Του Κυριάκου Κυριαζόπουλου*
Διάβασα την από 22-4-2020
επιστολή του Αρχιεπισκόπου προς την Κυβέρνηση, καθώς και την από 30-4-2020
απόφαση της Διαρκούς Συνόδου
(https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/36847-oi-apofaseis-tis-ieras-sunodou-gia-tin-epomeni-imera).
Από την επιστολή του
Αρχιεπισκόπου το μόνο θετικό στοιχείο είναι η εξαγγελία της αυτονόητης πρόθεσης
συμμορφώσεως της Διαρκούς Συνόδου, και δι’ αυτής των Μητροπολιτών, με τα
υγειονομικά μέτρα των αρμόδιων αρχών από τις 4-5-2020 ως προς την ατομική
προσευχή και από τις 17-4-2020 ως προς τη συλλογική λατρεία στους Ναούς, τα
οποία θα συνιστούν νόμιμο (κατά το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων
δικαιωμάτων) περιορισμό στην ελευθερία της λατρείας.
Κατά τα λοιπά η επιστολή του
Αρχιεπισκόπου προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
Από τη μια πλευρά ο
Αρχιεπίσκοπος, στην ως άνω επιστολή του, επαιτεί πολιτικά την άσκηση του
συνταγματικού και διεθνούς δικαιώματος της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ελευθερία
της λατρείας της (βλ. διεξοδικότερα το άρθρο μου στη Ρομφαία με τίτλο «Το
Καράβι της Εκκλησίας στα βράχια»,
https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/36786-to-karabi-tis-ekklisias-sta-braxia),
επικαλούμενη και τις αντιδράσεις εκκλησιαζόμενων πιστών.
Όπως απέδειξα με προηγούμενα
άρθρα μου δημοσιευμένα στη Ρομφαία, η Κυβέρνηση απαγόρευσε αντισυνταγματικά και
παράνομα την ελευθερία της λατρείας, και υπό το de facto καθεστώς της δημόσιας
έκτακτης ανάγκης (public emergency), μέχρι τώρα με τέσσερις (4) συνεχόμενες
κοινές υπουργικές αποφάσεις των Υπουργών Παιδείας – Θρησκευμάτων κας Κεραμέως
και Υγείας κ. Κικίλια.
Από την άλλη πλευρά, στην ανωτέρω
επιστολή του, προσπαθεί να ωραιοποιήσει πολιτικά την ουσιαστική παράδοση των
κλειδιών των Ναών και των Μονών – το οποίο δημιούργησε κακό προηγούμενο
επιδειχθείσας πολιτικής και θεολογικής αδυναμίας της Εκκλησίας υπερασπίσεως των
αποκλειστικά εσωτερικών της θεμάτων έναντι της Κυβέρνησης, η οποία ακολουθεί
τον Οικουμενισμό ή Διεθνισμό (θρησκευτικό, πολιτικό και οικονομικό) - από την
από 1-4-2020 απόφαση της Διαρκούς Συνόδου (https://www.romfea.gr/ekklisia-ellados/36224-i-iera-sunodos-sto-pleuro-tis-kubernisis-meinete-sto-spiti)
στην Κυβέρνηση, η οποία της το απαίτησε, κατά παράβαση του Συντάγματος και των
διεθνών συμβάσεων και διακηρύξεων, για τα ανθρώπινα δικαιώματα και υπό το de
facto επιβληθέν καθεστώς της δημόσιας έκτακτης ανάγκης (public emergency).
Δηλαδή προσπαθεί να ωραιοποιήσει
πολιτικά τη νομικώς αβάσιμη παραίτηση της Διαρκούς Συνόδου από την ελευθερία
της λατρείας της Εκκλησίας της Ελλάδος, επειδή το απαίτησε η Κυβέρνηση, με
πρόφαση την δυσανάλογα προπαγανδισθείσα – εξαιτίας του μεγαλύτερου αριθμού
θανάτων από τις συνήθεις εποχιακές ιώσεις σε σύγκριση με τους θανάτους από τον
κορωναϊό - από τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης προληπτική προστασία της δημόσιας
υγείας.
Η από 30-4-2020 απόφαση της
Διαρκούς Συνόδου διευρύνει περαιτέρω το χάσμα μεταξύ Αρχιεπισκόπου – Διαρκούς
Συνόδου και Λαού του Θεού.
Διότι:
1 – Παρά τη μοναδικά λεκτική
συμπαράσταση προς τους εκκλησιαζόμενους πιστούς οι οποίοι αντέδρασαν
ποικιλοτρόπως στην από 1-4-2020 απόφαση της Διαρκούς Συνόδου, εν τούτοις ο
Αρχιεπίσκοπος και η Διαρκής Σύνοδος λαμβάνουν και λεκτικώς και εμπράκτως το
μέρος της Κυβέρνησης, ισχυριζόμενοι ότι η εν λόγω απόφασή τους ήταν δήθεν ορθή,
δηλαδή, κατά το κοινώς λεγόμενο, «τα έκαναν όλα καλά».
2 – Η υποταγή του Αρχιεπισκόπου
και της Διαρκούς Συνόδου ακόμη και στα θέματα της αποκλειστικής δικαιοδοσίας
της Εκκλησίας [κυβερνητική απαγόρευση της θείας λατρείας και μάλιστα της Θείας
Λειτουργίας (είτε αρχικά ως προς τους κληρικούς και λαϊκούς είτε στη συνέχεια
ως προς μόνους τους λαϊκούς), κυβερνητική απαγόρευση της Θείας Κοινωνίας του
Σώματος και του Αίματος του Θεανθρώπου Χριστού, του τύπου της αντιφατικής αλλά
σαφώς αμφισβητούσας τη θεία φύση του Θεανθρώπου Χριστού δήλωσης της Υπουργού
Παιδείας «1) δεν υπεισερχόμαστε σε θέματα πίστης, αλλά 2) οι ειδικοί (δηλαδή η
θεοποιημένη ως είδωλο ιατρική επιστήμη, δηλαδή μερικά μέλη της ιατρικής
επιστήμης συνεργαζόμενα με την Κυβέρνηση) έχουν τοποθετηθεί για τους τρόπους
μετάδοσης του ιού και αυτοί περιλαμβάνουν και το σάλιο] με την από 1-4-2020
απόφασή τους, στην πολιτική της Κυβέρνησης για την αντισυνταγματική κα αντίθετη
προς το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαγόρευση της λατρείας – και
ειδικότερα της Θείας Λειτουργίας και της Θείας Κοινωνίας - μπορεί να εξηγηθεί
τουλάχιστον από την πολιτική τους:
Α. οι εκκλησιαστικές αρχές της
Εκκλησίας της Ελλάδος να εξακολουθούν να αναγνωρίζονται από την κρατική εξουσία
ως κρατική εκκλησία με τα συνακόλουθα προνόμια (νομοθετικά, πολιτικά,
οικονομικά, κοινωνικά κλπ.), δηλαδή να αποφύγουν τον θεσμικό χωρισμό της
Εκκλησίας από το Κράτος [αν και όλες οι Χώρες με Ορθόδοξη πλειονότητα έχουν το
σύστημα του θεσμικού χωρισμού από τα αντίστοιχα Κράτη (το οποίο το έχουν επίσης
η συντριπτική πλειονότητα των Χωρών της Ευρώπης), πλην της Ελλάδος, στην οποία
μεταφυτεύθηκε το σύστημα της κρατικής προτεσταντικής Εκκλησίας του 19ου αιώνα
από τον Ρωμαιοκαθολικό Βασιλιά Όθωνα και τους Προτεστάντες Αντιβασιλείς του],
και
Β. οι κληρικοί της ίδιας
Εκκλησίας της Ελλάδος να συνεχίσουν να μισθοδοτούνται από το Κράτος, επειδή
υπάρχει η υπόνοια ενδεχόμενης εγκαταλείψεως των ιερατικών θέσεών τους από
ιερείς σε ποσοστό ανερχόμενο τουλάχιστον στο 50%, σε περίπτωση διακοπής της
μισθοδοσίας τους, αν και η μισθοδοσία των κληρικών δεν εξαρτάται από το σύστημα
της κρατικής Εκκλησίας (το οποίο το έχουν μια μικρή μειονότητα χωρών της
Ευρώπης), αλλά η κρατική μισθοδοσία των κληρικών μπορεί να υπάρχει και με το
σύστημα του θεσμικού χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος, όπως υπάρχει και σε
άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες που έχουν το σύστημα του θεσμικού χωρισμού.
Εξάλλου, το σύστημα του θεσμικού
χωρισμού μπορεί να εξασφαλίζει αποτελεσματικότερα και πληρέστερα τη συνοχή και
την ενότητα της διοικούσας Εκκλησίας με τους πιστούς και την καταλληλότερη
εξυπηρέτηση του σκοπού της Εκκλησίας που είναι σωτηριολογικός, αποδεσμευμένα
από τον σφιχτό εναγκαλισμό της Εκκλησίας από το εκκοσμικευμένο και οικουμενιστικό
Κράτος, στο πλαίσιο του συστήματος της κρατικής Εκκλησίας.
Σημειωτέον ότι το σύστημα της
κρατικής Εκκλησίας μεταβάλλει την Εκκλησία σε διοικητικό βραχίονα του Κράτους
και δεν εξασφαλίζει την αναγκαία ενότητα και συνοχή των μελών της Εκκλησίας ως
Μυστικού Σώματος του Χριστού, αλλά αποτελεί αναπόφευκτη αιτία πολυδιάσπασής
της.
Διότι οι σημερινοί σκοποί του
εκκοσμικευμένου και οικουμενιστικού Κράτους - το οποίο αμφισβητεί ποικιλοτρόπως
αλλά σταθερά τη θεία φύση του Θεανθρώπου Χριστού - δεν συμπίπτουν με τους
σκοπούς της Εκκλησίας, η οποία είναι το Μυστικό Σώμα του Χριστού και η οποία
έχει Κεφαλή της τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Σημειωτέον επίσης ότι τα θέματα
της αποκλειστικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας στα οποία δεν παρατηρήθηκε η
οφειλόμενη θεολογική και πολιτική αντίσταση του Αρχιεπισκόπου και της Διαρκούς
Συνόδου (βλ. το άρθρο μου «Το Καράβι της Εκκλησίας στα βράχια»,
https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/36786-to-karabi-tis-ekklisias-sta-braxia),
και άρα παρατηρήθηκε η υποταγή της Εκκλησίας και ως προς τούτα τα θέματα,
καταλαμβάνονταν από:
Ι. Την κυβερνητική απαγόρευση της
θείας λατρείας και μάλιστα της Θείας Λειτουργίας (είτε αρχικά ως προς τους
κληρικούς και λαϊκούς είτε μεταγενέστερα ως προς μόνους τους λαϊκούς).
Ο Αρχιεπίσκοπος και η Διαρκής
Σύνοδος νομικώς αβάσιμα παραιτήθηκαν ρητά και κατηγορηματικά από το
συνταγματικό και διεθνές δικαίωμα στην ελευθερία της λατρείας της Εκκλησίας της
Ελλάδος με την από 1-4-2020 απόφαση της Διαρκούς Συνόδου.
ΙΙ. Την κυβερνητική απαγόρευση
της Θείας Κοινωνίας του Σώματος και του Αίματος του Θεανθρώπου Χριστού, του
τύπου της παλαιότερης αλλά και της χθεσινής δήλωσης της Υπουργού Παιδείας «1)
δεν υπεισερχόμαστε σε θέματα πίστης, αλλά 2) οι ειδικοί (δηλαδή η θεοποιημένη
από την Κυβέρνηση ως είδωλο ιατρική επιστήμη, δηλαδή μερικά μέλη της ιατρικής
επιστήμης συνεργαζόμενα με την Κυβέρνηση) έχουν τοποθετηθεί για τους τρόπους
μετάδοσης του ιού και αυτοί περιλαμβάνουν και το σάλιο»]
(https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/36845-kerameos-gia-theia-koinonia-oi-eidikoi-exoun-topothetithei-gia-tin-metadosi-i-opoia-perilambanei-kai-to-salio).
Η δήλωση αυτή της συγκεκριμένης
Υπουργού είναι αντιφατική αλλά σαφώς αμφισβητούσα τη θεία φύση του Θεανθρώπου
Χριστού και εξ αυτού του λόγου προσβάλλουσα ευθέως και αμέσως τη συνταγματική
και διεθνή θρησκευτική ελευθερία της Εκκλησίας της Ελλάδος και την
συνταγματικώς αναγνωρισμένη αυτοδιοίκησή της και σε θέματα δόγματος και
λατρείας.
Η ανωτέρω χθεσινή δήλωση της
Υπουργού Παιδείας – Θρησκευμάτων προηγήθηκε κατά δύο ώρες της ως άνω χθεσινής
απόφασης της Διαρκούς Συνόδου.
Είναι λογικώς ανεξήγητο το γιατί
ο Αρχιεπίσκοπος και η Διαρκής Σύνοδος ευχαριστούν την Υπουργό Παιδείας –
Θρησκευμάτων κα Κεραμέως, αφού η ίδια Υπουργός υπαγόρευσε για δεύτερη φορά την
απαγόρευση μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας στους πιστούς:
Την πρώτη φορά με την απαγόρευση
της Θείας Λειτουργίας και για τους κληρικούς και για τους λαϊκούς και στη
συνέχεια με την απαγόρευση της Θείας Λειτουργίας μόνο για τους λαϊκούς, μέσω
του αυθαίρετου, αντισυνταγματικού και αντίθετου προς τις διεθνείς συμβάσεις και
διακηρύξεις κλεισίματος των Ιερών Ναών και Μονών, υπό το καθεστώς της de facto
δημόσιας έκτακτης ανάγκης (public emergency) με την πρόφαση της προληπτικής
προστασίας της δημόσιας υγείας.
Αυτήν τη δεύτερη φορά, που συνέβη
χθες, η συγκεκριμένη Υπουργός φαίνεται να υπαγορεύει στην Διαρκή Σύνοδο την
επιβολή στους πιστούς των μασκών μέσα στη Θεία Λειτουργία από τις 17-9-2020,
προκειμένου, υπό το πρόσχημα της μάσκας, να απαγορεύεται η μετάδοση της Θείας
Κοινωνίας στους πιστούς.
Αναμένω να δω τί θα αποφασίσει
σχετικώς η Διαρκής Σύνοδος στις 12-5-2020.
Δύο (2) ερωτήσεις:
1η ερώτηση:
Η από 30-4-2020 απόφαση της
Διαρκούς Συνόδου ευχαριστεί την Υπουργό Παιδείας –Θρησκευμάτων, διότι αρνείται
τη θεία φύση του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία γίνεται με την εκ μέρους της
θεώρηση του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ως ψωμιού και κρασιού, αφού
δήθεν ο Χριστός είναι δήθεν μόνον «άνθρωπος», μέσω της χθεσινής κυβερνητικής
υποδείξεως προς τη Διαρκή Σύνοδο να φέρουν οι πιστοί στη Θεία Λειτουργία, από
17-4-2020, μάσκες όχι μόνο για την υγειονομική προστασία, αλλά και για να μην
κοινωνούν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ;
2η ερώτηση:
Δεν θα έπρεπε και μόνο για την
ανωτέρω κυβερνητική υπόδειξη που περιέχει βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος,
το οποίο, κατά την Ορθόδοξη Δογματική, μετουσιώνει το ψωμί και το κρασί σε Σώμα
και Αίμα Χριστού κατά το Ιερώτατο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ο
Αρχιεπίσκοπος και η Διαρκής Σύνοδος να απαιτήσουν την παραίτηση της Υπουργού
Παιδείας – Θρησκευμάτων ή / και την παύση της από τον Πρωθυπουργό, - λόγω της
προφανούς δυσαρμονίας της με τη θεμελιώδη δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, αν και είναι αρμόδια για την εποπτεία της επικρατούσας θρησκείας της
Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και των λοιπών θρησκευμάτων, - λόγω της, εξ
αυτού του λόγου, εκ μέρους της προσβολής της συνταγματικής και διεθνούς
θρησκευτικής ελευθερίας και ειδικότερα της ελευθερίας της λατρείας της
Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, και - λόγω της αυθαίρετης, αντισυνταγματικής,
αντίθετης προς το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παράνομης
αναμείξεώς της σε θέματα δόγματος και λατρείας, των οποίων οι Ιεροί Κανόνες
προστατεύονται πλήρως από το άρθρο 3 του Συντάγματος, και τα οποία θέματα δεν
επιτρέπεται – κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας - να
ρυθμίζονται de jure ή de facto από την κρατική εξουσία αντίθετα προς την
Ορθόδοξη Δογματική και τους Ιερούς Κανόνες που τα ρυθμίζουν κατ’
αποκλειστικότητα;
Ήταν εξαιρετικά ανεπαρκής η
υποτονική έγγραφη ή προφορική υπεράσπιση από την πλευρά του Αρχιεπισκόπου και
της Διαρκούς Συνόδου της θείας φύσης του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία
προσβλήθηκε ρητά και κατηγορηματικά και από την Κυβέρνηση και από τα
καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης με τη δημόσια αμφισβήτηση της κατά την Ορθόδοξη
Δογματική μετουσιώσεως του ψωμιού και του κρασιού σε Σώμα και Αίμα Χριστού κατά
το μυστήριο των μυστηρίων της Θείας Ευχαριστίας.
3 – Ενώ ο Αρχιεπίσκοπος και η
Διαρκής Σύνοδος από τη μία πλευρά εκφράζουν τη λεκτική συμπαράσταση προς τους
εκκλησιαζόμενους πιστούς οι οποίοι αντέδρασαν ποικιλοτρόπως στην από 30-4-2020
απόφαση της Διαρκούς Συνόδου, από την άλλη πλευρά ασκούν αρνητική κριτική προς
τους ίδιους εκκλησιαζόμενους πιστούς που αντέδρασαν μέσω των μέσων κοινωνικής
δικτύωσης ή άλλων μέσων. Δηλαδή και το πρώτο και το δεύτερο αντίθετο του πρώτου
ενέκριναν.
4 – Ο Αρχιεπίσκοπος και η Διαρκής
Σύνοδος δεν συντάχθηκαν με το ποσοστό των εκκλησιαζόμενων πιστών το οποίο
ανέρχεται περίπου στο 2% - 3% του συνόλου των μελών της Εκκλησίας της Ελλάδος,
και το οποίο την Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή και στην τελετή της Ανάστασης μπορεί
να προσεγγίσει το 10% του ίδιου συνόλου.
Αλλά συντάχθηκαν με το 90% των μη
εκκλησιαζόμενων ούτε στην Ανάσταση τυπικά πιστών, οι οποίοι γιορτάζουν
φολκορικό Πάσχα και έχουν γενικά φολκορική σχέση με την Εκκλησία της Ελλάδος
ίσως ως προς τα κοινωνικά γεγονότα της βάπτισης, του γάμου και της κηδείας, και
οι οποίοι ούτως ή άλλως αυτές τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας και στην τελετή
της Ανάστασης παραμένουν στα σπίτια τους, τηρώντας διαρκώς, δηλαδή και πριν τη
λήψη μέτρων από την Κυβέρνηση για τον κορωναϊό, το σύνθημα «Μένουμε σπίτι».
Βεβαίως δεν αποκλείεται ανά πάσα
στιγμή κάποιοι τυπικά πιστοί να συνειδητοποιήσουν την αξία του να μετατραπούν
σε ουσιαστικά πιστούς.
Αλλά τότε αυτοί οι πιστοί που
ενδεχομένως στο μέλλον μετατραπούν σε ουσιαστικά πιστούς, είναι πιθανό να
επανεκτιμήσουν τη θέση τους αρνητικά για τις από 1-4-2020 και 30-4-2020
αποφάσεις του Αρχιεπισκόπου και της Διαρκούς Συνόδου.
5 – Ο Αρχιεπίσκοπος και η Διαρκής
Σύνοδος, στις αποφάσεις τους τόσο της 1-4-2020 όσο και της 30-4-2020 δεν έδωσαν
καμία σημασία στην πραγματοποιηθείσα και πάλι απώλεια της εμπιστοσύνης των
εκκλησιαζόμενων πιστών προς τις εκκλησιαστικές αρχές.
Διότι ενήργησαν με την εμφανή
αντίληψη της εκκλησιαστικής εξουσίας. Αυτή η αντίληψη είχε την πολιτική της
λεγόμενης πάση θυσία «μη ρήξης» και συντάξεώς της με την Κυβέρνηση ακόμη και με
την παραίτηση από το συνταγματικό και διεθνές δικαίωμα στην ελευθερία της
λατρείας.
Μάλιστα η παραίτηση αυτή από την
ελευθερία της λατρείας έφθανε στο όριο της μη κατηγορηματικής και
καταγγελτικής, κατά της Κυβέρνησης και των καθεστωτικών μέσων μαζικής
ενημέρωσης, υπερασπίσεως της θείας φύσης του Θεανθρώπου Χριστού, εξαιτίας της
βλάσφημης προσβολής από την Κυβέρνηση και τα καθεστωτικά μέσα του Σώματος και
του Αίματος του Χριστού στο Άγιο Ποτήριο.
Εξάλλου το θεμέλιο της αληθινής
και όχι απλώς θεσμικής Εκκλησίας του Χριστού είναι η θεία φύση του Θεανθρώπου
Χριστού.
Η δε θεσμική Εκκλησία, για να
παραμένει και αληθινή Εκκλησία, πρέπει αναγκαία να υπερασπίζεται το θεμέλιο της
αληθινής Εκκλησίας που είναι η θεία φύση του Θεανθρώπου Χριστού.
Το αποτέλεσμα της ανωτέρω
πρόσφατης απώλειας της εμπιστοσύνης των εκκλησιαζόμενων πιστών προς τις
εκκλησιαστικές αρχές ήταν η, κατά πληροφορίες, εφαρμογή της εκκλησίας των
κατακομβών από μέρους εκκλησιαζομένων πιστών, δηλαδή της λειτουργίας της Εκκλησίας
ως Σώματος του Χριστού υπό τις συνθήκες του διεξαχθέντος και διεξαγομένου
διωγμού της Κυβέρνησης, με πρόσχημα την προληπτική προστασία της δημόσιας
υγείας από τον κορωναϊό, κατά προφανή αγνόηση των οδηγιών του Αρχιεπισκόπου και
της Διαρκούς Συνόδου που περιέχονται στην από 1-4-2020 απόφαση της Διαρκούς
Συνόδου.
Και τούτο διότι ένα μέρος των
εκκλησιαζομένων πιστών αντιλήφθηκε ότι η διοικούσα Εκκλησία σε κεντρικό επίπεδο
ενήργησε ως μηχανισμός της κρατικής εξουσίας και όχι ως ποιμαίνουσα Εκκλησία.
Αυτή η στάση του Αρχιεπισκόπου
και της Διαρκούς Συνόδου ακολουθεί μια, επιεικώς εσφαλμένη, πρακτική
τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1920 - πλην των διοικήσεων των Αρχιεπισκόπων
Ιερωνύμου Α΄, Σεραφείμ και Χριστοδούλου οι οποίοι αγωνίστηκαν για την διεύρυνση
της ελευθερίας της Εκκλησίας από τον σφιχτό εναγκαλισμό της με το
εκκοσμικευμένο και οικουμενιστικό Κράτος, στο πλαίσιο του συστήματος σχέσεων
της κρατικής εκκλησίας (άρθρα 3 και 72 παρ. 1 Συντάγματος) - κατά την οποία
πρακτική δίνεται προτεραιότητα από τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο και τη Διαρκή
Σύνοδο στην δια της άκριτης υποταγής συμμαχία με την εκάστοτε κυβέρνηση, αντί
της συμπορεύσεως με τον Λαό του Θεού.
Σημειωτέον ότι το Κράτος είναι
εκκοσμικευμένο. Διότι:
1) Δεν έχει ουσιαστική σχέση με
την Εκκλησία ως Σώμα του Χριστού, αλλά ενδιαφέρεται πρωτίστως να χρησιμοποιεί
τη διοικούσα Εκκλησία ως θρησκευτική επέκταση του κρατικού μηχανισμού
ιδεολογίας και βίας κατά των πολιτών - πιστών, όπως προκύπτει και από την
ιστορία των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας. Και
2) Έχει ως πολιτική την πολιτικο
– θρησκευτική χρησιμοποίηση της διοικούσας Εκκλησίας για την εξυπηρέτηση των
σκοπών του θρησκευτικού, πολιτικού, οικονομικού και επιστημονικού οικουμενισμού
ή διεθνισμού.
Παραδείγματα
μεταρρύθμισης, από παράγοντες της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, της
Ορθόδοξης Παράδοσης, η οποία δεν σέβεται επαρκώς την Ορθόδοξη πίστη ή παράδοση
του Λαού του Θεού, έναντι του ανταλλάγματος της διατήρησης του καθεστώτος της
διοικούσας Εκκλησίας ως αναγνωρισμένης κατά το Σύνταγμα (άρθρο 3) κρατικής
Εκκλησίας και των συνακόλουθων πάσης φύσεως προνομίων, είναι ενδεικτικώς τα
εξής:
α) Η απόφαση του 1923 από τη
Σύνοδο της Ιεραρχίας, με Πρόεδρο τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο,
για την εισαγωγή του νέου ημερολογίου (διορθωμένου Ιουλιανού κατά το Συνέδριο
του 1923 της Κωνσταντινούπολης ή Γρηγοριανού κατά τους ΓΟΧ), παρά τη σφοδρή
αντίθεση μεγάλου τμήματος εκκλησιαζόμενων πιστών, οι οποίοι εξ αυτού του λόγου
απέρριψαν επισήμως τη διαποίμανσή τους από την κρατική εκκλησία, και ίδρυσαν
πολλές εκκλησίες ΓΟΧ.
Σημειωτέον ότι:
Ι. Η από 16-1-1923 έκθεση της
επί της μεταρρυθμίσεως του Ημερολογίου Επιτροπής δέχθηκε ότι η Εκκλησία της
Ελλάδος δεν μπορούσε να αλλάξει μονομερώς το ημερολόγιο για τη λειτουργική
χρήση, χωρίς να καταστεί σχισματική έναντι των άλλων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Η
εν λόγω Επιτροπή διορίστηκε από τον Αρχηγό του πραξικοπήματος της 14-9-1922
Συνταγματάρχη Νικ. Πλαστήρα και αποτελούνταν από τους Γ.Ν. Κοφινά, Υπουργό των
Οικονομικών, Δ. Αιγινήτη, καθηγητή του Πανεπιστημίου και διευθυντή του
Αστεροσκοπείου, Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, Αρχιμανδρίτη και Καθηγητή του Πανεπιστημίου
Αθηνών (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο οποίος εισηγήθηκε
στην Ιεραρχία την εισαγωγή του νέου ημερολογίου), Π. Τσιτσεκλή, δικηγόρο,
Αμίλκα Αλεβιζάτο, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τμηματάρχη του
Υπουργείου των Εκκλησιαστικών.
ΙΙ. Το δε από 18-1-1923
Νομοθετικό Διάταγμα «Περί του Νέου Πολιτικού Ημερολογίου» εξακολουθεί – εξ όσων
γνωρίζω - να ισχύει ακόμη, επειδή δεν καταργήθηκε, και το οποίο ορίζει ότι η
Εκκλησία της Ελλάδος εξακολουθεί να τηρεί το Ιουλιανό ημερολόγιο.
ΙΙΙ. Οι συνεχείς διωγμοί του
Κράτους και κάποιων Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά πιστών που
παρέμειναν πιστοί στο παλαιό ημερολόγιο διήρκεσαν από το 1923 μέχρι το 1974.
Σημειωτέον ότι οι πιστοί που
ακολουθούσαν το παλαιό ημερολόγιο, στη συνέχεια στράφηκαν και κατά του
Οικουμενισμού από το 1948, 1) όταν μαθεύτηκε, από το δίτομο έργο του Ιωάννη
Καρμίρη «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας»,
τομ. 2, σελ. 1055-1058 - αφού μέχρι τότε κρατούνταν στα συρτάρια - η Εγκύκλιος του
1920 του Οικουμενικού Πατριαρχείου που αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της
λεγόμενης οικουμενικής κίνησης ή του Οικουμενισμού και 2) όταν ενέπιπταν στην
αντίληψή τους διάφορες εκδηλώσεις της λεγόμενης οικουμενικής κίνησης ή του
Οικουμενισμού.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η
Εγκύκλιος αυτή αποφασίστηκε από την ατελή Πατριαρχική Σύνοδο, αφού δεν υπήρχε
τότε Πατριάρχης αλλά προήδρευε αυτής ο Τοποτηρητής Προύσης Δωρόθεος.
Τούτο το θέμα ήταν μείζον και
ανήκε μόνον στην αρμοδιότητα της τελείας Συνόδου, δηλαδή της προεδρευόμενης από
τον Πατριάρχη, και όχι στην ατελή Σύνοδο, η οποία – κατά τους Ιερούς Κανόνες
και την πάγια εκκλησιαστική πράξη - διεξάγει μόνο την τρέχουσα Υπηρεσία και
απαγορεύεται να αποφασίζει επί μειζόνων θεμάτων, τα οποία απαιτούν την παρουσία
Πατριάρχη.
Σημειωτέον επίσης ότι οι
Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι διχασμένες ως προς τη λειτουργική χρήση
του ημερολογίου. Άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες εισήγαγαν το νέο ημερολόγιο:
Οικουμενικό Πατριαρχείο, Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, Πατριαρχείο Αντιοχείας,
Πατριαρχείο Βουλγαρίας, Πατριαρχείο Ρουμανίας, Εκκλησία Κύπρου, Εκκλησία
Ελλάδος, Εκκλησία Αλβανίας, Εκκλησία Πολωνίας, Εκκλησία Τσεχίας και Σλοβακίας.
Αντιθέτως, άλλες Αυτοκέφαλες
Εκκλησίες παραμένουν στο παλαιό ημερολόγιο: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων,
Πατριαρχείο Ρωσίας, Πατριαρχείο Σερβίας, Πατριαρχείο Γεωργίας, οι οποίες όμως
εκπροσωπούν τα 2/3 των Ορθόδοξων πιστών.
Έτσι παρατηρείται το εξής
παράδοξο θεολογικά φαινόμενο: Οι ακίνητες γιορτές και μάλιστα η Δεσποτική Εορτή
των Χριστουγέννων (25-12) και η Θεομητορική Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
(15-8) να μην εορτάζονται από κοινού από όλες της Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες
Εκκλησίες. Αλλά όσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ακολουθούν το νέο ημερολόγιο
συνεορτάζουν τις εν λόγω μεγάλες εορτές με τον ετεροδόξους, τον Ρωμαιοκαθολικισμό
και τον Προτεσταντισμό, και όχι με τις άλλες Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η
πρόταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να υπάρξει απόφαση της λεγόμενης «Αγίας
και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας» του 2016 για την ένταξη όλων των
Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στο νέο ημερολόγιο, απορρίφθηκε από τις Αυτοκέφαλες
Εκκλησίες που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο.
β) Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών –
ενδεχομένως εισηγούμενος σχετικώς στα λοιπά 24 μέλη της αντιπροσωπείας της
Εκκλησίας της Ελλάδος - δεν τήρησε την απόφαση της Έκτακτης Συνόδου της
Ιεραρχίας του Μαϊου 2016, η οποία έδωσε εντολή στη αντιπροσωπεία της Εκκλησίας
της Ελλάδος να ψηφίσει, στη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης
Εκκλησίας» στο Κολυμπάρι Χανίων τον Ιούνιο 2016, ότι η Καθολική Εκκλησία (με τη
νομική έννοια του όρου) δεν είναι Εκκλησία (με την εκκλησιολογική έννοια του
όρου).
Και τούτο έγινε μετά τη συνάντηση
του Αρχιεπισκόπου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, όταν υπήρξε πολλαπλή εμπλοκή
στην ψήφιση της απόφασης «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον».
Η ανατροπή της θέσης αυτής της
Έκτακτης Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος του Μαϊου 2016
ενδεχομένως οφείλεται σε πίεση συσχετιζόμενη με πιθανή ανάκληση της Πατριαρχικής
και Συνοδικής Πράξης του 1928 για τις λεγόμενες Νέες Χώρες σε περίπτωση μη
ψηφίσεως του τότε σχεδίου της εν λόγω απόφασης από την αντιπροσωπεία της
Εκκλησίας της Ελλάδος.
Και πάλι, ιδίως εξαιτίας της
ανωτέρω απόφασης της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης
Εκκλησίας», ένα ποσοστό, έστω και μικρό, των εκκλησιαζομένων πιστών απέρριψαν
επισήμως (δηλαδή με δηλώσεις αποτειχίσεως) ή ανεπισήμως τη διαποίμανσή τους από
την κρατική εκκλησία, και ίδρυσαν κοινότητες αποτειχισμένων του νέου
ημερολογίου από την κρατική εκκλησία ή προσχώρησαν σε εκκλησίες ΓΟΧ.
Στην ανωτέρω από 30-4-2020
απόφαση της Διαρκούς Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος και η Διαρκής Σύνοδος απέρριψαν,
και μάλιστα ομοφώνως, την πρόταση του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Κερκύρας, Παξών
και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκταρίου για σύγκληση της Συνόδου της Ιεραρχίας
(https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/36836-apokleistiko-ektakti-sugklisi-tis-ierarxias-zita-o-kerkuras-nektarios).
Διαφαίνεται σαφώς ότι φοβήθηκαν
την κριτική η οποία θα ασκούνταν εναντίον των από 1-4-2020 και 30-4-2020
αποφάσεων και των σχετικών εγκυκλίων της Διαρκούς Συνόδου προς τους
Μητροπολίτες.
Αλλά είναι εύλογο ότι η απόρριψη
αυτή δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει κριτική των αποφάσεων αυτών με οποιοδήποτε
τρόπο και σε οποιοδήποτε χρόνο.
Η απόρριψη αυτή επίσης
υπογραμμίζει μια έλλειψη σεβασμού από την πλευρά του Αρχιεπισκόπου και της
Διαρκούς Συνόδου προς τον συνοδικό θεσμό και το συνοδικό πολίτευμα της
Εκκλησίας της Ελλάδος.
Διότι η ανώτατη εκκλησιαστική
αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είναι η Διαρκής Σύνοδος, αλλά η Σύνοδος της
Ιεραρχίας.
Υπενθυμίζεται ότι η Διαρκής
Σύνοδος έχει προτεσταντική προέλευση, καθότι αντιστοιχεί στη διοικούσα σύνοδο
των προτεσταντικών κρατικών εκκλησιών και υιοθετήθηκε για πρώτη φορά από τον
Μέγα Πέτρο από τις προτεσταντικές εκκλησίες, όταν εκείνος κατάργησε το
Πατριαρχείο της Ρωσίας, για να υπαγάγει υπό την κρατική του εξουσία τη
διοικούσα Εκκλησία της Ρωσικής Εκκλησίας.
Η Διαρκής Σύνοδος πρέπει να
καταργηθεί συνταγματικά και νομοθετικά, επειδή δεν εξυπηρετεί τίποτε σήμερα.
Ως ολιγομελές και ολιγαρχικό
όργανο, καλύπτει μόνον τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο στην κατεύθυνση της κεντρικής
διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν εκείνος έχει ως πολιτική την επιβολή
της κυβερνητικής πολιτικής επί των Μητροπολιτών.
Η σημερινή τεχνολογία των
e-mails, των κινητών και των τηλεδιασκέψεων κατέστησαν άχρηστο αλλά και
επικίνδυνο για το συνοδικό πολίτευμα τον θεσμό της Διαρκούς Συνόδου, η οποία
μπορεί να αυτονομείται από την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της Ιεράς Συνόδου της
Ιεραρχίας, στην περίπτωση που η διαπλοκή της εκάστοτε Κυβέρνησης και του
εκάστοτε Αρχιεπισκόπου το επιβάλλουν.
Τα επιτακτικά ερωτήματα προς την
πλειονότητα των Μητροπολιτών είναι τα εξής:
Α. Μόνον ελάχιστοι Μητροπολίτες
και ένα μέρος των εκκλησιαζομένων πιστών θα εκφράζουν τις θέσεις της Εκκλησίας
ως Μυστικού Σώματος του Χριστού;
Β. Ο Αρχιεπίσκοπος θεωρείται de
facto προϊστάμενός τους και όχι μόνον Πρόεδρος της Διαρκούς Συνόδου και της
Συνόδου της Ιεραρχίας, και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να παύσουν να έχουν καλές
δημόσιες σχέσεις μαζί του, για να διευκολύνονται στην προώθηση των υποθέσεών
τους που απαιτούν αρμοδιότητες της Διαρκούς Συνόδου;
Γ. Δεν θα πρέπει να προκρίνουν
την ιδιότητά τους του Ποιμενάρχη, αντί της εκκλησιαστικής αρχής του νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου της οικείας Μητροπόλεως, για να αποτρέψουν ποιμαντικά
την πολυδιάσπαση του εκκλησιαζομένου ποιμνίου, το οποίο, για διαφόρους λόγους,
όπως και προσφάτως, μπορεί να χάνει την εμπιστοσύνη του προς τους Ποιμενάρχες
του και το οποίο αρνείται τη διαποίμανσή τους;
Δ. Δεν θα πρέπει να ενδιαφερθούν
για την εφαρμογή του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας της Ελλάδος -
δεδομένης της αντικειμενικώς μη επιτυχούς διοικήσεως των υποθέσεων της
Εκκλησίας από τον Αρχιεπίσκοπο και την Διαρκή Σύνοδο κατά την πολύπλευρη κρίση
του κορωναϊού – με την εφαρμογή του άρθρου 6, παρ. 1, του Καταστατικού Χάρτη
της Εκκλησίας της Ελλάδος (Νόμος 590/1977, όπως ισχύει) για τη σύγκληση της
Συνόδου της Ιεραρχίας, παρά την αρνητική απόφαση του Αρχιεπισκόπου και της
Διαρκούς Συνόδου, με την αίτηση του 1/3 τουλάχιστον των εν ενεργεία
Μητροπολιτών προς τον Αρχιεπίσκοπο;
Σημειωτέον ότι το άρθρο 6, παρ.
1, του του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Νόμος 590/1977, όπως
ισχύει) ορίζει τα εξής:
«Η Ι. Σ. Ι. συνέρχεται εις
τακτικήν συνέλευσιν αυτοδικαίως μεν την 1ην Οκτωβρίου εκάστου έτους, εκτάκτως
δε οσάκις ήθελε συγκληθή υπό του Προέδρου αυτής,
α) είτε ιδία αυτού πρωτοβουλία,
β) είτε μετά προηγούμενην
απόφασιν της Δ. Ι. Σ.,
γ) είτε κατόπιν αιτήσεως του 1/3
τουλάχιστον των εν ενεργεία Μητροπολιτών προς τον Πρόεδρον, εις ην αίτησιν δέον
όπως αναγράφωνται και τα θέματα διά τα οποία ζητείται η σύγκλησις της
Ιεραρχίας.
Εις την υπό στοιχείον β`
περίπτωσιν ο Πρόεδρος οφείλει όπως προσκαλέση τα μέλη της Ιεραρχίας διά πράξεως
αυτού εκδιδομένης εντός προθεσμίας 10 ημερών αφ` ης απεφασίσθη η σύγκλησις και
δι` ημέραν συνεδριάσεως μη απέχουσαν πλέον των 20 ημερών από της αυτής ως άνω
ημερομηνίας.
Εις την υπό στοιχείον γ`
περίπτωσιν ο Πρόεδρος οφείλει να θέση αμελλητί την αίτησιν υπ` όψιν της Δ. Ι. Σ.
ήτις αποφαίνεται παραχρήμα επ` αυτής, είτε αναθέτουσα εις τον Πρόεδρον να
συγκαλέση την Ι. Σ. Ι., δι` ημέραν συνεδριάσεως μη απέχουσαν πλέον των 20
ημερών από της ημέρας συνεδριάσεως της Δ. Ι. Σ., είτε αρνουμένη την σύγκλησιν
της Ιεραρχίας δι` ητιολογημένης αποφάσεώς της, κοινοποιουμένης εις τους
υποβαλόντας την αίτησιν Ιεραρχίας. Εάν οι υποβαλόντες την αίτησιν εμμείνουν επί
της συγκλήσεως διά νεωτέρας αιτήσεώς των προς τον Πρόεδρον, η σύγκλησις της
Ιεραρχίας είναι υποχρεωτική δι` αυτόν, όστις συγκαλεί ταύτην εις ημέραν
συνεδριάσεως μη απέχουσαν πλέον των 20 ημερών απο της υποβολής της αιτήσεως.
Ο Πρόεδρος υπέχει κανονικήν
ευθύνην εις ην περίπτωσιν παραλείψει να συγκαλέση την Ι. Σ. Ι. εις τας ως άνω
υπό στοιχεία β` και γ` περιπτώσεις» (νομική βάση «Νόμος»).
Εάν δεν αναλάβουν τις ευθύνες και
τις αρμοδιότητές τους οι Μητροπολίτες, όποτε και όπως θεωρούν καλύτερα, δεν θα
πρέπει να διαμαρτύρονται απλώς κατ’ ιδίαν.
Σε αυτήν την περίπτωση, με την
αδρανή στάση τους, εγκρίνουν στην πραγματικότητα την de facto agenda του
Αρχιεπισκόπου [Χρειάζεται Αρχιεπίσκοπος με ατζέντα προσαρμογής και όχι
μεταρρύθμισης,
https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/36578-xreiazetai-arxiepiskopos-me-atzenta-prosarmogis-kai-oxi-metarruthmisis],
με τις προαναφερόμενες συνέπειες για τους εκκλησιαζόμενους πιστούς.
* Ο κ. Κυριάκος
Κυριαζόπουλος είναι Καθηγητής (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή
του Α.Π.Θ., δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Θεολόγος*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου