Translate

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019


Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ
ΟΔΗΓΗΣΕ
ΣΤΗΝ «ΣΥΝΟΔΟ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ «ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ»


1. Καταγραφὴ ἀντιδράσεων πρὶν ἀπὸ τὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν

Ἔχουν περάσει ἤδη τρία (3) χρόνια ἀπὸ τὴν σύγκληση καὶ διεξαγωγὴ τῶν ἐργασιῶν τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, ποὺ τὴν ὀνόμασαν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», ἡ ὁποία «Οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη οὔτε Σύνοδος» ἦταν, ὅπως ἀπέδειξε ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, μέρος τῆς ὁποίας καταγράψαμε στὸ διπλὸ τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» (Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016) ποὺ φέρει τὸν ἴδιο τίτλο, δηλαδή «Οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος». Στὸ τεῦχος αὐτὸ ἐκτάσεως 320 σελίδων καταχωρίσαμε τὰ ἀπορριπτικὰ τῆς «συνόδου» κείμενα τῶν τεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο, γιατὶ δὲν συμφωνοῦσαν οὔτε μὲ τὸν τρόπο συγκλήσεως καὶ λειτουργίας, οὔτε μὲ κάποια αἱρετίζοντα προσυνοδικὰ κείμενα, τῶν ὁποίων ζητοῦσαν διορθώσεις, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔγινε.

Σημειωτέον ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ τῶν τεσσάρων αὐτῶν ἐκκλησιῶν ἀντιπροσωπεύουν τὸ 70% τοῦ συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἑπομένως μόνο τὸ 30% ἐκπροσωπήθηκε στήν «σύνοδο», γεγονὸς ποὺ μόνο του δείχνει ὅτι δὲν ἦταν «Μεγάλη», πολὺ περισσότερο μάλιστα, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν 800 Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, παρέστησαν μὲ ἐπιλογὴ μόνον 160, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν συνόδων ἐψήφισαν μόνον οἱ δέκα (10) προκαθήμενοι, πατριάρχες καὶ ἀρχιεπίσκοποι, ἐξευτελίσαντες ἔτσι καὶ μὲ αὐτὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ θεσμὸ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων. Στὸ ἴδιο διπλὸ τεῦχος δημοσιεύονται ἀπορριπτικὰ καὶ κριτικὰ τῆς «συνόδου» κείμενα πολλῶν ἀρχιερέων, λοιπῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν, ὡς καὶ λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀντίδραση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος δὲν ἦταν βέβαια κατόπιν ἑορτῆς, ἀφοῦ δηλαδὴ ἔγινε τὸ κακό, ἀλλὰ πολλὲς δεκαετίες ἐνωρίτερα. Ἐπειδὴ οἱ συγκαλοῦντες τήν «σύνοδο», ἀλλὰ καὶ οἱ προετοιμάζοντες τὰ συνοδικὰ κείμενα, ἰδιαίτερα στὴν τελική τους μορφή, ἦσαν οἱ περισσότεροι ἐκ πεποιθήσεως οἰκουμενιστές, βαμμένοι οἰκουμενιστές, δὲν κατόρθωσαν νὰ ἑλκύσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, τὸ ὁποῖο διέβλεπε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τὸ δένδρο, οἱ συντελεστὲς τῆς «συνόδου» ἦσαν οἰκουμενιστές, καὶ οἱ καρποὶ τοῦ δένδρου θὰ ἦσαν ἀνάλογοι, δηλαδὴ οἰκουμενιστικοὶ καὶ συγκρητιστικοί, ὅπως καὶ ἔγινε, ἀφοῦ «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται»[1]. Αὐτὲς τὶς πρὸ τῆς ψευδοσυνόδου ἀντιδράσεις, μέχρι καὶ τὶς παραμονὲς τῆς συγκλήσεως, τὶς συγκεντρώσαμε, μὲ ἐπιλογὴ βέβαια, γιατὶ θὰ χρειαζόμασταν τόμους ὁλόκληρους, σὲ ἕνα διπλὸ ἐπίσης τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» (Ἰανουάριος-Ἰούνιος 2016) ἐκτάσεως 350 σελίδων, τὸ ἐξώφυλλο τοῦ ὁποίου κοσμοῦν τρεῖς ὁσιακὲς μορφὲς τῶν χρόνων μας ποὺ ἀγωνίσθηκαν ὥστε νὰ μὴ συγκληθεῖ αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικῶν προδιαγραφῶν σύνοδος, διότι διέβλεπαν ὅτι οἱ καρποί της θὰ ἦσαν πικροὶ καὶ δηλητηριώδεις· πρόκειται γιὰ τὸν ὅσιο Ἁγιορείτη Γέροντα Δανιὴλ Κατουνακιώτη, τὸν ἀνακηρυχθέντα ἤδη Ἅγιο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας μεγάλο δογματικὸ θεολόγο ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καὶ τὸν ὁσιακῆς ἐπίσης βιοτῆς καὶ ἀπὸ τὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ὡς Ἅγιο γνωριζόμενο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν τριῶν Ὁσίων δημοσιεύονται ἐπίσης κείμενα ἀρχιερέων, Ἑλλήνων καὶ ἀλλογενῶν, Ἱερῶν Μονῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν.
Τὰ ἰδικά μας κείμενα τὰ πρὸ τῆς «συνόδου» καὶ τὰ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν δημοσιεύθηκαν ἐπίσης σὲ δυὸ ξεχωριστὰ βιβλία μὲ τίτλους α) «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε;[2]» καὶ β) «Μετὰ τὴν "σύνοδο" τῆς Κρήτης. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἡ δικαστική μου δίωξη»[3]. Ἄλλα δύο συναφῆ δικά μου βιβλία ἐκυκλοφορήθησαν τὸ ἕνα μὲ τίτλο «Ἡ διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης. Ἀπάντηση στὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης»[4] καὶ ἕνα μικρὸ τευχίδιο στὴν σειρά «Καιρός» μὲ τίτλο «Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις»[5].

2. Ἄλλαξε τὸ ἐκκλησιαστικὸ μοντέλο. Ὑψηλότερη μορφὴ ἀντίστασης

Ἀπὸ τοὺς τίτλους τῶν τελευταίων δημοσιευμάτων προκύπτει ὅτι, ἐπειδὴ ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης νομιμοποίησε καὶ συνοδικὰ ἐπεκύρωσε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὁλοφάνερα, «γυμνῇ τῇ κεφαλῆ», ὅπως ὁλοφάνερα φαίνεται ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ ἐνέκρινε, τὸ ἐκκλησιολογικὸ κλῖμα, τὸ ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀτμόσφαιρα ἄλλαξε δραματικά, καὶ ἔπρεπε γι᾽ αὐτὸ νὰ ἀντιδράσουμε. Ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὑπέστη βαρύτατα πλήγματα σὲ δύο βασικὲς πλευρὲς τοῦ περὶ Ἐκκλησίας δόγματος. Ἐν πρώτοις στὸ ἂν ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικὰ ὅρια, ἐκκλησιαστικὰ σύνορα ποὺ ὁρίζουν τὰ γνωρίσματα ποὺ πρέπει νὰ ἔχει κανείς, γιὰ νὰ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ περιλαμβάνεται μέσα στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὰ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ τὸ Ὀρθόδοξο Βάπτισμα. Μποροῦν ὅλοι, καὶ οἱ αἱρετικοί, νὰ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία; Εἶναι ἔγκυρο τὸ Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν; Ὑπάρχει μία ἢ πολλὲς ἐκκλησίες διηρημένες, ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν, γιὰ νὰ ἀποτελέσουν ὅλες μαζὶ τὴν Μία Ἐκκλησία; Εἶναι καὶ οἱ αἱρέσεις ἐκκλησίες; Καὶ τὸ δεύτερο εἶναι ἡ προσβολὴ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ οἱ ἀποφάσεις νὰ λαμβάνονται συνοδικὰ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, συμφωνούσης ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο τελικὰ εἶναι ὁ φύλακας τῆς Πίστεως καὶ τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν γνωστήν «Ἀπάντησιν τῶν Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν πάπαν Πῖον Θ´ (1848)»[6]. Τώρα ὅμως τὸ πλήρωμα περιφρονεῖται· ἂν κάποιοι ἀντιδράσουν, τιμωροῦνται, καὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι πλέον ἴσοι μεταξύ των, δὲν ἀποφασίζουν συνοδικὰ καὶ ἰσότιμα, ἀλλὰ ἀκολουθοῦν δουλικὰ κάποιους "πρώτους", ἢ ἕναν "πρῶτον", κατὰ τὰ παπικὰ πρότυπα, τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ γίνει ὁ πάπας τῆς Ἀνατολῆς.
Πολλοὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία, τὴν σοβαρότητα αὐτῶν τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἐκτροπῶν σὲ βασικὰ δόγματα καὶ θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἀντιλαμβάνονται ἀλλὰ φοβοῦνται νὰ ἀντιδράσουν. Δὲν κατακρίνουμε κανέναν. Τὰ φροῦτα καὶ στὸ ἴδιο φυτό, στὸ ἴδιο δένδρο, δὲν ὡριμάζουν τὸν ἴδιο καιρό. Ὅσοι ἀγωνιούσαμε καὶ ἀνησυχούσαμε γιὰ τὴν κακὴ πορεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ποὺ διαρκῶς χειροτερεύει, ἀποφασίσαμε, μετὰ τὴν συνοδικὴ ἀναγνώριση στὴν Κρήτη τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ὑποτίμηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τούς "πρώτους" τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὸν "πρῶτο" τῆς Κωνσταντινούπολης, νὰ περάσουμε σὲ ὑψηλότερη μορφὴ ἀγῶνος καὶ ὁμολογίας. Καλὰ καὶ ἅγια εἶναι τὰ ἀντιοικουμενιστικὰ κηρύγματα καὶ κείμενα, καλὲς καὶ ἅγιες οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἀγρυπνίες γιὰ νὰ φωτίσει ὁ Θεὸς τοὺς ἐσκοτισμένους. Τὰ κάναμε καὶ ἐμεῖς ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες, ἀλλὰ ἡ κατάσταση, ἀντὶ νὰ καλυτερεύει, γινόταν χειρότερη· ὁ Θεὸς ἀκούει τὶς προσευχές, ἀλλὰ ὅταν συνοδεύονται καὶ ἀπὸ ἔργα· θέλει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»; Σὲ ὅσους περιορίζονται μόνον στὰ λόγια καὶ στὰ τυπικὰ χριστιανικὰ καθήκοντα θὰ πεῖ· «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν». Γνωρίζει μόνον ὅσους ἀκούουν τοὺς λόγους Του καὶ ποιοῦν τὸ θέλημά Του;[7]
Δὲν ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβουμε ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἰσῆλθε στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑτεροδιδασκαλία, ἡ αἵρεση, ὅταν διδάσκεται ἄλλο εὐαγγέλιο, ὅταν στὴν θέση τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μοναδικὸς Πρῶτος, μπαίνουν ἄλλοι "πρῶτοι" καὶ ἄλλος «πρῶτος», ὅταν ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ ἔχομε Ἀντίχριστο καὶ Ἀντιχρίστους. Ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι διέκοπταν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, μέχρι τοῦ σημείου οὔτε νὰ τοὺς χαιρετοῦν, οὔτε νὰ τοὺς καλημερίζουν. Αὐτὸ ἐπικαιροποίησε τὸν 9ο αἰώνα ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), ποὺ μᾶς συνιστᾶ νὰ διακόπτουμε τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, ὅταν κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῆ» αἵρεση, συμπληρώνοντας πὼς ὅσοι τὸ πράττουν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνων, γιατὶ ὄχι μόνο δὲν διαπράττουν σχίσμα, ἀλλὰ προφυλάσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα[8]. Αὐτὸ ἐπράξαμε καὶ ἐμεῖς, ὅσοι Πατέρες ἐδῶ στὴν Θεσσαλονίκη, στὸν Λαγκαδᾶ, στὴν Φλώρινα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀλλοῦ στὴν Ἑλλάδα, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες, σταματήσαμε νὰ μνημονεύουμε στὶς ἀκολουθίες τὰ ὀνόματα τῶν οἰκείων ἐπισκόπων.

3. Κακὴ ἡ ὑπακοὴ στοὺς κακοὺς ἐπισκόπους

Πέρασαν ἤδη δύο χρόνια ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὴν ἄνοιξη τοῦ 2017. Μᾶς ἔδιωξαν ἀπὸ τοὺς ναούς μας, μᾶς ξεσπίτωσαν καὶ μᾶς ξεβόλεψαν, γιατὶ δὲν κάναμε ὑπακοὴ στοὺς ἐπισκόπους, στοὺς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους. Ἐμεῖς ἀπαντοῦμε ὅτι κάνουμε ὑπακοὴ στὸν Χριστό, στοὺς Ἀποστόλους καὶ στοὺς Πατέρες, στοὺς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους ποὺ δὲν προσβάλλουν τὰ δόγματα καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, μνημονεύουμε «πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων, τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας», γιατὶ γνωρίζουμε ἀπὸ πάμπολλες γνῶμες Ἁγίων Πατέρων, ποὺ συγκεντρώσαμε σὲ βιβλίο ποὺ γράψαμε τὸ 2006, πρὶν ἀπὸ δεκετρία χρόνια, ὅτι ὑπάρχει «Κακὴ Ὑπακοὴ καὶ Ἁγία Ἀνυπακοή»[9]. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος συνιστᾶ ἕνα πρᾶγμα: Νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους· «ἓν ἐκτρέπου μοι, τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους»[10]. Καυχᾶται, γιατὶ ἀγωνιζόμενος καὶ αὐτὸς γιὰ θέματα πίστεως, γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως, βρέθηκε νὰ εἶναι ἀνάμεσα στοὺς συκοφαντουμένους καὶ διωκομένους, στούς «ἀπεχθανομένους». Δικαιολογεῖ τὴν καύχησή του λέγοντας ὅτι εἶναι καλύτερος ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν εἰρήνη ποὺ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό· «Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ»[11]. Ὁ ὁμόψυχος, ὁμόφρων καὶ πρωτοστάτης στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Πίστη, μεγάλος Καππαδόκης ἐπίσης Θεολόγος Μ. Βασίλειος στὴν γνωστὴ ἀπάντησή του στὸν Ἀρειανὸ αἱρετικὸ ἔπαρχο Μόδεστο, ποὺ ἀπόρησε, γιατὶ δὲν συνάντησε ἄλλο ἐπίσκοπο ποὺ νὰ τοῦ μίλησε μὲ τέτοια παρρησία, τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἴσως δὲν συνάντησε ἀληθινὸ ἐπίσκοπο, διότι, ἂν συναντοῦσε, ἔπρεπε ἀγωνιζόμενος γιὰ τόσο ὑψηλὰ θέματα νὰ τοῦ ἀπαντήσει κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ συμπλήρωσε ὅτι ὡς πρὸς ὅλα τὰ ἄλλα θέματα οἱ τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε ἐπιεικεῖς, εἰρηνικοὶ καὶ ταπεινοί· δὲν ὑψώνουμε φωνὴ ὄχι μόνο σὲ κρατικοὺς ἀξιωματούχους, ἀλλὰ καὶ στὸν πιὸ ἁπλὸ ἄνθρωπο. Ὅπου ὅμως κινδυνεύει ὁ Θεός, κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία, περιφρονοῦμε ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ πρὸς τὸν Θεὸ μόνον βλέπουμε· «Οὗ δὲ Θεὸς τὸ κινδυνευόμενον καὶ προκείμενον τ᾽ ἄλλα περιφρονοῦντες πρὸς Αὐτὸν μόνον βλέπομεν»[12]. Καὶ ὁ ἄλλος τῆς Τριάδος τῶν Ἱεραρχῶν, ὁ μεγαλομάρτυς Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ποὺ κατασυκοφαντήθηκε, καταδικάσθηκε, ἐξορίσθηκε ἀπὸ ἀναξίους συνεπισκόπους του καὶ πέθανε τελικῶς στὴν ἐξορία, γράφει πρὸς τὴν διακόνισα Ὀλυμπιάδα ὅτι δὲν φοβᾶται κανένα, ὅπως φοβᾶται τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων· «Οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»[13]. Ὁ ἴδιος ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν»[14], λέγει ὅτι δὲν εἶναι πάντοτε καλὴ ἡ ὁμόνοια, γιατὶ καὶ οἱ ληστὲς ὁμονοοῦν. Ὁ Θεὸς θέλει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια νὰ συνυπάρχουν μὲ τὴν εὐσέβεια· ὅταν δὲν ὑπάρχει ἡ εὐσέβεια, δικαιολογεῖται ὁ πόλεμος καὶ ἡ διάσταση· «Οὐ γὰρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν, ἐπεὶ καὶ λησταὶ συμφωνοῦσιν...Αὐτὸς μὲν γὰρ ἐβούλετο πάντας ὁμονοεῖν εἰς τὸν τῆς εὐσεβείας λόγον· ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι διεστασίαζον, πόλεμος γίνεται»[15].
Καυχώμαστε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς γιατὶ περάσαμε ἀπὸ τὰ λόγια στὰ ἔργα, γιατὶ διαπιστώσαμε ὅτι κινδυνεύει ἡ πίστη μας, ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία, «Θεὸς τὸ κινδυνευόμενον», γιατὶ διαχωρίσαμε τὴν θέση μας ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους καὶ δείξαμε μὲ τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσής τους ὅτι δὲν ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτούς, ὅτι ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι πάντοτε καλό, ὅταν δὲν συνοδεύονται ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τῆς ἀσεβείας καὶ τῆς αἱρέσεως εἶναι προτιμότερος ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν εἰρήνη, ἀπὸ τὸ βόλεμα καὶ τὴν καλοπέραση, γιατὶ αὐτὰ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεό· «Κρείττων γὰρ πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».

4. Παραμένουμε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ποιοὶ εἶναι ἐκτός. Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Εὐχαριστοῦμε τοὺς ἀδελφοὺς κληρικοὺς ποὺ μνημονεύουν ἀκόμη τοὺς ἐπισκόπους τους, ἀλλὰ συμφωνοῦν μαζί μας, εἴμαστε ὅλοι μαζί, μνημονεύοντες καὶ μὴ μνημονεύοντες, μέσα στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ παίρνουμε ἀποστάσεις ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους. Εὐχαριστοῦμε ὅλους ἐσᾶς, τὰ πνευματικά μας παιδιά, τοὺς μαθητάς μας καὶ ὅσους ἄλλους μᾶς ἀκολουθοῦν, γιατὶ ξεπεράσατε τὶς ἐπιφυλάξεις, τὶς συκοφαντίες, τὶς φοβίες πὼς δῆθεν, ἂν μᾶς ἀκολουθήσετε, θὰ βγῆτε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, τὴν ἀπειλὴ πὼς θὰ εἴσθε ἀποσυνάγωγοι. Αὐτὸν τὸν φόβο δὲν εἶχαν καὶ οἱ γονεῖς τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νὰ συμπαρασταθοῦν στὸν υἱό τους, ἀρνήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν τὸ θαῦμα, γιατὶ εἶχαν ἀποφασίσει οἱ τότε ἀρχιερεῖς καὶ οἱ τότε νομικοὶ καὶ θεολόγοι, οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ὅτι «ἐὰν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστὸν ἀποσυνάγωγος γένηται»[16]; Διάδοχοι ἐκείνου τοῦ παρανόμου συνεδρίου εἶναι οἱ σημερινοὶ ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι, ποὺ διέστρεψαν μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ἔχουν ἀποφασίσει νὰ διώκουν, καὶ διώκουν, ὅσους ὁμολογοῦμε τὴν ἀληθινὴ Πίστη.
Δὲν φοβόμαστε ὅμως, γιατὶ ξέρομε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐπήνεσε οὔτε πῆγε νὰ βρεῖ τοὺς ἀρχιερεῖς ποὺ ἀπειλοῦσαν μὲ τὸ "ἀποσυνάγωγοι", μὲ τὸ σημερινὸ "ἐκτὸς Ἐκκλησίας", οὔτε τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ποὺ φοβήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν, ἀλλὰ πῆγε καὶ βρῆκε τὸν τυφλὸ ποὺ ἀνέβλεψε ὄχι μόνο σωματικά, ἀλλὰ καὶ πνευματικὰ μὲ τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του ὑπάρχουν ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη· ὅσοι εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅσοι εἶναι μὲ τὴν αἵρεση εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐκφράζει αὐτὸ ἄριστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀκολουθώντας τὴν προηγούμενη Πατερικὴ Παράδοση, ἰδιαίτερα τὸν Ἅγιο Μάξιμο, τὸν ἐπαξίως καὶ ἁρμοζόντως ὀνομασθέντα Ὁμολογητή. Ἀμφότεροι εἶχαν ἀποτειχισθῆ, εἶχαν διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιμος μὲ τοὺς Μονοθελῆτες καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μὲ τοὺς Βαρλααμίτες. Ὁ Μονοθελήτης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συμβουλεύει τὸν Ἅγιο Μάξιμο νὰ ἀκολουθήσει τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τότε συνολικὰ μὲ τὰ πέντε πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, εἶχε ταχθῆ ὑπὲρ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Τοῦ εἶπε ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικὰ ἀκολουθώντας τὸν δικό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας ξένο δρόμο θὰ ὑποστεῖ τὶς συνέπειες. Χειρότερη ἡ κατάσταση ἀπὸ ὅτι στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης. Ὅλες οἱ τότε αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες στὴν αἵρεση. Ὁλομόναχος ὁ Ἅγιος Μάξιμος στὴν Ἀποτείχιση. Τὶ τοὺς ἀπάντησε δίνοντας καὶ σὲ μᾶς παράδειγμα καὶ ἐπιχειρήματα; Ἡ Ἐκκλησία τοὺς εἶπε δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ αἵρεση, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ὀρθὴ καὶ σωτήριος ὁμολογία τῆς Πίστεως[17].
Ἑπτακόσια χρόνια ἀργότερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναιρεῖ γράμμα τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰγνατίου πρὸς τὸν γνωστὸ Βαρλααμίτη καὶ λατινόφρονα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα, μέσα στὸ ὁποῖο τοῦ ἔγραψε ὅτι, ἀφοῦ ἐστήριξε τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν πατριάρχη καὶ κατέκρινε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ἐπιστρέφει τώρα στὴν ἐκκλησία του, ποὺ τοῦ ἐχάρισε ὁ Χριστός· «ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Ὀργίζεται καὶ ἀγανακτεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σχολιάζοντας καὶ λέγει: Ποιὸς κλῆρος, ποιὰ γνήσια σχέση πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας συνήγορος τοῦ ψεύδους τῆς αἱρέσεως, πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[18] καὶ ἡ ὁποία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μένει διαρκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, στηριγμένη παγίως πάνω σ᾽ αὐτὰ ποὺ στηρίζεται ἡ ἀλήθεια; Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτισμένα μὲ τὴν ἀλήθεια· ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία· «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτοδιαψεύδονται, ὅταν ἀλληλοονομάζονται ποιμένες καὶ ἀρχιεποιμένες. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ πρόσωπα ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως[19]. Ἕνας ἀποτειχισμένος, διωκόμενος ἱερομόναχος, δὲν διστάζει νὰ θέσει ἐκτὸς ἐκκλησίας δύο πατριάρχες, τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ποὺ ἐξετόξευαν ἐναντίον του τοῦ κόσμου τὶς κατηγορίες, ὅπως καὶ τώρα ἐκτοξεύουν ἐναντίον μας, καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι, ἐπειδὴ δὲν εἶστε μὲ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ τὴν αἵρεση, εἶστε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐμεῖς, ποὺ διώκετε, εἴμαστε μὲ τὴν ἀλήθεια, γι᾽ αὐτὸ καὶ εἴμαστε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας.

5. Ἐκτὸς Ἐκκλησίας θὰ βρεθοῦν ὅσοι κοινωνήσουν μὲ τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα, ἀκολουθώντας τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο

Λυπούμαστε εἰλικρινὰ ὄχι γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ποὺ σκόπιμα μᾶς κατηγοροῦν καὶ μᾶς θεωροῦν ὡς σχισματικοὺς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, φοβίζοντας τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἀκολουθήσουν. Αὐτοὶ καλὰ κάνουν τὴν δουλειά τους καὶ τὸ ἔργο ποὺ τοὺς ἀνετέθη, ὥστε νὰ ἐξαπλωθεῖ ἡ ἀρρώστια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Λυπούμαστε γιὰ πολλοὺς ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ἀντὶ νὰ μᾶς ἐπαινοῦν καὶ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνουν, ὅπως συνιστᾶ ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, ἀφήνουν στοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐμεῖς κάναμε λάθος ποὺ προχωρήσαμε στὴν Ἀποτείχιση, ἐνῶ αὐτοὶ ἔπραξαν σωστά, γιατὶ ἔμειναν μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἑπομένως ἐμεῖς τῆς Ἀποτειχίσεως εἴμαστε ἐκτὸς ἐκκλησίας. Ἔγραψα σὲ ἄλλο μου κείμενο ὅτι τέτοια θεολογικὴ ἀμάθεια καὶ ἀσχετοσύνη δὲν τὴν περίμενα, ἐκτὸς ἂν καλύπτουν μὲ αὐτὰ τὴν δική τους ἀτολμία νὰ προχωρήσουν ἀπὸ τὰ λόγια στὰ ἔργα, στὶς πράξεις. Δὲν θὰ ἀναιρέσω ἐδῶ ἀδελφικὰ αὐτὴν τὴν ἀδικαιολόγητη θέση· ἀρκοῦν ὅσα εἶπα· περισσότερα θὰ βροῦν στὸ μικρὸ τευχίδιο ποὺ γι᾽ αὐτοὺς ἔγραψα καὶ ποὺ ἐμνημόνευσα προηγουμένως μὲ τίτλο «Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις».
Ἐμεῖς διακηρύξαμε πολλάκις ὅτι δὲν πρόκειται νὰ προχωρήσουμε σὲ σχίσμα μνημονεύοντες ἄλλους σχισματικοὺς ἐπισκόπους. Καὶ ἐπειδὴ κακοήθεις καὶ ψευδολόγοι διέστρεψαν τὶς θέσεις μας καὶ διαδίδουν τοῦ κόσμου τὰ ψεύδη εἰς βάρος μας, λειτούργησαν οἱ πνευματικοὶ νόμοι καὶ φὲρουν τώρα πολλοὺς πρὸ τοῦ φοβεροῦ διλήμματος νὰ κοινωνήσουν μὲ ἕνα ἀληθινὸ σχίσμα, μὲ ἀληθινοὺς σχισματικούς, καταδικασμένους καὶ καθηρημένους συνοδικὰ ἢ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία καὶ τὴν μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων ποὺ θὰ ἀναγνωρίσουν τοὺς σχισματικούς. Ἐννοοῦμε βέβαια τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας, στοὺς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης Βαρθολομαῖος παρεχώρησε αὐτοκεφαλία, ἀφοῦ δῆθεν τοὺς ἀποκατέστησε στὴν κανονικότητα, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα σχετικὸ δικαίωμα καὶ σχετικὴ ἁρμοδιότητα, ἐπεμβαίνοντας σὲ ξένη ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία καὶ καταπατώντας τὴν αὐτονομία καὶ τὴν πλήρη ἀνεξαρτησία αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ἐπεβεβαιώνοντας ἔτσι τὴν νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου ποὺ τοῦ δίνει δῆθεν τὸ δικαιώμα ὡς «πρώτου» νὰ ἐπεμβαίνει στὰ ἐσωτερικὰ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν. Τώρα πλέον δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεθοῦν δικαιολογίες, ὥστε νὰ συνεχισθεῖ ἡ μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων ποὺ θὰ ἀναγνωρίσουν τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας. Ἤδη δύο ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Σερβίας διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι τώρα δὲ καμμία αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία δὲν ἀναγνώρισε τὴν αὐτοκεφαλία τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας, ὅπως θὰ μᾶς πεῖ ὁ π. Φώτιος στὴν εἰσήγησή του. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μολονότι καὶ αὐτὴ δὲν ἀναγνώρισε τὴν νέα ψευδοαυτοκέφαλη ἐκκλησία, ἀναβάλλει τὴν λήψη ἀποφάσεων καὶ δέχεται πιέσεις, πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικές, ὥστε νὰ ἀρχίσει ἀπὸ αὐτὴν τὸ ξήλωμα, καὶ νὰ παρασυρθοῦν στὴν συνέχεια καὶ ἄλλες ἐκκλησίες, ὅπως θὰ μᾶς πεῖ ὁ π. Ἄγγελος.
Μᾶς ἐλύπησε ἡ παρέμβαση τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱεροθέου, μὲ τὴν ὁποία ἐκτιμᾶ ὅτι πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀναγνώριση τῆς αὐτοκεφαλίας, παραγνωρίζοντας ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς καὶ ἱεροκανονικοὺς λόγους, ποὺ προβάλλουν ὅλες σχεδὸν οἱ ἐκκλησίες, καὶ τοὺς ὁποίους ἀναδείξαμε καὶ ἐμεῖς μὲ εἰδικὲς μελέτες ποὺ ἔχουν ἐκδοθῆ σὲ βιβλία· τὸ δικό μας βιβλίο μὲ τίτλο «Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο. Ἀντικανονικὴ καὶ διαιρετικὴ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης»[20], καὶ πρόσφατα ἐκυκλοφορήθη τὸ βιβλίο τοῦ π. ᾽Αναστασίου Γκοτσοπούλου μὲ τίτλο: «Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο. Συμβολὴ στὸν Διάλογο»[21]. Μικρὴ γεύση τῶν θέσεων τοῦ π. Ἀναστασίου θὰ πάρουμε ἀπὸ τὴν εἰσήγησή του. Στὴν ἀπροσδόκητη παρέμβαση τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου ἀπαντήσαμε μὲ ἄρθρο μας στὸ Διαδίκτυο μὲ τίτλο: «Σὲ ἀδιέξοδο ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γιὰ τὸ Οὐκρανικό. Σπεύδει σὲ βοήθεια ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου», ἐνῶ μετὰ τὴν πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὰ ὀνομαστήρια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου (11 Ἰουνίου), ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν σχισματικὸ μητροπολίτη Κιέβου Ἐπιφάνιο, ἐξέφρασα τὶς ἀνησυχίες μου μὲ ἄρθρο ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπειλεῖται. Ἀδύναμος κρίκος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος».
Στὴν Οὐκρανία ἐνεργώντας ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀντισυνοδικὰ ὡς «πρῶτος ἄνευ ἴσων» κατὰ τὴν καινοφανῆ ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου καὶ ἀγνοώντας τὴν κανονικὴ τοπικὴ αὐτόνομη ἐκκλησία, τὴν ὑπὸ τὸν μητροπολίτη ᾽Ονούφριο, καὶ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, στὴν δικαιοδοσία τῆς ὁποίας ὑπάγεται, ὄχι μονο δὲν ἀποκατέστησε τὴν ἑνότητα, ἀλλὰ διηύρυνε καὶ μεγάλωσε τὸ σχίσμα, μὲ διωγμοὺς καὶ μῖσος ἐναντίον τῶν μὴ σχισματικῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὴν εἰδησεογραφία καὶ ὅπως θὰ ἀκούσουμε καὶ ἀπὸ τὸν ἐξ Οὐκρανίας αὐτόπτη μάρτυρα ὁμιλητή μας. Τὸ σχίσμα μάλιστα δὲν παραμένει στὴν Οὐκρανία, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλο τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο τῶν Ὀρθοδόξων. Ἐμεῖς προχωρήσαμε στὴν Ἀποτείχιση γιὰ θέματα πίστεως, γιὰ τὴν ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, τὴν συνοδικὴ ἔγκριση τῆς συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων, καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρετιζόντων κειμένων τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων. Τώρα οἱ Ἀποτειχίσεις καὶ ἡ διακοπὴ κοινωνίας μεταξὺ τοπικῶν ἐκκλησιῶν, γιὰ δικαιοδοσίες καὶ θρόνους, δικαιολογημένες ἀπὸ τὴν ἱεροκανονικὴ εὐταξία, θὰ προκαλέσουν εὐρύτατο σχίσμα, δυσθεράπευτο. Αὐτὸ δείχνει πὼς ἡ εὐαισθησία γιὰ θέματα πίστεως ἔχει ἐξασθενήσει στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, λόγῳ τῶν συγκρητιστικῶν ἐπιδράσεων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς δῆθεν Νέας Ἐποχῆς.

6. Αἵρεση καὶ σχίσμα καρποὶ τῆς νέας αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Φαναρίου. Οἱ δύο βασικὲς γραμμὲς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας

Αἵρεση καὶ σχίσμα, τὰ δύο χειρότερα δεινὰ γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κυρίως τὰ δύο χειρότερα ἐμπόδια γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἤδη παρόντα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καρποὶ καὶ γεννήματα τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ Φαναρίου, ἡ ὁποία ἀναπτύχθηκε καὶ ἀναπτύσσεται συστηματικὰ ἀπὸ τὸν περασμένο αἰώνα, κυρίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἐντονώτερα ὅμως καὶ προκλητικὰ τώρα ἀπὸ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς λοιποὺς κληρικοὺς καὶ θεολόγους τῆς πατριαρχικῆς αὐλῆς. Ἔχουν γραφῆ πολλὰ καὶ ἀξιόλογα γιὰ τὴν νέα αὐτὴ ἐκκλησιολογία καὶ τὶς ἐπὶ μέρους πτυχές της, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ παρουσιασθοῦν σὲ μία εἰκοσάλεπτη εἰσήγηση. Θὰ ἐπιχειρήσουμε σὺν Θεῷ νὰ τὴν συνθέσουμε καὶ νὰ τὴν σχολιάσουμε στὸ μέλλον. Δύο πάντως εἶναι οἱ κατευθυντήριες γραμμές της, ὅπως ὑπαινιχθήσαμε ἐνωρίτερα. Ἡ πρώτη διαλύει τὴν Ἐκκλησία, τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν ὑπάρχει πλέον πουθενά. Ὁ Ἀθηναγόρας ἔλεγε ὅτι θὰ ἐπαινιδρύσουμε τὴν Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν μόνο διηρημένα κομμάτια αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν, χωρὶς γιὰ τὴν ἕνωση αὐτὴ νὰ ἀπαιτεῖται ἑνότητα στὴν πίστη οὔτε ἑνιαῖο βάπτισμα. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὀνομάσαμε στὸ Κολυμπάρι τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες· εἶναι ἡ περίφημη προτεσταντικὴ θεωρία τῶν κλάδων. Τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἰσάγει στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἔχει σημασία ἡ πίστη τοῦ βαπτίζοντος καὶ βαπτιζομένου, οὔτε ὁ τρόπος τελέσεως τοῦ βαπτίσματος. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀπαγορεύεται ὁ ἀναβαπτισμὸς τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι ἡ βαπτισματικὴ θεολογία τοῦ μητροπολίτη Περγάμου καὶ ἄλλων.
Ἡ δεύτερη καταστροφικὴ γραμμὴ τῆς νέας αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας διαλύει τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ θεσμοθετεῖ καὶ γιὰ τὴν Ἀνατολὴ τὴν παγκόσμια δικαιοδοσία τοῦ «πρώτου», τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ ἁπλά «πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ πρώτου μετατρέπονται σέ «πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ δικαιοδοσίας». Ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶναι ὁ προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ ὁ πατριάρχης ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν εἶναι πλέον ὁ «πρῶτος μεταξὺ ἴσων» (primus inter pares), ἀλλὰ «πρῶτος ἄνευ ἴσων» (primus sine paribus), κατὰ τὴν γλοιώδη καὶ δουλοπρεπῆ ἐκκλησιολογία τοῦ μητροπολίτου Προύσσης Ἐλπιδοφόρου, ποὺ τὸν ἔστειλε τώρα ὡς ἀρχιεπίσκοπο στὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ φωτίσει καὶ τοὺς ἐκεῖ. Καὶ τὸ χειρότερο ποὺ ἐξέπληξε ἀκόμη καὶ τοὺς παπικοὺς στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι παπικοὶ στηρίζουν τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα στὸν ἀπόστολο Πέτρο, διάδοχο τοῦ ὁποίου θεωροῦν τὸν πάπα: Ὁ δικός μας «Ὀρθόδοξος» μητροπολίτης Περγάμου, ὁ μεγαλοφυὴς θεολόγος, ἀνέβασε τὸ πρωτεῖο πολὺ πιὸ ψηλά, τοῦ ἔδωσε βλάσφημη τριαδολογικὴ θεμελίωση καὶ ἐδίδαξε ὅτι, ὅπως στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει πρῶτος, ὁ Πατήρ, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ ὑπάρχει πρῶτος. Ἡ μοναρχία τοῦ Πατρὸς στὴν Ἁγία Τριάδα, δικαιολογεῖ τὴν μοναρχία τοῦ πρώτου στὴν Ἐκκλησία, ὅπως θὰ μᾶς ἐξηγήσει ὁ π. Σεραφεὶμ στὴν εἰσήγησή του. Γι᾽ αὐτὸ ὁ μονάρχης «πρῶτος» τοῦ Φαναρίου δὲν ὑπολόγισε τοὺς ἀπόντες τέσσαρες πατριάρχες στήν «σύνοδο» τῆς Κρήτης, δὲν ἐκάλεσε ὅλους τοὺς ἴσους μὲ αὐτὸν ἐπισκόπους, ἀλλὰ ὅσους ἤθελε, δὲν ἔδωσε δικαίωμα ψήφου σὲ ὅσους παρέστησαν, καὶ ἀπείλησε καὶ ἀπειλεῖ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἀντιδροῦμε, εἰσπηδώντας σὲ κανονικὸ ἔδαφος αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν. Γι᾽ αὐτὸ κάνει ὅ,τι θέλει στὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο καὶ δὲν ὑπολογίζει κανέναν, ἔχοντας μάλιστα ἀντίθετες ὅλες τὶς τοπικὲς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες. Θὰ ἀντιληφθοῦν, ἔστω καὶ τώρα οἱ προκαθήμενοι ποὺ τοῦ ἐπέτρεψαν τό «πρωτεῖο» στὴν Κρήτη, ὅτι ὁ πρῶτος γίνεται ὁ πάπας τῆς Ἀνατολῆς, ὅτι ὁ μόνος πρῶτος δὲν θεωρεῖ ἴσους οὔτε καὶ τοὺς πρώτους.
Ἐπίλογος
Πέρυσι ἤμασταν πάλι ἐδῶ στὴν Θεσσαλονίκη σὲ παρόμοια ἐπιτυχημένη ἡμερίδα μὲ θέμα: «2 χρόνια μετὰ τὸ Κολυμπάρι. Αἵρεση-Καθαίρεση-Ὀρθόδοξη Ἀντίσταση». Ἐφέτος καὶ πάλι ἐδῶ μὲ τὴν ἴδια ἀποφασιστικότητα γιὰ Ὀρθόδοξη ἀντίσταση καὶ ὁμολογία, σὲ ἕνα κλῖμα ἐκκλησιολογικὰ πιὸ βεβαρυμμένο ἀπὸ τὴν ψευδοαυτοκεφαλία τῶν Οὐκρανῶν. Ἐλπίζουμε καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπιτρέψει στοὺς νέους ἐκκλησιολόγους τοῦ Φαναρίου νὰ διαλύσουν τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὶς βλάσφημες τριαδολογικὲς μοναρχίες καὶ θὰ μᾶς ἐνισχύσει νὰ κρατήσουμε τὶς ἀποστάσεις ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους. Τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα θὰ δοκιμάσει τὶς συνειδήσεις πολλῶν.

[1]. Ματθ. 12, 33: «Ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον καλόν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ καλόν, ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον σαπρόν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρὸν· ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται».
[2]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2016.
[3]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2017.
[4]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2017.
[5]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2017.
[6]. Βλ. τὸ κείμενο εἰς Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Akademische Druck-u. Verlagsanstalt, Graz-Austria 19682, σελ. 920: «Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
[7]. Ματθ. 7, 21-24.
[8]. «Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[9]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ Ὑπακοὴ καὶ Ἁγία Ἀνυπακοή, Θεσσαλονίκη 2006.
[10]. Ἔπη εἰς ἑαυτόν, Ποίημα ιβ´, Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων, ΕΠΕ 10, 174.
[11]. Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1, 176.
[12]. Γρηγοριου Θεολογου, Ἐπιτάφιος εἰς Μ. Βασίλειον 48-50, ΕΠΕ 6, 208-210.
[13]. Ἐπιστολὴ 14, 4, PG 52, 617.
[14]. Ματθ. 10, 34.
[15]. Εἰς Ματθ. Ὁμ. 35, 1, PG 57, 405.
[16]. Ἰω. 9, 22: «Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται».
[17]. Πρὸς Ἀναστάσιον μονάζοντα, PG 90, 132 A: «Χθὲς ὀκτωκαιδεκάτῃ τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ Ἁγία Πεντηκοστή, ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων: Ποίας Ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδοὺ πᾶσαι μετὰ τῶν ὑπ᾽ αὐτὰς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδὸν τῷ βίῳ καινοτομῶν πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾷς. Πρὸς οὓς εἶπον: Καθολικὴν Ἐκκλησίαν τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας ἐφ᾽ οἷς αὐτὸν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεὸς ἀπεφήνατο. Πλὴν μάθω τὴν ὁμολογίαν, ἐφ᾽ ἣν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν γέγονεν ἡ ἕνωσις· καὶ τοῦ γενομένου καλῶς οὐκ ἀλλοτριοῦμαι».
[18]. Α´ Τιμ. 3, 15.
[19]. Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες, οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύσοιντο, ποιμένας καὶ Ἀρχιποίμενας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ᾽ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».
[20]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2018.
[21]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2019.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019



Ἡ Νηστεία πρός τιμήν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
 πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;


Πότε και γιατί ξεκινά η νηστεία
των Αγίων Αποστόλων;



Την Δευτέρα, αμέσως μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων, αρχίζει η νηστεία των Αγίων Αποστόλων. Η νηστεία αυτή είναι από τις παλαιότερες που έχει καθιερώσει η Εκκλησία μας.
Πρώτος ο Μέγας Αθανάσιος γύρω στο 357 αναφέρει νηστεία μιάς εβδομάδος μετά την Πεντηκοστή. «Τη γαρ εβδομάδι μετά την αγίαν πεντηκοστήν ο λαός νηστεύσας εξήλθε περί το κοιμητήριον εύξασθαι». Οι Αποστολικές Διαταγές, που περιλαμβάνουν πανάρχαιες εντολές και παραδόσεις της Εκκλησίας μας, αναφέρουν την νηστεία των Αποστόλων μία εβδομάδα μετά την Πεντηκοστή, δηλαδή μετά την εορτή των Αγίων Πάντων, αναφέροντας ταυτόχρονα ότι την εβδομάδα της Πεντηκοστής καταλύουμε όλα: «Μετά ουν το εορτάσαι υμάς την πεντηκοστήν εορτάσατε μίαν εβδομάδα και μετ’ εκείνην νηστεύσατε μίαν, δίκαιον γαρ και ευφρανθήναι επί τη εκ Θεού δωρεά και νηστεύσαι μετά την άνεσιν».

Επειδή οι απόστολοι είχαν αρχίσει το κήρυγμα μετά την Πεντηκοστή, οι ημέρες που την ακολουθούσαν αφιερώθηκαν σε αυτούς.
Η χρονική διάρκεια αυτής της νηστείας είναι μεταβλητή, επειδή η αρχή της εξαρτάται από την κινητή εορτή του Πάσχα, όμως το τέλος της είναι πάντοτε σταθερό. Αρχίζει την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων και λήγει σταθερά την 29η Ιουνίου. Κατά το νέο ημερολόγιο η νηστεία των Αγίων Αποστόλων δεν υπερβαίνει ποτέ τις 30 ημέρες. Υπάρχει ακόμη και περίπτωση, όταν το Πάσχα πέφτει μεταξύ 5 και 8 Μαΐου, να μην έχουμε καθόλου νηστεία.
Κατά την περίοδο της νηστείας των Αγίων Αποστόλων δεν καταλύουμε κρέας, γαλακτοκομικά είδη και αυγά, ενώ επιτρέπεται η κατάλυση ψαριού, εκτός από την Τετάρτη και την Παρασκευή.
Αν όμως η εορτή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου πέσει Τετάρτη ή Παρασκευή, καταλύουμε μόνο ψάρι, αλλά όχι κρέας, γάλα και αυγά.
Ψάρι καταλύεται επίσης και κατά την εορτή του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου, οποιαδήποτε ημέρα και αν πέσει.
Σε αντίθεση με την νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και του Δεκαπενταύγουστου, η νηστεία των Αγίων Αποστόλων είναι σχετικά άγνωστη στον πολύ κόσμο.
Όμως η νηστεία αυτή θεσπίσθηκε για να προετοι­μάζει τους χριστιανούς για την μεγάλη εορτή των Αποστόλων και αποτελεί μία έκφραση ευγνωμοσύνης προς αυτούς, καθώς τους Αποστόλους χρησιμοποίησε το Άγιον Πνεύμα ως όργανά του για να διαδώσει την διδασκαλία του Χριστού σε όλο τον κόσμο και να συστήσει την Εκκλησία Του.
Τί πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Να νηστέψουμε αυτές τις λίγες ημέρες. Να προετοι­μαστούμε, να ἐξομολογηθούμε και να κοινωνήσουμε τουλάχιστον στην ημέρα της εορτής τους στις 29 Ιουνίου.
Νηστεύοντας και συμμετέχοντας στα εκκλησιαστικά μυστήρια, θα τιμήσουμε τους θεμελιωτές της Εκκλησίας μας και θα φέρουμε την ευλογία και τις ευχές τους στο σπίτι μας, στην οικογένειά μας, στην εργασία μας.

orthodoxianewsagency


Ὁ δημόσιος σχολιασμός τοῦ ἀνωτέρω ἄρθρου
ἀπό τόν Διαχειριστή μας


Ἐπιτρέψτε μου μία μικρή παρέμβαση στό ἐνδιαφέρον ἄρθρο περί τῆς ἁγίας Νηστείας, τῆς λεγομένης τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Κατ' ἀρχήν εἶναι ἐπαινετή ἡ ἀντικειμενική πληροφόρηση τοῦ ἀρθρογράφου ὅτι ἡ (ἀντικανονική) ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ἐπηρέασε τήν Πατροπαράδοτη αὐτή νηστεία τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ θλιβερή τή διαπίστωση ὅτι κάποιες φορές ἐξαιτίας τῆς υἱοθετήσεως τοῦ νέου ἡμερολογίου (ὅταν τό Πάσχα εἶναι ὄψιμο) ἡ νηστεία αὐτή ἐξαφανίζεται ἐντελῶς! Δυστυχῶς, αὐτό δέν ἔπρεπε νά ἔχει γίνει ἀποδεκτό, δηλαδή ἠ διοικοῦσα Ἐκκλησία νά καταργεῖ μία Πατροπαράδοτη ἀρχαία Νηστεία τῆς Ἐκκλησίας καί δή γιά λόγους δῆθεν ἀστρονομικῆς ἀκριβείας (αὐτή εἶναι ἡ ἀστεία δικαιολογία τῆς ἀντικανονικῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, τήν ὁποία εὐτυχῶς δέν ἀκολούθησαν ἑκατομμύρια πιστῶν ἀνά τόν κόσμο ὅπως οἱ Σέρβοι, Ρῶσοι, Οὐκρανοί, Ἱεροσόλυμα, Σινᾶ, Ἅγιον Ὄρος κ.ἄ.). Τέλος, θά ἤθελα νά ἐπισημάνω ὅτι ὅπως προκύπτει ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, περί τῆς ὁποίας ἀναφέρουν Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί μᾶς πληροφοροῦν ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ἡ συγκεκριμένη Νηστεία θεσπίσθηκε πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν ἦταν ἀφιερωμένη στούς Ἁγίους Ἀποστόλους, πρᾶγμα πού συνάγεται καί ἐκ τοῦ ὅτι ἀνάγεται στήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀρχικῶς δέ ἡ διάρκειά της ἦταν μόνο μία ἑβδομάδα. Ἀργότερα, ἡ Ἐκκλησία στό πλαίσιο τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεώς της ὄχι μόνο δέν περιόρισε τήν διάρκειά της, ὅπως δυστυχῶς ἐπιδιώκεται ἀκόμη καί θεσμικῶς σήμερα, ἀλλά τήν ἐπεξέτεινε μέχρι τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Γι' αὐτό καί ἡ διάρκεια αὐτῆς τῆς νηστείας εἶναι κυμαινόμενη, χωρίς ὅμως ποτέ νά γίνεται μικρότερη τῆς ἀρχικῶς προσδιορισθείσης ἑβδομαδιαίας ἐκτάσεώς της. Ἐκ τοῦ λόγου τούτου, τῆς λήξεώς της (πλέον) κατά τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐπεκράτησε νά λέγεται Νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Σύμφωνα δέ μέ τήν κανονική τήρησή της, ὅπως τηρεῖται στό Ἄγιον Ὄρος, μόνο Τρίτη καί Πέμπτη καταλύεται τό λάδι καί μόνο τό Σαββατοκύριακο τά ψάρια. Καλή Νηστεία!

Δ.Ι.Κ.



Σάββατο 22 Ιουνίου 2019



Πώς η μία, ελληνική Μακεδονία
έγινε τέσσερις;



 Του Αλέξανδρου Ασωνίτη*

Σε λίγες μέρες  συμπληρώνεται ένας χρόνος από την, τουλάχιστον, επονείδιστη, ολοκληρωτικής εμπνεύσεως και  επιβολής,  συμφωνία των Πρεσπών που ήδη διαλύει τα κόμματα που την υπέγραψαν (Σύριζα, Ανέλ, Ποτάμι, Πράττω-Κοτζιάς), αλλά προκαλεί και προκάλεσε σοβαρή ζημιά πριν καν την επιβολή της (βλ: αποπροσανατολισμό και διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και ύβρεις  κυβέρνησης-Σύριζα κατά του ελληνικού λαού: Το 70% του λαού που αντιτίθεται είναι «ακροδεξιοί», κατά Τσίπρα, σε συνομιλία με τον Μακρόν:  κυβερνάει ακροδεξιούς δηλαδή, όπως ο Γ. Α. Παπανδρέου κυβερνούσε τον «πιο διεφθαρμένο λαό»), ενώ ήδη τα Σκόπια μονοπωλούν τον όρο «Μακεδονία» χωρίς να τηρούν όρους της συμφωνίας (Macedonia timeless) και δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον: πχ, αν κάποια κυβέρνηση των Σκοπίων αφαιρέσει το «Βόρεια», τι θα συμβεί;

Βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης και των υποστηρικτών των Σκοπίων, κομμουνιστογενείς στην συντριπτικότατη  πλειοψηφία τους,  είναι πως «γεωγραφικά η Μακεδονία ανήκει/μοιράζεται  σε τέσσερις χώρες». Τελευταίος υποστηρικτής της άποψης αυτής ο Βαρουφάκης, τόσο αδαής (και επικίνδυνος) που δεν τον χαρακτηρίζει η λέξη.

Είναι, ωστόσο,  απορίας άξιον  ότι ακόμα και άνθρωποι καταξιωμένοι και σημαντικοί, ιστορικοί αλλά και δημοσιογράφοι-αναλυτές, και φυσικά όλη η πολιτική τάξη της χώρας,  αναπαράγουν, συχνά μάλιστα και με επιθετικό προσβλητικό τρόπο, όπως  ο προβεβλημένος ιστορικός Γιώργος Μαυρογορδάτος, το ανακριβές επιχείρημα ότι η  «Μακεδονία γεωγραφικά ανήκει σε τέσσερις χώρες».

Ας δούμε  πώς απαντάει ο έγκριτος και καλλιεπής  ιστορικός σε σχετική ερώτηση (από το ηλεκτρονικό περιοδικό Andro, συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο, 14-2-2019)

       Ποια είναι η άποψή σας για τη Μακεδονία; Είναι μία και μοναδική;

        Είναι ένα εύκολο παράδειγμα για το πόσο ανιστόρητος είναι ο μέσος συμπολίτης μας. Ειδικά αυτοί που λένε πως η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική. Αυτό είναι μια βλακεία. Το σωστό είναι: η Αρχαία Μακεδονία είναι μόνο μια και είναι ελληνική. Αυτό το ξέρει όλη η υφήλιος. Η Μακεδονία στις αρχές του 20ου αιώνα διαιρέθηκε σε 3 1/2 κομμάτια. Το μικρό κομμάτι το πήρε η Αλβανία και είναι πασίγνωστο ότι το υπόλοιπο μοιράστηκε μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας. Αυτό δεν έχει τίποτα το ανησυχητικό. Αυτό το λέγαμε ανοιχτά. Πρόσφατα ασχολήθηκα με την αλληλογραφία του Βασιλέα Κωνσταντίνου Α΄, ο οποίος σε κάποιο γράμμα προς την ερωμένη του, λέει ρητά, δείχνοντας πόσο πετυχημένη ήταν η εκστρατεία στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, λέει λοιπόν: «Κερδίσαμε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας». Αυτό το λέγαμε επίσημα. Το ότι σήμερα υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το οποίο ωρύεται πως η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική, δείχνει πόσο έχει αποτύχει το εκπαιδευτικό μας σύστημα και οι πολιτικές μας ηγεσίες. Είναι σαν να λες ότι η Γη είναι τετράγωνη! Στα νιάτα μου θυμάμαι πως ήταν πασίγνωστο ότι πήραμε τη μισή Μακεδονία και λίγο παραπάνω. Αφήστε που το «η Μακεδονία είναι ελληνική», μπορεί να ερμηνευτεί από τους ξένους ότι εμείς έχουμε διεκδικήσεις στις άλλες Μακεδονίες.





Παρακάμπτοντας τις ύβρεις (γενναιόδωρος ο Μαυρογορδάτος βρίζει και τους πολυπληθείς αναγνώστες του) ερχόμαστε στην ουσία που δεν αναφέρει ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος:

    Πώς, δηλαδή, από το «η Αρχαία Μακεδονία είναι μόνο μια και είναι ελληνική. Αυτό το ξέρει όλη η υφήλιος»,  φτάσαμε στις τέσσερις;

Πώς φτάσαμε;

Πολλαπλασιάστηκε και επεξετάθη η Μακεδονία, μόνη της; Κι αν όχι, ποιός είναι ο εμπνευστής και εκτελεστής του πολλαπλασιασμού της; Πότε έγινε και ποιαν αξία και εγκυρότητα έχει; Πώς η Μακεδονία «διαιρέθηκε στις αρχές του 20ου  αιώνα σε 3 ½  κομμάτια»; Από ποιόν;  Με τι πολιτικό και ιστορικό δικαίωμα και ποια αντίστοιχη νομιμοποίηση;

Και, το ουσιωδέστατο: Ποια διαιρέθηκε,  η κανονική, η ελληνική Μακεδονία,  ή κάποια άλλη περιοχή που δεν ήταν  Μακεδονία και ονομάσθηκε «Μακεδονία»; Κι αν διαιρέθηκε  μια περιοχή πέραν των ΒΟΡΕΙΩΝ ορίων της Μακεδονίας και της Ελλάδας, όπως και στην πραγματικότητα  έγινε, γιατί ο «άγνωστος», κατά Μαυρογορδάτο, διαιρέτης  την ονόμασε «Μακεδονία», με τι σκοπό και τι σχέδιο; Και  ποιοι τελικά  έκαναν πολιτικά, ιστορικά παιχνίδια  μ’  αυτήν  την ανιστόρητη, πλασματική διαίρεση που περιέλαβε και μας στην μοιρασιά, καλοσύνη τους;

Σ’ αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα όφειλε να απαντήσει ο ιστορικός για να δώσει μια εναργή εικόνα της κατάστασης, αλλά είναι το μόνο για το οποίο δεν είπε. Αντιθέτως,  επικαλέσθηκε ως επιχείρημά του κι ένα γράμμα   του  καταστροφέα της Μικρασίας  «βασιλιά» Κωνσταντίνου, που όσο το άγαλμά του ντροπιάζει το Πεδίον του Άρεως, τόσο δεν πρόκειται ποτέ να ανακάμψουμε. Το ότι ο ιστορικός ασχολείται με την προσωπική του ζωή είναι, οπωσδήποτε, αξιοζήλευτο.

Ποιοι, λοιπόν, έκαναν αυτήν την  διαίρεση, «Η Μακεδονία στις αρχές του 20ου αιώνα διαιρέθηκε σε 3 1/2 κομμάτια», δίνοντας ελληνικό όνομα σε μια μη ελληνική περιοχή,  και γιατί να την αποδεχτούμε εμείς  και βάσει αυτής να συζητάμε για τον πολιτισμό και την ιστορία μας;

Η απάντηση είναι  απλή: Την διαίρεση δεν  έκαναν,  όπως φαντάζει εύλογο,  οι Οθωμανοί: αυτοί είχαν στην περιοχή, από Μακεδονία μέχρι και Σκόπια, τρία βιλαέτια/επαρχίες: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου, Κοσσόβου.

Την διαίρεση έκαναν  αυθαίρετα, υποβολιμαία και εσκεμμένα οι Βούλγαροι  Κομιτατζήδες του Εμεό (και την στήριξαν ιδιοτελώς το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, οι Σέρβοι και ο  Τίτο: αλλά  από το 1929 έως το 1945 στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας η περιοχή των Σκοπίων  ονομάζονταν Βαρντάρσκα Μπανόβινα=επαρχία),  με σκοπό να εκμεταλλευθούν  το όνομα της Μακεδονίας και να κατέβουν στην θάλασσα,  παλιά επιδίωξη και σύμπλεγμα όλων των Σλάβων.

Μετά, λοιπόν, την αποτυχία της Βουλγαρίας να υφαρπάξει την ελληνική Μακεδονία με όχημα την Εξαρχία,  απ’  τους  ηττημένους, κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, Κομιτατζήδες, οι μισοί επέστρεψαν στους κόλπους της  Βουλγαρίας κι οι άλλοι αυτονομήθηκαν θεωρώντας ότι έτσι θα έχουν περισσότερες πιθανότητες στο μέλλον. Και για να ενισχύσουν την θέση τους προσκολλήθηκαν στο νεοσύστατο κομμουνιστικό κίνημα που ανδρωνόταν στην μητέρα των Σλάβων Ρωσία/Σοβιετική Ένωση που από το 1920 μίλαγε για «αυτόνομη ανεξάρτητη Μακεδονία / Θράκη» μέσω μιας  Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας  στην οποία προσχώρησε  και το ΚΚΕ, αλλοίμονο.

Τις διεκδικήσεις των  Κομιτατζήδων υιοθέτησαν, λοιπόν, επίσημα, προστάτευσαν  και προώθησαν, υπό δήθεν διεθνιστικό μανδύα, οι  κομμουνιστές  στην  σύναξη του ολοκληρωτισμού που ονομάσθηκε  Γ΄  Διεθνής -μαζί τους συντάχθηκε πάλι, δυστυχώς, και το ΚΚΕ, παρά τις αντιρρήσεις σημαντικών  στελεχών του (Κορδάτος κ.ά.).  Υιοθεσία με σκοπό  η Βουλγαρία ή μέσω του Δημητρώφ, που επεχείρησε και προλεταριακή επανάσταση το 1923, ή μέσω των Βουλγάρων του Εμεό/ Βεμερό  να επεκταθούν και να αποκτήσουν  δίοδο στο Αιγαίο, εξ ου και ο σοσιαλιμπεριαλισμός της «Μακεδονίας του Αιγαίου» (και δια στόματος Τίτο).

       Στην ουσία, δηλαδή, το Μακεδονικό είναι αποτέλεσμα των μεθοδευμένων ιμπεριαλιστικών στοχεύσεων των Βουλγαρίας, Σοβιετικής  Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας/Σερβίας/Τίτο. Τίποτε άλλο.

Για να το επιτύχουν, και για να διεμβολίσουν την ελληνική Μακεδονία, δηλαδή να βγουν στην θάλασσα,  οι Κομιτατζήδες, με στήριξη και συνέργεια της  Γ΄ Διεθνούς και  των υποτελών σε αυτήν κομμουνιστικών κομμάτων, και ειδικά  του ΚΚ Βουλγαρίας  και του γραμματέα του Δημητρώφ, που ήταν και γραμματέας της Γ’  Διεθνούς (1934-43),  ονόμασαν «Μακεδονία» μια μεγάλη περιοχή  βόρεια από την Μακεδονία,  στην οποία περιοχή φυσικά ζούσαν πολλές φυλές που δεν είχαν και δεν έχουν καμμία σχέση με την  Μακεδονία  και την Ελλάδα. Αλλά οι Κομιτατζήδες (και  ο Τίτο  με την ομώνυμη γιουγκοσλαβική Δημοκρατία) ευελπιστούσαν  να υποκλέψουν ό,τι μπορούσαν  απ’ την υπόσταση, το κύρος και τα πλεονεκτήματα της Μακεδονίας, ιστορικά, γεωγραφικά, γεωπολιτικά. Αυτοί όλοι κράτησαν «ζωντανό’ το θέμα, κανείς άλλος. Αν  το ΚΚΕ ακολουθούσε την γραμμή Κορδάτου, η προσπάθειά τους θα είχε αποτύχει από καιρό.

Αλλά η Ιστορία εκδικείται: Αν δεν ήταν, και δεν είναι, Βούλγαροι αυτοί που παριστάνουν τόσα χρόνια τους «Μακεδόνες»,  τότε:
Γιατί οι Βούλγαροι φασίστες/σύμμαχοι των Ναζί,  ζήτησαν το 1941 από τους Γερμανούς κατακτητές να απελευθερώσουν  όσους συμπατριώτες τους  Βούλγαρους κομμουνιστές, που παράσταιναν τους «Μακεδόνες»,  ήταν στις ελληνικές φυλακές από το καθεστώς Μεταξά;

Και, φευ σύντροφοι, ωιμέ! Οι επίγονοι-απόγονοι του Τσακαράλωφ, του «Μακεδόνα»  Βελουχιώτη, κατά τους ζηλωτές των Σκοπίων στην Ελλάδα, οι  ανήμεροι ανατροπείς του καπιταλισμού κομμουνιστές δέχθηκαν ν’ απελευθερωθούν απ’ τα ιδεολογικά και φυλετικά αδέλφια τους, τους φασίστες/ναζιστές (ανάμεσά τους και το υψηλόβαθμο γνωστό στέλεχος  του ΚΚΕ Ανδρέας Τζήμας –Σαμαρινιώτης-, με σοβαρότατο επαμφοτερίζοντα ρόλο στην συνέχεια. συνολικώς ελευθερώθηκαν 27 Έλληνες και Βούλγαροι, «Μακεδόνες» κομμουνιστές). Ευχαριστώντας τους φασίστες/ναζιστές  της Βουλγαρίας για την εξυπηρέτησή τους,  το ΚΚΕ δεν μίλαγε αρχικά για τριπλή κατοχή στην Ελλάδα, εξαιρούσε την σύντροφο  Βουλγαρία. Εκ των υστέρων βέβαια αντιτάχθηκε.

Ας θυμηθούμε επίσης ότι κατά τη Κατοχή  οι Κομιτατζήδες της Εμεό  ή Βεμερό πηγαινοέρχονταν από το αντιναζιστικό στρατόπεδο στο φιλοχιτλερικό κι ότι η σημαία τους δεν είχε σχέση με τον ήλιο της Βεργίνας που έκλεψαν από το 1990 και μετά.

       Αλλά η Ιστορία εκδικείται και εκ των έσω, απ’ τα μαρξιστικά έγκατα:

Απόδειξη  της στόχευσης  της Γ’ Διεθνούς και των Βουλγάρων Κομιτατζήδων, αλλά και της πρωτοφανούς αβελτηρίας της Ελλάδας που δεν δήλωσε εξ αρχής  ότι δεν αναγνωρίζει την χρήση του όρου Μακεδονία για άλλες περιοχές, ότι ο Έγκελς, ο θαυμαστής της Αποκάλυψης και της αίρεσης των Αναβαπτιστών (΄Αμις), σε άρθρο του το 1890 γράφοντας  για την Βαλκανική αναφέρει όλα τα έθνη της, χωρίς φυσικά κάποιους «Μακεδόνες», φευ πάλι, σύντροφοι.

Το απόσπασμα από το «Μαρξ-Ενγκελς: η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα », σε επιλογή,  απόδοση, εισαγωγή, Παναγιώτη Κονδύλη (σελ. 482, εκδ. Γνώση):

«…η παράταση της τούρκικης κυριαρχίας  σε σλάβικες, ελληνικές  κι αλβανικές περιοχές…
Μαγυάροι, Ρουμάνοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Αρναούτηδες (Αλβανοί),  Έλληνες και Τούρκοι θα έχουν… κλπ».

       Πού είναι, λοιπόν, οι «Μακεδόνες» το 1890;

       «Εθνογεννιόντουσαν!», αίφνης! Κατά το: «αίφνης εν ποταμώ αναφανείσα νήσος», που λέμε στα Νομικά.

Και 130 χρόνια μετά, βρέθηκε μια αριστερή ελληνική κυβέρνηση, αναφανείσα μέσα από την συμφορά των Μνημονίων, που κι η ίδια ψήφισε, επέκτεινε κι εφάρμοσε,  να ξεπουλήσει την Μακεδονία σαν να είναι κυβέρνηση εχθρικής χώρας, εκμεταλλευόμενη ακριβώς την κόπωση του λαού από την συμφορά των μνημονίων και παριστάνοντας τους ανυποχώρητους διεθνιστές επαναστάτες, με σκοπό να προκαλέσει  ζημιά στην Ελλάδα, σε κάθε ζήτημα, για να πάρει εκδίκηση για την ήττα τους στον Εμφύλιο.

  Άλλη εξήγηση δεν μπορεί να σταθεί, κατά την γνώμη μου και κατά τα τεκμήρια(βλ. δηλώσεις Τσίπρα-Καρτερού για την «Σλαβομακεδόνισσα δασκαλίτσα που εκτελέσθηκε στον εμφύλιο»).

      Επιστρέφοντας στον Γ. Μαυρογορδάτο:

Ο έγκριτος ιστορικός ή δεν γνωρίζει τα γεγονότα, πράγμα μάλλον απίθανο, ή τα αποσιώπησε για δικούς του λόγους: πάντως  υπήρξε ανακριβής.

Όσο για το ότι: «μπορεί να κατηγορηθούμε από τρίτους για διεκδικήσεις στις άλλες Μακεδονίες (Βουλγαρίας-Πιρίν, Σκοπίων, Αλβανίας)» αυτή είναι ακριβώς η προπαγάνδα του Σύριζα που δεν τολμάνε να υιοθετήσουν ούτε τα Σκόπια. Αλλά η Ελλάδα ποτέ δεν άσκησε τέτοια επεκτατική πολιτική,  ούτε καν το 1922,  με την καταστροφική μεγαλομανία της βασιλοδεξιάς (αυτήν που αθωώνει εμμέσως ο ιστορικός ασχολούμενος με τα γράμματα του Κωνσταντίνου) να εκστρατεύσει στην Άγκυρα. Απόδειξη, για τα Σκόπια, ο ΟΗΕ: Η Φύρομ θα εντασσόταν σε διεθνείς οργανισμούς μόνο συναινούσης της Ελλάδας ως προς το όνομά τους.

Ας απαντήσει, ωστόσο,  αυτός κι όλοι οι άλλοι ιστορικοί και φιλοσκοπιανοί του Σύριζα που θεωρούν εχθρό τον ελληνικό λαό και συγγενείς τους τους Σκοπιανούς:

Πώς, από το «η Αρχαία Μακεδονία είναι μόνο μια και είναι ελληνική, αυτό το ξέρει όλη η υφήλιος»,  φτάσαμε στις τέσσερις Μακεδονίες (και στην «Βόρεια Μακεδονία» που μονοπωλεί επ’ άπειρον πλέον τον όρο);

       Ποιοι επεξέτειναν , τεχνητά, τα βόρεια γεωγραφικά της όρια και γιατί;

Αυτό είναι το καίριο, καθοριστικό  ερώτημα και αυτό λύνει κάθε απορία.




 * Ο Αλέξανδρος Ασωνίτης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα Εκτέλεση, κυκλοφόρησε πρόσφατα απ’ τις εκδ. Πατάκη. Συντονίζει την σχολή σεμιναρίων Ανοιχτή Τέχνη.


Αλέξανδρος Ασωνίτης

Κάποιες προσθήκες: Τέλη Ιουνίου 1941 απελευθερώθηκαν 26, όχι 27, βουλγαρόφωνοι/βουλγαρόφρονες κομμουνιστές, που οι Βούλγαροι θεωρούσαν «Μακεδόνες», ΄Ελληνες πολίτες. Μεταξύ τους κι ο Ανδρέας Τσίπας, που διετέλεσε και βραχύβιος γραμματέας του ΚΚΕ. Τον καθαίρεσαν ως πότη και λούμπεν στοιχείο και πήγε στην Σόφια, μεσούσης της Κατοχής. Επανήλθε κατά τον Εμφύλιο. Κάποιοι εξ αυτών έγιναν αργότερα μέλη της Σνοφ (μάλλον τότε πρωτοχρησιμοποιήθηκε ο όρος «Σλάβομακεδόνας») και Νοφ (κι ο Τσίπας). Η επίδρασή τους στην έναρξη του εμφυλίου δεν είναι αμελητέα Η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία ήταν παράστημα της Γ Διεθνούς που την ίδρυσε το 1920, με έδρα την Βιέννη και χρηματοδοτούσε και έλεγχε σε αυτή την φάση το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ). Ο Κομιτατζής λέγεται Τσακαλάρωφ κι όχι Τσακαράλωφ και ο Έγκελς Ένγκελς. Αβλεψίες, συγγνώμη.




Τρίτη 18 Ιουνίου 2019


ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑ
ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΩΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ
ΔΥΟ ΒΟΥΝΩΝ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ
(2019)

(Πολυέλεος, Ἡ Ὑπεράρχιος Θεότης)




Ἡ ὑπεράρχιος Θεότης, Πατήρ ὁ ἀγέννητος, Υἱός ὁ γεννητός καί Πνεῦμα τό ἐκπορευτόν, ἡ ἐν μονάδι εὐσεβῶς προσκυνουμένη Τριάς ἁγία, δόξα Σοι.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019


Ἅγιον Πνεῦμα καί Χριστιανική ἑνότης


Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,
Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




   1. Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν
Ἕνα εὔκολο –καὶ πρόχειρο– ἐπιχείρημα, γιὰ νὰ ὑποστηριχθεῖ ἡ συγγένεια τῶν Μεγάλων Θρησκειῶν (Θρησκευμάτων ὀρθότερα), εἶναι ἡ ἀναφορὰ σὲ ἕνα Θεό, πού ἀπὸ κοινοῦ ἀποδέχονται. Καὶ βέβαια ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας.
Ὁ ἕνας ὅμως Θεὸς θεωρεῖται ἀπὸ τὰ διάφορα θρησκεύματα μέσα ἀπὸ εἰδικὴ προοπτική, ὥστε τελικὰ νὰ διαφέρει ὁ Θεὸς ἀπὸ θρησκεία σὲ θρησκεία, καὶ τελικὰ νὰ ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν εἶναι ὁ ἴδιος Θεός, στὸν ὁποῖο ἀναφέρονται, ἀκόμη καὶ οἱ λεγόμενες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες, ἀλλὰ καὶ οἱ χριστιανικὲς «Ὁμολογίες».
Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι μὲν ἕνας, ἀλλὰ διακρίνεται σὲ Τρία Θεῖα Πρόσωπα, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ Ὁποῖα ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας, χωρὶς ὅμως νὰ γίνεται λόγος γιὰ «τρεῖς θεούς», ἀλλὰ γιὰ Ἕνα, ὅπως ὁμολογοῦμε καὶ στὸ «σύμβολο τῆς πίστεως, («Πιστεύω εἰς ΕΝΑ Θεόν…»). Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι «ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύπτεται στὴν ἱστορία, δὲν εἶναι μία μοναχικὴ ὕπαρξη, αὐτόνομη Μονάδα ἢ ἀτομικὴ Οὐσία. Εἶναι Τριάδα ὑποστάσεων, τρία Πρόσωπα μὲ ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα, ἀλλὰ καὶ κοινότητα Οὐσίας, Θέλησης καὶ Ἐνέργειας»1.
Συνοψίζοντας τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα ὁ νεώτερος πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης (†1809) καὶ ἐπαναδιατυπώνοντας τὴ μακραίωνη πατερικὴ διδασκαλία, γράφει: «Κοντά εἰς ἡμᾶς τους Ὀρθοδόξους σέβεται καί λατρεύεται εἷς Θεός τρισυπόστατος, ὃστις εἶναι μονάς ἐν ταυτῷ καί τριάς. Μονάς μέν κατά τήν οὐσίαν καί φύσιν, τριάς δέ κατά τάς ὑποστάσεις καί πρόσωπα· μονάς μέν ἀσύγχυτος καί τριάς ἀδιαίρετος· οὒτε διά τήν Μονάδα συγχεόμενος…, οὒτε διά τήν Τριάδα διαιρούμενος…»2.
Ὁ ἕνας Θεός, συνεπῶς, τῆς χριστιανικῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα στὴ Γραφὴ ὀνομάζεται καὶ Παράκλητος (Ἰω. 14,16· 15,26 κ.ἄ), ὁδηγός, παρήγορος. Τὸ ὄνομα, βέβαια, κάθε θείου Προσώπου δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν ἕνα Θεὸ καὶ τὰ τρία θεῖα Πρόσωπα. Ἡ δογματικὴ διδασκαλία δὲν ἀπορρέει ἀπὸ κάποιο φιλοσοφικὸ στοχασμὸ καὶ διανοητικὴ ἀναφορὰ στὸ Θεό. Ἀκόμη καὶ ἡ χρησιμοποιούμενη θεολογικὴ γλώσσα, παρόλο ποὺ ἔχει προέλευση φιλοσοφική, συχνὰ ἀποφορτίζεται καὶ ἀναφορτίζεται ἐννοιολογικά, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πλησιάσει τὸ θεῖο μυστήριο, χωρὶς βέβαια τὴν κατανόησή (κατάληψη) του3.
Τὰ τρία θεῖα Πρόσωπα τῆς χριστιανικῆς Πίστης εἶναι τρεῖς ἄναρχοι τρόποι ὕπαρξης τῶν ἁγιοτριαδικῶν θείων Προσώπων καὶ τῆς σχέσης μεταξύ τους. Ἑνώνονται ἀδιαίρετα στὴ μία θεία Οὐσία, ἀλλὰ ὄχι ὡς μέρη τῆς μίας θεότητας, ἀφοῦ καὶ τὰ τρία ἔχουν «ὁμοῦ», καὶ τὸ καθένα χωριστά, ὁλόκληρη τὴ μία θεία οὐσία καὶ γι’ αὐτὸ λέγονται «ὁμοούσια» μεταξύ τους. Πάλι θὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὸν ὅσιο Νικόδημο: «Εἷς Θεός ἐστιν ἡ Τριάς, μιᾷ προσκυνήσει καί λατρείᾳ προσκυνούμενος καί λατρευόμενος ὑπό πάσης κτίσεως αἰσθητῆς καί νοουμένης». Ἡ ἁγία Τριάδα εἶναι «ὁμοούσιος και ὁμοφυής καί ταυτενεργής καί παντοδύναμιος καί ἡνωμένη πρός ἑαυτήν»4. Τὰ τρία θεῖα Πρόσωπα «ἒχουσι τάς φυσικάς ἐνεργείας τῆς θεότητος… Μᾶλλον δέ καί ἀκριβέστερον εἰπεῖν μίαν καί τήν αὐτήν ἐνέργειαν ἒχουσι καί τά τρία»5.
Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Σύμφωνα μὲ ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀποκάλυψε στοὺς Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους, μέσα ἀπὸ τὴ θέωση, τὴν ἕνωσή τους μαζί Του, δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε ἢ νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόνο τὸν τρόπο ὕπαρξής Του καὶ τὶς σχέσεις τῶν ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνὸ (†πρὶν ἀπὸ τὸ 754), ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε «ὃ,τι ἦν δυνατόν ἡμῖν γνῶναι καί ἐδυνάμεθα φέρειν»6. Ἔτσι, γνωρίζουμε μὲν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὄχι τὴν οὐσία Του (τί δηλαδὴ ΕΙΝΑΙ ὁ Θεός). Τὰ ὀνόματα, συνεπῶς: Πατήρ, Υἱός, Ἅγιο Πνεῦμα δὲν δηλώνουν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν τρόπο ὕπαρξής του. Ἡ μία θεία Οὐσία παραμένει ἀδιαίρετη καὶ ἀμέριστη, παρὰ τὴ διάκριση τῶν τριῶν Προσώπων στὴν ἁγία Τριάδα.
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ αἰώνια σχέση τῶν τριῶν Προσώπων; Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος καὶ «φύσει καὶ ἀϊδίως» (αἰώνια) γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Υἱός, συνεπῶς, γεννᾶται καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὁ Πατὴρ εἶναι ρίζα καὶ ἀρχὴ-πηγὴ τῶν δύο ἄλλων Προσώπων καὶ ὁ μόνος αἴτιος τῆς ὕπαρξής τους. Γέννηση (τοῦ Υἱοῦ) καὶ Ἐκπόρευση (τοῦ Πνεύματος) διαφέρουν μεταξύ τους. Διαφορετικὰ θὰ χρησιμοποιεῖτο ὁ ἴδιος ὅρος. Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ οὐσία τῆς διαφορᾶς δὲν γνωρίζουμε, διότι ὑπερβαίνει τὴν ἀντιληπτικὴ δύναμη κάθε ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι θέμα ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ ἀποκάλυψης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν παραπάνω λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος συμπληρώνει: «Καί ὃτι μέν ἐστι διαφορά γεννήσεως και ἐκπορεύσεως μεμαθήκαμεν, τίς δέ ὁ τρόπος τῆς διαφορᾶς οὐδαμῶς»7.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ πεῖ στοὺς διανοούμενους τῆς ἐποχῆς του (Εὐνομιανούς), ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὴ σοφία τους: «Εἰπέ σύ τήν ἀγεννησίαν τοῦ Πατρός, κἀγώ τήν γέννησιν τοῦ Υἱοῦ φυσιολογήσω, καί τήν ἐκπόρευσιν τοῦ Πνεύματος, καί παραπληκτίσομεν ἂμφω εἰς Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντες» (Λόγος Θεολογικὸς Ε΄,8: «Πές μου ἐσὺ τί εἶναι ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρὸς καὶ ἐγὼ θὰ μιλήσω γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος, καὶ θὰ τρελαθοῦμε καὶ οἱ δύο μὲ τὸ νὰ σκύψουμε στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ»). Κάθε ἀθέτηση ἢ παραχάραξη ὅσων ὁ Θεὸς ἔχει ἀποκαλύψει εἶναι βλασφημία καὶ ἀπόρριψη τῆς θείας ἀποκάλυψης.
Ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα δὲν διακρίνονται μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους, διότι ἄλλος εἶναι ὁ τρόπος ὕπαρξης τοῦ Υἱοῦ καὶ ἄλλος ἐκεῖνος τοῦ Πνεύματος. Στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχουν «κοινὰ» καὶ «ἀκοινώνητα». Κάποιες «ἰδιότητες» ἀποδίδονται καὶ στὰ τρία Πρόσωπα λόγῳ τῆς κοινῆς οὐσίας τους. Τὰ κοινὰ στὰ τρία Πρόσωπα εἶναι ἡ οὐσία, ἡ ἐνέργεια, ἡ βασιλεία, ἡ θέληση, ἡ δόξα, ἡ θεότης, τὸ ἄκτιστο, τὸ ἀγέννητο, τὸ ἀπερίγραπτο, τὸ ἀνείδεο, τὸ ἀσχημάτιστο, τὸ προνοητικό, τὸ δημιουργικὸ κ.λπ. Τὸ ἀγέννητο τοῦ Πατέρα, τὸ γεννητὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸ τοῦ Πνεύματος-Παρακλήτου ἀνήκουν στὰ «ἀκοινώνητα»8. Κάθε σύγχυση στὰ ἀκοινώνητα εἶναι, πάλι, βλασφημία κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος. Στὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται σαφὴς διάκριση τοῦ ἔργου τοῦ Υἱοῦ καὶ ἐκείνου τοῦ Πνεύματος. Ὅπως εἶπε ὁ Υἱὸς (Ἰησοῦς Χριστός), ὁ Παράκλητος θὰ μαρτυρήσει γι’ Αὐτὸν (Ἰω. 15, 26), θὰ «διδάξει (τοὺς Μαθητὲς Του) πάντα» (14, 26), θὰ τοὺς ὁδηγήσει «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (16, 23). Δὲν θὰ μιλήσει «ἀφ’ ἑαυτοῦ» (16, 23), ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Χριστός, «ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (16, 14). Αὐτὴ εἶναι ἡ σχέση καὶ συμμετοχὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας.
2. Ἅγιο Πνεῦμα καὶ Ἐκκλησία
Τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀποστολή της στὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Α΄ Κορ., κεφ. 12), ἡ ἕνωση καὶ ἑνότητα τῶν Πιστῶν στὴ «δοξασμένη»-θεωμένη ἀνθρώπινη φύση (ἀνθρωπότητα) τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Χριστὸς καὶ Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα ἀδιάσπαστη καὶ ἀδιαίρετη, κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο: «Γένος ἓν Θεοῦ καί ἀνθρώπων»9. Αὐτὴ ἡ σχέση ὅμως πραγματώθηκε «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ «δοξασμένη» (κατὰ φύση ἑνωμένη μὲ τὴ θεότητα) ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐπανέρχεται στὸν κόσμο, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο (βλ. Ματθ. 28, 20: «καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἓως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»). Μία παρουσία ὅμως μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Αὐτὸ δηλώνει ἡ φράση «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στέλνεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πραγματικότητα στὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία, καὶ σὲ κάθε πιστὸ σ’ Αὐτὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ ὅλα αὐτὰ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, δίνοντας στοὺς Μαθητὲς του κάποιες περίεργες φαινομενικὰ ὑποσχέσεις. «Μικρόν καί οὐ θεωρεῖτέ με, καί πάλιν μικρόν καί ὂψεσθέ με» (Ἰω. 16, 16: Γιὰ λίγο χρόνο δὲν θὰ μὲ βλέπετε, ἀλλὰ καὶ πάλι μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο θὰ μὲ δεῖτε). Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ τὶς ἐμφανίσεις Του. «Πάλιν ἒρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν, ἳνα ὃπου εἰμι ἐγώ καί ἡμεῖς ἦτε» (Ἰω. 14, 3: Πάλι θὰ ἔλθω καὶ θὰ σᾶς παραλάβω κοντά μου, διὰ νὰ εἶσθε καὶ σεῖς, ὅπου εἶμαι ἐγώ). Ὁ Χριστός, ἀκόμη, ἀναφέρθηκε στὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Μαθητὲς θὰ γνωρίσουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ἐν τῷ Πατρί», οἱ Μαθητὲς στὸν Χριστό, καὶ ὁ Χριστὸς μέσα σ’ αὐτοὺς (Ἰω. 14, 20). Οἱ Μαθητές, συνεπῶς, καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ (οἱ Ἅγιοι), φθάνοντας στὴ θέωση (τὴν Πεντηκοστή), θὰ ἀποκτήσουν τὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, βλέποντας τὸν Χριστὸ μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς Του. Ἀκόμη ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε νὰ ἐμφανιστεῖ σ’ ὅποιον τὸν ἀγαπᾶ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς Του (Ἰω. 14, 21) καὶ θὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει μέσα του, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα (14, 23). Ὅλα αὐτὰ πραγματοποιοῦνται ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μὲ τὴν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος10. Ὅποιος φθάσει στὴ θέωση, μετέχει στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ μένει μόνιμα ἀνοικτὸ στὴν ἱστορία. Ἡ ἑνότητα τοῦ σώματός Του, ποὺ ἀναφέρει ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ Του («ἳνα ὦσιν ἓν», Ἰω. 17, 11), δὲν εἶναι κάποια συμβατική, κοσμικὴ-πολιτικὴ ἑνότητα, ὅπως ὁ ἴδιος διευκρινίζει: «Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω, ἳνα ὃπου εἰμί ἐγώ, κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἳνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν» (Ἰω. 17,24). Τότε εἶναι ἑνωμένος ὁ πιστὸς μὲ τὸν Χριστό, ὅταν βλέπει τὴν ἄκτιστη δόξα Του, τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του. Ἡ θέωση εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Ἄλλου εἴδους ἑνότητα δὲν ὑπάρχει, μὲ συμβατικὲς συμφωνίες καὶ φραστικὲς ὑποσχέσεις.
Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲν «ἱδρύεται» ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι προαιώνια στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ συνδεδεμένη μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου, τοῦ Υἱοῦ. Κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ «συγκροτεῖται» ἁγιοπνευματικὰ καὶ φανερώνεται στὸν κόσμο («γεννᾶται») ὡς σῶμα Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία, ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἁγιοτριαδικοῦ Προσώπου.
3. Πνευματομαχία
Ἡ προσπάθεια ὅμως λογικῆς κατανόησης τῆς Ἁγίας Τριάδας μὲ τὶς προϋποθέσεις τῆς (ἑλληνικῆς) φιλοσοφίας, ὁδήγησε σὲ αἱρετικὲς (δηλ. αὐθαίρετες) ἐκδοχὲς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὶς σχέσεις τῶν ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ἡ στοχαστικὴ-φιλοσοφικὴ ἀναφορὰ στὸ Θεὸ ὁδηγεῖ στὴν εἰδωλολατρία, τὴν κατασκευὴ δηλαδὴ Θεοῦ φανταστικοῦ. Ὄχι, ὅπως Ἐκεῖνος ἀποκαλύφθηκε στὴν ἱστορία, ἀλλὰ ὅπως τὸν γεννᾶ καὶ τὸν δέχεται ὁ στοχασμός μας. Στὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ ὁ στοχασμὸς ἀποδεικνύεται ὄχι μόνο ἀνίσχυρος, ἀλλὰ καὶ διαστροφικός, διότι τὸ μόνο, ποὺ μπορεῖ νὰ κάμει εἶναι ἡ προβολὴ τῶν προλήψεών μας στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ μιλοῦμε γιὰ εἰδωλολατρία, γιὰ «κατασκευὴ» Θεοῦ ἀνύπαρκτου, ποὺ λαμβάνει ὑπόσταση μόνο στὴ φαντασία μας.
Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν γιὰ τὸ Πνεῦμα καὶ τὴν ὁμοουσιότητά του μὲ τὸν Πατέρα τὴν ὁρολογία, καὶ τὰ ἐπιχειρήματα, ποὺ χρησιμοποιοῦν καὶ γιὰ τὴ σχέση τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν ταυτότητα τῆς φύσεώς τους. Μία στοχαστικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ὅμως θεώρηση τῆς σχέσης τῶν θείων ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων ὁδήγησε σὲ πλάνες, ὅπως π.χ. τοῦ Σαβελλίου (2ος -3ος αἰ.). Ὁ Θεὸς κατ’ αὐτὸν γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας, παρουσιάστηκε διαδοχικὰ στὸν κόσμο μὲ τρεῖς διάφορους τρόπους ἐνέργειας. Τὰ τρία πρόσωπα εἶναι τρεῖς διαδοχικοὶ τρόποι ἐνέργειας, τρία πρόσωπα (προσωπεῖα), τρεῖς ρόλοι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ποὺ ἐμφανίστηκε ὡς Πατέρας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὡς Υἱὸς στὴν Καινὴ καὶ ὡς Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος Σαμοσατέας (3ος αἰ.) κήρυττε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα πρόσωπο, ὁ Υἱὸς δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα ἁπλὲς ἀπρόσωπες δυνάμεις11. Οὐσιαστικὴ ὅμως διαστρέβλωση τῆς ταυτότητας τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔδωσε ἡ μεγάλη αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ (4ος αἰ.)12. Ὁ Ἄρειος καὶ οἱ ὀπαδοὶ του προσέβαλαν πρῶτα τὴ θεότητα τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποκαλώντας Τον «κτίσμα» (δημιούργημα), «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων», μὲ βάση τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία. Ἡ πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (325) ἔδωσε ἀπάντηση στὸ πρόβλημα μὲ τὴν ὁμολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ διακήρυξαν στὴ Σύνοδο, ὅπως γίνεται σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὴν πίστη ὅλων τῶν Ἁγίων, στὴν ἰσότητα καὶ ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα. Μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο διαμορφώθηκαν οἱ ἀκόλουθες ὁμάδες: Οἱ Ὁμοουσιανοὶ (ὀπαδοὶ τοῦ «ὁμοουσίου», δηλαδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι), οἱ Ὁμοιουσιανοί, οἱ Ὅμοιοι καὶ οἱ ἀκραῖοι Ἀρειανοί, οἱ Ἀνόμοιοι. Οἱ ὀνομασίες ἔχουν σχέση μὲ τοὺς χαρακτηρισμούς, ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὸν Χριστὸ (ὁμοιούσιος, ὅμοιος, ἀνόμοιος –πάντα σὲ σχέση μὲ τὸν Πατέρα).
Παράλληλα ὅμως μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρειανισμοῦ γιὰ τὸν Υἱὸ διατυπώθηκαν ἀνάλογες θέσεις καὶ γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτοὶ ὀνομάστηκαν Πνευματομάχοι. Βέβαια ὅλοι οἱ Ἀρειανοὶ ἦταν Πνευματομάχοι. Δεχόμενοι τὸν Υἱὸ ὡς κτίσμα, δέχονταν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὡς κτίσμα13. Οἱ ἀκραῖοι Ἀρειανοὶ λ.χ., οἱ ὀνομαζόμενοι Ἀνόμοιοι, ὀνόμαζαν τὸ ἅγιο Πνεῦμα «κτίσμα κτίσματος»14. Κυρίως Πνευματομάχοι ἦταν οἱ Ὁμοιουσιανοί15. Οἱ Πνευματομάχοι16 ὅμως ὀνομάζονταν καὶ Μακεδονιανοὶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τους Μακεδόνιο, ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν μία πτέρυγα τῶν Ὁμοιουσιανῶν. Στὴν Κωνσταντινούπολη οἱ Πνευματομάχοι εἶχαν ἰδιαίτερη καὶ ἰσχυρὴ ὁμάδα. Ἀπάντηση σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀντιπνευματικὲς διδασκαλίες ἔδωσε ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 381 [17] στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὴ συμμετοχὴ μεγάλων Πατέρων ἢ μὲ βάση τὴ διδασκαλία τους, ὅπως λ.χ. τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ εἶχε «κοιμηθεῖ» τὸ 379. Τὸ Σύμβολο τῆς Συνόδου αὐτῆς, ποὺ ἀπαγγέλλεται στὶς Ἀκολουθίες μας καὶ ἰδιαίτερα στὴ Θεία Λειτουργία («Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν …») εἶναι μία εὐρύτερη ὁμολογία τῆς πίστεως ἀπὸ ἐκείνη τῆς συνόδου τῆς Νικαίας18. Τὶς θέσεις τῶν Πνευματομάχων ἀπέκρουσαν καὶ ἀνέτρεψαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης) καὶ ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντίας Κύπρου Ἐπιφάνιος. Ἡ Θεολογία τους βγαλμένη μέσα ἀπὸ τὴν θεοπτικὴ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴ δική τους, ἀπέδειξε τὴν αἱρετικὴ κακοδοξία καὶ τὴν ἀρνητική της ἐπιρροὴ στὴν εὐστάθεια τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ παραπάνω Πατέρες συνέβαλαν θεολογικὰ στὴν τελικὴ διατύπωση τῆς διδασκαλίας γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα19 καὶ τὴν ἀναίρεση τῆς διδασκαλίας τῶν Εὐνομιανῶν. Ἡ τριαδολογία τους ἔγινε πανηγυρικὰ δεκτὴ στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση. Ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔθεσε τέρμα στὶς ἀρειανικὲς ἔριδες.
Τὸ Σύμβολό της προσφέρει «μία εἰδικότερη θεολογικὴ ἀνάπτυξη τῆς πίστεως γιὰ τὴ φυσικὴ θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος»20, ἀφοῦ τὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας (325) τελειώνει μὲ τὴ φράση: «Καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα», χωρὶς περαιτέρω ἀνάπτυξη. Τὰ περὶ ἁγίου Πνεύματος ἦταν, συνεπῶς, ἔργο τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς, ποὺ προσέθεσαν τὶς φράσεις: «τὸ Κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν», ποὺ δείχνουν τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ Πνεύματος μὲ τὰ ἄλλα δύο Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα «συμπροσκυνεῖται καὶ συνδοξάζεται».
4. «Ζωῆς χορηγὸς»
Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ ἔργο καὶ ἡ σημασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ τὴ θέση τους στὸν κόσμο; Θὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὴ συναφῆ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου21, ποὺ συνοψίζει τὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαιοτέρων Πατέρων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ πηγὴ (χορηγός) τῆς ζωῆς, κάθε μορφῆς ζωῆς, διότι εἶναι «ζωὴ καὶ αὐτοζωή», ὅπως καὶ ὁ Υἱός. Διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος πραγματοποιήθηκε ἡ «οὐσίωσις τῶν πάντων», ἦλθαν δηλαδὴ τὰ πάντα στὴν ὕπαρξη22. Ὁ Πατέρας δημιούργησε τὰ πάντα «δι’ Υἱοῦ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζονται «βραχίονες» (χέρια) τοῦ Πατρός. Εἶναι χαρακτηριστική, ὅσο καὶ εὔστοχη, ἡ φράση τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου (Ἰωσὴφ Ὑμνογράφος): «δακτύλῳ ἐγγέγραπται Πατρὸς ὁ Λόγος» στὴν ἄχραντη κοιλία τῆς Θεοτόκου. «Δάκτυλος» ἐδῶ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (πρβλ. Λουκ. 11, 20), ποὺ «ἐπεσκίασε» (σκέπασε προστατευτικά), κατὰ τὸ λόγο τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, τὴν Παναγία (Λουκ. 1, 35).
Τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κυρίως ἡ πηγὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς (ἁγιοπνευματικῆς, ὅπως ὀνομάζεται), διότι εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνια, ποὺ κερδίζει ὁ πιστὸς μὲ τὴ συνέργειά του μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὡς χορηγός τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ Παράκλητος εἶναι «πηγὴ τῶν χαρισμάτων»23.
Τὰ χαρίσματα, ποὺ χορηγεῖ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι «ἄπειρα, καὶ ἀπειράκις ἄπειρα», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο24, «διαιροῦνται δὲ ἀδιαιρέτως καὶ διὰ τοῦτο γίνονται χωρητὰ εἰς τὴν κτίσιν»25, «διαμοιράζονται δὲ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως»26, ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὴ δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐξ ἄλλου, τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ κύριος συντελεστὴς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ «θεωρία», ἡ «θεοπτία», ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τῆς Θεότητος, ποὺ φέρεται καὶ μὲ τὰ ὀνόματα «δοξασμὸς» καὶ «θέωση»27. Ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, ὁμολογεῖ ὁ Νικόδημος, εἶναι τὸ «μεγαλύτερον καὶ τελειότερον» ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός. Χωρὶς αὐτὴ τὴ γνώση «ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ εἶναι οὐδὲν»28. Μένουν δηλαδὴ χωρὶς σημασία. Ἡ γνώση ὅμως τοῦ Θεοῦ (θεογνωσία) τότε εἶναι δυνατή, ὅταν ὁ πιστὸς μὲ τὸν πνευματικό του ἀγώνα (ἄσκηση τῶν ἀρετῶν) ἀναδειχθεῖ σὲ «κατοικητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος», μιμούμενος τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Ἁγίων. Αὐτὸ σημαίνει συνέργεια μὲ τὸν Θεό, ἀρχὴ τῆς ὁποίας εἶναι «ἡ κάθαρση τῆς καρδίας» ἀπὸ πάθη καὶ λογισμούς, ποὺ «ὡσὰν νέφαλα σκοτίζουσι τὸν νοῦν (=τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς, ὄχι τὴ διάνοια) καὶ δὲν ἀφήνουν νὰ λάμψη εἰς αὐτὸν ἡ ἀκτὶς τοῦ φωτιστικοῦ Παναγίου Πνεύματος»29. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὡς ἀπόλυτη προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας, ἀποκτᾶται «διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, καὶ μάλιστα τῆς ἀγάπης»30. Αὐτὴ εἶναι κατὰ τὸν Νικόδημο, ἡ μοναδικὴ σωτηριολογικὴ βάση σύνολης τῆς ὀρθοδοξοπατερικῆς παράδοσης. Ἡ καρδιὰ γίνεται ἔτσι κατοικητήριο («ναός», Α΄ Κορ. 3, 16) τοῦ ἁγίου Πνεύματος, «μὲ τὴν προσοχὴν καὶ τὴν ἐν καρδίᾳ ἐπιστροφὴν τοῦ νοὸς καὶ μὲ τὴν «νοεράν προσευχὴν» («Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με»). Ἡ προσευχὴ αὐτή, μὲ τὴν ἄσκηση, γίνεται «ἀδιάλειπτη», μέσα στὴν καρδιὰ (Α΄ Θεσσ. 5,17).
Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ὁ ἀκατάλυτος σύνδεσμος πνευματικότητας καὶ σωτηρίας. Χωρὶς τὴν «μυστικὴν ἐνέργειαν καὶ λατρείαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ καρδίᾳ», μένουν «ἐλλειπεῖς ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου»31. Ἡ παρουσία καὶ προσευχητικὴ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ βεβαίωση τῆς χριστιανικότητάς του. Τότε ὁ χριστιανὸς εἶναι πραγματικὰ «πιστός». Αὐτὴ εἶναι ἡ «τελεία» ἢ «ἐνδιάθετος» πίστη, διότι τὸ «ἐλπιζομένον» (ἡ ἄκτιστη χάρη) ἐνοικεῖ μέσα στὴν καρδιά, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πίστις ἐστὶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11, 1). Γι’ αὐτὸ συμπληρώνει ὁ Νικόδημος: «Ὅποιος δὲν ἔχει εἰς τὴν καρδίαν του τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐνεργητικῶς καὶ ἐμφανῶς, αὐτὸς δὲν εἶναι μαθητὴς καὶ οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ»32. Ὁ Νικόδημος ἐπαναλαμβάνει ἐδῶ τὸν Παῦλο (Ρωμ. 8, 9): «Εἴ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἒχει, οὗτος οὐκ ἒστιν αὐτοῦ», δὲν ἀνήκει στὸν Χριστό.
Τὸ ὑψηλότερο καὶ πλατύτερο ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λέγει ὁ Νικόδημος, εἶναι «τὸ χάρισμα τῆς ἱερᾶς θεολογίας»33, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «θεοπτία». Μόνον ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά του, «αὐτὸς εὐθὺς εἶναι καὶ θεολόγος, καὶ θεολόγος ἀπλανὴς καὶ ἀσφαλέστατος. Ὁ δὲ μὴ ἐνεργηθείς ἐν τῇ καρδίᾳ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, αὐτὸς ὅσα θεολογεῖ εἶναι λόγοι ἔξωθεν ἐρχόμενοι, ἐξ ἀκοῆς καὶ οὐχὶ ἐκ καρδίας ἐνεργουμένης ὑπὸ τοῦ Πνεύματος»34. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ παρατηρήσω ἐδῶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητά μου ὡς ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου τῆς Θεολογίας, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία ἐκείνων ποὺ πιστεύουμε, ὅτι τὸ πτυχίο καὶ οἱ τίτλοι τῆς σχολικῆς παιδείας ἀναδεικνύουν κάποιον Θεολόγο καὶ ὄχι ἡ ἁγιοπνευματικὴ Χάρη, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Ἐμεῖς, στὴν καλύτερη περίπτωση, εἴμαστε θεολόγοι «ἀπὸ δεύτερο καὶ τρίτο χέρι», μὲ τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ σχολιάζουμε τὶς μαρτυρίες γιὰ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων, ποὺ ἔχουν κατατεθεῖ στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ παιδεία καὶ ἡ φιλοσοφία (ἡ σχολικὴ κατάρτιση) δίνουν, στὴν καλύτερη περίπτωση, τὴ δυνατότητα ἔκφρασης καὶ χρήσης τους στὴ γλώσσα τοῦ περιβάλλοντός μας, μὲ ὑπαρκτὸ πάντα τὸν κίνδυνο διολίσθησης σὲ αἵρεση ἢ ἀκόμη καὶ στὴν ἀθεΐα.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει μία βασικὴ προσευχὴ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὕμνος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶναι τὸ γνωστό: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός. Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος, καί σῶσον, Ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν». (Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶσαι βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ, παρηγορητής, πηγὴ καὶ διδάσκαλε τῆς ἀλήθειας. Σὺ ποὺ (ὡς Θεὸς) εἶσαι παντοῦ παρὼν καὶ γεμίζεις μὲ τὴν παρουσία σου τὰ πάντα· σὺ ποὺ εἶσαι ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ χαρίζεις τὴ ζωὴ· ἔλα νὰ κατοικήσεις μέσα στὴν καρδιά μας καὶ καθάρισέ μας ἀπὸ κάθε κηλίδα ἁμαρτίας, καὶ σῶσε, Ἀγαθέ, τὴν ψυχή μας). Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ προσεύχεται ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς καὶ ἀρχίζει κάθε λειτουργική του πράξη (Ἀκολουθία).
5. Ἡ κακοδοξία τοῦ “Filioque” καὶ τὸ σχίσμα
Μεγάλη διαμάχη στὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ προκάλεσε ἡ προσθήκη στὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς φράσης “Filioque” (φιλιόκβε=καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) στὴ Δύση. Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ τὴν πίστη, ὡς Ὀρθοδοξία, μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὴ σημασία τῆς μικρῆς αὐτῆς φράσης καὶ τοῦ θορύβου, ποὺ ἔχει προκαλέσει ἡ προσθήκη της στὴ βασικὴ ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς Πίστης, τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκου μενικῆς Συνόδου (381). Τὸ ἄρθρο του γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τὴ μορφή: «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον (…), τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον», σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, στὸ Ἰω. 15, 26: «… τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται». Καμιὰ μεταβολὴ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ διανοηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴ τὴ Δύση τῶν πρώτων αἰώνων, δὲν ἀποτολμήθηκε μία παρόμοια ἐνέργεια.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων (4ος αἰ.) λ.χ., ὅπως καὶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες στὴν Ἀνατολὴ δὲν ταύτισαν τὸν ὅρο «ἐκπόρευσις» μὲ τὸν ὅρο «γέννησις», ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν Υἱό. Οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἐκφράζουν τὸν αἰώνιο τρόπο ὕπαρξης τῶν δύο ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ἡ μόνη ἐξαίρεση στὴ Δύση ὑπῆρξε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος (†430), λόγω τῶν διαφορετικῶν θεολογικῶν προϋποθέσεών του (φιλοσοφικὴ θεολόγηση).
Ὁ Αὐγουστῖνος, χωρὶς τὴ θέλησή του, ἔγινε ἡ ἀρχὴ καὶ πηγὴ αὐτῆς τῆς πλάνης. Θεωρεῖ τὸ Πνεῦμα «κοινὸ ἔρωτα (amor) Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, διότι εἶναι ἔρως, φιλία καὶ ἀγάπη Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ ἀγαπῶν τὸν Υἱόν, ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπώμενος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀγαπῶν τὸν Πατέρα, καὶ τὸ Πνεῦμα ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη, σύνδεσμος, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, πού ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τοὺς δύο». Αὐτὸ εἶναι τὸ φιλοσοφικὸ συμπέρασμα τοῦ Αὐγουστίνου, ποὺ προϋποθέτει τὴν (ἀνύπαρκτη) ἀναλογία Θεοῦ καὶ τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι μὲ βάση τὴ δική του διδασκαλία προωθήθηκε τὸ «φιλιόκβε» στὴ Δύση.
Ὁ Αὐγουστῖνος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει, γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι ἀδελφός τοῦ Λόγου (Υἱοῦ). Βέβαια τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶχε λυθεῖ ἤδη στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ ἄγνοια ὅμως τῆς Ἑλληνικῆς ἐμπόδισε τὸν ἱερὸ Πατέρα νὰ φθάσει σὲ ὀρθὰ συμπεράσματα. Ὑποστήριξε δέ, ὅτι τὸ θέμα θὰ βρεῖ ἀπάντηση στὴν ἄλλη ζωή! Μὴ ἐννοώντας τὴ σημασία τῆς διάκρισης οὐσίας καὶ ὑποστάσεως στὸ Θεὸ καὶ πιστεύοντας ὅτι καὶ μετὰ τὴ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ θέμα «περὶ ὑποστατικῆς ἰδιότητος τοῦ Πνεύματος» παρέμενε ἐκκρεμές, πέθανε τὸ 430 μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν εἶχε δοθεῖ ἀπάντηση, στὸ γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Ἀδελφός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ὁ π. Ἰω. Ρωμανίδης35: «Ταῦτα πάντα, διότι κατ’ αὐτὸν σκοπὸς τῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἔρευνα περὶ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀνίχνευσις τοῦ τί εἶναι γέννησις καὶ ἐκπόρευσις»36. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε ἀπορρίψει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅπως εἴδαμε. Ἂν ὅμως ὁ Αὐγουστῖνος ὑπῆρξε ὁ αἴτιος τοῦ «Filioque», ὁ μεγάλος σχολαστικὸς θεολόγος Θωμᾶς Ἀκινάτης (†1274) ἔγινε ὁ κύριος ὑποστηρικτής του στὴ Δύση.
Στὴ Δύση τὸ Filioque, μὲ βάση τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, ἐπεκτάθηκε ἀρχικὰ στὴν Ἱσπανία, γιὰ τὴν ἰσχυροποίηση τῆς θέσης τοῦ Υἱοῦ στὴν ἁγία Τριάδα καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἐκεῖ Ἀρειανῶν. Τὸ 547 ἔγινε ἡ προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς τοπικῆς συνόδου τοῦ Τολέδο καὶ τὸ 589, ἴσως, καὶ στὸ σύμβολο τῆς Κωνσταντινουπόλεως37. Κατὰ τὶς φραγκικὲς πηγὲς ζήτημα προκλήθηκε ἀπὸ κάποιο Φράγκο μοναχὸ Ἰωάννη στὰ Ἱεροσόλυμα, σὲ φραγκικὸ μοναστήρι στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ 808, μὲ βάση τὸ «φραγκικὸ ἔθιμο», ἔψαλαν τὸ σύμβολο μὲ τὴν προσθήκη. Οἱ Ρωμαῖοι (ἑλληνορθόδοξοι) μοναχοὶ κατηγόρησαν τοὺς Φράγκους ὡς αἱρετικούς. Τὸ 809 ὅμως ὁ Καρλομάγνος (†814) συνεκάλεσε σύνοδο τῆς φραγκικῆς Ἱεραρχίας στὸ Ἀκυΐσγρανον (Ἄαχεν-Aix la Chapelle) καὶ θέσπισε ὡς δόγμα πίστεως τὴν προσθήκη, ποὺ εἶχε γίνει ἤδη περὶ τὸ 780, ἀφορίζοντας τούς μὴ συμφωνοῦντες. «Παραδόξως τὰ Πρακτικὰ δὲν σώζονται» παρατηρεῖ ὁ π. Ρωμανίδης38.
Κύριο ἐπιχείρημα τῶν Λατίνων ἦταν –καὶ εἶναι– ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ἐκ τοῦ Πατρὸς» καὶ ἔχει πάντα τὰ τοῦ Πατρὸς καί, «ὡς ἀρχὴ ἐκ τῆς ἀρχῆς», ἐκπορεύει, «ὡς μία μετὰ τοῦ Πατρὸς οὐσία» καὶ αὐτὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα39. Συγχέεται ὅμως ἔτσι ἡ αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν «ἐν χρόνῳ» ἀποστολὴ καὶ πέμψη Του ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ (Ἰω. 15, 26). Ἡ φτώχεια, μάλιστα, τῆς λατινικῆς γλώσσας ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς, ὅπως θὰ τονίσει ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (†1472), ἐπέτρεπε στὴ Δύση διπλὴ χρήση τοῦ ρήματος procedere, καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ἐκπόρευση καὶ γιὰ τὴ χρονικὴ πέμψη τοῦ Πνεύματος.
Βέβαια ὁ Καρλομάγνος στὴν ἀποδοχὴ καὶ δογματοποίηση τοῦ «φιλιόκβε» εἶχε καὶ μία σοβαρὴ πολιτικὴ σκοπιμότητα. Τὴ χρήση τῆς προσθήκης ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἐναντίον τῶν «Γραικῶν», τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων, καὶ τὴ διευκόλυνση τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Καρλομάγνος πρῶτος σχεδίασε μία «Ἑνωμένη Εὐρώπη» ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Φράγκων. Συνεχιστὴς τοῦ σχεδίου αὐτοῦ θὰ εἶναι ἀργότερα ὁ Ναπολέων. Τὰ ἔργα «contra Graecos» (Κατὰ Γραικῶν), ποὺ ἐμφανίσθηκαν αὐτὴ τὴν περίοδο προωθοῦσαν τὸ σχέδιο τοῦ Καρλομάγνου γιὰ τὴν ἀποστασιοποίηση τῶν Ρωμαίων (Ὀρθοδόξων) τῆς Δύσης ἀπὸ ἐκείνους τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ προσθήκη τοῦ «Φιλιόκβε» στὸ ἱερὸ Σύμβολο τὸ 809 εἶναι αἵρεση καὶ βλασφημία κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος, ὡς καὶ ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ
ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ Δυτικοὶ Ρωμαῖοι (Ὀρθόδοξοι) οὐδέποτε δέχθηκαν τὴν προσθήκη. Παράδειγμα κλασικὸ ὁ πάπας Λέων Γ΄(†816), ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν δογματοποίηση τοῦ «Φιλιόκ βε», τοποθέτησε δύο ἀργυρὲς πλάκες στὴ θύρα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης μὲ τὸ Σύμβολο στὸ πρωτότυπο ἑλληνικὸ (Β΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ στὴ λατινικὴ μετάφρασή του χωρὶς τὴν προσθήκη, μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Ταῦτα Λέων ἒθηκα δι’ ἀγάπην και  φύλαξιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»40. Τί ἄλλο ἀποδεικνύει ἡ ἀποδοκιμασία ἀπὸ τὸν Λέοντα Γ΄ τῆς προσθήκης παρὰ τὸ ὅτι ὑπῆρχε ἡ συνείδηση τοῦ τελεσίδικου τοῦ Συμβόλου τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τοῦ ἐγκλήματος τῆς ἀθέτησής του; Ἀλλὰ καὶ ἡ Η΄ (γιὰ τὴν Ἀνατολὴ) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ ἔτους 879 ἐπὶ Μ. Φωτίου καταδίκασε πανηγυρικὰ τὴν αἵρεση τοῦ «φιλιόκβε», δηλώνοντας ἔτσι τὴ συνεχιζόμενη ταύτιση καὶ συμφωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολῆς καὶ Δύσης41. Ὁ ὀρθόδοξος Πάπας Ἰωάννης Η΄(†882) μὲ ἐπιστολή του καὶ διὰ τῶν ἀντιπροσώπων του καταδίκασε τὴν προσθήκη ὡς αἱρετική, σὲ συμφωνία μὲ τὸν Μ. Φώτιο καὶ τὴν Ἀνατολή. Ἐνῶ ὅμως στὴ Δύση ἡ προσθήκη ἐπιβλήθηκε ὡς δόγμα πίστεως, στὴν Ἀνατολὴ οὐδέποτε ἔγινε δεκτὸ τὸ «φιλιόκβε». Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸν 18ο αἰώνα ὁ ἐπίσκοπος Ἠλίας Μηνιάτης (†1714), ὁ ὁποῖος διερωτᾶται γιὰ τὸν λόγο τῆς προσθήκης: «Ποία ἀνάγκη ἦταν καὶ ἐσάλευσαν τὸ ἅγιον σύμβολον, τὸ ὁποῖον διὰ τόσους αἰῶνας ἐφύλαξεν εὐλαβῶς ἀσάλευτον καὶ ἀπαράλλακτον ἡ Ἐκ κλησία τοῦ Χριστοῦ;»42. Καὶ συμπληρώνει: «Τὸ ἅγιον Σύμβολον εἶναι καὶ κανὼν καὶ γνώμων τῆς πίστεως, ἀλλ’ ὁ κανὼν καὶ γνώμων πρέπει νὰ εἶναι ἀσάλευτος», ἐπαναλαμβάνοντας κατὰ λέξη τὸν Μ. Βασίλειο (Λόγος Κατ’ Εὐνομίου). Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ μεγαλύτερος ἐκκλησιαστικὸς ρήτορας τῆς περιόδου τῆς δουλείας διατυπώνει τὴ μόνιμη πίστη καὶ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.
Τὸ «φιλιόκβε» μαζὶ μὲ τὸ «παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας» ὑπῆρξαν τὰ κύρια αἴτια τοῦ σχίσματος Ἀνατολῆς καὶ Δύσης (867 καὶ ὁριστικὰ τὸ 1054)43. Ὁ Μ. Φώτιος, ποὺ πρῶτος ἀντιμετώπισε στὴν Ἀνατολὴ τὸ ζήτημα τῆς προσθήκης καὶ διδασκαλίας τοῦ φιλιόκβε στὸ κλασικὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας»44, τὸ χαρακτηρίζει «ἄθεον γνώμην», «κιβδήλευμα τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου», «καινὴν δυσσέβειαν», «ὑπερβολὴν βλασφημίας» κ.λπ. Ὁ πατριάρχης Φώτιος συνέλαβε τὴ βαρύτητα τῆς βλασφημίας καὶ τῆς πρωτοφανοῦς θρασύτητας στὴν ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 15, 26). Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Μ. Φωτίου παραμένει γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ πηγὴ κάθε θεολογικῆς ἀντιμετώπισης τῆς κακοδοξίας αὐτῆς μέχρι σήμερα. Καὶ δὲν ἔλειψαν, βέβαια, οἱ λατινόφρονες (φιλενωτικοὶ) καὶ στὴν Ἀνατολή, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀμβλύνουν τὴ σημασία τοῦ φραγκικοῦ δόγματος, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν, βάσει ἑνὸς δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, σὲ συμβιβαστικὲς λύσεις. Τὴν ἀπάντηση ὅμως ἔχει δώσει ὁ μεγαλύτερος δογματολόγος μας τοῦ 20οῦ αἰ. π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Τὸ λατινικὸ Filioque –γράφει– εἶναι ὄχι μόνον σοφιστεία, ἀλλὰ καὶ σαφὴς αἵρεσις καὶ ἀνατροπὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῶν Πατέρων αὐτῶν»45.
6. Τὸ «φιλιόκβε» καὶ ὁ ἑνωτικὸς Διάλογος
Τὸ «Φιλιόκβε» εἶναι τὸ βασικὸ θέμα, αἰῶνες τώρα, τῶν ἑνωτικῶν Διαλόγων τοῦ φθίνοντος Βυζαντίου, ὅσο καὶ τῶν θεολογικῶν Διαλόγων τῆς ἐποχῆς μας46. Στὶς ἑνωτικὲς συνόδους μετὰ τὸ σχίσμα (11ος-15ος αἰ.) ἡ λατινοφραγκικὴ κακοδοξία εἶχε πάντα ἀπόλυτη προτεραιότητα, συνδεόμενη πάντα μὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο, ποὺ παράγει μόνιμα τὴν αὐθαιρεσία καὶ ἀδιαλλαξία τῆς παπικῆς πλευρᾶς. Καὶ στὴν τελευταία σύνοδο τῆς περιόδου αὐτῆς (1438/39, Φερράρας-Φλωρεντίας) τὸ φιλιόκβε καὶ τὸ πρωτεῖο ἦταν τὰ κύρια θέματα, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο στὴν πραγματοποίηση τῆς ἑνώσεως.
Τὸ δόγμα τοῦ «φιλιόκβε» μένει, ὅπως εἶναι εὐνόητο, τὸ μεγάλο πρόβλημα, καὶ ἡ ἀπόρριψή του βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπανένωση τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου. Εἶναι δὲ περίεργο, ὅτι ἡ Διαμαρτύρηση (Προτεσταντισμός), ἐνῶ ἀπέρριψε τὸ παπικὸ πρωτεῖο, κρατεῖ μέχρι σήμερα τὴν πλάνη τοῦ «φιλιόκβε», ὡς ἕνα εἶδος «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος» τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐξ ἄλλου, ἐπιμένει στὸ δόγμα αὐτό, ἀνυποχώρητα, ἐνῶ ἤδη ὁ ἀείμνηστος οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τὸ χαρακτήρισε «μὴ κώλυμα» στὴν πορεία τῆς ἑνότητας. Κανεὶς διάλογος ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμένει ἐπιτυχῆ ἔκβαση, ἂν δὲν ὑπάρξει ὁμοφωνία, στὴ βάση τῆς ἁγιογραφικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως, στὸ ζήτημα τοῦ «φιλιόκβε», ποὺ ἀποτελεῖ βλασφημία, ὡς ἀλλοίωση τοῦ ἀπολύτου θεμελίου τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πίστη στὴν Ἁγία Τριάδα.
Βέβαια, τὸ ἐρώτημα εἶναι: Γιατί ἡ ἐπιμονὴ αὐτὴ ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ, ἀφοῦ ὑπάρχει τὸ ἀπαράβατο θεμέλιο τῆς Ἀλήθειας ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ Ἰω.15,26: «Τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»; Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι σημαντικὴ μία ἐπισήμανση τοῦ Ἠλία Μηνιάτη: «Ἐρωτηθέντες εἰς τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ σύνοδον οἱ Δυτικοὶ περὶ τῆς προσθήκης ταύτης, οἰκονομικῶς (=κατ’ οἰκονομίαν) ἀπεκρίθησαν πώς τὴν ἔκαμαν· καὶ οἰκονομικῶς τοὺς ἀνταπεκρίθη ὁ Ἐφέσου ἔπρεπε νὰ τὴν ἐβγάλωσιν, ἐπειδὴ καὶ προξενεῖ τόσον σκάνδαλον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν»47. Ἡ εὐκταία καὶ εὐλογημένη ἕνωση μπορεῖ νὰ καταστεῖ δυνατή, ὅταν ὁ Χριστιανικὸς κόσμος ἐπιστρέψει στὴ βάση, ποὺ ἔθεσε γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν Βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4,5). Μόνο οἱ λατινόφρονες τοῦ Βυζαντίου καὶ οἱ φιλενωτικοὶ-λατινίζοντες τῆς ἐποχῆς μας τάσσονται ὑπὲρ τοῦ «φιλιόκβε» ἢ προσπαθοῦν νὰ ἀποδυναμώσουν τὴ σημασία του, γιὰ νὰ διευκολύνουν τὸν Διάλογο.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προσφυέστατα θεωρεῖ, ὅτι «ὑπάρχει κάτι τὸ δαιμονικὸν εἰς τὴν ψυχοσύνθεσιν τῶν ἀπογόνων τῶν Φραγκολατίνων ἔναντι τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων Πατέρων». Χαρακτηρίζει δὲ «παράδοξον» τὸ ὅτι «οἱ σημερινοὶ Δυτικοὶ δέχονται, ὅτι οἱ ἀγράμματοι Φράγκοι ἐγνώριζαν καλύτερα ἀπὸ τοὺς Ἑλληνορωμαίους τοὺς Ρωμαίους Πατέρας, ὡς καὶ τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων»48. Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι σπουδαῖοι σύγχρονοι ὀρθόδοξοι Θεολόγοι θεωροῦν τὴν προσθήκη κύρια αἰτία τοῦ σχίσματος, ὅπως λ.χ. ὁ σέρβος ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (†1979), ὁ ρουμάνος καθηγητὴς π. Δημήτριος Στανιλοάε, ὁ ρῶσος πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητὴς π. Γεώργιος Φλορόφσκυ (†1977), ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ, ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης κ.π.ἄ. Χωρὶς λοιπὸν τὴν ἀπόρριψη τοῦ «φιλιόκβε» καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ποὺ συμπορεύονται, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἀληθινὴ καὶ βιώσιμη ἕνωση.
Βέβαια καὶ σήμερα χρησιμοποιεῖται στὸ Διάλογο ἡ παλαιὰ μέθοδος τῆς σχετικοποίησης τῶν προβλημάτων καὶ τῆς διὰ τεχνασμάτων παράκαμψής τους. Οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς εἶναι πρόθυμοι, ὅπως δηλώνεται καὶ ἐφαρμόζεται συχνά, νὰ δεχθοῦν καὶ τὰ δύο σύμβολα, σὲ μία συμπληρωματικὴ σχέση μεταξύ τους, γιὰ τὴν ἐξασφάλιση μίας συμβιβαστικῆς λύσης. Ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης» ἄλλωστε, μετὰ τὴ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο (1962-1965) καὶ τὴν ἀποδοχή του ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἐπεκτεινόμενος καὶ στὸν Διάλογο τῆς πίστεως, ἐπιτρέπει κάθε εἴδους ὑποχωρήσεις (ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων) γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς ἑνωτικῆς πορείας, κάτι ποὺ κατὰ κόρον ζοῦμε στὶς μέρες μας, στὰ ὅρια τῆς νεοεποχίτικης εἰρηνολογίας. Ἔτσι, δὲν εἶναι περίεργο γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς (ἀνατολικοὺς καὶ δυτικοὺς) νὰ ἀπαγγέλλεται τὸ ἱερὸ Σύμβολο ἑλληνικὰ χωρὶς τὴν προσθήκη καὶ λατινικὰ μὲ τὸ «φιλιόκβε». Αὐτὸ σημαίνει κατὰ τὸ λαϊκὸ θέατρο: «Καὶ σὺ ἔχεις δίκιο, καὶ αὐτὸς δὲν ἔχει ἄδικο»!
Ὁ θεολογικὸς διάλογος μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἄρχισε ἐπίσημα τὸ 1980. Τὸ 1982 (Μόναχο) βασικὸ θέμα τοῦ διαλόγου ἦταν: «Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Εὐχαριστίας ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἀντώνιο Παπαδόπουλο: «Ἡ περὶ ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία διατυπώθηκε ὀρθοδόξως χωρὶς περαιτέρω ἀνάπτυξη. Ἀφέθηκε γιὰ τὸ μέλλον, μὲ πολλὰ σχόλια ἀπὸ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους, κυρίως ἀπὸ τοὺς δεύτερους, ἀρνητικὰ»49. Ὁ πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σὲ λόγο του (29 Ἰουνίου 1995) στὴ Ρώμη, ἐνώπιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ζήτησε νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἡ «περὶ τοῦ Filioque πατροπαράδοτος διδασκαλία, ἡ περιεχομένη εἰς τὴν λειτουργικὴν διατύπωσιν τοῦ λατινικοῦ «Πιστεύω», ὥστε νὰ φωτισθεῖ ἐντελῶς ἡ τελεία ἁρμονία πρὸς ὅσα ἡ συνελθοῦσα ἐν Κων/λει τὸ 381 Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁμολογεῖ εἰς τὸ σύμβολον αὐτῆς…»50. Ὁ πολὺ καλὸς
γνώστης ὅμως τῶν πραγμάτων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, π. Νεῖλος Βατοπαιδινός, καθηγητὴς Πανεπιστημίου (νομικός), διακρίνει μία τάση ὑπέρβασης τῆς ἀρχαίας πολεμικῆς γιὰ τὸ «φιλιόκβε». «Οἱ παπικοὶ δηλώνουν ἐπίσημα, ὅτι ἡ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου μὲ ἢ χωρὶς τὸ «φιλιόκβε» σημαίνει ὅτι ὁμολογεῖται ἡ ἴδια ὀρθόδοξη πίστη» (!). Εὔστοχα ὅμως ὁ π. Νεῖλος ἐπισημαίνει: «Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ τείνουν νὰ παρακάμψουν τὸ ζήτημα τοῦ Filioque, ἀνατρέχοντας στὴν πιὸ σύντομη ἀναφορὰ στὸ ἀποστολικὸ σύμβολο»51. Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβω τὸ γνωστὸ «καὶ ἡ πίττα ἀφάγωτη καὶ ὁ σκύλος χορτάτος»!
Ἀνάλογη μεθόδευση γίνεται καὶ στὸ ζήτημα τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ποὺ ἀναζητεῖται κατάλληλη «φόρμουλα», γιὰ νὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τὶς κατὰ τόπους ὀρθόδοξες συνόδους γιὰ τὴν ἐπιβολή του καὶ στὴν Ὀρθοδοξία. Κάθε «ἕνωση» ὅμως, ποὺ θὰ παραθεωρήσει ἢ θὰ ἀποδυναμώσει τὴν Πίστη, θὰ εἶναι ψευδένωση, καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία. Καὶ ἐνῶ ἡ ἕνωση στὸ θεμέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων πρέπει νὰ εἶναι τὸ κύριο μέλημα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, μὲ τὴν ἐφαρμοζόμενη σήμερα μεθόδευση γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς νεοεποχίτικης πανθρησκείας, θὰ ἀναγκάζονται παπικοὶ καὶ σύγχρονοι λατινόφρονες νὰ θέτουν τὸ κρίσιμο ἐρώτημα: «Ὁ Μάρκος (Εὐγενικὸς) ὑπέγραψε;». Διότι χωρὶς τοὺς «Μάρκους», τοὺς ἀληθεῖς φορεῖς τῆς Πίστεως, θὰ συνεχίζεται, δυστυχῶς, ἡ φενάκη τῆς Ψευδοσυνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας (1438/39).


Παραπομπές:
1. Χρήστου Γανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς Πίστης, Δόμος, Ἀθήνα 1983, σ. 39.
2. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλῖμαξ…, Ἐν Βόλῳ 19562, σ. 41 (Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Πνευματολογικὲς Ἐπισημάνσεις, εἰς τὴν «Νέα Κλίμακα» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, στὸ: π. Γ.Δ.Μ. Λόγος ὡς Ἀντίλογος – Θεολογικὰ δοκίμια, Ἁρμός, Ἀθήνα 1992, σ. 61-69).
3. Παρατηρεῖ καὶ ὁ Χρ. Γιανναρᾶς γιὰ τὰ «δόγματα» (διδασκαλία) τῆς Ἐκκλησίας: «Δὲν ἔχουν σχέση μὲ φιλοσοφικὰ προβλήματα, δὲν φιλοδοξοῦν νὰ ἀπαντήσουν σὲ θεωρητικὰ ἐρωτήματα, οὔτε ἀντλοῦν ὅρους καὶ ἔννοιες ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς φιλοσοφίας». Ὅπ. π., σ. 42.
4.Ὅπ. π., σ. 29.
5. Στό ἴδιο, σ. 245.
6. Βλ. Ἰω. Ν. Καρμίρη, Σύνοψις τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1957, σ. 15 ἑπ.
7. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως Ι,8 (PG 94.824).
8. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α´, Θεσσαλονίκη 20096, σ. 292.
9. PG 52, 789.
10. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, ΕΝΟΡΙΑ: Ὁ Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, Ἐκδ.: Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 20113, σ. 13 ἑπ.
11. Ἀρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθήνα 19592, σ. 167 ἑπ.
12. Γιὰ τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ἀρειανισμὸ (4ος αἱ.) βλ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, ὅπ. π., σ. 172 ἑπ. καὶ Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Α´, Ἀθήνα 1992, σ. 470 ἑπ.
13. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ὅπ. π., σ. 200.
14. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, PG 69, 56.
15. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, ὅπ. π., σ. 200.
16. Βλ. Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ αἱ προϋποθέσεις τῆς Πνευματολογίας αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1980, σ. 15 ἑπ. , σ. 29 ἑπ. Γιὰ τὴν ἀντιπνευματομαχικὴ γραμματεία βλ. σ. 64 ἑπ .
17. Γιὰ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐκτενῆ ἀναφορὰ βλ. στοῦ Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, ὅπ. π., σ. 518 ἑπ. καὶ γιὰ τὸ Σύμβολὸ της, σ. 532 ἑπ.
18. Βλ. Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, ὅπ.π., σ. 539.
19. Στό ἴδιο, σ. 512 ἑπ.
20. Στὸ ἴδιο, σ. 537.
21. Βλ. παραπάνω, σημ. 2.
22. Νέα κλῖμαξ , σ. 132 ἐπ.
23. Στὸ ἴδιο, σ. 169 ἑπ.
24. Σ. 268.
25. Σ. 171.
26. Σ. 174.
27. Σ. 189.
28. Σ. 183.
29. Σ. 188.
30. Σ. 189.
31. Σ. 136.
32. Στό ἴδιο.
33. Σ. 332, 335.
34. Σ. 335.
35. Ὅπου π., σ. 305, 339 ἑπ.
36. Στὸ ἴδιο. Καὶ ὁ (καὶ) Θεολόγος τοῦ 18ου αἰ. Βικέντιος Δαμοδὸς θεωρεῖ τὸν ἱ. Αὐγουστῖνο πηγὴ τῶν κακοδοξιῶν τοῦ «Φιλιόκβε» καὶ τοῦ «Προορισμοῦ» (praedestinatio), τὸν δικαιολογεῖ ὅμως: «Οὐ διὰ τοῦτο ἦν αἱρετικὸς ὁ Αὐγουστῖνος, διότι οὐκ εἶπεν ἐκεῖνα ἀντιμαχόμενος τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ …» (Χειρόγραφο Βατοπαιδίου, 99, σ. 286β).
37. Βλ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σ. 309, 344, 779. Ἡ
λατινικὴ μορφὴ τοῦ Συμβόλου μὲ τὴν προσθήκη εἶναι: “procedit ex Patre filioque”.
38. π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου, ὅπ. π. σ. 317.
39. Στό ἴδιο, σ. 296.
40. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, ὅπ. π., σ. 299.
41. π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου, Ὅπ. π., σ. 314.
42. Ἠλία Μηνιάτη, Πέτρα σκανδάλου, Ἀθῆναι 1969, (Ἐπιμέλεια π. Κ. Γκέλη), σ. 138.
43. Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, Ἡ αἵρεσις τοῦ Filioque, τ. Α´, Ἀθῆναι 1972, σ. 211-215.
44. PG 102, 280 ἑπ. Βλ. Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Ἀναφορὰ εἰς τὴν πνευματολογία τοῦ Μ. Φωτίου, στὸ Τόμο: «Ἡ προσωπικότητα καὶ ἡ Θεολογία τοῦ Μ. Φωτίου», ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2011, σ. 125-133.
45. Ὅπ. π., σ. 296.
46. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἑνωτικὲς προσπάθειες μετὰ τὸ Σχίσμα καὶ ὁ σημερινὸς Διάλογος τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰδίου: Ὁ Ῥωμηὸς καὶ τὸ θαῦμα, Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σ. 57-92.
47. Ὅπ. π. , σ. 141. Καί προσθέτει σὲ ἄλλο σημεῖο (σ. 138): «Ἂς μὴ εἶναι προσθήκη, ἂς εἶναι ἐξήγησις, καθὼς αὐτοὶ λέγουσι».
48. Ὅπ. π., σ. 314.
49. Ἀντωνίου Παπαδοπούλου, Ὁ Διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Νεώτερες ἐξελίξεις σχετικῶς μὲ τὴν Οὐνία, στὰ Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, τ. Β´ Διαψεύσεις, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 557-564 (ἐδῶ: σ. 559).
50. Στὸ ἴδιο.
51. Ἱερομονάχου Νείλου Βατοπαιδινοῦ, Παπισμὸς καὶ Οἰκουμενισμός, στὰ προηγούμενα Πρακτικὰ…, σ. 149-156, (ἐδῶ: σ. 153). Τὸ λεγόμενο «Ἀποστολικὸ» εἶναι σύμβολο ἀπὸ τὸν 6ο -7ο αἰ. στὴ Δύση μὲ εὐρεῖα χρήση ἐκεῖ. Βλ. Ἰω. Ν. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α´ Ἐκκλησίας , Ἀθῆναι 19602, σ. 35 ἑπ.