Νέα «Ὁμολογία
Πίστεως» ἀπό τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων
Κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν», μέ ἀφορμή ὅσα ἔγιναν στήν Ἁγία Γῆ (Μάϊος
2014) καί ἐν ὄψει τῆς ἐπικειμένης ἐπισκέψεως τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα, στό Φανάρι,
τήν 30ή Νοεμβρίου 2014:
Ἀξιοκατάκριτος ψευδο-διδάσκαλος
θεωρεῖται ἐνυπογράφως
ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος!
• ἀπό ἕξι (6) Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, ἕνα (1) Καθηγούμενο Ἁγιορειτικῆς Μονῆς, Καθηγουμένους καί
Καθηγουμένες Μονῶν ἀνά τήν Ἑλλάδα, τόν Καθηγούμενο τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου
Κύπρου, 157 Κληρικούς, μοναχούς, μοναχές καί 1.745 (μέχρι στιγμῆς) λαϊκούς!
Ἀκολουθεῖ τό πλῆρες κείμενο:
Μὲ θλίψη γίναμε ὅλοι μάρτυρες τῶν διαδραματισθέντων πρὸ ὀλίγων μηνῶν στὴν Ἁγία Γῆ. Μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος διατύπωσε στὸ πλαίσιο τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν Πάπα Φραγκίσκο στὰ Ἱεροσόλυμα στὶς 25 Μαΐου τρ.ἔ. μία καινοφανῆ καὶ ἐντελῶς ξένη πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιολογία· ὡς ἡ χειρότερη ἔκφανση καὶ τὸ ἀποκορύφωμα μιᾶς παρεκκλίνουσας ἐκκλησιολογικῆς πορείας ποὺ ἔχει ἐκκινήσει ἤδη ἀπὸ πολλοῦ, ἡ νέα αὐτὴ ἐκκλησιολογία, ἀπορρίπτει τὸ ἀκατάλυτον καὶ ἄφθαρτόν της Ἐκκλησίας, ἂν καὶ Αὐτή, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, εἶναι «ὁ
Θεάνθρωπος Χριστὸς
παρατεινόμενος εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας καὶ εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα.
Διὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία
δὲν ἔχει
"σπίλον ἡ ρυτίδα
ἤ τι τῶν
τοιούτων"»1. Ἀντιθέτως,
σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του Πατριάρχου, ἡ Ἐκκλησία, παρὰ τὸ θέλημα τοῦ
Παντοδυνάμου Χριστοῦ, ἔχει διασπασθῆ:
1. Διατυπώσεις
τῆς ἐκκλησιολογίας
τῆς
«διεσπασμένης ἐκκλησίας»
«Ἡ Μία, Ἁγία,
Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία,
ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἐν
"ἀρχῇ
Λόγου", τοῦ "ὄντος πρὸς τὸν
Θεόν", καὶ "Θεοῦ ὄντος"
Λόγου, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴν τῆς ἀγάπης,
δυστυχῶς κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς
στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως
τῆς ἀνθρώπινης
ἀδυναμίας
καὶ τοῦ
πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου
νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω
διεμορφώθησαν καταστάσεις καὶ ὁμάδες
ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ "αὐθεντίαν"
καὶ "ἀλήθειαν".
Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι
Μία, ὁ
Χριστός, καὶ ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ' Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία».
«Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν
ὁ ἀνθρώπινος
παράγων, καὶ διὰ τῆς
συσσωρεύσεως προσθηκῶν "θεολογικῶν",
"πρακτικῶν" καὶ "κοινωνικῶν"
αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι
ὡδηγηθησαν
εἰς
διάσπασιν τῆς ἑνότητος
τῆς
πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν,
ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικὴν
πολεμικήν»2.
Ἡ θέση αὐτὴ δὲν εἶναι παντελῶς νέα· ἤδη πολὺ ἐνωρὶς ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε ἐκφράσει τὴν ἄποψή του ὑπέρ της ἰσότητος τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ:
«Μία κοινὴ
μυστηριακὴ
κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας
ἔχει ἀναδυθεῖ,
διατηρηθεῖ καὶ
μεταδοθεῖ
διαχρονικῶς ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ
διαδοχή [...] ἡ Μεικτὴ Ἐπιτροπὴ ἔχει
δυνηθεῖ νὰ
διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες
μας ἀναγνωρίζουν ἡ μία τὴν ἄλλη ὡς Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες,
ἀπὸ κοινοῦ ὑπεύθυνες
γιὰ τὴ
διαφύλαξη τῆς μίας Ἐκκλησίας
τοῦ Θεοῦ, μὲ
πιστότητα πρὸς τὸ θεῖο
σχέδιο, καὶ μὲ ἕναν
τελείως ἰδιαίτερο
τρόπο ὅσον ἄφορα στὴν ἑνότητα
[...] Μὲ αὐτὴν τὴν
προοπτικὴ
παρακινοῦμε τοὺς
πιστούς μας, Καθολικοὺς καὶ Ὀρθόδοξους,
νὰ ἐνισχύσουν
τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης,
τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα
Βάπτισμα καὶ ἀπὸ τὴ
συμμετοχὴ στὴ
μυστηριακὴ ζωή»3.
«Διὰ τὴν
συνειδητοποίησα τῶν ἐπιβλαβῶν
στοιχείων τῆς παλαιᾶς
ζύμης, ἤτις ἀποτέλει
προυπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καὶ
σωζούσης μετανοίας, ὠφελιμὸτατος εἶναι ὁ
διάλογος [...] Ἐφ' ὅσον
δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις
Ἐκκλησία
εἶναι
ταμιοῦχος τῆς θείας
χάριτος καὶ ἀρχηγός
τῆς
σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα
εἰς τὴν
παραδοχὴν
ταύτην, ἡ
προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό της
μιᾶς καὶ
προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τὴν ἑτέραν.
Διότι ἑκάστη
τοπικὴ Ἐκκλησία
δὲν εἶναι ἀνταγωνίστρια
τῶν ἄλλων
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ' ἓν σῶμα μετ'
αὐτῶν καὶ ἐπιθυμεῖ τὴν
βίωσιν τῆς ἑνότητος
αὕτης ἐν Χριστῷ, τὴν ἀποκατάστασιν
δηλονότι αὐτῆς,
διαταραχθείσης κατὰ τὸ
παρελθόν, καὶ ὄχι τὴν ἀπορρόφησιν
τῆς ἄλλης»4.
Ἡ παράδοξη αὐτὴ διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἄφησε ἐκτός τοῦ περιβόλου της τοὺς αἱρετικοὺς Προτεστάντες· περὶ τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο
Ἀλέγκρε
τῆς
Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τὸ ἔτος 2008:
«Ἀπηλλαγμένοι
λοιπὸν τῶν ἀγκυλώσεων
τοῦ
παρελθόντος καὶ ἀποφασισμένοι
νὰ
παραμείνωμεν ἡνωμένοι
καὶ νὰ ἐργασθῶμεν ἀπὸ κοινοῦ, ἐθέσαμεν,
πρὸ δύο ἐτῶν, κατὰ τὴν
διάρκειαν τῆς Θ' Συνελεύσεως ἐν Porto
Alegre Βραζιλίας, τὰς
βάσεις μιᾶς νέας
περιόδου εἰς τὴν ζωὴν τοῦ
Συμβουλίου»5.
Πρὸς κοινὴ ἔκπληξη, τὸ τελικὸ κείμενο τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης διακηρύσσει περὶ τῶν «ἐκκλησιῶν» τοῦ Π.Σ.Ε.:
«Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ
Καθολικὴ Ἐκκλησία,
ἄλλα ὄχι ἡ ὁλότητά
της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει
τὴν
καθολικότητά της ὅταν εἶναι σὲ
κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες
[...] Ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλο εἴμαστε
πτωχευμένοι»6.
Ό Μητροπολίτης
Περγάμου Ἰωάννης
(Ζηζιούλας), θεολογικὸς
σύμβουλος τοῦ
Πατριάρχου, ἐπίσης θεωρεῖ ὡς ἐντὸς «ἐκκΛησίας» ὅσες (δι)αιρέσεις καὶ σχίσματα ἐφαρμόζουν ἕνα ὁποιοδήποτε «βάπτισμα»:
«Τὸ
βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριο στὴν Ἐκκλησία.
Τώρα μὲ αὐτὸ τὸ
βαπτιστικὸ ὅριο εἶναι
κατανοητὸ νὰ ὑπάρξει
διαίρεση, ἀλλὰ ὁποιαδήποτε
διαίρεση μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ὅρια δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν
διαίρεση ποὺ ὐπάρχει
μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας
καὶ αὐτῶν ποὺ
βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ
βαπτιστικὸ ὅριο
[...] Ἐντός τοῦ
βαπτίσματος, ἀκόμη καὶ ἂν ὕπαρχει
μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη
μπορεῖς νὰ μιλᾶς γιὰ Ἐκκλησία»7.
Διευρύνοντας αὐθαιρέτως τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κ. Ἰωάννης περιόρισε τὸ ἐπ' αὐτῷ καὶ τὸ πεδίο τῶν αἱρέσεων· κατ' αὐτὸν «ἐκκλησιαστικοποιεῖται» κάθε αἵρεση ἡ ὁποια δὲν ἀντιπίπτει ἐκπεφρασμενως στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπως δηλαδὴ ὁ Μονοφυσιτισμός-Μονοθελητισμὸς (τῶν λεγομένων
«προχαλκηδονίων»), ἡ Εἰκονομαχία, ὁ ἀντι-ησυχασμός, ὁ ἐθνοφυλετισμὸς κ.λπ.:
«Ἡ αἵρεση,
δηλαδὴ ἡ ἀπόκλιση
ἀπὸ αὐτὸ ποὺ
πιστεύει καὶ ὁμολογεῖ μὲ τὸ
Σύμβολο τῆς
πίστεώς της ἡ Ἐκκλησία, ὁδηγεῖ αὐτομάτως
ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ
πρόβλημα ὅμως ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ὀπτικὴ αὐτὴ γωνία ἀπολυτοποιεῖται
[...]»8.
Ὅλα τὰ παραπάνω φαίνονται ὡς προβολὴ καὶ προέκταση τῆς παλαιᾶς προτάσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, μέντορος τῶν μετὰ ταῦτα πρωτεργατῶν τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ:
«Εἰς τὴν
κίνησιν πρὸς ἕνωσιν,
δὲν
πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία
νὰ βαδίση
πρὸς τὴν ἄλλην, ἀλλ' ὅλαι ὁμοῦ νὰ ἐπανιδρύσωμεν
τὴν Μίαν,
Ἁγιαν,
Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, ἐν
συνυπάρξει εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴν
Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν
μέχρι τοῦ 1054,
παρὰ καὶ τὰς τότε ὕφισταμενας
θεολογικὰς
διαφορὰς»9.
2. Ἔμπρακτη
ἐφαρμογὴ
διαχρονικῶς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας
Οἱ πεποιθήσεις αὐτὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἐμπράκτως βεβαιωθῆ μὲ διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκουμενιστικοῦ γίγνεσθαι: ἐπὶ παραδείγματι, μὲ τὴν παρουσία ἢ καὶ συμπροσευχὴ τοῦ Οἰκουμενικοὺ Πατριάρχου σὲ ἑσπερινὸ τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995), στὴν κηδεία τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος 2005), σὲ παπικὴ λειτουργία στὸ Βατικανὸ (Ἰούνιος 2008), σὲ συνεδρία τῆς Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων (Ὀκτώβριος 2008) καὶ στὴν πρώτη ἐπίσημη λειτουργία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου (Μάρτιος
2013), μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπὸ τὸν κ. Βαρθολομαῖο καὶ τὸν Καρδινάλιο Cassidy
(Φανάρι, Θρονικὴ Ἑορτὴ 1992), καθὼς καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ' σὲ Πατριαρχικὴ Λειτουργία στὸ Φανάρι (Νοέμβριος 2006),
ὅπου ὁ Πάπας, φορώντας ὠμοφόριο, ἀπήγγειλε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τοῦ ἐψάλη Πολυχρόνιον! Μὲ τὴν πρόσφατη (Μάιος 2014)
συμπροσευχὴ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἀκόμη, μὲ τὴν ἐπίδοση ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου στὸν νεοεκλεγέντα οὐνίτη (ἐν Ἀθήναις) ἐπίσκοπο «Καρκαβίας»,
Δημήτριο Σαλάχα (Μάιος 2008). Μὲ τὴ συμμετοχὴ ἐπίσης τοῦ παπικοῦ ἐπισκόπου Louis Pelatre στὸν ἑσπερινό της ἀγάπης στὸ Φανάρι τὸ Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος ποὺ
συνεχίσθηκε καὶ τὰ ἑπόμενα ἔτη, μὲ εἴσοδο τῶν ἑτερόδοξων στὸ ἱερὸ Βῆμα διὰ τῆς Ὡραίας Πύλης. Μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ κ. Βαρθολομαίου στὴ Σύνοδο τῶν Ἀγγλικανῶν στὸ Labeth Palace (Νοέμβριος
1993). Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, διανθίσθηκαν μὲ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἢ καὶ κοινὲς ἐκκλησιολογικὲς δηλώσεις. Στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενιστικῆς στοχεύσεώς του ὁ κ. Βαρθολομαῖος δὲν παρέλειψε νὰ παροτρύνει καὶ τὸν νέο Πατριάρχη
Βουλγαρίας, Μακαριώτατο κ. Νεόφυτο, νὰ ἐπανέλθει τὸ Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση ἀπ' ὅπου ἀπεχώρησε τὸ 199810.
3. Ἄρνηση
τοῦ
Συμβόλου τῆς
Πίστεως, πίστεως «εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν»
Οἱ ὡς ἄνω δηλώσεις καὶ τὰ γεγονότα προσδιορίζουν τὴ σταθερὴ ἐκκλησιολογικὴ γραμμὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου. Ἡ
πρόσφατη ἐν Ἱεροσολύμοις δήλωσή του, ἀναδεικνύει
σαφῶς καὶ τὴν προφανῆ ἀντιφατικότητα ἢ τὴ διγλωσσία τῆς ἐκκλησιολογίας αὐτῆς, χαρακτηριστικὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς προβάλλει μὲν τὴν Μίαν Ἐκκλησίαν, ἀλλ' ὡς «διεσπασμένην ἐν χρόνῳ». Ἐν προκειμὲνῳ τὸ πατριαρχικὸ κείμενο δημιουργεῖ
σύγχυση καὶ σαφῶς δὲν ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο εἶναι Πνεῦμα «εὐθές»11. Εἶναι ἀκόμη εὐνόητο, ὅτι ἡ θέση αὐτὴ συνιστᾶ συνειδητὴ ἄρνηση τουλάχιστόν τῆς ἑνότητος τῆς «Μιᾶς» Ἐκκλησίας ὡς ἰδιότητος καὶ ὀντολογικοῦ Της δεδομένου. Ἡ συμπερίληψη τῆς ἰδιότητος αὐτῆς στὸ ἐκκλησιολογικὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση τῆς αὐτοσυνειδησίας καὶ ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατὰ συνέπειαν ὅποιος - κληρικὸς ἢ λαϊκός- ἀμφισβητεῖ συνειδητῶς ἢ ἀπορρρίπτει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετεῖται μὲ κάθε ἀκρίβεια στοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἰδιαιτέρως στὰ μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος σὲ καθαίρεση ἢ ἀφορισμὸ κατὰ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους12.
4. Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι αἰωνίως ἀκατάλυτη,
ἡ ἑνότητα
Χριστοῦ καὶ πιστῶν ἀδιάσπαστη
Ἡ σαφὴς ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, ὅτι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσι»13 τῆς Ἐκκλησίας, πολλῷ μᾶλλον ἐπειδὴ «τὸ μωρόν
τοῦ Θεοῦ
σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων
ἐστὶν καὶ τὸ ἀσθενές
τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον
τῶν ἄνθρωπών
ἐστί»14, καταρρίπτει κάθε ἰσχυρισμὸ τοῦ Πατριάρχου, ὅτι «ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων» στὴ β΄ χιλιετία τῆς ἱστορίας Της! Εἶναι σαφεῖς ἐν προκειμένῳ οἱ διαπιστώσεις τῶν ἁγίων Πατέρων: γιὰ τὸν Μ. Βασίλειο ὁ Χριστὸς «ἐν μέσῳ» τῆς Ἐκκλησίας
«ἐγένετο,
χαριζόμενος αὐτῇ τὸ μὴ
σαλεύεσθαι»15· ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία «κληρονομίαν Χριστοῦ μεγάλην καὶ οὐ
παυσομένην, ἀλλ' ἀεὶ
βαδιουμένην», ὁ δὲ Χρυσόστομος Ἰωάννης διακηρύσσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν Γραφὴ «ὄρος, διὰ τὸ ἀπερίτρεπτον
καὶ πέτρα,
διὰ τὸ ἄφθαρτον»16. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως, ὁμόφωνος μὲ τὴν ὁμολογία πάντων τῶν ἁγίων Πατέρων, βεβαιώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία «μόνη ἐστὶν ὁ στῦλος καὶ τὸ ἑδραίωμα
τῆς ἀληθείας17, διότι τὸ Πνεῦμα τὸ
παράκλητον μένει ἐν αὐτῇ εἰς τὸν αἰῶνα»18. Ἡ συνεχὴς παρουσία τοῦ Πνεύματος διασφαλίζει τὴν Ἐκκλησία, καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ὁλοκληρωμένο, «περατωθέν», τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἔργον ἐκπεράνας
εὔφρανε
φίλους»19.
Στὴν Ἐκκλησία πιστεύουμε ὡς εἰς αἰώνιο θεανθρώπινο
καθίδρυμα τὸ ὁποῖον «οὐ
πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης
ἐκταθήσεται
μόνον, ἀλλὰ καὶ
πανταχοῦ τοῦ αἰῶνος»20 καὶ συνεπῶς δὲν ἡττᾶται ἢ παρέρχεται· εἶναι πασιφανές, ὅτι αὐτὴ ἡ χωροχρονικὴ ἔκταση δὲν ἀφορᾶ μιὰ νοητὴ «ἄχρονη» Ἐκκλησία,
ἄλλα τὴν «ἐν χρόνῳ» στρατευομένη, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἱστορικῶς ἐμφανεστάτη ὡς ἑνότητα-κοινωνία πιστών21, διότι εἶναι «πόλις ἐπάνω ὄρους
κειμένη» καὶ «οἶκος τοῦ Θεοῦ
περίοπτος τοῖς ἁπανταχοῦ»22.
Ἡ ὑπερφυὴς ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ εἶναι κάτι τὸ δεδομένο, ἀπολύτως καὶ ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπὸ τὴν Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησιας23, τὸν Χριστό, μὲ τὴ συνεχῆ παρουσία τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του σ' Αύτήν24, ἕως τῆς συντελείας, ἤδη ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Οἱ πιστοί, ὡς τὸ Σῶμα τῆς Κεφαλῆς, τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπαραίτητο συμπλήρωμά Της, «τὸ
πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πάσι
πληρουμένου» Χριστού25,
γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἡ Μία Ἐκκλησία «ἐκτὸς
χρόνου», δηλαδὴ χωρὶς ἐπὶ γῆς πιστούς· γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἔνθα γὰρ ἡ
κεφαλή, ἐκεῖ καὶ τὸ σώμα·
οὐδενὶ γὰρ μέσῳ
διείργεται ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ σώμα· εἰ γὰρ
διείργετο, οὐκ ἂν εἴη σῶμα, οὐκ ἂν εἴη
κεφαλή [...] Ὅρα πῶς ὐτὸν κοινῇ πάντων
χρήζοντα εἰσάγει
[...] Διὰ πάντων
οὖν πληροῦται τὸ σῶμα αὐτοῦ. Τότε
πληροῦται ἡ
κεφαλή, τότε τέλειον σῶμα γίνεται, ὅταν ὁμοῦ πάντες
ὦμεν
συνημμένοι καὶ
συγκεκολλημένοι»26. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δοξάζεται καὶ ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τῷ Σώματι τοῦ Χριστοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ, τῆς ὁποίας μόνης εἶναι Σωτὴρ ὁ Θεάνθρωπος27, ὁ ὁποῖος «ἐκκτρέφει
καὶ θάλπει
αὐτήν»28. Ὅποιος δὲν πιστεύει στὴ συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως, τὴν Ἐκκλησία, δὲν πιστεύει στὸν Χριστό· ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ἐντὸς τοῦ χρόνου Σαρκώσεως. Καὶ ὅπως ὁ Κύριός μας ἐθεάθη, ψηλαφήθηκε καὶ προσκυνήθηκε ἐν σαρκί, ἐν χρόνῳ, ἔτσι ἐπίσης συνεχίζει νὰ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία -ἑνωμένη καὶ ἅγια- ἐν χρόνῳ. Ἂν θὰ δεχόμασταν τὴ
διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας, θὰ δεχόμασταν λοιπὸν τὴν ἐκμηδένιση τῆς Ἐνσαρκώσεως καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου29.
(ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου στήν ἀμέσως παλαιοτέρα ἀνάρτηση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου