Translate

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

 ΕΚΤΑΚΤΗ  ΕΙΔΗΣΗ

 


Ὁ ἠθικός αὐτουργός τοῦ "πολέμου πρίν τόν πόλεμο" στήν Οὐκρανία (γιά ὅσους παρακολουθοῦν τά ἐκκλησιαστικά) τώρα ὑποκινεῖ πόλεμο καί στό Ἅγιον Ὄρος. Ἰδού:



 

υπό του κ. Δημ. Κ. Αναγνώστου, Θεολόγου 

 

"Οικ. Πατριάρχης: Ταχεία λύση κατάληψης κεντρικού  κτηρίου Μονής Εσφιγμένου

 

Προσκυνηματική επίσκεψη στην Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, πραγματοποίησαν ο καθηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου Βαρθολομαίος (σ η μ ε ί ω σ η  δική μας: πρόκειται για τον εγκάθετο του Φαναρίου, ο οποίος αντιποιείται μαζί με τη μετρημένη στα δάκτυλα της μιάς χειρός συνοδεία του, ως δήθεν αγιορείτης ηγούμενος και αδελφότητα, την μια και μοναδική, κατά τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Ορους, ιστορική Μονή Εσφιγμένου) και πατέρες της Μονής την Τρίτη 22 Μαρτίου 2022.

Οι πατέρες συναντήθηκαν με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, κ. Βαρθολομαίο, ο οποίος ζήτησε την εκκένωση του κεντρικού κτηρίου της Μονής Εσφιγμένου από εξωεκκλησιαστικούς μη αγιορείτες καταληψίες (σ η μ ε ί ω σ η  δική μας: αναφέρεται στην Εσφιγμενιτική Αδελφότητα που αριθμεί περίπου 100 μοναχούς, εκ των οποίων οι παλαιότεροι ασκούνται στο Άγιον Όρος επί 30, 40 και 50 χρόνια!) και την εφαρμογή των αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων το ταχύτερον δυνατόν. Επίσης, ανακοίνωσε την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος στα τέλη του προσεχούς Μαΐου.

Τέλος, ο Παναγιώτατος συνεχάρη τον καθηγούμενο της Ιεράς Μονής, αρχιμ. Βαρθολομαίο, για το πνευματικό του έργο «διαφωτισμού της κοινής γνώμης» (σ η μ ε ί ω σ η  δική μας: αναφέρεται στην "διαφώτιση" υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού, υπέρ της μασκοφορίας εντός των Ναών κ.α.π.).

 

(Το ρεπορτάζ είναι του arxon. gr)




 

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

 

ΟΜΙΛΙΑ - ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

 

Γιά τήν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας
καί τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας.
 


·      Ποιός εἶναι ὁ "Καταστατικός Χάρτης" τῆς νέας αἱρέσεως;

·      Τί ἔχουν πεῖ γι' αὐτήν ὁ Σέρβος Δογματολόγος Ἰουστῖνος Πόποβιτς καί ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος;

·      Ἐμποδίζεται ἡ λεγομένη "ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν" ἤ ὁλοκληρώνεται;

·      Ποιός ὁ ρόλος τοῦ Φαναρίου στήν προώθηση τῆς νέας αἱρέσεως;

·      Τί συμβαίνει στό Θεολογικό Διάλογο ὀρθοδόξων καί παπικῶν; Τί ἔχει καταθέσει σχετικῶς ὁ Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός;

·      Ποιό ἦταν τό πρῶτο ἔμπρακτο βῆμα στήν νέα αἵρεση;

·      Τί θέση ἔλαβε ἡ "Σύνοδος τῆς Κρήτης" ἔναντι τῆς νέας αἱρέσεως;

·      Ποιός εἶναι ὁ ἀρχηγέτης τῆς νέας αἱρέσεως στόν χῶρο τῆς Ἀνατολῆς;

·      Πῶς διαγράφεται τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας;







Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

 Κυριακή Β΄ Νηστειῶν 2022

 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
τό καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας!

 


 

Σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του μεγάλου Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ο οποίος έζησε τον 14ο αιώνα. Ονομάστηκε 4ος μετά τους Τρεις Ιεράρχες Ιεράρχης και νέος Χρυσόστομος. Η Υμνολογία αποκαλεί την διδασκαλία του ως "άρτο Αγγέλων" και "μέλι εκ πέτρας" ! 

Είχε μεγάλη μόρφωση και γνώση και της θύραθεν σοφίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε ηλικία 17 ετών έδωσε διάλεξη στα Ανάκτορα για τον Αριστοτέλη και είχε τέτοιο βάθος και αρτιότητα ο λόγος του, που οι παριστάμενοι Διδάσκαλοι σχολίασαν ότι αν τον άκουγε (και) ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τον επαινούσε. 

Ο πατέρας του ήταν Συγκλητικός. Έζησε ασκητικά στη Βέροια και το Άγιον Ορος, χρημάτισε Ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου Αγίου Όρους και Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, για περίπου 10 χρόνια. Στις ημέρες του προκλήθηκε από την σχολαστική θεολογία του εκ Δύσεως μοναχού Βαρλαάμ, ο οποίος θεωρούσε αδύνατη την κατά χάριν ένωση με τον Θεό και κτιστή την Χάρη Του, ενώ επέκρινε και συκοφαντούσε τους ησυχαστές και ασκητές μοναχούς για την ησυχαστική μέθοδο η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην πνευματική τελείωση. 

Ο Παλαμάς, επικαλούμενος τη διδασκαλία των προ αυτού Αγίων Πατέρων, την οποία ανακεφαλαίωσε, δίδαξε την διάκριση στον Θεό ουσίας, που παραμένει άγνωστη και αμέθεκτη, και ενεργείας, που όμως είναι μεθεκτή, αμφότερα άκτιστα αφού ο Θεός είναι άκτιστος. Επίσης, υπερασπίστηκε τον ησυχασμό (και τη νοερά προσευχή) ως αυθεντική οδό αποκαταστάσεως στο αρχαίο κάλλος του "κατ' Εικόνα" και επιτεύξεως του "καθ΄ Ομοίωσιν". 

Αυτά έχουν τεράστια σωτηριολογική σημασία, διότι πιστοποιούν όχι στοχαστικά ή φιλοσοφικά, αλλά εμπειρικά ότι ο Θεός, καίτοι άκτιστος, είναι κατά τις ενέργειες του μεθεκτός και άρα ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις, να ενωθεί μαζί Του και να θεωθεί. Ουσιαστικά, ο Άγιος Γρηγόριος αντιμετώπισε τον αγνωστικισμό, τον πανθεϊσμό αλλά και τον σχολαστικισμό της Δύσεως. Τον Παπισμό τον χαρακτήρισε άθεο, όχι γιατί δεν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός, αλλά διότι πιστεύει σε Θεό που δεν υπάρχει! 

Μετά από πολύ αγώνα και κακουχίες δικαιώθηκε η διδασκαλία του με Συνοδική επικύρωση υπό της Εκκλησίας. Η παρουσία και διδασκαλία και αγιότητα του Γρηγορίου Παλαμά έχει μεγάλη σημασία για την Ορθοδοξία, καθώς και η Συνοδική ανάδειξη της διδασκαλίας του, διότι επιβεβαιώνουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία συνεχίζει να αναδεικνύει Αγίους εφάμιλλους των μεγάλων Πατέρων της πρώτης χιλιετίας και να συγκροτεί Συνόδους ισόκυρες των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Αυτά επιβεβαιώνουν την ταυτότητά Της ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι ο αγαπημένος Άγιος και για την αναξιότητά μου.    Η θεολογία του μου άνοιξε τα μάτια στα χρόνια της εφηβείας μου, χάρη στην γνωριμία μου με αυτήν δια του μεγάλου Δογματολόγου Καθηγητού της Θεολογική Σχολής του Α.Π.Θ. αλησμόνητου π. Ιωάννου Ρωμανίδη, και αποτελεί πάντοτε οδηγό και στήριγμα στα θεολογικά ψελλίσματά μου.

Γι' αυτό, πριν αρκετά χρόνια παρήγγειλα σε έναν φίλο μου μοναχό στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιον Όρος (τον π. Γεράσιμο Μπάλλα), όπου ηγουμένευσε ο Άγιος, να μου φτιάξει μια εικόνα του Αγίου με την τέχνη που διακονούσε, την ξυλογλυπτική/χαρακτική (έχει διαστάσεις μαζί με την ξύλινη χειροποίητη κορνίζα της 33 Χ 43 cm). Πρόκειται για την εικόνα που έχω πάνω από το Γραφείο μου καί αναρτάται στο παρόν σημείωμα.

Είθε ο Άγιος που είναι και πολύ θαυματουργός να πρεσβεύει στον Χριστό μας για να αποκτήσουμε κι εμείς όχι απλά θεωρητική-διανοητική αλλά πνευματική γνώση και εμπειρία του Θεού!

 Δ.Ι.Κ.


Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

 

Β΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
ΞΥΛΟΚΕΡΙΖΑΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
5/18 ΜΑΡΤΙΟΥ 2022 

 


....χαῖρε͵ τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς· χαῖρε͵ Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν·....

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

 ΕΚΚΛΗΣΙΑ Γ.Ο.Χ. ΕΛΛΑΔΟΣ                           ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ 2022 

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ


 ΕΟΡΤΙΟΝ ΜΗΝΥΜΑ

ΕΠΙ Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξίωσε καί ἐφέτος νά εἰσέλθουμε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί ἤδη φθάσαμε στήν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τήν ἐπιλεγομένη τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὅπως κατά τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων Πατέρων μᾶς ὑπέδειξε τήν ταπείνωση ὡς τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔτσι καί σήμερον πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν μέ ἀφορμή τήν ἀνάμνηση τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων Εἰκόνων καί τήν καταδίκη τῆς εἰκονομαχίας, μᾶς προβάλλει τήν ὀρθή Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, ὡς τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν σωτηρία μας.

Εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντική ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τῶν αἱρέσεων, διότι οἱ αἱρέσεις ἀλλοιώνουν τήν Πίστη καί θέτουν σέ κίνδυνο τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν προκειμένῳ, ἡ εἰκονομαχία πίσω ἀπό τήν ἄρνηση τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὑπέκρυπτε τήν ἀμφισβήτηση τῆς ἀληθοῦς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἐνηνθρώπησε γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε περιγραπτός, κατά τόν ὁρατό χαρακτήρα τῆς ὑποστάσεώς Του, καί κατά τοῦτο ἐξεικονίζεται.

Ἐφέτος ὁ ἑορτασμός τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας εὐρίσκει τόν κόσμο καί τούς πιστούς, πρίν ἀκόμη συνέλθουν ἐκ τῆς παγκοσμιοποιημένης δοκιμασίας τῆς γνωστῆς ἐπιδημίας καί τῶν ἐξ αὐτῆς ποικίλων ἐπιπτώσεων, ἐνώπιον μιᾶς νέας δοκιμασίας καί μεγάλης θλίψεως, αὐτῆς τοῦ πολέμου στήν Εὐρωπαϊκή ἤπειρο, ὅπου γεωγραφικῶς ἀνήκει καί ἡ Πατρίδα μας.

Κατόπιν τούτων, ὅλοι καί ἰδιαιτέρως οἱ νέοι ἄνθρωποι καί δή οἱ πιστοί πρέπει νά ἀντιλαμβανόμαστε καί συνειδητοποιοῦμε, ἔτι περισσότερον, ὅτι οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες εἶναι σύμφυτα μέ τήν ὕπαρξη καί κατάσταση τοῦ κόσμου τούτου. Ἀκριβέστερον, εἶναι χαρακτηριστικά τῆς πραγματικότητος τήν ὁποία διεμόρφωσε τό τραγικό γεγονός τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ ὅλα τά παρεπόμενά του.

Ἐξ ἄλλου, ἀπό τήν σοφία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας διδασκόμεθα ὅτι ὅσα συμβαίνουν στή ζωή μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο συμβαίνουν διότι τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Ἐναπόκειται δέ σέ μᾶς νά ἀντιμετωπίζουμε τά πάντα μέ ὑπομονή, ἐλπίδα καί κυρίως πίστη στόν Θεό, ὥστε καί τά πλέον δυσχερή καί λυπηρά νά ἀποβαίνουν πρός παιδαγωγία καί τελικῶς πρός σωτηρία μας.

Ἀρκεῖ νά μήν ἐκλαμβάνουμε τήν Πίστη ὡς μία θρησκευτική ἰδεολογία ἤ ἁπλῶς ὡς ἕνα ἠθικό σύστημα ἀρχῶν καί ἀξιῶν, ἀλλά νά τήν ἐννοοῦμε ὀρθῶς ὡς τήν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια, τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τήν αὐτοφανέρωσή Του στούς ἀνθρώπους. Δι' αὐτῆς, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ὄχι ἁπλῶς ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός ἀλλά ποιός εἶναι καί ποιό εἶναι τό θέλημά Του, τό ὁποῖο ποιῶν ὁ ἄνθρωπος σώζεται.

Ἡ ἀξία αὐτῆς τῆς ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις Πίστεως εἶναι μεγάλη καί καθοριστικῆς σημασίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν αἰώνιο προοπτική του. Ὁ πιστός ἄνθρωπος γνωρίζει τήν ἀλήθεια, τήν ἀκολουθεῖ ὡς ὁδό καί ἔτσι ὁδηγεῖται στήν ἀληθινή καί αἰώνιο ζωή. Ὁδός, ὅμως, ἀλήθεια καί ζωή δέν εἶναι ἀφηρημένες ἤ φιλοσοφικές ἔννοιες ἀλλά ἕνα καί τό αὐτό Πρόσωπο, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, κατά τόν λόγο Του: "Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή" καί "ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῆ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς" (Ἰω. ιδ΄, 6 & η΄, 12).

Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό ὡς κοινωνία καί ἕνωση μαζί Του πραγματώνεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα του καί αὐτός ἡ  αἰωνία Κεφαλή Της. Κάθε πιστός ἐντάσσεται διά τοῦ Βαπτίσματος σέ αὐτό τό Σῶμα καί ἀποτελεῖ ζωντανό μέλος αὐτοῦ τοῦ Σώματος ὅταν τρέφεται ἀπό αὐτό διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί δή τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας στό ὁποῖο κοινωνῶν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἑνώνεται μετ' Αὐτοῦ καί δι' Αὐτοῦ, κατά χάριν, μέ τόν Τριαδικό Θεό. Γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία, ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός σωτηρίας, τουτέστιν ἐπιτυχίας τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ θέωση.

Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀγνοεῖ ἤ ἀκόμη χειρότερον καταφρονεῖ τά ἀνωτέρω, διότι ὁ διάβολος κατόρθωσε, μέ τίς ἀπάτες καί τά ψευδή θέλγητρα τοῦ κόσμου, τίς πλάνες, τίς αἱρέσεις, τόν ὑλισμό καί τήν ἀθεΐα, ἀλλά καί τήν ἀδιαφορία τοῦ ἰδίου γιά τή σωτηρία του, νά τόν ὁδηγήσει στό βάραθρο τῆς ἀποστασίας ἀπό τόν Θεό. Ἐνῶ θαυμάζεται καί καυχᾶται γιά τά πολλά καί μεγάλα τεχνολογικά κυρίως ἐπιτεύγματά του, ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχει ἀποπροσανατολιστεῖ ἀπό τόν προορισμό του, ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται οὔτε ἱκανοποιημένος, οὔτε εὐτυχής.

Ἀντιθέτως, αἰσθάνεται καί βιώνει τή λύπη, τή μοναξιά, τήν ἀποξένωση ἀπό τόν συνάνθρωπό του καί ἀπό τή φύση, τήν ὑποδούλωση στίς διάφορες ὑλικές καί σαρκικές ἐπιθυμίες του, τίς ὁποῖες ἀναγόρευσε σέ ἀνάγκες, τό ἐσωτερικό κενό, τήν πνευματική ὑστέρηση, τήν ψυχική ἀσθένεια καί ἀναστάτωση. Ἀπέκτησε πολλές ἀνέσεις καί ὑλικές δυνατότητες ἀλλά στερεῖται τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης καί τῆς χαρᾶς, τά ὁποῖα μόνον ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό μπορεῖ νά προσφέρει.

Ὅσα ἀρνητικά βιώνει ὁ ἄνθρωπος πηγάζουν ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό, δηλαδή τήν ἀστοχία καί ἄρνησή του νά βρίσκεται σέ διαρκή κοινωνία μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ δημιουργός του καί μόνος ἀληθινός Τριαδικός Θεός. Γι' αὐτό χρειάζεται, κλείνοντας τά αὐτιά του στίς Σειρῆνες τοῦ κόσμου πού τόν καλοῦν νά συνεχίσει αὐτήν τήν ἀδιέξοδη καί καταστροφική πορεία του μακράν τοῦ Θεοῦ, νά ἐγερθεῖ ἐκ τῆς πτώσεώς του, νά ἀνανήψει καί νά ἐπιστρέψει στόν Θεό!

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι μία πρώτης τάξεως εὐκαιρία νά ἀναζητήσουμε τό ἀρχαῖο μας κάλλος, τήν ποθεινή καί αἰώνια Πατρίδα μας, τόν χαμένο Παράδεισο ἀπό τόν ὁποῖο ἐξορισθήκαμε ὄχι μόνο λόγῳ τῆς παρακοῆς ἀλλά καί κυρίως λόγῳ τῆς ἀμετανοησίας μας καί νά ἀναλάβουμε μέ τή θέλησή μας, συνειδητά καί ὑπεύθυνα, τόν Σταυρό μας πού ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση.

Ὅλη ἡ ζωή μας πρέπει νά γίνει μία περίοδος προετοιμασίας, μία Τεσσαρακοστή, δηλαδή ἕνα πεδίο καί στάδιο πνευματικοῦ ἀγῶνος προκειμένου νά ὁδηγηθοῦμε διά τοῦ ἑκουσίου Σταυροῦ τῆς ἀσκήσεως στήν ἐλευθερία τῆς Ἀναστάσεως. Ἐφ' ὅσον, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος, "οὐ (γάρ) ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν" (Πρός Ρωμ., ιγ΄, 14), ὁ χρόνος τῆς παρούσης ζωῆς δέν πρέπει νά σπαταλᾶται ἀσκόπως, ἀλλά νά ἀξιοποιεῖται διά τήν πνευματική μας τελείωση, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται διά τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς κατά χάριν θεώσεώς μας.

Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίω ἀγαπητά,

Πολλοί σήμερον, ἀκόμη καί θεολογοῦντες, ὑπερτονίζουν καί μονομερῶς ἀναφέρονται στήν ἀγάπη ἐπικαλούμενοι καί τήν ἀναφορά τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ὅτι "ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί". Τοῦτο, ὅμως, μᾶλλον κακῶς καί ἰδιοτελῶς τό ἐννοοῦν, διότι τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη δέν σημαίνει ὅτι ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης ὅλα ἐπιτρέπονται ἤ συγχωροῦνται, μάλιστα ἄνευ μετανοίας, ὅπως οἱ ἴδιοι ὑπονοοῦν.

Τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν μισεῖ κανέναν, ὡς ἀπαθής ἄλλωστε, ἀλλά ἀγαπᾶ τούς πάντες, ἀκόμη καί τόν διάβολο, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ Πατέρες. Ἑπομένως τό ζητούμενο εἶναι πλέον ἐμεῖς τί εἴμεθα καί ἐάν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀνταποκρινόμεθα στήν ἀποδεδειγμένη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος "οὕτω (γάρ) ἠγάπησεν (ὁ Θεός) τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωήν αἰώνιον" (Ἰω. γ΄, 16). Καί ἡ ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται καί ἐπιβεβαιώνεται μέ μοναδικό τρόπο, ἀφοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Κύριός μας πιστοποιεῖ, "ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με"(Ἰω. ιδ΄, 21)!

Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἄλλο καί ἡ πίστη στόν Θεό ἄλλο! Ὅποιος πιστεύει στόν Θεό σημαίνει ὅτι τόν ἐμπιστεύεται καί ὅποιος τόν ἐμπιστεύεται ἐκεῖνος ἀγωνίζεται νά τηρεῖ μέχρι κεραίας τίς ἐντολές Του, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης του πρός Αὐτόν! Ἐπειδή δέ Αὐτός πρῶτος ἡμᾶς ἠγάπησε (πρβλ. Α΄ Ἰω. δ΄, 19), ἡ δική μας ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη Του αὐτή εἶναι ὀφειλετική, ὅπως καί ἡ προσκύνησή Του ὡς μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, μακράν τοῦ ὁποίου δέν ὑπάρχει σωτηρία.

Γι' αὐτό, σήμερον καί πάντοτε, προσκυνοῦμε τήν ἄχραντον εἰκόνα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας αἰτούμενοι συγχώρηση τῶν πταισμάτων μας, διότι αὐτός θέλησε γιά τή σωτηρία μας νά σταυρωθεῖ ἑκουσίως γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου). Γι' αὐτό μέ εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστίες ἀξίζει καί πρέπει νά φωνάζουμε πρός Αὐτόν καί νά διακηρύσσουμε ὅτι Αὐτός μέ τήν ἔλευσή Του στόν κόσμο, δηλαδή τήν ἐνανθρώπησή Του, χαρίζει στόν κόσμο ὅλο τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας καί πλημμυρίζει τά πάντα μέ ἀληθινή χαρά, πού τόσο λείπει ἀπό τόν σημερινό κόσμο καί τόν ἄνθρωπο τῆς συγχρόνου ἐποχῆς.

Γι' αὐτό πρέπει νά συνεχίσουμε, χωρίς κανένα συμβιβασμό, νά ὁμολογοῦμε, πορευόμενοι ἀντίθετα πρός τό ρεῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς ψευδεπιγράφου νέας ἐποχῆς τῆς ἀποστασίας καί τοῦ ἐκκλησιομάχου καί ἀντιχρίστου Οἰκουμενισμοῦ, μαζί μέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους ἀδελφούς μας ὅπου γῆς: "Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξεν" (Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας) καί μόνον αὐτή μπορεῖ νά τήν στηρίξει!

Νά μή λησμονοῦμε ὡστόσο τήν Χρυσοστομική ἐπισήμανση καί εὐχετική παραίνεση ὅπως τήν "ὀρθότητα  τῶν  δογμάτων,  ἥν  ἄνωθεν  καί  ἐκ  προγόνων παρελάβομεν,  ἀκέραιον  διατηρῆσαι  καί  βίον  αὐτῆ  συμβαίνοντα προσθεῖναι,  ἵνα  τῶν  ἐπηγγελμένων  ἀγαθῶν  ἐπιτύχωμεν,  χάριτι καί  φιλανθρωπίᾳ  τοῦ  Κυρίου  ἡμῶν  Ἰησοῦ  Χριστοῦ". (Εἰς τό Ἀποστολ. ρητόν "Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι...)

Κατακλείουμε δέ τήν παροῦσα, τήν ὁποία ἐξ ἀφορμῆς τῆς χαρμοσύνου καί εὐφροσύνου σημερινῆς ἑορτῆς σᾶς ἀπευθύναμε ἐκ πατρικῆς ἀγάπης, μέ τά διαχρονικῆς ἀξίας καί πλήρη θείας σοφίας λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἐκ τῆς πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς του, λέγοντος: "Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ, καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοίᾳ ὑμῶν τῆς πίστεως. οὐδέν ἐστιν ἄμεινον εἰρήνης, ἐν ᾗ πᾶς πόλεμος καταργεῖται ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων."

Εὐχόμενος καλό ὑπόλοιπο τῆς ἁγίας καί μεγάλης Τεσσαρακοστῆς

 

Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί εὐλογιῶν

Διάπυρος πρός τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεόν καί Κύριόν μας

εὐχέτης πάντων ὑμῶν

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ 

Ὁ Ἀθηνῶν ΣΤΕΦΑΝΟΣ







Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

 

Τὸ  «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» *

 


 

Τὸ  «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι ἕνα ὑπέροχο πολὺ συνοπτικὸ κείμενο, ποὺ  εἶναι περίληψη ὅλης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας μας


 

  Εἰσαγωγή.

1. ᾿Εκκλησία καὶ Σύνοδοι.

2.  Οἱ δύο  Οἰκουμενικὲς  Σύνοδοι.

3.  ᾿Αναθεματισμοὶ  - ᾿Επευφημίες.

4.  Μερικὰ χαρακτηριστικὰ  σημεῖα.

α)  ῾Η  καταδίκη τῆς φιλοσοφίας.

β)  ῾Η θεολογία τοῦ  ἀκτίστου Φωτός.

γ) ῾Ο ῾Ησυχασμός.

δ)  Οἱ θεόπνευστες θεολογίες  τῶν ῾Αγίων καὶ τὸ  εὐσεβὲς φρόνημα τῆς   ᾿Εκκλησίας.

 

 

Εἰσαγωγὴ

 

Ο «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»  εἶναι  ἕνα κείμενο,  τὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται στὸ  «Τριώδιο»  καὶ  διαβάζεται  τὴν  Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας,  δηλαδὴ  τὴν  Αʹ  Κυριακὴ  τῶν  Νηστειῶν.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι διὰ μέσου τῶν αἰώνων  παρουσιάσθηκαν διάφορες  αἱρέσεις,  οἱ ὁποῖες ἠρνοῦντο τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία καί, στὴν πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας τὴν φιλοσοφία καὶ τὸν στοχασμό, ἀμφισβητοῦσαν τὴν  ἀλήθεια  τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω σὲ διάφορα δογματικά θέματα.

Οἱ  Πατέρες  ποὺ  συνεκρότησαν  τὶς  Συνόδους  ἀντιμετώπισαν αὐτὲς τὶς πλάνες. Οἱ ἀποφάσεις  τῶν Συνόδων  πάνω σὲ δογματικὰ θέματα καλοῦνται «῞Οροι».  Γενικότερα,  κάθε ἀπόφαση  τῶν Συνόδων  καλεῖται «Συνοδικόν». ῎Ετσι, ἔχουμε  τὸν  Συνοδικὸ Τόμο καὶ τὸν  Συνοδικὸ ῞Ορο καί,  ὁπωσδήποτε, κάθε Σύνοδος  ἔχει  τὸ δικό της  Συνοδικό.

Τὸ  «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»   εἶναι  οἱ  ἀποφάσεις   τῆς  Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,  ποὺ  ἀναφέρονται στὴν  προσκύνηση τῶν ἱερῶν  Εἰκόνων. ῾Η ἀνάγνωσή τους  τὴν  Κυριακὴ  τῆς  ᾿Ορθοδοξίας ἔδωσε τὸν  τίτλο  «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας».

Βέβαια,  πρέπει   νὰ  λεχθῆ   ὅτι  ἀργότερα   στὸ  «Συνοδικὸν  τῆς ᾿Ορθοδοξίας»  προσετέθη  καὶ ὁ ῞Ορος Πίστεως τῶν ῾Ησυχαστικῶν Συνόδων  τοῦ 14ου αἰῶνος. ῎Ετσι, τὸ «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας» περιλαμβάνει τὶς  ἀποφάσεις  τόσο τῆς  Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,  ὅσο καὶ τῶν Συνόδων  τοῦ 14ου αἰῶνος,  οἱ ὁποῖες,  ὅπως  θὰ λεχθῆ  πιὸ  κάτω, ἔχουν  ὅλα  τὰ στοιχεῖα γιὰ  νὰ χαρακτηρίζωνται καὶ  νὰ  θεωροῦνται  ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Θὰ  ἐπιχειρηθῆ μιὰ  ἀνάλυση  τοῦ  «Συνοδικοῦ τῆς  ᾿Ορθοδοξίας» στὰ κεντρικά του σημεῖα. Δὲν  θὰ εἶναι  εὐρεῖα ἀνάλυση  ὅλου τοῦ Συνοδικοῦ, ἀλλὰ  θὰ τονισθοῦν τὰ κυριότερα,  κατὰ τὴν γνώμη μου, σημεῖα,  γιατὶ ἐκφράζουν τὸ ἦθος  τῆς  ᾿Εκκλησίας.  Καὶ αὐτὸ εἶναι  ἀπαραίτητο, γιατὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα  συνδέεται  καὶ συντονίζεται μὲ τὶς  ἀποφάσεις  τῶν  Πατέρων  τῆς  ᾿Εκκλησίας,  ὅπως  ἐκφράσθηκαν  συνοδικῶς.

 

1. ᾿Εκκλησία καὶ Σύνοδοι

 

ΠΡΙΝ ὅμως προχωρήσουμε στὴν ἀνάλυση  τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας»,  θεωρῶ καλὸ  νὰ  ἐξετάσουμε ἐν ὀλίγοις τὸ μεγάλο θέμα τῆς  σχέσεως  τῆς  ᾿Εκκλησίας  μὲ τὶς  Συνόδους.

῞Οταν  ἀναφυόταν  κάποια   αἵρεση,  τότε  οἱ  ἅγιοι Πατέρες  τὴν ἀντιμετώπιζαν στὸν  χῶρο  τῆς  ἐμφανίσεώς  της.  ῾Ο ῎Αρειος,  ποὺ κήρυττε   ὅτι    Χριστός   εἶναι   τὸ  πρῶτο   κτίσμα  τοῦ  Θεοῦ  καὶ οὐσιαστικὰ   ἠρνεῖτο   τὴν  θεότητα  τοῦ  Χριστοῦ,  ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ  τὴν  Σύνοδο  τῆς  ᾿Αλεξανδρείας. Στὴν  συνέχεια  ὅμως, ὅταν  οἱ αἱρετικές  του δοξασίες  ἄρχισαν  νὰ  διαδίδωνται καὶ  πέρα ἀπὸ  τὰ ὅρια  τῆς  ᾿Αλεξανδρείας,  ἀντιμετωπίσθηκε  τὸ  θέμα  ἀπὸ  τὴν   Αʹ  Οἰκουμενικὴ  Σύνοδο.   Οἱ  ἅγιοι Πατέρες  συνεκλήθησαν  γιὰ   νὰ λάβουν  μιὰ κοινὴ  ἀπόφαση  πάνω  στὴν διατύπωση  τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας.

Στὶς  Συνόδους οἱ  ἅγιοι Πατέρες  δὲν  ἔψαχναν νὰ  βροῦν  τὴν ἀλήθεια,  στοχαζόμενοι μὲ τὴν  λογικὴ καὶ  τὴν  φαντασία,   ἀλλὰ προσπαθοῦσαν νὰ διατυπώσουν σὲ ῞Ορους τὴν ἤδη ὑπάρχουσα ἀποκαλυπτικὴ ᾿Αλήθεια, γιὰ  τὴν ὁποία  εἶχαν  καὶ δική τους προσωπικὴ  ἐμπειρία,  ὥστε νὰ  ἀντιμετωπίσουν τοὺς  αἱρετικούς.

῾Ο ἅγιος  Νικόδημος ὁ  ῾Αγιορείτης  χωρίζει   τὶς  Συνόδους  σὲ Οἰκουμενικές, Τοπικὲς καὶ Χωρικές.  ῾Η διαίρεση  αὐτὴ δὲν γίνεται ἀνάλογα μὲ  τὰ  θέματα,  ἀλλὰ  ἀνάλογα μὲ  τὰ  πρόσωπα  ποὺ  τὶς συγκροτοῦν, γιατὶ εἶναι  δυνατὸν καὶ τὰ θέματα τῶν Τοπικῶν Συνόδων  νὰ  ἀναφέρωνται σὲ σοβαρὰ δογματικὰ ζητήματα.

Χωρικὴ  Σύνοδος  λέγεται ἐκείνη,  τὴν  ὁποία  συγκροτεῖ ὁ ᾿Επίσκοπος,  ὁ Μητροπολίτης ἢ ὁ Πατριάρχης μόνον  μὲ τοὺς  δικούς του Κληρικούς, χωρὶς  νὰ  παρευρίσκωνται ἄλλοι  ᾿Επίσκοποι.

Τοπικὴ   Σύνοδος   λέγεται  ἐκείνη,   στὴν  ὁποία   συνέρχονται ὁ Μητροπολίτης ἢ ὁ Πατριάρχης μὲ τοὺς δικούς  του ᾿Επισκόπους  ἢ Μητροπολίτες. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν  ὁ ᾿Επίσκοπος  μιᾶς  ἐπαρχίας ἢ οἱ ᾿Επίσκοποι  δύο ἐπαρχιῶν συναθροίζωνται γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν  διάφορα  φλέγοντα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα1.

Οἰκουμενικὴ Σύνοδος  εἶναι  ἡ σύναξη  πολλῶν ᾿Επισκόπων  ἀπὸ πολλὲς ἐπαρχίες γιὰ  νὰ συζητήσουν  καὶ νὰ ἀποφασίσουν γιὰ  ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα.

῾Η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος  ἔχει  τέσσερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, κατὰ  τὸν  ἅγιο  Νικόδημο  τὸν  ῾Αγιορείτη.

Τὸ πρῶτο εἶναι  ὅτι συγκαλεῖται «διὰ προσταγῶν, οὐχὶ  τοῦ Πάπα ἢ τοῦ δεῖνος Πατριάρχου, ἀλλὰ  διὰ  προσταγῶν Βασιλικῶν».

Τὸ  δεύτερο  εἶναι   νὰ  γίνεται  συζήτηση  γιὰ   θέματα  Πίστεως «καὶ  ἀκολούθως νὰ  ἐκτίθεται  ἀπόφασις, καὶ  ῞Ορος  Δογματικὸς εἰς  κάθε μίαν  ἀπὸ  τὰς  Οἰκουμενικάς».

Τὸ τρίτο  γνώρισμα  εἶναι  ὅτι  τὰ δόγματα  πρέπει  νὰ  εἶναι  «ὀρθόδοξα,  εὐσεβῆ καὶ  σύμφωνα  ταῖς  θείαις  Γραφαῖς,  ἢ ταῖς  προλαβούσαις  Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις».

Εἶναι  χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ ἁγίου  Μαξίμου τοῦ ῾Ομολογητοῦ:

«τὰς  γενομένας  Συνόδους, ἡ  εὐσεβής  πίστις   κυροῖ,

καὶ  πάλιν, ἡ τῶν  δογμάτων ὀρθότης  κρίνει  τὰς  Συνόδους».

Καὶ τὸ τέταρτο  γνώρισμα  εἶναι  ὅτι  πρέπει  νὰ ἔχη  οἰκουμενικὴ ἀναγνώριση.  Πρέπει «νὰ  συμφωνήσουν  καὶ  νὰ  ἀποδεχθοῦν τὰ παρὰ  τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων  διορισθέντα, καὶ κανονισθέντα ἅπαντες οἱ  ὀρθόδοξοι  Πατριάρχαι καὶ  ᾿Αρχιερεῖς  τῆς Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας,  εἴτε  δι᾿ αὐτοπροσώπου παρουσίας  αὐτῶν,  εἴτε  διὰ  τῶν  ἰδίων  Τοποτηρητῶν, καὶ  τούτων  ἀπόντων, διὰ  γραμμάτων  αὐτῶν» 2.

 

Τὰ  χαρακτηριστικὰ  αὐτὰ  γνωρίσματα,  τὰ  ὁποῖα   ἀναφέρει   ὁ ἅγιος  Νικόδημος ὁ  ῾Αγιορείτης  εἶναι   ἀξιοπρόσεκτα,  θὰ  πρέπη ὅμως νὰ διευκρινήσω δύο ἀπὸ αὐτά, ἤτοι  τὸ πρῶτο  καὶ τὸ τέταρτο, τὰ ὁποῖα  κυρίως  εἶναι  ἐκεῖνα  ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς  Οἰκουμενικὲς  Συνόδους καὶ τὶς διακρίνουν ἀπὸ τὶς ἄλλες  Τοπικὲς Συνόδους.

Τὸ  ἕνα  εἶναι,   ὅτι    Οἰκουμενικὴ  Σύνοδος   συγκαλεῖται  ἀπὸ τοὺς  αὐτοκράτορες,  ὅταν  πλέον ὁ  Χριστιανισμὸς ἔγινε   ἐπίσημη θρησκεία  τοῦ  Κράτους,  καὶ    αὐτοκράτωρ   ἤθελε  νὰ  καταστήση τὸν  ῞Ορο τῆς  Οἰκουμενικῆς Συνόδου  νόμο  τοῦ Κράτους  γιὰ  τὴν εἰρήνευση  τῶν  Πολιτῶν.

῾Ο π.  Γεώργιος  Φλωρόφσκυ  παρατηρεῖ  σχετικά:

«Κατὰ  κάποιαν ἔννοιαν  αἱ  γενικαὶ Σύνοδοι,   ὅπως ἐνεκαινιάσθησαν εἰς τὴν  Νίκαιαν,  δύναται  νὰ χαρακτηρισθοῦν  ὡς ῾῾αὐτοκρατορικαὶ Σύνοδοι᾿᾿, die Reichskonzile, αὐτὸ δὲ πιθανῶς ἦταν ἡ πρώτη καὶ ἀρχικὴ  ἔννοια τοῦ ὅρου ῾῾οἰκουμενική᾿᾿, ὡς ἐχρησιμοποιήθη διὰ τὰς Συνόδους» 3.

 

Τὸ ἄλλο  εἶναι,  ὅτι  τὴν  αὐθεντία  τῶν  Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅπως  καὶ  τῶν  ἄλλων  Συνόδων,  προσδίδουν κυρίως  οἱ  θεούμενοι καὶ  θεοφόροι  ἅγιοι Πατέρες.

῾Ο π.  Γεώργιος  Φλωρόφσκυ  παρατηρεῖ  καὶ  στὸ σημεῖο  αὐτό:

«ἡ ὑπερτάτη  αὐθεντία  καὶ  ἡ ἱκανότης πρὸς  διάκρισιν  τῆς ἀληθείας  εἰς τὴν  πίστιν εἶναι  ἐμπιστευμένη  εἰς τὴν   ᾿Εκκλησίαν,   ποὺ  εἶναι   πράγματι  ῾῾Θεῖος  θεσμὸς᾿᾿ κατὰ  τὴν  ὀρθὴν  καὶ  στενὴν  ἔννοιαν τῆς  λέξεως,  ἐνῶ οὐδεμία  Σύνοδος     ῾῾Συνοδικὸς  θεσμὸς᾿᾿ εἶναι   de jure divino, παρὰ  μόνον  ὅταν  ἀποτελῇ  ἀληθῆ  εἰκόνα  ἢ φανέρωσιν  τῆς  ἰδίας  τῆς  ᾿Εκκλησίας».

Στὴν  συνέχεια  λέγει:

«αἱ  ἀποφάσεις   τῶν  Συνόδων  ἐγένοντο δεκταὶ  ἢ  ἀ- περρίπτοντο ἀπὸ  τὰς ᾿Εκκλησίας ὄχι  διὰ  λόγους τυπικοὺς  ἢ ῾῾κανονικούς᾿᾿, ἡ δὲ ἐτυμηγορία τῆς  ᾿Εκκλησίας ὑπῆρξεν  ἄκρως  ἐκλεκτική. ῾Η Σύνοδος  δὲν  εὑρίσκεται ὑπεράνω  τῆς  ᾿Εκκλησίας,  αὐτὴ  ἦταν  ἡ ἄποψις  τῆς  ἀρχαίας  ᾿Εκκλησίας» 4.

 

Σὲ προηγούμενα κεφάλαια  ἀναπτύξαμε  ἐν συντομίᾳ  ποιά  εἶναι τὰ  πραγματικὰ μέλη  τῆς  ᾿Εκκλησίας,  ποὺ  εἶναι  τὰ  ζωντανά,   καὶ ποιά  εἶναι  τὰ  νεκρὰ  μέλη  τῆς  ᾿Εκκλησίας.  ῾Οπότε  μποροῦμε  νὰ ποῦμε  ὅτι  τὸ φρόνημα  τῆς  ᾿Εκκλησίας  ἐκφράζεται διὰ  τῶν θεουμένων  ῾Αγίων Της.  Γι᾿ αὐτὸ τελικὰ  ὅλες  οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι στηρίζονται πάνω  στὴν  διδασκαλία τῶν  προγενεστέρων ῾Αγίων.

῾Ο ἀναγνώστης μπορεῖ  νὰ βρῆ ἀνεπτυγμένη αὐτὴν  τὴν  ἄποψη  σὲ παλαιότερη μελέτη  μου 5.

᾿Εδῶ θὰ ἤθελα  μόνον  νὰ  ἀναφέρω  τὴν  γνώμη  τοῦ π.  Γεωργίου Φλωρόφσκυ  ὅτι «τὴν  καθολικὴν ἐμπειρίαν ἠμποροῦν νὰ ἐκφράσουν ἀκόμη καὶ ὀλίγοι καὶ μεμονωμένοι  ὁμολογηταὶ τῆς πίστεως  καὶ  αὐτὸ  εἶναι  ἀρκετόν... ἡ  ἱερὰ  ἀξιοπρέπεια τῆς  συνόδου  δὲν  ἐξαρτᾶται  ἀπὸ  τὸν  ἀριθμὸν  τῶν  μελῶν  ποὺ ἐκπροσωποῦν τὰς ᾿Εκκλησίας των.  Μία μεγάλη  ῾῾γενικὴ᾿᾿ σύνοδος  θὰ ἠδύνατο  νὰ  ἀποδειχθῆ σύνοδος ληστῶν  (latrocinium) ἢ ἀκόμη καὶ ἀποστατῶν... Εἶναι  ὅμως  δυνατὸν κατὰ  τὴν  σύνοδον νὰ  ἐκφράσῃ  τὴν ἀλήθεια  ἡ μειοψηφία. Καὶ τὸ σπουδαιότερον, ἡ ἀλήθεια ἠμπορεῖ  νὰ ἀποκαλυφθῇ καὶ ἄνευ συνόδου.  Αἱ γνῶμαι τῶν  Πατέρων  καὶ  τῶν  οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας  ἔχουν  συχνὰ  μεγαλυτέραν πνευματικὴν ἀξίαν  καὶ κατηγορηματικότητα ἀπὸ  ὅ,τι  οἱ ὁρισμοὶ  ὡρισμένων συνόδων.  Αὐταὶ δὲ αἱ γνῶμαι δὲν εἶναι  ἀνάγκη νὰ επιβεβαιωθοῦν  καὶ νὰ γίνουν ἀποδεκταὶ μὲ ῾῾οἰκουμενικὴν συγκατάθεσιν᾿᾿» 6.

᾿Επίσης, θὰ ἤθελα  νὰ ἀναφέρω  καὶ  τὴν  γνώμη  τοῦ π.  ᾿Ιωάννου Ρωμανίδου,  ὅτι  ὅλοι  οἱ  ἅγιοι Πατέρες  ἀκολούθησαν τὴν  ἴδια  μέθοδο  καὶ  εἶχαν  προσωπικὴ ἐμπειρία  τῶν  ἀληθειῶν  τῆς  Πίστεως.

῾Η συνάντησή  τους σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο  τοὺς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ συμφωνήσουν στοὺς ἴδιους ῞Ορους γιὰ τὴν ἴδια ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία.  Γράφει  χαρακτηριστικά:

«Οὔτε  ἡ ἔλλαμψη  οὔτε    δοξασμὸς  μποροῦν  νὰ  ἱδρυματοποιηθοῦν.  ῾Η ταυτότητα   αὐτῆς  τῆς  ἐμπειρίας ἐλλάμψεως  καὶ  δοξασμοῦ  μεταξὺ  τῶν  χαρισματούχων ποὺ  ἔχουν  αὐτὲς  τὶς  καταστάσεις,   δὲν  ἐπιβάλλει κατὰ ἀνάγκη ταυτότητα  δογματικῆς ἐκφράσεως,  ἰδιαίτερα ὅταν  οἱ  χαρισματοῦχοι αὐτοὶ  εἶναι  γεωγραφικὰ ἀπομα- κρυσμένοι  ἐπὶ  μακρὰ  χρονικὰ διαστήματα.  Πάντως,  ὅταν  συναντῶνται  εὔκολα   συμφωνοῦν   γιὰ   τὴν  ὁμοιομορφία  τῆς  δογματικῆς διατυπώσεως   τῆς  ταυτόσημης ἐμπειρίας  των.  Μεγάλη  ὤθηση πρὸς  ταυτόσημη  δογματικὴ  ἔκφραση  δόθηκε  τὴν  ἐποχή,  ποὺ ἡ χριστιανοσύνη ἔγινε  ἐπίσημη  θρησκεία  τῆς  Ρωμαϊκῆς  Αὐτοκρατορίας καὶ ἱκανοποίησε τὴν  ἀνάγκη τοῦ κράτους  νὰ διακρίνη τοὺς  γνήσιους θεραπευτὲς  ἀπὸ  τοὺς  ψευδο-ἰατρούς,  μὲ τὸν  ἴδιο  τρόπο,  ποὺ  οἱ  κυβερνητικὲς ὑπηρεσίες  ἔχουν τὴν εὐθύνη νὰ διακρίνουν τὰ γνήσια μέλη τοῦ ἰατρικοῦ ἐπαγγέλματος, ἀπὸ τοὺς κομπογιαννίτες καὶ τοὺς σφετεριστὲς   τῆς  ἰατρικῆς  ἐπιστήμης,   γιὰ   τὴν   προστασία τῶν  ὑπηκόων  τους» 7.

 

Μὲ αὐτὲς  τὶς  βασικὲς  προϋποθέσεις οἱ  Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶναι  ἀλάθητοι καὶ  ἐκφράζουν τὴν  συνείδηση  καὶ  τὴν  ζωὴ  τῆς ᾿Εκκλησίας.

Καί, φυσικά, οἱ ῞Οροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων  ἔχουν  ἀξία, γιατὶ ἀφ᾿ ἑνὸς  μὲν  διασφαλίζουν τὴν  δυνατότητα τῆς  σωτηρίας, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὑποδεικνύουν τὸν ἀληθινὸ δρόμο γιὰ  τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου,  ὥστε νὰ  φθάση στὴν  θέωση.

Μποροῦμε δὲ νὰ ποῦμε ὅτι  οἱ ῞Οροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων  δὲν  εἶναι   φιλοσοφικοὶ  οὔτε  ἐξυπηρετοῦν  τὴν  φιλοσοφία, ἀλλὰ  εἶναι  θεολογικοί, δηλαδὴ  ἰατρικοί, καὶ  ἀποβλέπουν στὴν θεραπεία  τοῦ ἀνθρώπου.

Γι᾿ αὐτὸ χρεωστοῦμε  μεγάλη  εὐγνωμοσύνη στοὺς  Πατέρας  ποὺ συνεκρότησαν τὶς  Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ἐνήργησαν ὡς ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες.

 

2. Οἱ  δύο  Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι

 

ΣΤΟ  «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας»  γίνεται ἀναφορὰ  σὲ ὅλους τοὺς Πατέρας ποὺ συνεκρότησαν τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ἀλλά,  κυρίως,  περιορίζεται στὴν  μνεία  καὶ  ἀναφορὰ  δύο  Συνόδων μὲ μεγάλο  κύρος  καὶ  μεγάλη  αὐθεντία.

Πρόκειται  γιὰ  τὴν  Ζʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο,  ποὺ δογμάτισε  γιὰ τὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν Εἰκόνων,  ὡς καὶ γιὰ  τὴν φερομένη  ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο,  ποὺ  δογμάτισε  γιὰ  τὴν  ῎Ακτιστη  Οὐσία καὶ τὴν ῎Ακτιστη ᾿Ενέργεια τοῦ Θεοῦ, καθώς ἐπίσης δογμάτισε θεοπνεύστως γιὰ  τὸν  ῾Ησυχασμό, τὸν  τρόπο,  δηλαδή,  τὸν  ὁποῖο πρέπει  νὰ  χρησιμοποιήσουμε γιὰ νὰ  φθάσουμε στὴν  θέωση.

 

***

 

῾Η Ζʹ  Οἰκουμενικὴ  Σύνοδος συνεκλήθη   μὲ τὴν  Χάρη  τοῦ Θεοῦ,  καὶ  τὸ  «θέσπισμα  τῶν  εὐσεβῶν  καὶ  φιλοχρίστων  ἡμῶν βασιλέων  Κωνσταντίνου  καὶ  Εἰρήνης   τῆς  αὐτοῦ  μητρός»,  ὅπως λέγεται στὸν  ῞Ορο Πίστεως  τῆς  Συνόδου  αὐτῆς.

Μάλιστα,  λέγεται ὅτι «ὁ δεσπότης  Θεός,  ἡμᾶς  τοὺς  ἁπανταχοῦ τῆς  ἱερω- σύνης  ἀρχηγοὺς  τῇ  αὐτοῦ  εὐδοκίᾳ   συνεκάλεσε,   θείῳ ζήλῳ καὶ ἐπινεύσει  Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης  τῶν πι- στοτάτων  ἡμῶν  βασιλέων».

᾿Αντιπαραθέτουν  τοὺς  ἑαυτούς  των  πρὸς   τοὺς  αἱρετικούς,  οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ εἶναι  ἱερεῖς,  στὴν  πραγματικότητα δὲν  εἶναι:  «ἱερεῖς μὲν  λεγόμενοι,  μὴ  ὄντες   δέ»,  γιατὶ  κατηγόρησαν τὴν  ἀληθινὴ Πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας «ἀνιέροις ἐπακολουθήσαντες ἀνδράσι,  ταῖς ἰδίαις φρεσὶ  πειθομένοις».

Στὸ κείμενο  αὐτὸ  φαίνονται πολλὰ  πράγματα.

Πρῶτον,  ὅτι  ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος  συγκαλεῖται μὲ τὸν  νόμο τῶν  Βασιλέων-Αὐτοκρατόρων.

Δεύτερον,  ὅτι  οἱ αἱρετικοί, ἐνῶ εἶναι  ἱερεῖς,  στὴν  πραγματικότητα  δὲν  εἶναι,  ἀφοῦ  ἡ ᾿Αποστολικὴ Διαδοχὴ δὲν  εἶναι  μόνον  ἡ ἀδιάκοπος ἱερωσύνη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμμονὴ στὴν ᾿Αποστολικὴ Παράδοση  καὶ  Διδασκαλία.

Τρίτον,  ὅτι  οἱ  αἱρετικοὶ ἀρνοῦνται τὴν  Καθολικὴ  Διδασκαλία τῆς  ᾿Εκκλησίας  καὶ  ἀκολουθοῦν  φιλοσόφους,  ποὺ  ἔχουν   δικές τους  γνῶμες  καὶ  ἀντιλήψεις.

Στὸν  «῞Ορο Πίστεως»  τῆς  Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου  φαίνεται ἡ ὀρθόδοξη  διδασκαλία γιὰ  τὴν  προσκύνηση τῶν ἱερῶν  Εἰκόνων, ἀφοῦ «ἡ τῆς  εἰκόνος τιμὴ  ἐπὶ  τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», καὶ  «ὁ προσκυνῶν τὴν  εἰκόνα,  προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν  ὑπόστασιν» 8.

Στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας»  διασώζεται  ὅλη ἡ Πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας  γιὰ  τὴν  προσκύνηση τῶν  ἱερῶν  Εἰκόνων. Διακηρύσσεται ἡ δυνατότητα εἰκονογραφήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀκριβῶς  γιατὶ ἐνηνθρώπησε  καὶ  προσέλαβε  τὴν  ἀνθρώπινη  φύση πραγματικὰ καὶ ὄχι  φανταστικά. Στὴν  ὑπόσταση  τοῦ Λόγου  ἑνώθηκαν  ἀτρέπτως,  ἀναλλοιώτως, ἀχωρίστως  καὶ  ἀδιαιρέτως  ἡ θεία μὲ τὴν  ἀνθρώπινη  φύση.

῾Ομολογεῖται τὸ  ἐν  οὐσίαις  διάφορον καὶ  ἔτσι  στὴν  μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου  ἑνώθηκαν «τὸ κτιστόν τε καὶ ἄκτιστον, τὸ ὁρατὸν  καὶ ἀόρατον, τὸ παθητὸν καὶ ἀπαθές,  τὸ περιγραπτὸν καὶ ἀπερίγραπτον».

Στὴν θεία οὐσία ἀνήκει  τὸ ἄκτιστον, τὸ ἀόρατον,  τὸ ἀπαθὲς  καὶ τὸ  ἀπερίγραπτον, ἐνῶ  στὴν  ἀνθρώπινη οὐσία  ἀνήκει,  ἐκτὸς  ἀπὸ τὰ ἄλλα,  καὶ  τὸ περιγραπτόν.

Γι᾿ αὐτὸ τὸν  λόγο μποροῦμε  νὰ εἰκονίσουμε τὸν  Χριστό, ἀφοῦ ἐνηνθρώπησε. ῞Οσοι δὲν ἀνέχονται «εἰκονογραφεῖν ἐνανθρωπήσαντα τὸν  Λόγον, καὶ  τὰ ὑπέρ ἡμῶν αὐτοῦ πάθη»  ἀναθεματίζονται.

᾿Επίσης, στὸ  «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»  διακηρύσσεται ὅτι διὰ  τῆς  προσκυνήσεως τῶν  ἱερῶν  Εἰκόνων  καὶ  διὰ  τῆς  ὁράσεως αὐτῶν  ἁγιάζονται ἀκόμη  καὶ  οἱ  ὀφθαλμοί, καθὼς  ἐπίσης  ὁ νοῦς ἀνάγεται πρὸς  θεογνωσίαν.

Γράφεται  χαρακτηριστικά:

«τῶν τῷ λόγῳ  ἁγιαζόντων τὰ χείλη,  εἶτα τοὺς ἀκροατὰς  διὰ  τοῦ  λόγου, εἰδότων  τε καὶ  κηρυσσόντων, ὡς ἁγιάζεται μὲν ὁμοίως  διὰ  τῶν σεπτῶν  Εἰκόνων  τὰ ὄμ- ματα τῶν ὁρώντων,  ἀνάγεται δὲ δι᾿ αὐτῶν  ὁ νοῦς  πρὸς θεογνωσίαν, ὥσπερ  καὶ  διὰ  τῶν  θείων  ναῶν,  καὶ  τῶν ἱερῶν  σκευῶν  καὶ  τῶν  ἄλλων  κειμηλίων».

῎Ετσι,  λοιπόν,  ἔχουμε  τὴν   δυνατότητα  νὰ  προσκυνοῦμε  τὴν Σάρκα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἁγιαζόμαστε ἀπὸ αὐτὴν  τὴν  προσκύνηση ἀνάλογα φυσικὰ μὲ τὴν  κατάσταση  στὴν ὁποία  βρισκόμαστε,  ἐπειδὴ ἡ Σάρκα τοῦ Χριστοῦ χαρακτηρίζεται «ὁμόθεος  καὶ ὁμότιμος».

 

***

 

῾Η Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν  ἐποχὴ  τοῦ ἁγίου  Γρηγορίου  τοῦ Παλαμᾶ  ἀσχολήθηκε μὲ ἕνα  ἄλλο  δογματικὸ θέμα, ποὺ εἶναι  συνέχεια  τῶν  θεμάτων  ποὺ  ἀπασχόλησαν τὴν  ἀρχαία  ᾿Εκκλησία.

Τὸν  τέταρτο  αἰώνα  οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τὴν αἵρεση τοῦ  ᾿Αρείου, ὁ ὁποῖος δίδασκε  ὅτι  ὁ Λόγος  τοῦ  Θεοῦ  εἶναι  κτίσμα. ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς  στὴν ἐποχή  του ἀντιμετώπισε τὴν  αἵρεση  τοῦ Βαρλαάμ,  ποὺ  ἔλεγε  ὅτι  ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι  κτιστή.

᾿Επιπλέον,  ὅπως εἴπαμε, συνοδικῶς «δικαίωσε»  τὸν  ῾Ησυχασμό, ὁ  ὁποῖος εἶναι    μόνη  μέθοδος  ποὺ  ὁδηγεῖ   τὸν  ἄνθρωπο  στὴν θέωση.

᾿Αναφερόμενοι στὴν  Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο,  πρέπει  νὰ  ποῦμε ὅτι ἔχει  ὅλα τὰ στοιχεῖα καὶ τὰ γνωρίσματα, τὰ ὁποῖα  παραθέσαμε πιὸ  πάνω,  γιὰ  νὰ ὀνομασθῆ  καὶ νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς Οἰκουμενικὴ  Σύνοδος.

Κατ᾿ ἀρχάς,  συγκαλεῖται ἀπὸ αὐτοκράτορες. Στὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1341 μ.Χ. μεταξὺ τῶν  ἄλλων  γράφεται:

«῎Επειτα συνόδου  συγκροτηθείσης, παρουσίᾳ  καὶ τοῦ ἐκ  Θεοῦ  βασιλέως  τοῦ  ἀοιδίμου   καὶ  μακαρίτου... τῆς τε συγκλήτου καὶ  οὐκ  ὀλίγων ἀπό  τε τῶν  τιμιωτάτων ἀρχιμανδριτῶν καὶ  καθηγουμένων καὶ  τῶν  τῆς  πολιτείας  συνειληγμένων..» 9.

Καὶ οἱ τρεῖς  Σύνοδοι  ποὺ συνεκλήθησαν τὴν  περίοδο  αὐτὴ γιὰ τὸ δογματικὸ θέμα ποὺ ἀπασχολοῦσε τὴν ἐποχὴ  ἐκείνη  τὴν ᾿Εκκλησία, συνεκλήθησαν μὲ διαταγὴ καὶ παρουσία  τῶν αὐτοκρατόρων.

῎Επειτα, ὅπως  ἀναφέραμε  προηγουμένως, τὸ θέμα τῆς ᾿Ακτίστου ᾿Ενεργείας  τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης  καὶ ὁ λεγόμενος ῾Ησυχασμός, εἶναι  σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα.  Δὲν εἶναι,  δηλαδή,  θέματα ποὺ ἀφοροῦν  μερικὰ  κανονιστικὰ ζητήματα,  ἀλλὰ  σοβαρὰ δογματικὰ θέματα ποὺ  ἀφοροῦν  τὴν  σωτηρία  τοῦ ἀνθρώπου.

Γιατί,  ἂν ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι  κτιστή,  τότε  καταλήγουμε ἢ στὸν  Γνωστικισμὸ  ἢ στὸν  Πανθεϊσμό.  Δὲν  μποροῦμε  νὰ  ἀποκτήσουμε κοινωνία μὲ τὸν  Θεό. Καί, ἐὰν ὁ ῾Ησυχασμός, ὁ τρόπος τῆς  ὀρθοδόξου παραδόσεως,  διὰ  τοῦ  ὁποίου  θεραπευόμαστε  καὶ φθάνουμε  στὴν θέωση, ἀντικατασταθῆ μὲ τὴν Φιλοσοφία, τότε καὶ αὐτὸ καταστρέφει  τὶς πραγματικὲς προϋποθέσεις γιὰ  τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.  ῾Επομένως, τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι  σοβαρότατα.

Πολλοὶ σύγχρονοι θεολόγοι πιστεύουν  ὅτι  οἱ  Σύνοδοι  ἐπὶ  τῆς ἐποχῆς τοῦ  ἁγίου  Γρηγορίου τοῦ  Παλαμᾶ  πρέπει  νὰ  θεωρηθοῦν ὅτι ἀποτελοῦν καὶ συγκροτοῦν τὴν  Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.  Καὶ αὐτὸ  γιατὶ συγκαλοῦνται ἀπὸ  τὸν  αὐτοκράτορα, ἀσχολοῦνται  μὲ ἕνα  δογματικὸ θέμα μεγάλης  σημασίας  καὶ  ὑπερμαχεῖ  σ᾿  αὐτὲς  ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,  ποὺ ἔφθασε στὴν  θέωση καί,  ἑπομένως,  διέθετε  προσωπικὴ ἐμπειρία  τῆς  θεώσεως.

Χαρακτηριστικὰ θὰ ἤθελα  νὰ ἀναφέρω  τὴν  γνώμη  τοῦ π. ᾿Αθανασίου  Γιέβτιτς,  ὁ ὁποῖος λέγει:

«Νομίζομεν, ὅμως, ὅτι ἡ Σύνοδος  τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ  ἁγίου  Γρηγορίου τοῦ  Παλαμᾶ  τὸ  1351, κρίνοντας τοὐλάχιστον βάσει τοῦ μεγάλου  θεολογικοῦ ἔργου  της,  δύναται  καὶ  ἀξίζει  νὰ  συναριθμῆται εἰς  τὰς Οἰκουμενικὰς  Συνόδους  τῆς  ᾿Ορθοδόξου  ᾿Εκκλησίας, τῶν ὁποίων δὲν ὑστερεῖ εἰς τίποτε  ὡς πρὸς  τὴν  σωτηριολογικὴν σημασίαν  τῆς  θεολογίας της.  ῾Η Σύνοδος αὕτη  ἀποτελεῖ τὴν  ἀπόδειξιν τῆς  συνεχείας  τῆς  συνοδικότητος τῆς ὀρθοδόξου  ᾿Εκκλησίας καὶ τῆς ζώσης  ἐμπειρίας   καὶ  θεολογίας  περὶ  τῆς   ἐν Χριστῷ σωτηρίας» 10.

 

Αὐτὴ εἶναι  καὶ  ἡ συνείδηση  τῆς  ᾿Εκκλησίας.  Γι᾿ αὐτὸ  καὶ  στὸ «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»,   ποὺ  ὑπῆρχε  ἤδη  καὶ  διαβαζόταν στὶς ᾿Εκκλησίες, γιὰ τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβο τῶν ᾿Ορθοδόξων, προσέθεσαν  καὶ  «τὰ κατὰ  τοῦ Βαρλαὰμ  καὶ  ᾿Ακινδύνου κεφάλαια», ἀπὸ  τὴν  φερομένη  ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

῾Ο αὐτοκράτωρ   Καντακουζηνός,  στὴν  τελευταία   Σύνοδο   ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα αὐτό, δηλαδὴ  στὴν Σύνοδο  τοῦ 1351 μ.Χ., συνόψισε τὰ συμπεράσματα τῶν συζητήσεων καὶ τῶν ἀποφασισθέντων,   ἐνῶ    ἅγιος  Φιλόθεος  Κόκκινος,  Μητροπολίτης τότε ῾Ηρακλείας,  βοηθούμενος  ἀπὸ  τὸν  Γεώργιο   Γαλησιώτη   καὶ  τὸν σοφὸ  Μάξιμο  συνέταξε  τὸν  Συνοδικὸ Τόμο  ἀπὸ  τὰ Πρακτικά.

Τελικά,  ἡ ἡσυχαστικὴ  διδασκαλία εἰσήχθη  στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας»  γιὰ  πρώτη φορά, κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας τοῦ ἔτους 1352 μ.Χ., μὲ τὸ νὰ ἀναθεματίζονται οἱ αἱρετικοὶ καὶ νὰ  ἐπευφημοῦνται  ὅσοι  ἐξέφρασαν   τὴν   ὀρθόδοξη   διδασκαλία. Μετὰ δὲ τὴν κοίμηση  τοῦ ἁγίου  Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, προσετέθη καὶ  ὁ ἐπευφημισμὸς  ὑπέρ αὐτοῦ 11.

 

3. ᾿Αναθεματισμοὶ  - ᾿Επευφημίες

 

ΟΠΟΙΟΣ διαβάσει τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας»,  θὰ διαπιστώση ἀμέσως ὅτι ἀφ᾿ ἑνὸς  μὲν ἀναθεματίζονται οἱ αἱρετικοί, ἀφ᾿ ἑτέρου  δὲ  ἐπευφημοῦνται οἱ  ἅγιοι Πατέρες  καὶ  οἱ  ῾Ομολογητές. Γιὰ τοὺς πρώτους,  ἀπὸ τὸ παριστάμενο λαὸ ἀναφωνεῖται τὸ «ἀνάθεμα» τρεῖς  φορές·  γιὰ  τοὺς δεύτερους,  ἀναφωνεῖται τὸ «αἰωνία  ἡ μνήμη»  τρεῖς  φορὲς  σὲ κάθε πρόταση.

Μερικοὶ  σκανδαλίζονται ὅταν  βλέπουν  καὶ  ἀκοῦν  μιὰ  τέτοια ἐνέργεια, κυρίως  ὅταν  ἀκοῦν  τὸ  «ἀνάθεμα».  Τὸ  θεωροῦν  πολὺ σκληρὸ  καὶ λέγουν ὅτι ἐκφράζεται μ᾿ αὐτὸν  τὸν  τρόπο  τὸ μισαλλόδοξο  πνεῦμα  ποὺ  ἔχει  ἡ ᾿Ορθόδοξη  ᾿Εκκλησία.

῞Ομως τὰ  πράγματα   δὲν  ἑρμηνεύονται κατ᾿ αὐτὸν  τὸν  τρόπο. Οἱ  ἀναθεματισμοὶ  δὲν  μποροῦν   νὰ  θεωρηθοῦν  ὡς  φιλοσοφικὲς ἔννοιες καὶ  ὡς μισαλλόδοξες καταστάσεις,  ἀλλὰ  ὡς ἰατρικὲς  ἐνέργειες.

Πρῶτα-πρῶτα, οἱ αἱρετικοί, μὲ τὴν  ἐπιλογὴ ποὺ  ἔκαναν,  κατέληξαν  στὴν αἵρεση καὶ στὴν διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν  διδασκαλία τῆς  ᾿Εκκλησίας.  Χρησιμοποιώντας τὴν  Φιλοσοφία, ἀντετάχθησαν στὴν Θεολογία καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψη. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνουν ὅτι  ἀρρώστησαν  καὶ  στὴν  πραγματικότητα  ἀπεκόπησαν ἀπὸ  τὴν ᾿Εκκλησία.

῎Επειτα ὁ ἀφορισμός  ἔχει  τὴν  ἔννοια τῆς ἐπισημοποιήσεως τοῦ ἀποχωρισμοῦ τοῦ αἱρετικοῦ  ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ τὴν πράξη τους αὐτὴ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἤδη ὑπάρχουσα  κατάσταση, καὶ ἐκτός  αὐτοῦ, βοηθοῦν  τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προφυλάσσωνται  ἀπὸ  τὴν  αἵρεση-ἀσθένεια.

Εἶναι  χαρακτηριστικὸ ἕνα  ἀπόσπασμα  ἀπὸ  τὰ  Πρακτικὰ   τῆς Συνεδρίας  Δʹ τῆς  Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

᾿Εκεῖ λέγεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκπληρώνουν τὸν  λόγο τοῦ Χριστοῦ,  νὰ  θέτουν,  δηλαδή,  τὸν  λύχνο τῆς  θείας  γνώσεως  «ἐπὶ τὴν  λυχνίαν» γιὰ  νὰ λάμπη  σὲ ὅλους  ποὺ βρίσκονται στὴν οἰκία καὶ νὰ μὴν τὸν κρύπτουν «ὑπὸ τὸν μόδιον». Μὲ αὐτὸν  τὸν τρόπο βοηθοῦνται ὅσοι ὁμολογοῦν εὐσεβῶς τὸν Κύριο, νὰ βαδίζουν ἀπροσκόπτως τὸν  δρόμο  τῆς  σωτηρίας.

Οἱ  ἅγιοι Πατέρες «πᾶσαν  πλάνην αἱρετικῶν ἐξωθοῦσι καὶ τὸ σεσηπὸς μέλος,  εἴπως  ἀνίατα  νοσεῖ,  ἐκκόπτουσι· καὶ  τὸ  πτύον κατέχοντες, τὴν  ἅλωνα  καθαίρουσι  καὶ  τὸν  σῖτον,  ἢτοι τὸν  τρόφιμον λόγον, τὸν  στηρίζοντα καρδίαν   ἀνθρώπου,  ἀποκλείουσιν ἐν τῇ ἀποθήκῃ  τῆς  Καθολικῆς ᾿Εκ- κλησίας,  τὸ  δὲ ἄχυρον  τῆς  αἱρετικῆς  κακοδοξίας  ἔξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρὶ  ἀσβέστῳ» 12.

῎Ετσι,  οἱ  αἱρετικοὶ  εἶναι   σεσηπότα   μέλη  τῆς  ᾿Εκκλησίας,  τὰ ὁποῖα  εἶναι  ἀνίατα  καὶ  γι᾿  αὐτὸ  ἐκκόπτονται ἀπὸ  τὸ  Σῶμα τῆς᾿Εκκλησίας.

Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει  νὰ ἐξετάζωνται οἱ αἱρετικοί. ῾Οπότε μπορεῖ   κανεὶς   νὰ  δῆ  τὴν   φιλανθρωπία  τῆς  ᾿Εκκλησίας.   Γιατί, ὅπως  ἔχουμε  τονίσει   καὶ  ἀλλοῦ,  ὅταν  κανεὶς   διαθέτη  λαθεμένη ἰατρικὴ   διδασκαλία,  τότε  δὲν  ὑπάρχουν  θεραπευτικὰ   ἀποτελέσματα, ὁπότε δὲν θεραπεύεται, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φθάση στὴν θεραπεία.  Τὸ ἴδιο  γίνεται μὲ τὰ δόγματα  ἢ τὴν  πλανεμένη διδασκαλία.  Μιὰ λαθεμένη  διδασκαλία, ἡ ὁποία  στηρίζεται  σὲ σφαλερὴ μεθοδολογία, δὲν μπορεῖ  ποτὲ νὰ ὁδηγήση  τὸν  ἄνθρωπο  στὴν θέωση.

Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια πρέπει  νὰ ἐξετάζεται  τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο οἱ ἀναθεματισμοὶ ὅσο καὶ οἱ ἐπευφημίες  ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα  πρόσωπα,   γιατὶ  αὐτὰ  τὰ  συγκεκριμένα  πρόσωπα εἶναι  ἐκεῖνα,  τὰ ὁποῖα  πλάθουν αὐτὲς  τὶς  διδασκαλίες καὶ  στὴν συνέχεια  ἀποκτοῦν ὀπαδούς.

Καί, μάλιστα, εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς χρησιμοποιοῦνται φοβερὰ ἐπίθετα.  Πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι τὰ φρικτὰ  ἐπίθετα  ποὺ χρησιμοποιοῦνται δὲν πρέπει  νὰ ἐξετάζωνται ἀπὸ  ἠθικὴ  ἔννοια, ἄλλωστε  πολλοὶ  αἱρεσιάρχες ἦταν  «ἠθικοὶ» ἄνθρωποι,   ἀλλὰ   ἀπὸ  θεολογική.  Θὰ  ἤθελα  στὴν  συνέχεια   νὰ δοῦμε  μερικὰ  τέτοια  ἐπίθετα  καὶ  μερικοὺς  χαρακτηρισμοὺς πολὺ ἐνδεικτικούς.

Τοὺς Εἰκονομάχους, ποὺ καταφέρονταν ἐναντίον τῶν ἱερῶν  Εἰκόνων,  τὸ  «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»  τοὺς  ὀνομάζει «φαυλιστὰς τῆς δόξης  τοῦ Θεοῦ», «τολμητὰς κατὰ τῆς εἰκόνος καὶ θρασεῖς,  δειλοὺς  καὶ  πεφευγότας». Αὐτοὺς  ποὺ  ἄρχισαν  τὴν  αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, στὴν ἐποχὴ  τῶν ᾿Ισαύρων, τοὺς ὀνομάζει «ἀνιέρους  καὶ  ὁδηγοὺς  ἀπωλείας». ῾Ο  Γερόντιος  ἀναθεματίζεται γιὰ «τὸν  ἰὸν  τῆς  μυσαρᾶς αὐτοῦ αἱρέσεως...  σὺν τοῖς  διεστραμμένοις αὐτοῦ δόγμασι». ῾Η αἵρεση εἶναι  ἀσθένεια  καὶ ἡ αἱρετικὴ  δογματικὴ  δοξασία  εἶναι  διεστραμμένη,  γιατὶ διαστρέφει  τὴν  ἀποκαλυπτικὴ  ἀλήθεια  τῆς ᾿Εκκλησίας.  Δίδεται  ἀναθεματισμὸς «τῷ φρυαξαμένῳ  συνεδρίῳ  κατὰ  τῶν  σεπτῶν  Εἰκόνων».

῞Οπως ἐλέχθη,  στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας»  μνημονεύονται ὅλοι  οἱ αἱρετικοί. Μὲ αὐτὸ φαίνεται ἀφ᾿ ἑνός  μὲν ὅτι ὅλοι  οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποίησαν τὴν ἴδια μέθοδο καὶ στὴν οὐσία συμπίπτουν   μεταξύ  τους,  ἀφ᾿ ἑτέρου  δὲ  ὅτι  τόσο    Ζʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος,  ὅσο καὶ  ἡ φερομένη  ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος,  θεωροῦν  τὸν  ἑαυτό τους  ὡς ἐκφραστὰς  τῆς  ᾿Εκκλησίας καὶ ὡς συνέ- χεια  τῶν  προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

῾Ο ῎Αρειος ἀποκαλεῖται θεομάχος καὶ ἀρχηγὸς τῶν αἱρέσεων,  ὁ Πέτρος    Κναφεὺς  παράφρων.   ῾Ο  ἴδιος   χαρακτηρισμὸς  «παράφρων»  χρησιμοποιεῖται γιὰ  πολλοὺς αἱρετικούς. Φυσικά,  λέγονται  παράφρονες ὄχι  μὲ βιολογικὴ ἔννοια, ἀλλὰ  κυρίως  καὶ  πρὸ παντὸς μὲ θεολογική. Τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν  ᾿Ακίνδυνο, ἀρχηγοὺς τῶν ἀντι-ησυχαστικῶν διδασκαλιῶν, καὶ ὅλους  τοὺς ὀπαδούς των τοὺς  ὀνομάζει πονηρὰ  συμμορία.

᾿Αντίθετα, γιὰ τοὺς ὑπερμάχους τῶν ὀρθοδόξων διδασκαλιῶν χρησιμοποιοῦνται ἐπίθετα,  ὅπως  εὐσεβής, ἁγιώτατος, καὶ ἀοίδιμος.

Καὶ  πάλι   πρέπει   νὰ  σημειώσω,  ὅτι    αἵρεση  ἀνατρέπει τὸν ἀληθινὸ τρόπο  θεραπείας  τοῦ ἀνθρώπου  γιὰ  νὰ φθάση στὴν θέωση. ῎Αν σκεφθοῦμε  ὅτι  θεραπεία  εἶναι  ἡ κάθαρση  τῆς  καρδιᾶς,  ὁ φωτισμὸς  τοῦ  νοῦ,  ὥστε    ἄνθρωπος νὰ  πορευθῆ  στὴν  θέωση, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει αὐτὸν  τὸν  τρόπο  καὶ ἀφήνει  τὸν  ἄνθρωπο  αἰωνίως  ἀθεράπευτο,  χωρὶς  ἐλπίδα  θεραπείας καὶ  σωτηρίας.

 

4.  Μερικὰ χαρακτηριστικὰ  σημεῖα

 

ΔΕΝ  εἶναι  δυνατόν, βέβαια, νὰ ἀναλύσουμε  καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλο  τὸ περίφημο  καὶ  μεγάλης σημασίας  «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας». ῾Ο ἀναγνώστης πρέπει  νὰ τὸ διάβαση προσεκτικὰ καὶ θὰ διαπιστώση  τὴν  σπουδαιότητά του.

Θὰ  ἤθελα  ὅμως  νὰ  δοῦμε  μερικὰ  χαρακτηριστικὰ σημεῖα,  τὰ ὁποῖα,  νομίζω  εἶναι  ἡ βάση ὅλων  ὅσων λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»,  ἀλλὰ  καὶ  ἡ βάση τῆς  χριστιανικῆς ζωῆς,  καὶ εἶναι  αὐτὰ ποὺ δείχνουν κατὰ πόσον  διακατεχόμαστε ἀπὸ τὸ γνήσιο  ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.

 

α)  ῾Η καταδίκη τῆς Φιλοσοφίας

 

Σὲ ὅλο  τὸ κείμενο  τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»  φαίνεται καθαρὰ  ὅτι  καταδικάζεται ἡ  Φιλοσοφία.  Καταδικάζεται τόσο  ὁ τρόπος  ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Φιλοσοφία γιὰ νὰ μιλήση καὶ νὰ παρουσιάση  τὸν  Θεό, ὅσο καὶ τὰ συμπεράσματα  στὰ ὁποῖα  καταλήγει. Καί, φυσικά,  μιλώντας γιὰ  Φιλοσοφία, ἐννοοῦμε  τὴν  μεταφυσική,  ὅπως  ἀναπτύχθηκε ἀπὸ  τὸν  Πλάτωνα  καὶ τὸν  ᾿Αριστοτέλη  καὶ  ἀπὸ  ἄλλους   μεταγενεστέρους φιλοσόφους.  Θὰ  δοῦμε ποιές  αἱρετικὲς  διδασκαλίες ἀφορίζονται καὶ  ἀποβάλλονται.

᾿Αφορίζονται ὅσοι δέχονται τὰ δυσσεβῆ δόγματα  τῶν ῾Ελλήνων, δηλαδὴ  τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἀναφέρονται στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου  καὶ  στὶς  ἀνθρώπινες ψυχές,  καὶ  τὰ ἀναμειγνύουν μὲ τὴν διδασκαλία τῆς  ᾿Εκκλησίας.

Λέγεται  χαρακτηριστικά:

«Τοῖς  εὐσεβεῖν  μὲν  ἐπαγγελομένοις τὰ  τῶν  ῾Ελλήνων  δὲ δυσσεβῆ δόγματα  τῇ  ᾿Ορθοδόξῳ  καὶ  Καθολικῇ ᾿Εκκλησίᾳ,  περί  τε  ψυχῶν  ἀνθρωπίνων,  καὶ  οὐρανοῦ, καὶ  γῆς,  καὶ  τῶν  ἄλλων  κτισμάτων,  ἀναιδῶς  ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν, ἀνάθεμα».

Πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται μὲν τὰ δόγματα  τῶν  ῾Ελλήνων,  ἀλλὰ  παρουσιάζονται ὡς εὐσεβεῖς.

Φαίνεται  ὅτι  καὶ  τὴν   ἐποχὴ   ἐκείνη   ὑπῆρχαν  ἄνθρωποι,   οἱ ὁποῖοι κατὰ  τὰ  ἄλλα  προσποιοῦνταν τὸν  εὐσεβῆ, εἶχαν  καλοὺς τρόπους  συμπεριφορᾶς,  ὅμως δὲν παραδέχονταν τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς  ᾿Εκκλησίας.

Βέβαια, δὲν ἀφορίζονται αὐτὰ καθ᾿ ἑαυτὰ τὰ ἔργα  τῶν φιλοσόφων, ἀλλὰ  ἡ προτίμηση  τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν σὲ βάρος τῆς  Πίστεως,  καὶ  ἡ χρησιμοποίηση τῆς  Φιλοσοφίας γιὰ  τὴν  ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας  τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν ἀπαγορεύεται ἡ μελέτη τῶν  ἔργων  τῶν  ἀρχαίων   ῾Ελλήνων,  δηλαδὴ   τῶν  εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ  κατηγοροῦνται οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ παραδέχονται τὶς  μάταιες  θεωρίες  τους.

Λέγεται:  ἀνάθεμα  «τοῖς  τὰ  ῾Ελληνικὰ  δεξιοῦσι  μαθήματα,  καὶ μὴ διὰ  παίδευσιν μόνον  ταῦτα  παιδευομένοις, ἀλλὰ  καὶ  ταῖς  δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις  ἑπομένοις». Καὶ, ὅπως λέγαμε  προηγουμένως,  κατηγοροῦνται καὶ  ἀναθεματίζονται ὅσοι  προτιμοῦν «τὴν μωρὰν  τῶν  ἔξωθεν  φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν»  ἀπὸ  τὴν  ὀρθόδοξη  διδασκαλία.

Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας»  δὲν παραμένει  σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο,   ἀλλὰ  προχωρεῖ καὶ  σὲ συγκεκριμένα θέματα,  τὰ  ὁποῖα καταδικάζει. Καί, ὅπως θὰ διαπιστωθῆ, ἀναφέρεται σὲ βασικὲς διδασκαλίες τῆς  Φιλοσοφίας, τῆς  λεγομένης μεταφυσικῆς.

Μεταξὺ αὐτῶν  εἶναι  καὶ    διδασκαλία Πλάτωνος περὶ  ἰδεῶν. Σύμφωνα  μὲ αὐτὴν  τὴν  ἀντίληψη, ὑπάρχουν οἱ  ἰδέες  καὶ  ὅλος  ὁ κόσμος  εἶναι     ἀντιγραφὴ αὐτῶν  τῶν  ἰδεῶν   πτώση  ἀπὸ  τὶς ἰδέες  αὐτές.  Κατὰ τὸν  Πλάτωνα,  ἡ σωτηρία  τοῦ ἀνθρώπου  ἔγκειται  στὸ  νὰ  ἐπιστρέψη    ψυχὴ  στὸν  κόσμο  τῶν  ἰδεῶν.  Οἱ  ἅγιοι Πατέρες  στὸ  «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»  καταδικάζουν αὐτὴν τὴν ἄποψη  καὶ τοὺς δεχομένους «τὰς Πλατωνικὰς ἰδέας,  ὡς ἀληθεῖς».

Οἱ  ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν  ὅτι  ἡ ὕλη  εἶναι  ἄναρχος καὶ ὅλα τὰ κτίσματα  εἶναι  ἀΐδια  καὶ ἄναρχα  καί, βεβαίως, ἡ ὕλη εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν  Δημιουργὸ τοῦ  κόσμου.  Οἱ  δεχόμενοι αὐτὰ καταδικάζονται: «Τοῖς  τὴν  ὕλην  ἄναρχον, καὶ τὰς ἰδέας,  ἢ συνάναρχον τῷ Δημιουργῷ πάντων  καὶ Θεῷ δογματίζουσι, καὶ ὅτι περ οὐρανὸς   καὶ  γῆ,  καὶ  τὰ  λοιπὰ  τῶν  κτισμάτων  ἀΐδιά  τέ εἰσι  καὶ ἄναρχα,   καὶ  διαμένουσιν ἀναλλοίωτα...  ἀνάθεμα».    ὕλη  καὶ  ὁ κόσμος  δημιουργήθηκε ἀπὸ  τὸν  Θεὸ  καὶ  δὲν  παραμένουν ἀναλλοίωτα.

᾿Αλλὰ καὶ  στὸ  θέμα τῆς  δημιουργίας ὑπάρχει   διαφοροποίηση τῆς Φιλοσοφίας ἀπὸ τὴν Θεολογία. Βασικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι  ὅτι ὁ κόσμος  δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός,  «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», ἐκ «μὴ ὑπαρχούσης ὕλης».  Αὐτὴ ἡ διδασκαλία κλονίζει ὅλα τὰ θεμέλια τῆς Φιλοσοφίας. ῾Η Φιλοσοφία  πίστευε,  ὅπως  ἀναφέραμε,  ὅτι    ὕλη  εἶναι  ἀΐδιος. ῎Ετσι, καταδικάζονται  ἀπὸ  τὸ  «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»   ὅσοι  δέχονται ὅτι  «οὐκ  ἐκ τοῦ μὴ ὄντος  τὰ πάντα  ἐγένετο».

Καὶ στὸ θέμα τῆς  ψυχῆς  ὑπάρχει  διαφοροποίηση τῆς  Φιλοσοφίας  καί,  ἑπομένως,   καταδικάζονται  ὅσοι  δέχονται τὶς  ἀπόψεις της.  Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν  στὴν προΰπαρξη τῆς ψυχῆς, στὶς  μετεμψυχώσεις  καὶ  στὸ  ὅτι  ὑπάρχει   τέλος  τῆς  ψυχῆς,  ὅτι, δηλαδή,  κάποτε  θὰ πεθάνη  ἡ ψυχή.  Τέτοιες  διδασκαλίες εἰσεχώρησαν  καὶ  σὲ μερικοὺς  θεολόγους τῆς  ᾿Εκκλησίας,  γι᾿  αὐτὸ  καὶ καταδικάζονται. ᾿Αναθεματίζονται ὅσοι  δέχονται «ὅτι  προΰπαρξίς ἐστι  τῶν  ψυχῶν»  καὶ  ὅσοι  δέχονται ἀκόμη  «τὰς  μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν,  ἢ καὶ ὁμοίως  τοῖς  ἀλόγοις ζῴοις  ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς  τὸ μηδὲν  χωρεῖν  δεχομένοις», καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν  λόγο ἀθετοῦν   «ἀνάστασιν,  κρίσιν,   καὶ  τὴν  τελευταίαν  τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν». ᾿Επίσης καταδικάζονται καὶ ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι  οἱ  ἄνθρωποι μὲ ἄλλα  σώματα θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ κριθοῦν  «καὶ  οὐχὶ  μεθ᾿ ὧν  κατὰ  τὸν  παρόντα βίον  ἐπολιτεύσαντο».

Παράλληλα  μὲ  αὐτά,  καταδικάζονται  καὶ  ὅσοι  δέχονται τὴν δοξασία  τῶν  φιλοσόφων ὅτι  θὰ ὑπάρξη  ἀποκατάσταση τῶν  πάντων,  δηλαδή,   «ὅτι   τέλος   ἐστὶ  τῆς  κολάσεως     ἀποκατάστασις αὖθις  τῆς  κτίσεως,  καὶ  τῶν  ἀνθρωπίνων πραγμάτων».

῞Οπως ὑπάρχουν καὶ σήμερα, ἔτσι ὑπῆρχαν καὶ τότε ἄνθρωποι ποὺ ὑπερτιμοῦσαν τοὺς φιλοσόφους ἔναντι τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας,   τοὺς  θεωροῦσαν  ἀνώτερους   καὶ  γι᾿  αὐτὸ  δέχονταν τὶς διδασκαλίες τους.  ῞Οσοι, λοιπόν, διδάσκουν ὅτι οἱ φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι  καταδικάστηκαν ἀπὸ  ὅλες   τὶς   Οἰκουμενικὲς  Συνόδους «κρείττονες  εἰσὶ  κατὰ  πολύ,   καὶ  ἐνταῦθα,  καὶ  ἐν  τῇ  μελλούσῃ κρίσει»  τῶν  ἁγίων  Πατέρων,  καὶ  ὅσοι  ἀποβάλλουν τὶς  διδασκαλίες   τῶν  ἁγίων   Πατέρων  καὶ  τὰ  Πρακτικὰ   τῶν  Οἰκουμενικῶν Συνόδων,  καθὼς ἐπίσης  καὶ ὅσοι δὲν ἐκλαμβάνουν ὀρθὰ τὶς διδασκαλίες  τῶν  ἁγίων  Πατέρων  καὶ  προσπαθοῦν «παρερμηνεύειν τε καὶ  περιστρέφειν» αὐτές,  ἀναθεματίζονται. Γιατὶ  οἱ  ἅγιοι Πατέρες εἶναι  φορεῖς  τῆς  Παραδόσεως,  ἐμπνέονται ἀπὸ  τὸ ῞Αγιο  Πνεῦμα.

᾿Αναφέραμε προηγουμένως ὅτι ὅλοι  οἱ φιλόσοφοι εἶχαν  μιὰ ἰδιαίτερη μέθοδο ποὺ διακρινόταν ἀπὸ τὴν μεθοδολογία τῶν ἁγίων Πατέρων.  Οἱ φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦσαν τὴν  λογικὴ καὶ τὴν φαντασία  γιὰ  νὰ  ἑρμηνεύσουν  αὐτὰ τὰ θέματα, ἐνῶ οἱ  ἅγιοι Πατέρες ἔφθασαν στὸν  φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση καὶ μὲ αὐτὸν τὸν  τρόπο  παρέλαβαν   τὴν  ᾿Αποκάλυψη.  ῾Η  ἐσφαλμένη  μέθοδος τῶν  φιλοσόφων, καθὼς  ἐπίσης  καὶ  ἐκεῖνοι ποὺ  τὴν  χρησιμοποιοῦν, καταδικάζονται ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας».  ᾿Αντίθετα, ἐπαινεῖται ἡ καθαρὰ  πίστη  καὶ  ἡ ἁπλὴ  καὶ  ὁλόψυχος καρδία.

Γράφεται  συγκεκριμένα:

«Τοῖς  μὴ πίστει  καθαρᾷ, καὶ ἁπλῇ καὶ ὁλοψύχῳ  καρ- δίᾳ τὰ τοῦ Σωτῆρος  ἡμῶν καὶ Θεοῦ, καὶ τῆς ἀχράντως αὐτὸν  τεκούσης  Δεσποίνης ἡμῶν  Θεοτόκου,   καὶ  τῶν λοιπῶν ῾Αγίων ἐξαίσια  θαύματα  δεχομένοις, ἀλλὰ  πειρωμένοις,  ἀποδείξεσι καὶ  λόγοις σοφιστικοῖς, ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν, ἢ κατὰ τὸ δοκοῦν  αὐτοῖς  παρερμηνεύειν,  καὶ  κατὰ  τὴν  ἰδίαν  γνώμην συνιστᾶν,  ἀνάθεμα».

῞Οταν  στηρίζεται  κανεὶς  μόνον  στὴν  λογικὴ καὶ  στὴν  φαντασία, τότε  βρίσκεται  σὲ λαθεμένη  πορεία.  Καί, ἂν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θὰ διαπιστώσουμε  ὅτι  ὅλοι  οἱ  αἱρετικοὶ ἀκολούθησαν αὐτὸν  τὸν  δρόμο.  Προσπάθησαν  μὲ τὴν  λογικὴ καὶ τὴν  φαντασία  καὶ  μὲ τὴν  χρησιμοποίηση τῆς  Φιλοσοφίας νὰ  ἀναλύσουν καὶ νὰ κατανοήσουν ὅλα τὰ δόγματα  τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αντίθετα, οἱ ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν ἄλλη  μέθοδο, ποὺ εἶναι  ὁ λεγόμενος  ῾Ησυχασμός, ὁ ὁποῖος συνίσταται  στὴν  κάθαρση  τῆς καρδιᾶς, στὸν  φωτισμὸ  τοῦ νοῦ  καὶ  τὴν  θέωση.

Λέγοντας  ὅλα   αὐτά,  πάλι   πρέπει   νὰ  ὑπενθυμίσουμε   ὅτι  οἱ φιλόσοφοι στὴν  ἐποχή  τους  ἔκαναν  μεγάλη  προσπάθεια γιὰ  νὰ ἑρμηνεύσουν  μερικὰ  πράγματα  ποὺ ζητοῦσαν  λύση.  ῞Ομως ἐκεῖνο ποὺ μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε  εἶναι  ὅτι χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο  καὶ  γι᾿ αὐτὸ  ἀστόχησαν.

Μὲ ὅσα λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»  δὲν  προτρεπόμαστε  νὰ  σταματήσουμε  νὰ  μελετοῦμε  τὰ συγγράμματα τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἀρχαίων  ῾Ελλήνων,  ἀλλὰ  νὰ μὴ χρησιμοποιοῦμε τόσο  τὴν  μέθοδό  τους,  ποὺ  συνίσταται  στὸν  στοχασμὸ  καὶ τὴν  λογικοκρατία, ὅσο καὶ  νὰ μὴν  δεχόμαστε  τὶς  δοξασίες  τους, γιατὶ ἀλλοιώνουν τὴν  ὀρθόδοξη  Πίστη.

Οἱ θεωρίες περὶ ἰδεῶν, περὶ ἀνάρχου καὶ ἀϊδίου  ὕλης περὶ αἰωνιότητος τοῦ κόσμου, περὶ  προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν,  περὶ  μετεμψυχώσεως ἤ μετενσαρκώσεως,  περὶ δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐξ ὑπαρχούσης ὕλης,  περὶ  ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων  κ.λ.π. κλονίζουν τὶς διδασκαλίες τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἀναιροῦν τὴν ᾿Αποκάλυψη.

 

β)  ῾Η  θεολογία τοῦ  ἀκτίστου Φωτὸς

 

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ ἀναφέραμε  ὅτι  οἱ  Πατέρες  ποὺ  συνέγραψαν  τὸ  «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»  κατεδίκασαν τὴν  Φιλοσοφία  καὶ  τὴν  μέθοδό  της,  καθὼς  καὶ  ἐκείνους ποὺ  ἀκολουθοῦν τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ δέχονται τὰ δόγματά  τους.  ῞Ομως παράλληλα ἐπευφημοῦν  τοὺς  ἁγίους Πατέρας  ποὺ  δέχθηκαν τὴν ἀλήθεια  τῆς  ᾿Εκκλησίας  καὶ  τὴν  ἐξέφρασαν  στὴν  ἐποχή  τους  μὲ τὴν  διδασκαλία καὶ  τὴν  ὁμολογία τους  μέσα στὴν  Σύνοδο.  Δὲν θὰ ἀναφερθῶ  σὲ ὅλα  αὐτὰ  τὰ θέματα,  ἀλλὰ  κυρίως  θὰ ἤθελα  νὰ ὑπογραμμίσω   τὰ  σχετικὰ  μὲ τὴν  θεολογία τοῦ  ἀκτίστου  Φωτός καὶ  τὴν  διάκριση   μεταξὺ  οὐσίας  καὶ  ἐνεργείας τοῦ  Θεοῦ,  γιατὶ ἦταν  ἕνα  ἀπὸ  τὰ  πιὸ  κεντρικὰ καὶ  βασικὰ  σημεῖα  τῶν  Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος  (1341, 1347, 1351) μ.Χ.

῾Ο Βαρλαάμ,  ἕνας  στὴν  πραγματικότητα σχολαστικὸς  θεολόγος  τῆς  ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ  χρησιμοποιοῦσε τὴν  Φιλοσοφία σὲ βάρος τῆς  Θεοπτίας, καὶ ὡς κέντρο  εἶχε  τὴν  λογική του καὶ τὸν στοχασμό,  ὅπως  φαίνεται ἀπὸ  τὸν  Τόμο  τοῦ ἔτους  1341, ὑπεστήριξε ὅτι  ἡ Φιλοσοφία εἶναι  ἀνωτέρα  τῆς  Θεολογίας καὶ  τῆς  Θεοπτίας.

῎Ελεγε ὅτι τὸ Φῶς στὸ ὄρος Θαβὼρ δὲν ἦταν ἀπρόσιτο,  οὔτε τὸ ἀληθινὸ φῶς τῆς Θεότητος, οὔτε τῶν ᾿Αγγέλων ἱερώτερον καὶ θειότερον, «ἀλλὰ  καὶ χεῖρον καὶ κατώτερον  καὶ αὐτῆς τῆς ἡμετέρας  νοήσεως».

῎Ελεγε ὅτι, ἐπειδὴ  τὸ Φῶς ἐκεῖνο  προσπίπτει διὰ τοῦ ἀέρος καὶ ὑποπίπτει στὴν  αἰσθητικὴ  δύναμη  κ.λ.π., ὅλα  τὰ νοήματα  καὶ τὰ νοούμενα   «σεμνότερα   ἐστὶ  τοῦ  φωτός   ἐκείνου».  Τὸ  φῶς  αὐτὸ γίνεται καὶ ἀπογίνεται, ἐπειδὴ  εἶναι  φανταστό,  μεριστὸ καὶ πεπερασμένο.

Κατὰ τὸν  Βαρλαάμ, «ἀναγόμεθα  δὲ  ἀπὸ  τοῦ  τοιούτου   φωτὸς  (λογικὴ) ἐπὶ  νοήματα  καὶ  θεωρήματα, ἅ κρείττω  ἐστὶν  ἀσυγκρίτως τοῦ φωτὸς  ἐκείνου».

Γι᾿ αὐτὸ  ἔλεγε,  ὅτι  ὅσοι  ὑποστηρίζουν ὅτι  τὸ  Φῶς  τῆς  Μεταμορφώσεως  εἶναι  ὑπὲρ  νοῦν  καὶ  ἀληθινὸ καὶ  ἀπρόσιτο  «πεπλανημένοι  εἰσὶ  καθάπαξ...  ἀσεβεῖς  τε  διὰ  τοῦτο  καὶ  ὀλεθριώτατα δόγματα  εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν»  εἰσάγουν. Τὰ ἔλεγε  αὐτὰ ὁ Βαρλαὰμ γιατὶ εἶχε  διαποτισθῆ ἀπὸ  τὴν  σχολαστικὴ θεολογία τῆς  Δύσεως, ἀφοῦ  μάλιστα  ἀγνοοῦσε καὶ  τὴν  Θεολογία τῆς  ᾿Ορθόδοξης  ᾿Εκκλησίας.

Συγχρόνως ὁ Βαρλαὰμ πολεμοῦσε  τὴν διάκριση  οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν  Θεὸ καί,  κυρίως,  πολεμοῦσε  τὴν  διδασκαλία τῶν ἁγίων  Πατέρων  ὅτι  ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ  εἶναι  ἄκτιστη.

Στὸ  «Συνοδικὸ τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»  ἐκτίθεται  ἡ ὀρθόδοξη  διδασκαλία  πάνω στὸ θέμα αὐτό. Λέγεται  ὅτι στὸν Θεὸ ὑπάρχει  οὐσία καὶ ἐνέργεια καὶ αὐτή ἡ διάκριση  δὲν λυμαίνεται τὴν  θεία ἁπλότητα.

῾Ομολογοῦμε  καὶ  πιστεύουμε «ἄκτιστον καὶ  φυσικὴν   χάριν καὶ  ἔλλαμψιν καὶ  ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως  ἀεὶ προϊοῦσαν».

Καὶ ἐπειδή,  κατὰ τοὺς ῾Αγίους, κτιστὴ  ἐνέργεια «κτιστὴν δηλώσει  καὶ  φύσιν·  ἄκτιστος   δέ,  ἄκτιστον  χαρακτηρίσει οὐσίαν»,  γι᾿ αὐτὸ  καὶ    ἐνέργεια τοῦ  Θεοῦ  εἶναι  ἄκτιστη.   Μάλιστα,  τὸ  τῆς θεότητος  ὄνομα  ὄχι  μόνον  στὴν  θεία  οὐσία,  ἀλλὰ  «καὶ  ἐπὶ  τῆς θείας ἐνεργείας οὐχ ἧττον  αὐτό» τίθεται.  Αὐτὸ σημαίνει  ὅτι, κατὰ τὴν  διδασκαλία τῶν  ἁγίων  Πατέρων, «ἄληπτον  μὲν  εἶναι   παντελῶς  αὐτὴν  (τὴν οὐσίαν) καὶ ἀμέθεκτον,  μεθεκτὴν  δὲ τὴν θείαν χάριν τε καὶ ἐνέργειαν».

᾿Επίσης, στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας»  παρουσιάζεται ἡ ἀλήθεια  ὅτι  τὸ  Φῶς  τῆς  Μεταμορφώσεως  δὲν  εἶναι  φάσμα  καὶ κτίσμα, δὲν εἶναι  κάτι ποὺ ἐμφανίζεται καὶ στὴν συνέχεια  ἐξαφανίζεται, ἀλλά  εἶναι  ἄκτιστο  καὶ  φυσικὴ  χάρη  καὶ  ἔλλαμψη  καὶ ἐνέργεια. Εἶναι,  δηλαδή,  ἡ φυσικὴ  δόξα  τῆς  Θεότητος. Καὶ αὐτὸ τὸ  Φῶς,  ποὺ  εἶναι    ἄκτιστη  ἐνέργεια τοῦ  Θεοῦ,  ποὺ  προΐεται ἀδιαιρέτως  ἀπὸ  τὴν  θεία  οὐσία,  ἐπιφαίνεται «διὰ  φιλανθρωπίαν Θεοῦ  τοῖς  κεκαθαρμένοις τὸν  νοῦν».

Αὐτό, λοιπόν, τὸ ἄκτιστο  Φῶς εἶναι «φῶς  ἀπρόσιτον... καὶ  φῶς  ἄπλετον, καὶ  φύσιν  ἀπερινόητον θείας αἴγλης, καὶ δόξαν  ἀπόρρητον, καὶ Θεότητος   δόξαν   ὑπερτελῆ,   καὶ  προτέλειον,  καὶ  ἄχρονον  τοῦ Υἱοῦ δόξαν,  καὶ βασιλείαν  Θεοῦ, καὶ κάλλος ἀληθινόν, καὶ ἐράσμιον  περὶ τὴν θείαν  καὶ μακαρίαν  φύσιν, καὶ  φυσικὴν   δόξαν   Θεοῦ,  Πατρὸς  καὶ  Πνεύματος   ἐν Υἱῷ Μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν, καὶ  Θεότητα...».

᾿Επευφημοῦνται  οἱ  ἅγιοι Πατέρες  ποὺ  ὁμολογοῦν τὸ «προϊέναι μὲν τὴν  θείαν  ἐνέργειαν ἐκ τῆς  θείας  οὐσίας, προϊέναι δὲ ἀδιαιρέτως,  διὰ μὲν τοῦ προϊέναι, τὴν ἀπόρρητον διάκρισιν παριστώντων, διὰ  δὲ τοῦ ἀδιαιρέτως,  ὑπερφυᾶ  δεικνύντων τὴν  ἕνωσιν».

Καὶ  τελικά,  οἱ  αἱρετικοὶ ποὺ  δέχονται τέτοιες  πεπλανημένες ἀπόψεις, ἀντίθετες ἀπὸ τὴν  διδασκαλία τῶν ἁγίων  καὶ θεοφόρων Πατέρων, ἀναθεματίζονται. ᾿Ενῶ, οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ ἐκφράζουν ἀλάνθαστα  τὴν  διδασκαλία τῆς Καθολικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας  ἐπευφημοῦνται καὶ  μακαρίζονται.

Εἰδικὰ  ἐπαινεῖται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,  ἀρχιεπίσκοπος  Θεσσαλονίκης. ᾿Επαινεῖται  γιὰ  δυὸ  λόγους:

῾Ο ἕνας,  γιατὶ  ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς  καὶ  κατετρόπωσε   τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν πεπλανημένες ἰδέες  γύρω ἀπὸ  τὰ κρίσιμα  αὐτὰ  θεολογικὰ θέματα  καὶ  οἱ  ὁποῖοι  προσπάθησαν νὰ εἰσαγάγουν στὴν  ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ  «τὰς  Πλατωνικὰς ἰδέας καὶ  τοὺς  ῾Ελληνικοὺς μύθους  ἐκείνους».

῾Ο ἄλλος  λόγος, γιατὶ ἐξέθεσε τὴν  ὀρθόδοξη  διδασκαλία πάνω στὰ  θέματα  αὐτὰ  ἔχοντας ἐξηγητὰς ὅλους  τοὺς  ἁγίους Πατέρας ἀπὸ  τὸν  Μ. ᾿Αθανάσιο  μέχρι  τὴν  ἐποχή  του.

῎Ετσι, ἐδῶ  παρουσιάζεται    ἅγιος  Γρηγόριος ὁ  Παλαμᾶς  ὡς διάδοχος  τῶν  ἁγίων   Πατέρων  καὶ  ὑπέρμαχος  τῆς  διδασκαλίας τῆς ᾿Ορθόδοξης  ᾿Εκκλησίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ γίνεται εἰδικὴ  καὶ ἰδιαίτερη μνεία  τοῦ ὀνόματός του στὸ «Συνοδικόν».

῾Ο Τόμος  δὲ  τῆς  Συνόδου   τοῦ  ἔτους  1347 μ.Χ.  γράφει   κάτι πολὺ  σημαντικὸ γιὰ  τὴν  ἀξία  καὶ  τὸ κύρος  τοῦ ἁγίου  Γρηγορίου τοῦ  Παλαμᾶ  καὶ  ὅλων  ἐκείνων   τῶν  Μοναχῶν   ποὺ  ἀκολουθοῦν τὴν  διδασκαλία του:

Τὸν  χαρακτηρίζει  τιμιώτατον.  Καὶ  ἀφοῦ  ἀναθεματίζει  ὅσους δὲν  δέχονται τὴν  διδασκαλία του  καὶ  τὸν  πολεμοῦν, συγχρόνως λέγει  ὅτι,  ἂν  κάποιος ἄλλος

«τὰ αὐτά ποτε  φωραθείη  ἢ φρονῶν  ἢ λέγων  ἢ συγγραφόμενος κατὰ  τοῦ εἰρημένου  τιμιωτάτου  ἱερομονάχου  κυροῦ  Γρηγορίου τοῦ  Παλαμᾶ  καὶ  τῶν  σὺν  αὐτῷ Μοναχῶν,  μᾶλλον δὲ κατὰ τῶν ἱερῶν θεολόγων καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας  αὐτῆς,  τὰ αὐτὰ  καὶ  κατ᾿ αὐτοῦ  ψηφιζόμεθα καὶ τῇ αὐτῇ καταδίκη καθυποβάλλομεν, εἴτε τῶν ἱερωμένων  εἴη τις,  εἴτε τῶν  λαϊκῶν».

῞Οποιος,  δηλαδή,  λέγει  ἐναντίον τοῦ ἁγίου  Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ  τῆς  διδασκαλίας του, δέχεται  τὸν  ἀφορισμὸ  τῆς  Συνόδου.  Καί,  μάλιστα,  γράφει  γιὰ  τὸν  ἅγιο  Γρηγόριο   τὸν  Παλαμᾶ καὶ  τοὺς  αὐτῷ συνάδοντας Μοναχούς:

«οὐκ  ἀνωτέρους   μόνον   παντάπασι τῶν  κατ᾿ αὐτῶν, μᾶλλον δὲ τῶν κατὰ  τῆς  τοῦ Θεοῦ ᾿Εκκλησίας ἐρεσχελιῶν  .. ἔχομεν,  ἀλλὰ  καὶ ἀσφαλεστάτους τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῆς εὐσεβείας προμάχους καὶ προαγωνιστὰς καὶ βοηθοὺς  ταύτης  ἀποφαινόμεθα» 13.

᾿Επειδὴ ὑπάρχουν καὶ  σήμερα  μερικοὶ  «θεολόγοι» ποὺ  ἀμφισβητοῦν  τὴν  διδασκαλία τοῦ  ἁγίου  Γρηγορίου τοῦ  Παλαμᾶ  καὶ τὴν  θεωροῦν  ὡς νεοπλατωνική, ἄς  ἀκούσουν  τὸν  ἀφορισμὸ  καὶ τὸν  ἀναθεματισμὸ   τῆς  Συνόδου ποὺ μνημονεύσαμε, καὶ  γενικὰ τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς  ᾿Ορθοδοξίας».

 

γ) ῾Ο ῾Ησυχασμὸς

 

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ τῆς  ᾿Εκκλησίας,  ποὺ ἐξεφράσθη  τὸν  14ο αἰώνα διὰ τοῦ ἁγίου  Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, περὶ τῆς ἀκτίστου  ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀκτίστου  Φωτός, συνδέεται  στενώτατα  μὲ τὴν λεγομένη ῾Ησυχαστικὴ  Κίνηση.  ῎Αλλωστε, τὸ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος  στὴν  ἐμπειρία  αὐτή, στὴν  θέα τοῦ ἀκτίστου  Φωτός,  ποὺ ταυτίζεται  μὲ τὴν  θέωση, δὲν εἶναι  ὑπόθεση ἀναπτύξεως τῆς λογικῆς καὶ φορτίσεως  τοῦ μυαλοῦ ἀπὸ γνώσεις, ἀλλὰ  καρπὸς  τῆς καθάρσεως τοῦ  ἀνθρώπου,  τῆς  ἐπιστροφῆς τοῦ  νοῦ  μέσα στὴν  καρδιά, καὶ  τοῦ φωτισμοῦ  τοῦ νοός.

᾿Απὸ  τὰ  Πρακτικὰ  τοῦ  Συνοδικοῦ Τόμου  τοῦ  ἔτους  1341 μ.Χ. φαίνεται πὼς    Βαρλαὰμ  ἀμφισβητοῦσε  τὸν  τρόπο  βιώσεως  τοῦ ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, τὸν  λεγόμενο ἡσυχαστικὸ τρόπο  ζωῆς.

Βέβαια, αὐτὸ φαίνεται καὶ  ἀπὸ  ὅλη  τὴν  διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ,  κυρίως  ἀπὸ  τὴν  ἀντίκρουση τῶν ἀπόψεων τοῦ Βαρλαάμ, τὴν  ὁποία  ἔκανε  ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸ γνωστὸ  ἔργο  τοῦ «ὑπέρ  τῶν  ἱερῶς  ἡσυχαζόντων».

῞Ομως θὰ ἤθελα  νὰ  μνημονεύσω  ἕνα  ἀπόσπασμα  ἀπὸ  τὰ Πρακτικὰ  τῆς  Συνόδου  τοῦ ἔτους  1341.

῎Ελεγε μεταξὺ τῶν  ἄλλων  ὁ Βαρλαάμ:

«᾿Εγὼ πολλῶν ὄντων,  ἅ τις  ἄν  ἔχοι  δικαίως   ἐγκαλεῖν  τῷ  τῆς  τοιαύτης   διδασκαλίας  ὑφηγητῇ, οὐδενὸς ἔλαττον ἡγοῦμαι  καὶ  τοῦτο,  ὅτι  τὰ χριστιανῶν ἐπιχει- ρῶν διὰ  τῶν  εἰσπνοῶν ἀνατρέπειν μυστήρια,  συκοφαντεῖ  καὶ  τοὺς  Πατέρας  ὡς  ἅπερ  νῦν  αὐτὸς  ἐκδιδάσκει, ταῦτα  κἀκείνους φρονήσαντας πρότερον» 14.

Στὰ συγγράμματα τοῦ  ἁγίου  Γρηγορίου τοῦ  Παλαμᾶ  βλέπουμε μιὰ συνεχῆ  ἀναίρεση  τῆς κακοδόξου αὐτῆς διδασκαλίας τοῦ Βαρλαάμ,  ποὺ  προσπαθοῦσε  νὰ  κλονίση τὰ θεμέλια  τοῦ  παραδοσιακοῦ  Μοναχισμοῦ. ῾Ο ἴδιος  εἶχε  ὑπ᾿ ὄψη  του  τὸν  Μοναχισμὸ  τῆς Δύσεως, ποὺ εἶχε  ἐγκαταλείψει τὴν  ἡσυχαστικὴ  μέθοδο καὶ καταγινόταν μὲ μιὰ κοινωνικὴ ἐργασία.

Στὸν  Μεσαίωνα, μὲ τὴν  ἐπίδραση  τῆς  σχολαστικῆς θεολογίας, ἡ Πράξη, ποὺ στὴν  πατερικὴ  θεολογία εἶναι  ἡ κάθαρση  τῆς καρδιᾶς,   ἑρμηνεύεται   ὡς  ἱεραποστολή,  καὶ  Θεωρία,    ὁποία   στὴν θεολογία τῶν  ἁγίων  Πατέρων  εἶναι  ἡ νοερὰ  προσευχὴ  καὶ  ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου  Φωτός,  ἑρμηνεύεται  ὡς στοχασμὸς  διανοητικὸς περὶ τοῦ Θεοῦ.

Βέβαια, ἡ εἰσπνοὴ  καὶ  ἐκπνοή,  ὅπως  καὶ  ἄλλοι  τρόποι,  εἶναι ψυχοτεχνικὲς μέθοδοι,  διὰ  τῶν  ὁποίων ἐπιχειρεῖται νὰ  ἀποδεσμευθῆ    νοῦς   ἀπὸ  τὴν  ὑποδούλωσή  του  στὸ  περιβάλλον  καὶ στὴν  λογικὴ καὶ  νὰ εἰσέλθη  στὴν  καρδιά,  ὅπου  εἶναι  ὁ πραγματικὸς  τόπος,  ἡ φυσική  του  κατάσταση,  καὶ  ἀπὸ  ἐκεῖ  νὰ  ἀνέλθη στὴν  Χάρη τοῦ Θεοῦ.  Τὸ βασικὸ  εἶναι  νὰ μπορέση κανεὶς  μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό  του ἀγώνα  νὰ συγκεντρώσει τὸν νοῦ στὴν καρδιά.  Αὐτός εἶναι  ὁ λεγόμενος ῾Ησυχασμὸς καὶ ἡ λεγομένη  ῾Ησυχαοτικὴ  Κίνηση.  Εἶναι    λεγομένη Νοερὰ  ῾Ησυχία,  γιὰ τὴν  ὁποία  ἔγραψαν  τόσα πολλὰ  οἱ  ἅγιοι Πατέρες.  Δι᾿ αὐτοῦ  τοῦ τρόπου    νοῦς  ἀποδεσμεύεται   ἀπὸ  τὴν  λογικὴ καὶ  ἀποκτᾶ  τὴν κατὰ  φύσιν  καὶ  ὑπὲρ φύσιν  πορεία  του.  Τότε βρίσκεται  στὴν  φυσική  του  κατάσταση.

῞Ολοι  οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀκολούθησαν τὴν  ἴδια  μέθοδο,  γι᾿ αὐτὸ καὶ  κατέληξαν  στὰ  ἴδια  συμπεράσματα.  ῾Ο ῾Ησυχασμὸς  εἶναι   ἡ μόνη   μέθοδος   θεραπείας   τοῦ  ἀνθρώπου.   ῾Οπότε,  ἀπὸ  τὴν   μιὰ πλευρὰ  ὑπάρχουν οἱ διὰ μέσου τῶν αἰώνων  ῾Ησυχαστές, ποὺ εἶναι οἱ  ἀκραιφνεῖς θεολόγοι,  καὶ  ἀπὸ  τὴν  ἄλλη  οἱ  ἀντι-ησυχαστές, ποὺ  θεολογοῦν  μὲ  τὴν  φαντασία,   γι᾿  αὐτὸ  καὶ  καταλήγουν  σὲ αἱρέσεις.

Στὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1341 μ.Χ. ὑπάρχει  μιὰ πολὺ  σημαντικὴ καὶ χαρακτηριστικὴ παράγραφος. ῾Ο Βαρλαὰμ καταδικάζεται, γιατὶ  κατηγοροῦσε τοὺς  Μοναχοὺς  «περὶ  τῆς  μελετωμένης   αὐτοῖς καὶ προφερομένης συχνῶς  ἱερᾶς  εὐχῆς».  Οἱ Μοναχοὶ ἀσκοῦνταν στὴν εὐχὴ καὶ τὴν  νοερὰ  ἡσυχία,  γιατί, ὅπως  καὶ ὅλη  ἡ Παράδοση βεβαιώνει,  εἶναι  ἡ κατάλληλη μέθοδος  γιὰ τὴν  συγκέντρωση τοῦ νοῦ  στὴν  καρδιά.  ῾Η Σύνοδος  δέχεται  αὐτὴν  τὴν  μέθοδο  ποὺ φαίνεται ὅτι  εἶναι  ἀποδεκτὴ ἀπὸ  ὅλους  τοὺς  Πατέρας  τῆς  ᾿Εκκλησίας.

Συγχρόνως ὅμως,  ἡ Σύνοδος  καταδικάζει καὶ  ὅλους  ἐκείνους ποὺ δέχονται τὶς  ἴδιες  μὲ τὸν  Βαρλαὰμ ἀπόψεις  καὶ  κατηγοροῦν τοὺς  Μοναχοὺς ποὺ  προσπαθοῦν νὰ  διάγουν ἡσυχαστικά,   γιατὶ οἱ Μοναχοὶ δὲν  κάνουν τίποτε  ἄλλο  ἀπὸ  τὸ νὰ ἐφαρμόζουν  τὴν μέθοδο,  τὴν  ὁποία  ἔχει  ἡ ᾿Εκκλησία.

Γράφεται  χαρακτηριστικά:

«᾿Αλλὰ καὶ εἴ τις  ἕτερός  τι τῶν ὑπ᾿ ἐκείνου  βλασφήμως καὶ κακοδόξως κατὰ τῶν Μοναχῶν,  μᾶλλον δὲ τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς, λαληθέντων ἤ συγγραφέντων φανείη  πάλιν τῶν  Μοναχῶν   κατηγορῶν ἢ  ὅλως  τούτων  ἐν τοῖς  τοιούτοις  καθαπτόμενος, τῇ  αὐτῇ  καταδίκῃ παρὰ τῆς  ἡμῶν  μετριότητος  καθυποβαλλόμενος, ἀποκήρυκτος  ἔσται καὶ αὐτὸς  καὶ ἀποτετμημένος τῆς ἁγίας  τοῦ Χριστοῦ  καθολικῆς  καὶ  ἀποστολικῆς  ᾿Εκκλησίας  καὶ τοῦ ὀρθοδόξου τῶν  χριστιανῶν συστήματος» 15.

Θεωρῶ πολὺ  σημαντικὸ αὐτὸ τὸ κείμενο  καὶ ἀπάντηση  σὲ ἐκείνους  ποὺ ὄχι  μόνον  κατηγοροῦν τὸν  σύγχρονο ῾Ησυχαστικὸ  Μοναχισμό,  ἀλλὰ   τὸν  θεωροῦν  αἱρετικὸ   καὶ  ἐπιδιώκουν  μὲ  κάθε τρόπο  νὰ τὸν ἀποδεσμεύσουν ἀπὸ ὅλη τὴν ῾Ησυχαστικὴ Παράδοση καὶ νὰ τὸν ἐντάξουν μέσα στὶς ἀνθρωποκεντρικὲς κοινωνίες ἤ καὶ  γενικὲς θρησκευτικὲς   συνθῆκες   ζωῆς.  ῾Ο λόγος,  ὅτι  εἶναι ἀποτετμημένοι ἀπὸ  τὴν  ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ,  εἶναι  φοβερός.

 

δ)  Οἱ  θεόπνευστες θεολογίες τῶν ῾Αγίων καὶ τὸ  εὐσεβὲς φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας

 

ΟΠΟΙΟΣ  μελετήσει  τὸ  «Συνοδικὸν  τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»,   ὅταν φθάση στὰ κεφάλαια  ποὺ ἀναφέρονται στὴν  αἵρεση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου, θὰ παρατήρηση  ἀσφαλῶς  ὅτι ἕξι φορὲς  ὑπάρχει  ἡ φράση:

«κατὰ  τὰς  τῶν  ῾Αγίων  θεοπνεύστους θεολογίας  καὶ τὸ τῆς  ᾿Εκκλησίας  εὐσεβὲς φρόνημα».

Καὶ  μάλιστα   θὰ  παρατήρηση   ὅτι,   ἀντικρούοντας    Σύνοδος ὅλες τὶς αἱρετικὲς  θέσεις τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου καὶ ἀναφέροντας τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω στὸ συγκεκριμένο θέμα, χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια φράση. Καταδικάζονται οἱ αἱρετικοί,  ἐπειδὴ  δὲν  πιστεύουν  καὶ  δὲν  ὁμολογοῦν «κατὰ  τὰς  τῶν  ῾Αγίων  θεοπνεύστους θεολογίας  καὶ τὸ τῆς  ᾿Εκκλησίας  εὐσεβὲς φρόνημα».

Πρέπει  νὰ  παρατηρήσουμε  ὅτι  οἱ  θεολογίες τῶν  ῾Αγίων χαρακτηρίζονται  θεόπνευστες. Καί,  βέβαια,  ἡ θεοπνευστία   συνδέεται μὲ τὴν  ᾿Αποκάλυψη. Οἱ ῞Αγιοι βίωσαν τὸν  Θεό, ἀπέκτησαν  ἐμπειρία  τῆς  θείας  Χάριτος,  γνώρισαν προσωπικὰ τὸν  Θεό,  ἔφθασαν στὴν  Πεντηκοστή, παρέλαβαν  τὴν  ᾿Αποκάλυψη καὶ  γι᾿ αὐτὸ  χαρακτηρίζονται θεόπνευστοι καὶ ἀπλανεῖς Διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας.

᾿Ιδιαιτέρως  πρέπει  νὰ  ὑπογραμμίσουμε τὴν  μέθοδο,  τὴν  ὁποία χρησιμοποίησαν καὶ τὸν  τρόπο,  τὸν  ὁποῖο  βίωσαν γιὰ  νὰ γίνουν κατὰ  Χάριν  θεόπνευστοι. Αὐτὸς  ὁ τρόπος  εἶναι  ὁ ῾Ησυχασμός,  ὁ ὁποῖος  συγκεκριμενοποιεῖται στὰ  τρία  στάδια  τῆς  πνευματικῆς τελειώσεως,  ποὺ  εἶναι    κάθαρση  τῆς  καρδιᾶς,     φωτισμὸς  τοῦ νοῦ  καὶ  ἡ θέωση.

Αὐτοὶ  οἱ  θεούμενοι  καὶ  θεόπνευστοι ῞Αγιοι εἶναι  οἱ  Προφῆτες στὴν  Παλαιὰ  Διαθήκη,  οἱ  ᾿Απόστολοι  καὶ  οἱ  ἅγιοι Πατέρες.  Γι᾿ αὐτὸ  τὸ «Συνοδικὸν τῆς  ᾿Ορθοδοξίας»  λέγει: «οἱ Προφῆται  ὡς εἶδον,  οἱ ᾿Απόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ ᾿Εκκλησία ὡς παρέλαβεν,  οἱ  Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτι- σαν,    Οἰκουμένη ὡς  συμπεφρόνηκεν,    χάρις   ὡς  ἔλαμψεν».

῾Υπάρχει,  ἑπομένως,  ταυτότητα  ἐμπειριῶν  μὲ ὅλους  τοὺς  ῾Αγίους,  ἀκριβῶς  γιατὶ ἀκολούθησαν τὸν  ἴδιο  τρόπο,  βίωσαν  ὅλο  τὸ μυστήριο  τοῦ Σταυροῦ, ποὺ εἶναι  ἡ φυγή  μας ἀπὸ τὴν  ἁμαρτία,  ἡ φυγὴ  τῆς  ἁμαρτίας  ἀπὸ  μέσα μας καὶ  ἡ ἄνοδος στὴν  θεωρία τοῦ Θεοῦ.

᾿Ακόμη,  ἡ θεόπνευστη  διδασκαλία τῶν  ῾Αγίων  συνδέεται  στενὰ μὲ τὸ τῆς  ᾿Εκκλησίας  εὐσεβὲς φρόνημα.  Η ᾿Εκκλησία γεννᾶ τοὺς ῾Αγίους καὶ οἱ ῾Αγιοι ἐκφράζουν τὸ εὐσεβὲς φρόνημα  τῆς  ᾿Εκκλησίας.  Δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι ἔξω ἀπὸ τὴν  ᾿Εκκλησία καὶ δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι,  οἱ ὁποῖοι ἔχουν  αἱρετικές  καὶ λαθεμένες  ἀπόψεις  πάνω σὲ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα.

Μέσα στὴν  ᾿Εκκλησία, ὅπως  λέγει  ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὑπάρχουν «οἱ  πείρᾳ  μεμυημένοι»  καὶ αὐτοὶ  ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ  σέβονται  αὐτοὺς  τοὺς  πεπειραμένους.  ῎Ετσι, ἂν  δὲν  ἔχουμε δική  μας πείρα στὰ θέματα αὐτά, πρέπει,  ὁπωσδήποτε, νὰ ἀκολουθοῦμε τὴν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν,  θεουμένων  καὶ πεπειραμένων ῾Αγίων. Μόνον  ἔτσι ἔχουμε  ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα  καὶ  ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση.  Διαφορετικὰ ἀνοίγουμε τὸν δρόμο γιὰ τὴν αὐτοκαταστροφή.

Πρέπει  συνεχῶς  νὰ  πιστεύουμε  καὶ  νὰ  ὁμολογοῦμε «κατὰ  τὰς  τῶν  ῾Αγίων  θεοπνεύστους θεολογίας  καὶ τὸ τῆς  ᾿Εκκλησίας  εὐσεβὲς φρόνημα».

 

***

 

ΤΟ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας»  εἶναι ἕνα ὑπέροχο πολὺ συνοπτικὸ κείμενο,  ποὺ  εἶναι  περίληψη ὅλης  τῆς  ὀρθόδοξης διδασκαλίας τῆς  ᾿Εκκλησίας  μας.  Γι᾿ αὐτὸ καὶ  ἡ ᾿Εκκλησία τὸ ἐνέταξε  μέσα στὴν  λατρεία  Της,  τὴν  Κυριακὴ  τῆς  ᾿Ορθοδοξίας  καὶ διαβάζεται  σὲ στάση προσοχῆς καὶ  προσευχῆς. Εἶναι  κείμενο  ἱερό.  Καὶ πρέπει  νὰ  προσαρμόζουμε ὅλη  μας  τὴν  σκέψη  καὶ  πρὸ παντὸς τὴν  ζωή μας σ᾿ αὐτό.

Χρειάζεται  νὰ τὸ μελετοῦμε ἐπισταμένως  γιὰ  νὰ γνωρίζουμε σὲ τὶ συνίσταται  ἡ ὀρθόδοξη  Πίστη  καὶ  ἡ ὀρθόδοξη  Ζωή. Καὶ πραγματικὰ  ἡ ὀρθόδοξη  βιοτὴ  εἶναι  ἀπηλλαγμένη ἀπὸ  σχολαστικισμοὺς  καὶ  ἠθικισμούς. Εἶναι  ἡσυχαστικὴ  καὶ  θεολογική.

῾Η θετικὴ    ἀρνητικὴ στάση  στὸ  κείμενο   αὐτὸ  δείχνει κατὰ πόσο  διαπνεόμαστε ἀπὸ  τὸ  ὀρθόδοξο ἐκκλησιακτικὸ φρόνημα  ἤ κατὰ  πόσο  διακατεχόμαστε ἀπὸ  τὸν  σχολαστικισμό.

Εἴμαστε ἐκκλησιαστικοὶ  ὅσο  εἴμαστε ἁγιοπατερικοί.

 

  Κυριακὴ  τῆς  ᾿Ορθοδοξίας

27.2/12.3.2006

 

(*) ᾿Αρχιμανδρίτου ῾Ιεροθέου Σ. Βλάχου, ᾿Εκκλησία καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἔκδοσις   ῾Ιερᾶς Μονῆς  Γενεθλίου   τῆς  Θεοτόκου   (Πελαγίας), Λεβάδεια  1990, σελ.  249-279.  ᾿Επιμέλ. ἡμετ.

1.  Νικοδήμου  ῾Αγιορείτου,  Πηδάλιον, ἐκδ.  Παπαδημητρίου, σελ.  366, σημ. 2.

2.  ῎Ενθ᾿ ἀνωτ.,  σελ.  118, σημ. 2.

3.  Γεωργίου  Φλωρόφσκυ,   ῾Αγία  Γραφὴ     ᾿Εκκλησία     Παράδοσις,   μετάφρ.  Δημ. Τσάμη, ἐκδ.  Πουρναρᾶ,  Θεσ/νίκη, σελ.  131.

4.  ῎Ενθ᾿ ἀνωτ.,  σελ.  133-134.

5.  Βλ. ᾿Αρχιμ. ῾Ιεροθέου Βλάχου,  ῾Η ᾿Αποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἔκδ. ῾Ι. Μονῆς Γενεθλίου τῆς  Θεοτόκου,  1987, σελ.  43 κ.  ἑ.

6.  Γεωργίου  Φλωρόφσκυ,  ἔνθ᾿ ἀνωτ.,  σελ.  72-73.

7.  Πρωτοπρ.  π.  ᾿Ιωάννου  Ρωμανίδου,  ᾿Ιησοῦς Χριστὸς  ἡ ζωὴ  τοῦ  κόσμου,  πολυγραφημένη ὁμιλία,  μετάφρ.  Μοναχοῦ  Μαξίμου Λαυριώτου,  σελ.  59.

8.  Πρωτοπρ.  π.  ᾿Ιωάννου  Ρωμανίδου,  Κείμενα  Δογματικῆς καὶ  Συμβολικῆς  Θεολογίας τῆς ᾿Ορθοδόξου Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ,  Θεσ/νίκη 1972, σελ.  141-144.

9.  ῎Ενθ᾿ ἀνωτ.,  σελ.  236.

10. ῾Ιερομ. ᾿Αθανασίου  Γιέβτιτς,  Χριστὸς     ᾿Αρχὴ  καὶ  Τέλος,  ῞Ιδρυμα  Γουλανδρῆ- Χόρν,  σελ.  195.

11. Γρηγορίου Παλαμᾶ,  Συγγράμματα, ἔκδ.  Παναγιώτου Χρήστου,  Θεσ/νίκη 1988, τόμος  Δʹ, σελ.  41-43.

12. Πρωτοπρ.  π. ᾿Ιωάννου Ρωμανίδου,  Κείμενα Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς..., ἔνθ᾿ ἀνωτ.,  σελ.  147.

13. ῎Ενθ᾿ ἀνωτ.,  σελ.  270.

14. ῎Ενθ᾿ ἀνωτ.,  σελ.  249.

15. ῎Ενθ᾿ ἀνωτ.,  σελ.  254.