγκη να αναζητηθεί ένας τρόπος προκειμένου να ξεπερασθούν ορισμένες θέσεις του παρελθόντος, ώστε τα βασικά στοιχεία που έχουν διατηρηθεί και στις δύο παραδόσεις να ενσωματωθούν σε μία κοινή κατανόηση του πρωτείου». Η ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκφράσθηκε ήδη μέσω της λειτουργίας του Συνοδικού Συστήματος και μόνον, χωρίς να έχει ανάγκη να εκφρασθεί από κάποιο «πρώτο», πράγμα το οποίο αποτελεί ήδη μια ζωντανή πραγματικότητα εδώ και 20 αιώνες. Δεν υπάρχουν «δύο παραδόσεις», οι οποίες δέον να «ενσωματωθούν σε μία κοινή κατανόηση του πρωτείου», αλλά η κρυστάλλινη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η αιρετική του Παπισμού.

    Κλείνοντας, εκφράζουμε έντονα για πολλοστή φορά τους φόβους μας από την δικαιολογημένη αίσθησή μας ότι έρχεται, οσονούπω, τρομακτική θύελλα στην Εκκλησία μας. Οι θιασώτες της «ενώσεως των εκκλησιών» βιάζονται να ενώσουν την Εκκλησία με τις αιρέσεις, χωρίς την απαραίτητη μετάνοια των αιρετικών. Σύμφωνα με δρομολογημένες εξελίξεις το 2025 είναι χρονικό ορόσημο γι’ αυτή την «ένωση». Μια προσεκτική μελέτη (και) των κοινών πορισμάτων της Ομάδος Εργασίας φανερώνουν περίτρανα, αφ’ ενός μεν ότι το όλο κείμενο φέρει τη σφραγίδα της παπικής «θεολογίας» και αφ’ ετέρου τις εκατέρωθεν προθέσεις. Η παραπλανητική γλώσσα περί της «εναρμονίσεως» του «πρωτείου με τη συνοδικότητα» φανερώνει το βάθος της υποκρισίας του αιρετικού Παπισμού και την πεισματική άρνησή του να απεμπολήσει το δαιμονικό «πρωτείο», αλλά να το «ντύσει» με το ευτελές περίβλημα μιας κάλπικης συνοδικότητας!  Εκφράζουμε τέλος την πικρία μας, τέτοια απαράδεκτα κείμενα, τα οποία απηχούν κακόδοξες και εν πολλοίς δόλιες αιρετικές θέσεις, να δημοσιεύονται στο επίσημο περιοδικό «Θεολογία» της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλοιώνοντας το φρόνημα των ορθοδόξων αναγνωστών του!   

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών




[1] Βλ. περιοδ. «Παρακαταθήκη», Ιούλιος –Αύγουστος 2009, τεύχ. 67, σ. 3.

[2] Βλ. Φειδάς, «Βυζάντιο», σελ. 277. Πρβλ. Βλ. Φειδάς, «Έκθεση». Β. Τσίγκος, «Εκκλησιολογικές θέσεις», σελ. 357.