Ἀπεγνωσμένες προσπάθειες γιά νά "ὀρθοδοξοποιηθοῦν"
τά αἱρετίζοντα Κείμενα τῆς Μεγάλης Συνόδου
Ἀπορριπτέο ἀπό ὀρθοδόξου ἀπόψεως
τό ''ὑπερασπιστικό" Ὑπόμνημα
τοῦ Σεβ. Μεσσηνίας
● Προφανής ἡ προσπάθεια προασπίσεως καί διασώσεως τοῦ οἰκουμενιστικοῦ
πυρῆνος τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου τῆς Μεγάλης Συνόδου περί τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθ. Ἐκκλησίας
μετά τῶν αἱρετικῶν
● Εὐδιάκριτη, παρά τήν ἀντιφατικότητα καί τή θεολογική διγλωσσία
τοῦ ὑπομνηματικοῦ κειμένου, ἡ ἀποφυγή σαφοῦς ὀρθοδόξου ὁμολογίας
Ὅσο πλησιάζει ὁ χρόνος συγκλήσεως τῆς φερομένης ὡς Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου, τόσο αὐξάνει καί ἡ ἀγωνία τῶν θιασωτῶν αὐτῆς. Ἡ ἔντονη κριτική,
ἡ ὁποία ἀσκεῖται ὑπό ἀρκετῶν ἐγκρίτων Θεολόγων (Πανεπιστημιακῶν ἤ μή, Κληρικῶν,
μοναχῶν ἤ λαϊκῶν) σέ μία σειρά θεμάτων περί τήν σύγκληση αὐτῆς καί κυρίως τά
προσυμπεφωνημένα Κείμενά της, ἐπιτείνει τήν ἀνησυχία καί ἐνισχύει τόν φόβο τους
γιά τό ἐνδεχόμενο κάποιας ἐμπλοκῆς.
Διότι, μπορεῖ ἡ προεγκεκριμμένη καινοτόμος διαδικασία λειτουργίας αὐτῆς
καί λήψεως τῶν ἀποφάσεών της νά ἔχει ἤδη ἀποκλείσει πολλά, ἄν ὄχι ὅλα, τά δυσάρεστα
γιά τούς διοργανωτές της ἐνδεχόμενα, πάντοτε, ὅμως, παραμένει ἀνοικτό τό ζήτημα
τῆς ἐκφράσεως διαφωνιῶν ἤ καί ἀπορρίψεως ἐπιμάχων θέσεων, ἱκανῶν νά ἐκπέμψουν "ἀρνητικά"
μηνύματα καί νά προκαλέσουν ἀνάλογες ἐπιπτώσεις.
Κοινός τόπος τῆς κριτικῆς ὅσων ἀμφισβητοῦν τό ὀρθόδοξο πλαίσιο τῶν
ἀρχῶν καί τῶν θέσεων στά Κείμενα τῆς αὐτοτιτλοφορουμένης Ἁγίας καί Μεγάλης
Συνόδου, εἶναι ὅτι ἐκ τῶν πρός τελική ἔγκριση κατατεθειμένων Κειμένων, μακράν
τό ἐπίμαχο μεταξύ αὐτῶν ἀποτελεῖ τό Κείμενο περί τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, δηλαδή, μετά τῶν, κατά τήν κανονική ὀρθόδοξο
ὁρολογία, διαφόρων Αἱρέσεων καί αἱρετικῶν.
Αὐτό, λοιπόν, τό Κείμενο ἔχει δεχθεῖ δικαίως, κατά τή γνώμη μας,
τό μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀρνητικῶν καί ἀπορριπτικῶν θεολογικῶν κρίσεων, διότι ὀρθῶς
θεωρεῖται ὡς τό ἐκκλησιολογικό στίγμα καί ἀποτελεῖ τή βαθύτερη θεολογική ἔκφραση
καί θεωρητική ταυτότητα, τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου. Προσωπικῶς δέ, θεωροῦμε ὅτι ἐξ
αὐτοῦ (δηλαδή τῆς ἐγκρίσεως ἤ ἀπορρίψεώς του) θά κριθεῖ τελικῶς ἐάν ἡ Σύνοδος αὐτή
θεωρηθεῖ καί καταγραφεῖ στήν ἐκκλ/κή ἱστορία ὡς ληστρική.
Αὐτοῦ τοῦ Κειμένου αὐτόκλητος καί ἔνθερμος ὅσο καί μαχητικός ὑπερασπιστής
προέκυψε ὁ Σεβ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος Σαββᾶτος, Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἐπισήμως μέ σχετικό Ὑπόμνημά του (Ἀρ.
Πρωτ. 183/1-4-2016) πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀντεπιτίθεται
μέ σφοδρότητα στούς ἐπικριτές αὐτοῦ, διασαφηνίζει καί ἑρμηνεύει, ὡς νά ἦτο
συντάκτης του, τό "αὐθεντικό" νόημα τῶν θέσεών του καί ἐπιχειρεῖ τήν
"διάσωσή" του, μέσω
προτεινομένων ὑπ' αὐτοῦ "διορθώσεων".
Κατά τά ἀνωτέρω, τό ὑποστηρικτό Ὑπόμνημα τοῦ Μητρ/του Μεσσηνίας, ὁ
ὁποῖος σημειωτέον εἶναι μέλος τῆς Γραμματείας τῆς Μεγάλης Συνόδου καί μέλος τῆς
ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν 24μελοῦς ἀντιπροσωπείας, ἡ ὁποία θά ἐκπροσωπήσει
τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν ἐν λόγῳ Σύνοδο, ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία καί σημασία
γιά τόν ἐντοπισμό καί τή διερεύνηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς καί θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας
τῶν συντακτῶν τῶν Κειμένων (ἤ τῶν ὁμοφρόνων αὐτῶν) ὡς καί τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς,
πάση θυσίᾳ, συγκλήσεως αὐτῆς τῆς Συνόδου.
Δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι τό Κείμενο τό ὁποῖο ὑπερασπίζεται μέ τό Ὑπόμνημά
του ὁ κ. Χρυσόστομος ἐκφράζει πλήρως τό πνεῦμα τῶν διοργανωτῶν καί καθοδηγητῶν
τῆς Μεγάλης Συνόδου καί συγχρόνως "προδίδει" τόν σκοπό αὐτῆς τῆς
διοργανώσεως. Καί τό μέν πνεῦμα τῶν διοργανωτῶν αὐτῆς εἶναι, χωρίς περιστροφές,
τό πνεῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως καί τοῦ παναιρετικοῦ καί ἀντιχρίστου, ὡς ἐκκλησιομάχου,
Οἰκουμενισμοῦ, ὁ δέ σκοπός της, ὡς προκύπτει ἐκ τῶν δεδομένων, εἶναι ἡ Συνοδική
καί πανορθόδοξη ἐπικύρωση καί "νομιμοποίησή" των!
Τό ἐν λόγῳ Κείμενο, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐξυπηρετεῖ τά ἀνωτέρω, θεωρεῖται
γιά τούς διοργανωτές τῆς Μεγάλης Συνόδου "ἐκ
τῶν ὧν οὐκ ἄνευ" καί ὡς ἀδιανόητο ἀντιμετωπίζουν τό ἐνδεχόμενο νά ἀπορριφθεῖ
κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της. Φαίνεται δέ ἐν προκειμένω ὅτι ἡ συγγραφή τοῦ
Ὑπομνήματος τοῦ κ. Χρυσοστόμου ἔρχεται νά τό προασπίσει, ἐξωραϊσει καί "ὀρθοδοξοποιήσει",
τουλάχιστον στά μάτια τῶν μή ἐξοικειομένων, τῶν ἀνυποψιάστων καί φυσικά τῶν
προθύμων (νά....πεισθοῦν) καί τῶν ἀφελῶν!
Ἄς δοῦμε, ὅμως, συγκεκριμένα τί ἰσχυρίζεται ὁ Μητροπολίτης
Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος στό 15σέλιδο μέ ἀρ. Πρωτ. 183/2016 ἀπό 1/4/2016 Ὑπόμνημά
του περί τοῦ Κειμένου μέ τίτλο "Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός
τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον", τό ὁποῖο (Κείμενο) ἐγκρίθηκε ἀπό τήν
Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη καί τίθεται πρός ἐπικύρωση στήν ἐπικειμένη
"Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο".
Κατ' ἀρχάς (τό ἐν λόγω Κείμενο) στό Ὑπόμνημα χαρακτηρίζεται ὡς "λίαν
ἐνδιαφέρον" καί σημειώνεται περί αὐτοῦ ὅτι:
α) Ἔτυχε τῆς ὁμοφώνου ἀποδοχῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (καί
διά τῶν Ἀντιπροσώπων καί διά τῶν Προκαθημένων των),
β) Ἀπηχεῖ θέσεις καί ἀπόψεις πανορθοδόξους,
γ) Ἀποσκοπεῖ νά ἐκφράσει τήν θέση τῆς ἀνά τόν κόσμον Ὀρθοδοξίας ἔναντι
τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου, τούτου (ὡς αἰτήματος) ἤδη δρομολογηθέντος ἀπό τῆς
ἐν Βατοπεδίω Ἁγίου Ὄρους συγκληθείσης ἐν ἔτει 1930 Πανορθοδόξου συναντήσεως
(σημ. ἡμ. : στήν ὁποία συμμετεῖχε ὡς Μητροπολίτης τότε καί ὁ μετέπειτα
Πατριάρχης Ἀθηναγόρας),
δ) Δέν ἀπερρίφθη μέχρι στιγμῆς ὑπό οὐδεμιᾶς Ὀρθ. Ἐκκλησίας Συνοδικῶς,
ε) Κρίνεται, σέ μεγάλο βαθμό, ἐπί τῆ βάσει λανθασμένων ἀρχῶν καί
προϋποθέσεων. Αἰτιολογεῖ δέ ὁ συντάκτης τήν κατάθεση τοῦ ἰδικοῦ του Ὑπομνήματος
ὡς προσπάθεια ἀποτροπῆς τῆς υἱοθετήσεως (ὅλων) τῶν (ἄλλων) λανθασμένων κριτικῶν
καί ἀποφυγῆς τοῦ ἐνδεχομένου πανορθοδόξου ἀπορρίψεως ἐκείνων!
Εἶναι ἐκ προοιμίου καταφανές ὅτι ὁ ὑπερασπιστής τοῦ πρός ἐπικύρωση
ἐπιμάχου Κειμένου τῆς Μεγάλης Συνόδου, κ. Χρυσόστομος, κινεῖται καί τοποθετεῖται
σέ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ ὑπομνηματισμοῦ του, ἀφ' ἑνός μέν, ὡς νά ἦτο (ἤ νά εἶναι) ὁ
συντάκτης, ἤ ἐκ τῶν συντακτῶν, τοῦ Κειμένου, ἀφ' ἑτέρου δέ, ὡς διαπεπιστευμένος
αὐθεντικός ἑρμηνευτής του! Μόλις δέ πού χρειάζεται νά ἐπισημανθεῖ ἡ
διαφαινομένη καί ἐκ τῆς ἐπιθετικότητος ἔναντι τῶν ἐπικριτῶν τοῦ Κειμένου καί ἐκ
τῆς ἐργώδους προσπαθείας του νά δικαιολογήσει τά πάντα περί αὐτοῦ, ἀγωνία (τοῦ
Σεβ. Μεσσηνίας, περί τῆς) διασώσεως ἀλωβήτου καί ἀκεραίου, τουλάχιστον στόν
πυρήνα του, τοῦ ἐν λόγω, αἱρετίζοντος καί πολλαπλῶς προβληματικοῦ ἐξ ὀρθοδόξου ἀπόψεως,
διά τοῦτο δέ καί προκαλέσαντος πληθώρα ἀρνητικῶν σχολίων καί ἀπορριπτικῶν
κριτικῶν ἐκ μέρους πολλῶν Κληρικῶν καί λαϊκῶν Θεολόγων, Κειμένου.
Πρίν, ὅμως, προχωρήσει ὁ Σεβ/τος στόν ἐπί τῆς οὐσίας (τῶν θεολογικῶν
θέσεων) κριτικό ὑπομνηματισμό του πρός ἀποδόμηση τῶν ἐπικριτικῶν τοποθετήσεων ἔναντι
τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου (κυριολεκτικῶς τῆς πέτρας τοῦ σκανδάλου, ὅσον ἀφορᾶ στά
Κείμενα τῆς Μεγάλης Συνόδου, χωρίς νά παραθεωροῦνται τά σοβαρώτατα προβλήματα
καί στά ὑπόλοιπα Κείμενά της), σχολιάζει τό πῶς προέκυψε ἡ τελική διαμόρφωση τοῦ
Κειμένου.
Περί αὐτοῦ, λοιπόν, κάνει λόγο περί γενομένων διορθώσεων ὑπό τῆς
Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς, υἱοθετήσεώς αὐτῶν ὑπό τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, ἀποστολῆς των στόν ἁρμόδιο Γραμματέα προπαρασκευῆς τῆς Μεγάλης
Συνόδου (Μητρ/τη Ἑλβετίας κ. Ἱερεμία) καί ἐν τέλει ὁμοφώνου ἀποδοχῆς των κατά
τήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη καί ἐνσωμάτωσή των στό τελικό Κείμενο.
Περί ὅλων αὐτῶν, ὅμως, ὁ ἐκ τοῦ σύνεγγυς προσεκτικῶς παρακολουθῶν
τά πράγματα ἕτερος Μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπίσης μέλος τῆς Ἑλλαδικῆς
Ἀντιπροσωπείας, Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ἀμφισβητεῖ δημοσίως τήν ἀκρίβεια τῶν
ἀνωτέρω. Δηλώνει μάλιστα, ἀπεριφράστως, ὅτι ὑπῆρξε μεγάλο ἔλλειμμα ἐνημερώσεως
καί προετοιμασίας, ἀπουσία οὐσιαστικῆς συζητήσεως ἐπί τῶν κειμένων καί
καθησυχασμός τῶν Ἱεραρχῶν μέ σχετικές (μᾶλλον παραπλανητικές) διαβεβαιώσεις! (βλ.
Ἐφ. "Ἐκκλ/κή Παρέμβαση" τῆς Ἱ. Μητρ/λεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου,
τεῦχος 236, ἄρθρο τοῦ Σεβ. κ. Ἱεροθέου "Παρατηρήσεις γιά τήν Ἁγία καί
Μεγάλη Σύνοδο", σελ. 4).
Ἐπιπλέον καί ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος τῆς τελικῆς διαμορφώσεως τοῦ
Κειμένου, ὁ συντάκτης τοῦ Ὑπομνήματος ἀναγκάζεται, πρός δικαιολόγησιν τῶν ἐπισημαινομένων
ὑπό τῶν ἐπικριτῶν του προβλημάτων, νά κάνει λόγο, σέ μᾶλλον ἀπολογητικό ὕφος, γιά
τήν ἀρχική προέλευσή του ἐκ τῆς συνενώσεως δύο ἄλλων παλαιοτέρων Κειμένων (τό ἕν
ἐξ αὐτῶν μέ τόν χαρακτηριστικό τίτλο "
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενική Κίνησις").
Πρέπει, ὅμως, νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἐδῶ ἀκριβῶς ὁ συντάκτης τοῦ Ὑπομνήματος
κάνει τεχνηέντως, ἄν καί τελικῶς καθόλου πειστικῶς, τήν πρώτη γενική προσπάθεια
ἀμνηστεύσεως τῶν καταγγελομένων σοβαρῶν θεολογικῶν προβλημάτων τοῦ Κειμένου τό ὁποῖο
"ὑπερασπίζεται", κατηγοριοποιώντας τα ὡς προβλήματα συντάξεως καί ὑφολογικῆς
διατυπώσεως, δῆθεν προκύψαντα λόγω τῆς κατά τά προαναφερθέντα, κειμενολογικῆς, ὡς
ἀναφέρει, συνενώσεως.
Ἀμέσως, ὅμως, κατωτέρω ἡ παρατιθεμένη ὅλη ἐπιχειρηματολογία τοῦ ὑπερασπιστικοῦ
αὐτοῦ Ὑπομνήματος συνιστᾶ μεγάλη ἀντίφαση, ἀφοῦ διολισθαίνει σταδιακῶς ἀπό τήν
προαναφερθεῖσα ἐκτίμηση στήν παραδοχή χρήσεως νέας "ὁρολογίας" καί
νέων "γλωσσικῶν διατυπώσεων" ἑνός Κειμένου μέ "γλωσσική καί ἐκφραστική
ἰδιαιτερότητα"! [ Σημ. : Ἐξ αὐτοῦ τοῦ σημείου τό Ὑπόμνημα τοῦ κ.
Χρυσοστόμου γίνεται ὄντως ἀποκαλυπτικό καί στήν προσπάθειά του νά ἀποκρύψει,
τελικῶς ἀποκαλύπτει τήν πραγματική ταυτότητα καί ἰδιαιτερότητα - ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἐπιλέγει
καί προτιμᾶ αὐτόν τόν ὅρο - τοῦ Κειμένου καί εὐρύτερον τοῦ πνεύματος ἐκ τοῦ ὁποίου
διαπνέεται αὐτή ἡ "ἰδιαίτερη" σέ ὅλα της καί παράδοξη Σύνοδος!]
Ὑπάρχει, λοιπόν, ἡ παραδοχή ὅτι τό ἐπίμαχο Κείμενο τῆς Μεγάλης
Συνόδου, τό ὁποῖο ἔχει σκανδαλίσει καί προκαλέσει τίς συνειδήσεις τῶν ὀρθοδόξων
Κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν ὅπου γῆς, εἰσάγει νέα ὁρολογία καί νέες
γλωσσικές διατυπώσεις (προφανῶς ἄγνωστες στούς Ἁγίους Πατέρες) διά τῶν ὁποίων
περιγράφονται, πάντοτε κατά τόν συντάκτη τοῦ Ὑπομνήματος, ἐκεῖνες οἱ ἐκκλησιολογικές
ἀρχές πού ἀπαιτοῦνται γιά τή συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς Θεολογικούς
Διαλόγους καί στήν Οἰκουμενική Κίνηση! Τοῦτο δέ, γίνεται καί "ἐπί τῆ
βάσει τῆς ἱεροκανονικῆς, συνοδικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως", ὅπως
χαρακτηριστικῶς ἀναφέρεται!
Οὔτε λίγο, οὔτε πολύ μέ περισσό θάρρος καί εἰλικρίνεια ὁ ὑπομνηματιστής
δηλώνει ὅτι ὄντως τό Κείμενο, τό ὁποῖο ὑπερασπίζεται μέ πάθος, εἰσάγει στήν
παγκόσμια Ὀρθοδοξία νέα θεολογική ὁρολογία καί νέες γλωσσικές διατυπώσεις πρός ἐξυπηρέτηση
τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς Θεολογικούς Διαλόγους καί τήν ἐν
γένει Οἰκουμενική Κίνηση, δηλαδή τόν Οἰκουμενισμό! Γίνεται δέ προκλητικός ὑπερασπιζόμενος
αὐτή τήν ἰδιαιτερότητα, ὅταν ἰσχυρίζεται ὅτι συγχρόνως ὅλα αὐτά ἐρείδονται στήν
ἱεροκανονική, συνοδική καί πατερική παράδοση! Υἱοθετῶν μάλιστα τή στρατηγική
τακτική κατά τήν ὁποία "καλύτερη ἄμυνα εἶναι ἡ ἐπίθεση", κατηγορεῖ
τούς ἐπικριτές τοῦ Κειμένου ὡς ἐνεργούντας μέ βάση τήν ἀρχή "λήψεως τοῦ
ζητουμένου" προκειμένου νά ὁδηγήσουν τίς σκέψεις τῶν ἀναγνωστῶν των
στά ἰδικά των συμπεράσματα.
Ἀφοῦ, λοιπόν, προκαταρκτικῶς ἔχει ἐπιχειρηθεῖ ἡ γενική ἀποδοκιμασία
τῶν ἀρνητικῶν κριτικῶν σέ βάρος τοῦ Κειμένου καί ἡ ἀπόδοση αὐτῶν, σωρευτικῶς,
σέ ποικίλα αἴτια, χρησιμοποιώντας διάφορες "δικαιολογίες", ἀκόμη καί
μεταξύ των ἀντιφατικές (ὅπως ἡ παραδοχή γλωσσικῶν καί ἑρμηνευτικῶν προβλημάτων,
διότι δῆθεν πταίει ἡ προέλευση τοῦ Κειμένου ἀπό συνένωση δύο ἄλλων ξεχωριστῶν
κειμένων καί ταυτοχρόνως ἡ ὑποστήριξη περί χρήσεως νέας ὁρολογίας - καί ἅρα,
κατά τήν κοινή λογική, ὄχι σέ ἐκ παραδρομῆς προκύψαντα ζητήματα - ἤ, ἀκόμη, καί
περί σκοπιμοτήτων τῶν ἐπικριτῶν νά ἐπιβάλλουν τίς ἀπόψεις των), προχωρεῖ στήν
παρουσίαση καί ἀναίρεση τῶν παρερμηνειῶν πού θεωρεῖ ὅτι γίνονται ἀπό τούς ἐπικριτές
τῶν θέσεων τοῦ Κειμένου. Ἐδῶ, γίνεται ἀκόμη πιό ἀποκαλυπτικός, τόσο περί τοῦ βαθυτέρου
πνεύματος τοῦ Κειμένου, ὅσο καί περί τῶν ἰδικῶν του θεωρήσεων!
Ὁ συντάκτης τοῦ ὑπερασπιστικοῦ Ὑπομνήματος, Σεβ. κ. Χρυσόστομος,
διεκδικεῖ, ἐκ τῶν πραγμάτων, τή διάκριση τοῦ μοναδικοῦ ἀνά τόν ὀρθόδοξο κόσμο Κληρικοῦ
καί Θεολόγου ὁ ὁποῖος ἀποδύεται σέ ἀγώνα παροχῆς "κάθε δυνατῆς ἐπεξηγήσεως
εἰς κάθε παράγραφον τοῦ κειμένου, προκειμένου νά ἀρθοῦν αἱ τυχόν ἐπιφυλάξεις"
(ὅπως ἀναφέρει στή σελ. 4 τοῦ Ὑπομνήματος). Ἔτσι, ὑπερμαχεῖ, ἑρμηνεύει,
δικαιολογεῖ, διευκρινίζει, ἀκόμη καί "διορθώσεις" προτείνει, οὕτως ὥστε
νά ἐξουδετερωθοῦν οἱ κάθε μορφῆς ἀντιρρήσεις καί τελικῶς νά ἐπικυρωθεῖ
πανορθοδόξως στή Μεγάλη Σύνοδο τό ἐπίμαχο Κείμενο!
Μέ συνολικά δώδεκα (ιβ΄) "ἐπεξηγήσεις" του, ἀναφέρεται (καί)
στίς εἰκοσιτέσσερεις παραγράφους τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου. Σέ κάθε μία ἀπό αὐτές ἡ
ὑπερασπιστική τακτική ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται, χαρακτηρίζεται καί ἀπό ἀντιφατικότητα
καί ἀπό διγλωσσία, μέσα, ὅμως, ἀπό τίς ὁποῖες, ἔστω καί συνεσκιασμένως, ἀποκαλύπτονται
καί προβάλλονται κάποιες σημαντικές ἑρμηνεῖες τῶν θέσεων-θεωριῶν καί
τοποθετήσεων τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου.
Στή συνέχεια θά παρουσιάσουμε τίς κυριότερες ἀπό αὐτές, ὥστε νά ἐξαχθοῦν
κάποια χρήσιμα καί, ἴσως, κρίσιμα συμπεράσματα, τόσο περί τοῦ ὑπερασπιστικοῦ Ὑπομνήματος,
ὅσο καί περί τοῦ ὑπ' αὐτοῦ ὑποστηριζομένου ἐπιμάχου Κειμένου. Εἶναι χρήσιμο
καί σκόπιμο νά ἔλθουν ὅλα στό φῶς γιά νά φανερωθοῦν ἑκατέρωθεν ἀμφότερα,
δηλαδή, καί τό πνεῦμα τῶν Κειμένων καί τό πνεῦμα τῶν συντακτῶν αὐτῶν, τά ὁποῖα
λογικῶς ταυτίζονται. Πολλῶ δέ μᾶλλον, ὅταν πρόκειται γιά τό ἐπίμαχο Κείμενο τῆς
ἐπικειμένης Μεγάλης Συνόδου καί τίς ἀπόψεις πού διατυπώνονται στό ὑπερασπιστικό
Ὑπόμνημα, ἑνός, ἄν ὄχι ἐκ τῶν συντακτῶν, πάντως, ὁμόφρονος αὐτῶν, ὁ ὁποῖος
μάλιστα θά συμμετάσχει στίς ἐργασίες καί συμμετεῖχε στίς "διεργασίες"της.
Στήν α΄ ἐπεξήγησή του ὁ κ. Χρυσόστομος, ἐνῶ "ἀνεξόδως" ὑπερθεματίζει
τῆς αὐτονοήτου θέσεως περί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς "οὔσης τῆς Μιᾶς,
Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας", ἀναφερόμενος στή σχετική
διατύπωση τῆς παρ. 1 τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου, τήν ὁποία συνοδεύει μέ τήν ὄχι καί
τόσο ἀθῶα ἔκφραση "ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογική της αὐτοσυνειδησία"
(ἡ ὁποία ἐπιδέχεται καί οἰκουμενιστική ἑρμηνεία, δηλαδή ὅτι ἡ Ὀρθ. Ἐκκλησία ἔτσι
μέν θεωρεῖ γιά τόν ἑαυτό της, χωρίς ὅμως νά ὁμολογεῖται ὅτι ἔτσι εἶναι καί ὅτι
αὐτό ἀποτελεῖ τήν μόνη ὀρθή Πίστη) χρησιμοποιεῖ περί τοῦ θέματος τῆς ἑνότητος ὅλων
τῶν Χριστιανῶν δύο ἐπίσης διφορούμενες ἐκφράσεις. Κάνει ἔτσι λόγο γιά
διαδικασία πρός ἐπίτευξιν ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν μετ' Αὐτῆς καί γιά
ἐπίλυση τῶν Θεολογικῶν διαφορῶν, ὡσάν νά μή ὑφίσταται θέμα ἐπιστροφῆς
ἤ ἐντάξεως ἤ εἰσόδου στήν Ἐκκλησία τῶν ἐκτός Αὐτῆς εὐρισκομένων καί ὡσάν νά ἐμποδίζουν
τήν ἑνότητα αὐτή ἁπλῶς κάποιες, ἔστω θεολογικές, παρεξηγήσεις!
Στήν δ΄ ἐπεξήγησή του ὁ Σεβ. Μεσσηνίας ἀναφερόμενος στά τῆς παρ. 4
τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου συνηγορεῖ στήν δῆθεν μοναδικότητα, ὡς μέσου, τοῦ
διαλόγου, πρός ἐπίτευξη καί πραγμάτωση τῆς ἑνότητος, ἐμφανίζοντάς τον μάλιστα ὡς
τήν ἀνέκαθεν μοναδική ἐπιλογή καί πρακτική τῆς Ἐκκλησίας, ἔναντι τῶν αἱρετικῶν.
Αὐτό, ὅμως, δέν ἀνταποκρίνεται οὔτε στήν ἱστορική πραγματικότητα, οὔτε στή
διαχρονική ποιμαντική καί κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Μία πλήρης καί ὄχι
μονοδιάστατη προσέγγιση καί παρουσίαση τῆς Πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς
διδασκαλίας της, ἀπαιτεῖ τήν διάκριση τῶν περιπτώσεων μεμονωμένων αἱρετικῶν ἀπό
(τίς περιπτώσεις) τῶν αἰρετικῶν κοινοτήτων, τήν διάκριση τῶν περιπτώσεων ἐκδηλώσεως
ἐνδιαφέροντος καί μετανοίας ἐκ μέρους αὐτῶν γιά ἐπιστροφή, ἀπό (τίς
περιπτώσεις) τῆς ἀμετανοήτου στάσεώς των, ἐπιβάλλει δέ τήν ἀναφορά στήν κατ' ἐξοχήν
ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας πού περιλαμβάνει τήν (πρόσ)-κλήση γιά μετάνοια, τό ἱεραποστολικό
κήρυγμα καί τήν διαφώτιση τῶν ἐνδιαφερομένων νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθῆς
Πίστεως καί κυρίως νά τήν δοῦν-ἀναγνωρίσουν στή ζωή καί τήν μαρτυρία τῶν μελῶν
της! Διότι, ἐν τελικῆ ἀναλύσει, οἱ Διάλογοι, ὅπως αὐτοί διεξάγονται τίς
τελευταῖες δεκαετίες στά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὄχι μόνον δέν ἔχουν κανένα ἀντίκρυσμα
στή ζωή τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων, ἀλλά συνιστοῦν ἀλλοτρίωση ἀπό
τήν Προφητική καί Ἀποστολική Παράδοση Της!
Στήν ε΄ ἐπεξήγησή του ὁ ὑπομνηματιστής Καθηγητής ἀναφερόμενος στίς
παραγράφους 1 καί 5 τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου, τό ὁποῖο ἑρμηνεύει διευκρινίζων τίς
θέσεις του, ἀποδίδει σφάλμα στούς ἀντιλέγοντας σέ αὐτό καί ὑποστηρίζοντας ὅτι εἶναι
προβληματική ἡ τοποθέτηση τοῦ Κειμένου ὅπου γίνεται λόγος περί ἀποκαταστάσεως "τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν"
ὑπέρ τῆς ὁποίας ὀφείλει νά ἐργάζεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διότι ἔτσι φαίνεται (κατά
τίς ἐπικρίσεις) ὅτι δέν ὑφίσταται ὡς πραγματικότης ἡ ἑνότης στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά ὅτι τοῦτο εἶναι ζητούμενο. Καί, μάλιστα, ὅτι ἔτσι ἐμμέσως ἀπηχεῖται ἡ περί
"διηρημένης Ἐκκλησίας"
θεωρία τινῶν. Τά ἐπιχειρήματα, ὅμως, τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ πρός ἀπόκρουση καί ἀναίρεση
τῶν ἰσχυρισμῶν τῶν "ἀντιλεγόντων",
ἀντί νά ξεκαθαρίζουν τά πράγματα, μᾶλλον ἐπιτείνουν τή σύγχυση καί τήν ἀνησυχία.
Εἰδικότερον, ὁ Μητρ/της Μεσσηνίας στό ὑπόμνημά του τεχνηέντως
διαστέλλει μεταξύ ἱστορικῆς καί ὀντολογικῆς θεωρήσεως τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, τήν μέν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν προσεγγίζει ὡς ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων,
θέλοντας νά δώσει τήν ἐντύπωση ὅτι ὑπερθεματίζει καί αὐτός στήν ἀναμφισβήτητη
καί δεδομένη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν δέ ὡς ζητουμένη, καθότι ἀπωλεσθεῖσα,
κατά τό ἐπίμαχο Κείμενο, ἑνότητα ὅλων τῶν
Χριστιανῶν τήν αἰτιολογεῖ, ὡς σχετιζομένη μέ τήν ἐπίσης ἀναμφισβήτητη ἱστορική ὕπαρξη
σχισμάτων καί αἱρέσεων. Μάλιστα δέν διστάζει νά καταφέρεται καί κατά τῆς
θεωρίας γιά τήν ὁποία ὁ ἴδιος, ὄχι ἀναιτίως, εἶχε κατηγορηθεῖ κατά τό παρελθόν ὡς
ὑποστηρικτής της, περί «διηρημένης Ἐκκλησίας»!
Μόνον πού καί ἐδῶ διακρίνεται ὄχι μόνον πίσω καί κάτω ἀπό τίς γραμμές, ἀλλά καί
στίς διατυπώσεις του, μία ἀπαράδεκτη γιά Θεολογικό καί Ἀρχιερατικό Κείμενο
διγλωσσία καί πάντως χρήση διφορουμένων διατυπώσεων.
Ἔτσι, ἡ σαφῶς ἀντορθόδοξος Θεωρία περί διηρημένης Ἐκκλησίας ἐπικρίνεται
μέν ὑπ' αὐτοῦ ὡς ἀθεολόγητος νεολογισμός, δέν ἀπορρίπτεται, ὅμως, ὡς θεωρία!
Ἀντιθέτως μάλιστα, λόγοις μέν ἐπιφανειακοῖς ἀποδοκιμάζεται, τοῖς δέ ἐπιχειρήμασι
ὑποστηρίζεται καί μάλιστα μαχητικῶς καί ἐπιμόνως, διά τῆς ἀπαραδέκτου, ὡς
παραλόγου καί ἀντιεπιστημονικῆς, σαφῶς δέ ἀντορθοδόξου διαστολῆς καί διακρίσεως
μεταξύ ἱστορικῆς καί ὀντολογικῆς ὑπάρξεως καί πραγματικότητος, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ κ. Χρυσόστομος ἐμμέσως πλήν σαφῶς θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
ἱστορικῶς διηρημένη καί ὀντολογικῶς, στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἑνωμένη!
Ἔτσι, κατ' αὐτόν, δικαιολογεῖται ἡ ἀναφορά στό ἐπίμαχο Κείμενο περί ἀπωλεσθείσης
ἑνότητος καί ἀνάγκης ἀποκαταστάσεώς της, οὐσιαστικῶς ὑπό τήν ἔννοια τῆς, κατά
τήν οἰκουμενιστική ἀντίληψη, "ἐπανασυστάσεως" τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας!
Παρά τήν προσπάθεια τῆς θεολογικῆς τεκμηριώσεως τῶν τοποθετήσεών του καί τῆς
προσδώσεως σ' αὐτές ἐπιστημονικῆς διαστάσεως, εἶναι προφανής ἡ οἰκουμενιστική
συλλογιστική του. Καί ἡ μέν θεολογική τεκμηρίωσή του πάσχει, διότι δέν ὁμολογεῖ,
μέ τήν ἀπαιτουμένη εὐκρίνεια, τήν αὐτονόητη ἀλήθεια ὅτι οἱ αἱρετικοί καί οἱ
σχισματικοί, ἀκόμη καί ὡς πολυάριθμες κοινότητες, διά τῶν αἱρέσεων καί τῶν
σχισμάτων αὐτῶν, ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί πλέον δέν ἀνήκουν στό ἑνιαῖο
καί ἀδιαίρετο Σῶμα Της, γι' αὐτό καί δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρίζεται σ' αὐτές ἐκκλησιαστικότητα,
καθώς καί τίποτε ἄλλο ἐξ ὅσων ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί τήν χαρακτηρίζουν. Ἡ δέ
ἐπιστημονική διάσταση ἀναιρεῖται, ὅταν ἡ ὁρολογία της δέν ἀποδίδει ὀρθῶς τό πνεῦμα
τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἀπό τήν ἑκάστοτε διάσπαση
(λόγω αἰρέσεως ἤ σχίσματος) τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, δηλαδή μετά ἀπό αὐτήν,
δέν προκύπτουν δύο τμήματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀφ' ἑνός μέν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,
ἀφ΄ ἑτέρου δέ ἡ ὁμάδα τῶν ἀποκοπέντων αἱρετικῶν ἤ σχισματικῶν πρώην μελῶν της.
Ἀκόμη, εἶναι ἰδιαιτέρως προκλητικό καί ἐνδεικτικό τό ὅτι ὁ
Μητροπολίτης Μεσσηνίας δέν διστάζει στό ἐν
λόγω Ὑπόμνημά του ἀπευθυνόμενος στούς ἐπικριτές τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου νά τούς
κατηγορήσει ὅτι διαθέτουν "ἱδρυματικήν ἀντίληψιν" μιᾶς "ἐκκλησιαστικῆς
ἀποκλειστικότητος" ὅταν καί ἐπειδή ἐπιμένουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι
ἡ μία καί ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἡ ἑνότης Αὐτῆς δέν χρειάζεται ἀποκατάσταση.
Μήπως, τελικῶς, θά πρέπει τά πιστά μέλη
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, νά αἰσθάνονται, κατά
τόν συντάκτη τοῦ Ὑπομνήματος, ἔνοχοι πού ἀνήκουν στήν Μία Ἐκκλησία ἤ θά πρέπει νά
μή ὁμολογοῦν τήν Πίστη των γιά νά μή αἰσθάνονται σέ μειονεκτική θέση οἱ
διάφοροι αἱρετικοί;!
Στήν στ΄ ἐπεξήγησή του ὁ Σεβ. Μεσσηνίας ἀναφερόμενος στήν παράγραφο 6 τοῦ ἐπιμάχου
Κειμένου προσεγγίζει τό ζήτημα τῶν πολλῶν ἐνστάσεων καί ἐπικρίσεων τίς ὁποῖες ἔχει
προκαλέσει ἡ διατύπωση στό ἐπίμαχο Κείμενο ὅτι " Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων
χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν". Κατ' ἀρχάς παρουσιάζεται νά δικαιολογεῖ
(κατανοεῖ) κάπως τόν περί αὐτῆς ἐγερθέντα ἀντιρρητικό σάλο, ὁ ὁποῖος προεκλήθη ἀπό τόν ἀπαράδεκτο χαρακτηρισμό τῶν αἱρετικῶν
κοινοτήτων ὡς Ἐκκλησιῶν, ὡσάν νά ὑπάρχουν πλήν τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ
καί ἄλλες ἐκκλησίες, καί ὁ ὁποῖος σαφῶς, ἔστω καί γλωσσολογικῶς, δηλαδή σέ ἐπίπεδο
διατυπώσεως, ἀποδίδει ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις.
Ἔρχεται, ὅμως, παραλλήλως καί ἐκ τῆς πλαγίας ὁδοῦ νά παρουσιάσει "δικαιολογητικά"
γιά τήν ὡς ἄνω ἐπικρινόμενη ἐπιλογή, ἀναφέρων ἀλλά καί, συγχρόνως, ἐπικαλούμενος
ἐπί τῆς οὐσίας, ἕωλα ὑπερασπιστικά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα προέβαλε, ὡς ἀναφέρει,
κατά τή διαδικασία διαμορφώσεως τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου ἐπί τοῦ συγκεκριμένου
σημείου, κάποια Σλαβική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Κάνει, λοιπόν, λόγο περί
δυνατότητος νά ἐκληφθεῖ ὁ ὅρος Ἐκκλησία ὡς τεχνικός, ὅπως δῆθεν κάνουν οἱ
ρωμαιοκαθολικοί, καί ὄχι κατά δογματικήν ἀκρίβεια, ἐνῶ ἐπικουρικῶς προβάλλει,
πάντα ἐμμέσως, τήν δῆθεν ὕπαρξη στοιχείων ἐκκλησιαστικότητος, ἐπίσης, στούς
ρωμαιοκαθολικούς. Δέν διστάζει μάλιστα περί τοῦ τελευταίου νά κάνει ἀναφορά
στόν ἔγκριτο Δογματολόγο καί δεδηλωμένο ἐπικριτή τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου κ.
Τσελεγγίδη ἐπικαλούμενος σχετική δῆθεν ἐπιβεβαιωτική ἀναφορά του!
Ἀτυχῶς, ὅμως, γιά τήν φιλότιμη ὑπερασπιστική προσπάθειά του ἡ ἐν
λόγω ἐπιχειρηματολογία του καταρρέει ὑπό τό βάρος τῶν ὅσων σχετικῶς καί κυρίως
τεκμηριωμένως παρουσίασαν ἀναιρετικῶς, τόσον ὁ Μητρ/της Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὅσο
καί ὁ Καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημ. Τσελεγγίδης, ἀντιστοίχως,κατηγορώντας τον
μάλιστα γιά ἀντιεπιστημονική συμπεριφορά!
Στήν αὐτή ὡς ἄνω ἐπεξήγησή του ὅμως συμπεριλαμβάνει καί μία
καθόλου τυχαῖα τοποθέτηση περί τῶν μεθόδων (μᾶλλον μεθοδειῶν) πού ὡς φαίνεται
χρησιμοποιοῦνται στά πλαίσια τῆς θεολογικῶν Διαλόγων καί γενικότερον τῆς
λεγομένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως στήν κατεύθυνση τῆς ἐπιδιωκομένης ἑνότητος μετά
τῶν ἄλλων "Χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν". Ὑποστηρίζει,
λοιπόν, ὅτι οἱ σχέσεις ὅλων αὐτῶν ἀλλά καί ἡ διαδικασία καί προοπτική τῆς ἑνότητος
μέσω τῶν Διαλόγων δέν ἐπικεντρώνεται στά τῆς Πίστεως, ἀλλά κινεῖται καί στίς ὑπόλοιπες
θέσεις καί ἀντιλήψεις των. Ἀφήνει ἔτσι νά ἐννοηθεῖ ὅτι τό θέμα τῆς Πίστεως εἶναι
περισσότερο θεωρητικό καί ἰδεολογικό καί γι' αὐτό ἐπιδιώκεται ἡ προσέγγιση μέσω
τῆς συγκλίσεως σέ ἄλλα ἐπιμέρους ζητήματα, ὅπως μυστήρια, ἱερωσύνη, ἀποστολική
διαδοχή κλπ. Αὐτό θυμίζει ἔντονα καί παραπέμπει σέ σχετική ἀναφορά τοῦ
Πατριάρχου Βαρθολομαίου περί τῆς στρατηγικῆς τῶν Διαλόγων, κατά τήν ὁποία "δέν
ἔχει τόση σημασία τό ἄν διαφωνοῦμε περί τήν Πίστη, ἀλλά τό ὅτι εἴμαστε ἀποφασισμένοι
νά φθάσουμε μέ κάθε τρόπο στήν ἑνότητα"!
Στήν θ΄ ἐπεξήγησή του ὁ κ. Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στήν παράγραφο
20 τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου (τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, περί τῶν
σχέσεων τῆς Ὀρθ. Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον) ἀφοῦ, ὅπως προαναφέρθηκε,
προκειμένου νά ἀποκλεισθεῖ κάθε ἐνδεχόμενο ἀπορρίψεως "ἀπεκήρυξε" τήν
θεωρία περί "διηρημένης Ἐκκλησίας", ἐδῶ ἔρχεται νά "ἀποκηρύξει"
καί τήν ἄλλη γνωστή καί μή ἐξαιρετέα οἰκουμενιστική θεωρία τῆς "Βαπτισματικῆς θεολογίας"!
Ὡστόσο, δράττεται, μέ περισσή τόλμη, τῆς εὐκαιρίας καί προπαγανδίζει
τήν πεμπτουσία αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς θεωρίας τήν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ἀποδοκιμάζει!
Ἔτσι, ἐνῶ τήν μέμφεται, ὡς προτεσταντικῆς προελεύσεως καί δηλώνει τήν
κατηγορηματική ἐκτίμησή του ὅτι εἶναι ἀνύπαρκτη ἡ τάση ἀναγνωρίσεως ἐκ μέρους τῆς
Ὀρθ. Ἐκκλησίας τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος στούς ἑτεροδόξους (σημ. ἐννοεῖται
στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως), φθάνει, μέσω τῆς ἐκθέσεως ἑνός
συγκεχυμένου καί θεολογικῶς ἀστηρίκτου ἄν ὄχι ἀλλόκοτου συλλογισμοῦ, νά συνδέει
αὐθαιρέτως τήν κατ' οἰκονομίαν ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἀποδοχή (τῆς ἐπιστροφῆς
σ' Αὐτήν) κάποιων ἑτεροδόξων διά
Χρίσματος, ὡς δῆθεν κατ' οἰκονομίαν ἀποδοχήν ὡς ἐγκύρου καί ὑποστατοῦ τοῦ
βαπτίσματός των!
Πρόκειται περί προκλητικῆς διαστρεβλώσεως τῆς Πράξεως τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία οὐδέποτε ἀναγνωρίζει καί, βεβαίως, οὔτε κατ' οἰκονομίαν,
"μυστήρια" σέ αἱρετικούς. Ἐκεῖνο πού συμβαίνει καί τό ὁποῖο ἀποσιωπᾶ,
ἀφοῦ δέν δικαιολογεῖται ὡς Θεολόγος Καθηγητής νά τό ἀγνοεῖ, ὁ κ. Χρυσόστομος, εἶναι
ὅτι, σέ εἰδικές περιπτώσεις ἐν μετανοία ἐπιστρεφόντων στήν Ἐκκλησία πρώην αἱρετικῶν,
οἱ ὁποῖοι διατηροῦσαν καί εἶχαν δεχθεῖ τόν ὀρθό τύπο τοῦ Βαπτίσματος, ἡ Ἐκκλησία
διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (μέσω τοῦ Χρίσματος) ἐνεργοποιοῦσε τόν
νεκρόν αὐτόν τύπο, προκειμένου νά διευκολυνθεῖ ἡ ἐπανένταξή των στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,
διά τήν σωτηρίαν των.
Ἐπιπλέον, αὐτοπαγιδεύεται σέ ὅ,τι ἀναποδείκτως κατηγόρησε τούς ἐπικριτές
τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου, περί δῆθεν προσεγγίσεων καί ἑρμηνειῶν βάσει τῆς ἀρχῆς
"λήψεως τοῦ ζητουμένου" προκειμένου νά καθοδηγηθοῦν οἱ ἀναγνῶστες σέ συγκεκριμένα
συμπεράσματα, ἐνεργῶν ἀκριβῶς αὐτή τήν μεθόδευση! Συγκεκριμένως, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἑρμηνεύει
αὐθαιρέτως καί ἀνεπερείστως τούς Κανόνες, προκειμένου νά φαίνονται ὅτι συνηγοροῦν στίς ἀπόψεις του, ἐν συνεχεία ἐκλαμβάνει
ὡς δεδομένη καί αὐτονόητα ἀποδεκτή τήν ἐσφαλμένη ἑρμηνεία του καί προχωρᾶ τόν
θεολογικό του συλλογισμό σέ ἄλλες ἐξίσου ἐσφαλμένες θέσεις, ἔχοντας τρόπον τινά
"κατοχυρώσει" κάτι πού ὁ ἴδιος ἐδημιούργησε ὡς δεδομένο!
Λυποῦμαι πού εἶμαι ὑποχρεωμένος νά ἐπισημάνω ὅτι αὐτές οἱ
μεθοδεύσεις διακρίνονται καί στό ἐπίμαχο Κείμενο, σέ τέτοιο βαθμό καί κυρίως σέ
τέτοια ὁμοιότητα πού ὁδηγεῖ ἀβιάστως στό συμπέρασμα ὅτι, εἴτε ὁ Μητροπολίτης
Μεσσηνίας εἶναι ὁ συντάκτης ἤ ἐκ τῶν συντακτῶν τοῦ ἐν λόγω κακοδόξου καί σαφῶς
οἰκουμενιστικοῦ Κειμένου, εἴτε ὅτι οἱ τοῦ αὐτοῦ πνεύματος παράγοντες προάγουν ἐνσυνειδήτως καί μετά πάθους τόν
παναιρετικό Οἰκουμενισμό!
Στήν αὐτή ὡς ἄνω ἐπεξήγησή του (θ΄) δέν παραλείπει νά ἀναφερθεῖ ἀπαξιωτικῶς
καί στήν ὑπό τινῶν, κατ' αὐτόν, "ἀντιλεγόντων" ἐπίκληση τῆς σχετικῆς
μέ τήν διά Βαπτίσματος ἀποδοχή τῶν ἐπιστρεφόντων στήν Ἐκκλησία αἱρετικῶν καί
συγκεκριμένως τῶν Παπικῶν, Συνοδική Ἀπόφαση τοῦ 1756. Τήν θεωρεῖ "ἀνέρειστο
εἰς τήν ὅλην ἱεροκανονικήν καί συνοδικήν Παράδοσιν" τῆς Ἐκκλησίας! Δέν
ἐξηγεῖ ὅμως ποιά εἶναι αὐτή ἡ Παράδοσις καί τί πραγματικῶς προβλέπει. Καί,
κυρίως, δέν ἀναφέρεται στήν καινοτόμο πλήρη κατάλυση καί ἐγκατάλειψη ἀκόμη καί
αὐτοῦ τοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσματος ἐκ μέρους τῶν Παπικῶν καί τῆς ἀντικαταστάσεώς
του μέ τό ράντισμα, τό ὁποῖο βεβαίως καί ἀναμφιβόλως συνιστᾶ παρωδία
βαπτίσματος καί ἀσέβεια κατά τῆς Παραδόσεως.
Μέ περισσή προκλητικότητα θεωρητικοποιεῖ τήν τοποθέτησή του περί τῆς
κατ' αὐτόν μειωμένου κύρους καί προσκαίρου ἰσχύος σχετικῆς Ἀποφάσεως τῆς
Συνόδου τοῦ 1756, ἰσχυριζόμενος ὅτι "ἡ ὑποκατάστασις συνοδικῶν ἀποφάσεων
Οἰκουμενικοῦ κύρους ὑπό ἄλλων ἀποφάσεων Μειζόνων, Ὑπερτοπικῶν ἤ καί
Πανορθοδόξων συνοδικῶν ὀργάνων...ἀπηχεῖ θέσεις ρωμαιοκαθολικῆς....ἀντιλήψεως
περί συνοδικότητος", ἐφ' ὅσον "ἀναβαθμίζη τοπικάς Συνόδους καί
τάς ἀποφάσεις αὐτῶν εἰς Οἰκουμενικοῦ κύρους, καί τάς συναριθμῆ ὡς Οἰκουμενικάς
τοιαύτας"!
Ἡ τελευταία αὐτή ἐπισήμανση εἶναι προφανές ὅτι ἀναφέρεται ἐμμέσως
πλήν σαφῶς στήν προτεινομένη ὑπό πολλῶν ἐπικριτῶν τῆς "Ἁγίας καί Μεγάλης
Συνόδου" ἀναγνώριση ὑπ' αὐτῆς τῶν ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί ἐπί Ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ συγκληθεισῶν σπουδαίων Συνόδων τοῦ 9ου καί 14ου αἰῶνος, ἀντιστοίχως,
ὡς Οἰκουμενικῶν, τήν ὁποία ἀναιτιολογήτως (σημ. ἡμ. καί δι' εὐνοήτους λόγους) ἀπορρίπτει.
Ἡ προηγουμένη, ὅμως, αὐτῆς, τοποθέτηση, πέραν τῆς ἐπίσης προφανοῦς στοχεύσεως
στήν ἐπίκληση καί προβολή τῶν Ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τοῦ 1756 περί Βαπτίσεως τῶν
προσερχομένων αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία, συνιστᾶ "αὐτοπαγίδευση" τοῦ ὑπομνηματιστοῦ
καί ἀκούσια ὁμολογία, ἀλλά καί "προφητεία" περί τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ
ὁποία ἔρχεται διά τῆς προωθήσεως τῶν σαφῶς οἰκουμενιστικῶν θέσεων καί προσεχῶς ἀποφάσεών
της, νά ὑποκαταστήσει τίς αὐθεντικές θέσεις καί Ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀπηχώντας
παπικῆς ἐμπνεύσεως ἀντιλήψεις!
Τέλος, στήν ια΄ ἐπεξήγησή του ὁ συντάκτης τοῦ ὑποστηρικτοῦ Ὑπομνήματος
ἐπιχειρεῖ οὐσιαστικῶς, ἀφ' ἑνός μέν νά ἐξαιρέσει ὅλους τούς συγχρόνους αἱρετικούς
ἐκ τοῦ καταλόγου τῶν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας Συνοδικῶς ἀποκηρυχθέντων (σημ. ἡμ. : γι'
αὐτό ἄλλωστε ἀποκρούει, ὅπως καί οἱ ὁμόφρονές του, μέ κάθε τρόπο τήν πρόταση
περί ἀναγνωρίσεως τῶν ἀντιπαπικῶν Συνόδων τοῦ 9ου καί 14ου αἰῶνος ὡς Οἰκουμενικοῦ
κύρους ), ἀφ' ἑτέρου δέ νά ἀναγορεύσει ἐμμέσως πλήν σαφῶς κάθε Σύνοδο καί
βεβαίως τήν ἐπικειμένη Μεγάλη Σύνοδο ὡς, ἄνευ ἄλλων προϋποθέσεων, ἁρμοδία γιά
τόν χαρακτηρισμό προσώπων ἤ ὁμάδων ὡς αἱρετικῶν καί ὡς τοῦ μόνου ὀργάνου
διατηρήσεως, διασφαλίσεως καί διακηρύξεως τῆς γνησίας ὀρθοδόξου Πίστεως!
Εἶναι σχεδόν περιττό, ὡς λογικό καί αὐτονόητο, νά ἐπισημάνωμε ἐπί
τῶν ἀνωτέρω ὅτι οἱ ἰσχυρισμοί τοῦ κ. Χρυσοστόμου εἶναι ἐντυπωσιακῶς ἀδύναμοι
καί σχεδόν συνιστοῦν ὑποτίμηση τῆς νοημοσύνης τῶν συνειδητῶν πιστῶν. Διότι
καταντᾶ προκλητικό νά ὑποστηρίζεται οὔτε λίγο, οὔτε πολύ ὅτι ὁ Ἄρειος εἶναι αἱρετικός
ἐπειδή καταδικάστηκε ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅσοι ὅμως πρεσβεύουν σήμερα
τήν αἵρεσή του δέν πρέπει νά θεωροῦνται αἱρετικοί, ἐπειδή δέν ἔχουν καταδικασθεῖ
μέ τήν νέα ἱστορική ὀνομασία των, ἐνῶ μάλιστα συμπρεσβεύουν καί σειρά ὁλόκληρη ἄλλων
κακοδοξιῶν, ὅπως συμβαίνει π.χ. μέ τούς γνωστούς ψευδομάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ ἤ
Χιλιαστές. Καθώς, ἐπίσης, ἀποτελεῖ μαγική ἀντίληψη περί τῆς Συνοδικῆς κρίσεως
καί λειτουργίας, ἡ θεώρηση τῶν Συνόδων ὡς a priori θείων
θεσμῶν καί ὀργάνων, χωρίς ἀπολύτως καμμία ἀναφορά καί διευκρίνιση περί τῆς
σημασίας καί τοῦ ρόλου τῶν συγκροτούντων αὐτές ἐπισκόπων ὡς ἐκφραστῶν τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ
Σώματος καί φορέων τῆς, κατά προσωπική μέθεξη, ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, αὐτοῦ
δηλαδή πού ἦσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Ἐξάλλου οἱ προκλήσεις θά πρέπει νά ἔχουν καί κάποια ὅρια, διότι
διαφορετικά ἔχουν ἐντελῶς ἀντίθετα τῶν ἐπιδιωκομένων ἀποτελέσματα. Ὅπως, ἐν
προκειμένω, ἡ προκλητική προσπάθεια ἀμνηστεύσεως ἐκ μέρους τοῦ Μητρ/του
Μεσσηνίας σχεδόν ὅλων τῶν Δυτικῶν αἱρετικῶν ἐπικαλουμένου τήν μή ὀνομαστική (αἱρέσεων
καί αἱρετικῶν) καταδίκη αὐτῶν ὑπό Οἰκουμενικῶν ἤ ἄλλων Μεγάλων Συνόδων,
στηριζόμενος ἁπλῶς καί μόνον στήν χρονικῶς πλήρη ἱστορική των διαμόρφωση καί
παγίωση μετά τήν περίοδο τῶν ἁγίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τοῦτο, ὅμως,
συνιστᾶ διπλωματική ὑπεκφυγή τῆς οὐσιαστικῆς θεολογικῆς θεωρήσεως τῶν πραγμάτων,
ἀλλά καί λογικό ἄλμα!
Ἄλλωστε τό θεολογικῶς ὀρθό καί σύμφωνο μέ τήν ἀνέκαθεν πράξη τῆς Ἐκκλησίας
θά ἦτο μία Σύνοδος πανορθοδόξου ἐμβελείας, ἡ ὁποία μάλιστα αὐτοπροσδιορίζεται ἤ
προβάλλεται ὑπό τῶν διοργανωτῶν της ὡς Ἁγία καί Μεγάλη, νά θεωρεῖ χρέος καί καθῆκον
της ὄχι τήν ἀμνήστευση τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά τουλάχιστον καί δή πρωτίστως τήν
καταδίκη τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες ὑποτίθεται ὅτι δέν ἔχουν μέχρις αὐτῆς δεόντως ἀντιμετωπισθεῖ.
Ἀντίθετη στάση καί ἐπιδίωξη κατατάσσει τήν Σύνοδο αὐτή ἐκ τῶν πραγμάτων στόν ἀντίποδα
τῶν ὄντως Ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖες
προέτασσον παντός ἄλλου τά τῆς Πίστεως θέματα!
Ἰδιαιτέρως στήν ἐνεστῶσα χρονική περίοδο δέν εἶναι δυνατόν μία
Σύνοδος νά θεωρηθεῖ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐάν καί ἐφ'
ὅσον, ἀφ' ἑνός μέν, δέν συντάσσεται καί δέν ἀνανεώνει τήν Πίστη τῶν πρό αὐτῆς Ἁγίων
Συνόδων καί Ἁγίων Πατέρων περί καταδίκης π. χ. τοῦ Παπισμοῦ ὡς μεγάλης αἱρέσεως,
ἀφ' ἑτέρου δέ ἀρνεῖται πεισμόνως νά ἐπιληφθεῖ μιᾶς συγχρόνου πρός αὐτήν (ἀναφυείσης)
αἱρέσεως, δηλαδή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐκκλησιομάχου παναιρέσεως! Οὔτε βεβαίως εἶναι
δυνατόν ὡς αἰτιολογία τῆς διαφορετικῆς ἀπό ἐκείνης τῶν Πατέρων στάσεώς της νά ἐπικαλεῖται
τόν διεξαγόμενο Διάλογο μετά τῶν συγκεκριμένων αἱρετικῶν, ὁ ὁποῖος καί ἀπό
πλευρᾶς χρονικῆς διαρκείας ἔχει ὑπερβεῖ κάθε ὅριο καί συγχρόνως ἀναποτελεσματικός,
δηλαδή στάσιμος καί μή καρποφόρος, ἀπεδείχθη.
Περαίνοντας τό παρόν θά ἦταν παράλειψη νά μή ἀναφέρωμε
συγκεκριμένα καί τίς τροποποιητικές προτάσεις τίς ὁποῖες περιλαμβάνει ὁ
συντάκτης τοῦ ὑπερασπιστικοῦ Ὑπομνήματος πρός τήν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Σεβ. κ. Χρυσόστομος σέ αὐτό. Προτείνει λοιπόν χάριν τῶν "λογομαχούντων",
ὅπως μᾶλλον εἰρωνικῶς τούς ἀποκαλεῖ, ἐπικριτῶν τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου τῆς
Μεγάλης Συνόδου, τό ὁποῖο ἐνθέρμως καί μετά ζήλου ὑπερασπίζεται, πρῶτον, νά ἀντικατασταθεῖ
στή φράση "Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων
χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς"
ὁ ὅρος " Ἐκκλησιῶν " ἀπό τόν ὅρο Κοινότητες, καθώς ἐπίσης στή φράση "ἀποκλειομένης
πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ."
νά προστεθεῖ ἐν παρενθέσει καί ἐπεξηγηματικῶς ὁ ὅρος "οὐνία". Ἀκόμη
καί αὐτές, ὅμως, οἱ πρός ὀρθοδοξοποίηση διατυπώσεων τινῶν προτάσεις, ἀποδεικνύονται
προσχηματικές καί ἄνευ ὀρθοδόξου ἀντικρύσματος ἐν ὅσω ὅλο τό ὑπόλοιπο Ὑπόμνημα
παραμένει μετ' ἐπαίνων ἀναλλοίωτο στή κατεύθυνση τῆς νομιμοποιήσεως καί ἐπικυρώσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐν κατακλεῖδι καί συμπερασματικῶς καταλήγομε στό ὅτι τό ἐν λόγω
Ὑπόμνημα τοῦ Μητρ/του Μεσσηνίας καί Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ
Παν/μίου Ἀθηνῶν κ. Χρυσοστόμου εἶναι ἀπορριπτέο καί καταδικαστέο ἀπό ὀρθοδόξου
Θεολογικῆς ἀπόψεως. Συνιστᾶ ἐπί τῆς οὐσίας ὕβρη κατά τῆς ἅπαξ παραδοθείσης
τοῖς Ἁγίοις Πίστεως διότι ἀποτολμᾶ τή διαστροφή καί παρερμηνεία της, βάσει τῶν ὁποίων
ἐπιχειρεῖ νά δικαιώσει καί προωθήσει τόν ἐκκλησιομάχο Οἰκουμενισμό, τόν ὁποῖο ἀσεβῶς
ἐμφανίζει οὔτε λίγο, οὔτε πολύ ὡς ἐκφράζοντα τό βαθύτερο πνεῦμα καί τήν οὐσία τῆς
Διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Αὐτό ὅμως εἶναι καθαρή βλασφημία! Δέν εἶναι δέ καθόλου ὑπερβολικός ὁ λόγος καί
τοῦτο προκύπτει ἐάν κανείς μελετήσει σέ βάθος τό τί καί πῶς τό ἐπιχειρεῖ ὁ ὑπερασπιστής
τοῦ αἱρετίζοντος Κειμένου τῆς Μεγάλης Συνόδου. Ἀρκεῖ δέ πρός τοῦτο νά προσέξει
τήν προσέγγιση καί παρουσίαση, τῶ ὄντι δέ διαστροφή καί περιστροφή, τήν ὁποία ἐπιχειρεῖ
στούς λόγους τῶν Ἁγίων Ταρασίου Πατριάρχου Κων/λεως καί Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, ἀποσιωπώντας
τό πότε, ποῦ καί διατί αὐτοί οἱ λόγοι, προκειμένου στανικῶς νά στηριχθοῦν (δῆθεν)
καί ἁγιοπατερικῶς οἱ οἰκουμενιστικές διαστροφές!
[Σημείωση: Εἶναι ὄντως βλασφημία νά ἐμφανίζονται οἱ ἐν λόγω Ἅγιοι ὡς
ὁπαδοί τῆς θεωρίας περί "διηρημένης Ἐκκλησίας",
μέ τή γνωστή μέθοδο τήν ὁποία ἀκολουθοῦσαν περιβόητοι αἱρετικοί, ὅπως ὁ Βαρλαάμ
στή διαμάχη του μέ τόν Θεοφόρο καί μέγα Θεολόγο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δηλαδή μέ
τήν παράθεση ἀσχέτων καί ἀποσπασματικῶν Πατερικῶν καί Γραφικῶν παραπομπῶν καί
μάλιστα πληθωρικῶς στά συγγράμματά των. Ἔτσι ἐμφανίζεται ὁ Ἅγιος Ταράσιος, ὁ ὁποῖος
σέ λόγο του πρός τόν λαό καί τήν Σύγκλητο διεκτραγωδεῖ τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ
ἐντός τῆς Ἐκκλησίας σέ Ἀνατολή καί Δύση κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, Τόμος Γ΄, σελ. 224) ὡς ὁμιλῶν δῆθεν περί διηρημένης Ἐκκλησίας (!) ἐνῶ,
ὅμως, τότε δέν ὑφίστατο ἡ σήμερον καί ἀπό πολλῶν αἰώνων διαμορφωμένη κατάσταση
τῆς πτώσεως στήν αἵρεση καί ἀποσχίσεως τῆς πάλαι ποτέ τοπικῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας
(Πατριαρχεῖο Ρώμης) ἐκ τοῦ ἑνός Σώματος, τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀντιστοίχως
καί περί τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται μέσω τῆς ἀποσπασματικῆς
παραθέσεως διατυπώσεώς του, κατά τήν χιλιαστική μέθοδο, νά ὁμιλεῖ περί πολλῶν Ἐκκλησιῶν
δῆθεν ὀνοματίζων ὡς ἐκκλησία κάποια αἱρετική κοινότητα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται
καί ἀπευθύνεται σέ δύο ὁμάδες ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, παραινῶν στήν ἀναγκαῖα ἑνότητα
μεταξύ των καί ἀσφαλῶς τήν καλή ὁμολογία τῆς ὀρθῆς Πίστεως (περί τῆς θεότητος
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Καμμία ἑπομένως σχέση μέ κατεγνωσμένες αἱρέσεις καί
σχίσματα αἰώνων καί καμμία συσχέτιση θεμάτων μέ τά σήμερον
"διαπραγματευόμενα" στό παναιρετικό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν
(Π.Σ.Ε.), τοῦ ὁποίου πεπαρρησιασμένος ἀπολογητής μαρτυρεῖται διά τοῦ Ὑπομνήματός
του ὁ σχολαστικίζων Μητρ/της Μεσσηνίας, δέν μπορεῖ νά γίνεται!]
Ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος Σαββᾶτος διά τοῦ ἐν λόγω Ὑπομνήματός
του, καίτοι ἔκπαλαι προγεγραμμένος στό κρῖμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποδεικνύεται
γιά ἄλλη μία φορά μετά πολλῶν πλέον τεκμηρίων διϊστάμενος τῆς Πίστεως καί ἀλλότριος
τῆς εὐσεβοῦς διανοίας τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων. Τή μεγαλυτέρα δέ ἀπόδειξη
τῆς διαστάσεώς του αὐτῆς ἀποτελεῖ ἡ ἀντορθόδοξος πορεία του διά συγγραφῶν, ὁμολογιῶν,
συνεντεύξεων, ἐνεργειῶν καί κηρυγμάτων, ἔργω τε καί λόγω, προσεγγίσεως πρός
τούς αἱρετικούς, τό καταστροφικό ἀδιέξοδο τῆς ὁποίας ὁ Θεῖος Μᾶρκος, Ἐπίσκοπος Ἐφέσσου,
ὁ Εὐγενικός, εἶχε διαπιστώσει ἐξ ἐμπειρίας ἐπισημαίνων:
«Πέπεισµαι γὰρ
ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταµαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων (ἐννοώντας τούς
φιλενωτικούς λατινόφρονας καί κατ’ ἀναλογίαν στή σημερινή ἐποχή τούς οἰκουμενιστές,
πόσω δέ μᾶλλον τούς ἰδίους τούς αἱρετικούς! ), ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς
πιστοῖς καὶ ἁγίοις Πατράσι· καὶ ὥσπερ τούτων χωρίζοµαι, οὕτως ἑνοῦµαι τῇ Ἀληθείᾳ
καὶ τοῖς ἁγίοις Πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας» ( Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ, PG τ.
160, στλ. 536CD). Καί, ἄλλοτε, προειδοποιῶν:
«Μέχρι πότε θά ζεῖς στά ὄνειρα, καί
πότε ἐσύ θά ἐπιδιώξεις τήν ἀλήθεια μέ τόν πρέποντα ζῆλο; Φεῦγε ἀπό τήν Αἴγυπτο
δίχως ἐπιστροφή. Φεῦγε ἀπό τά Σόδομα καί τά Γόμορα. Πήγαινε πρός τό Ὄρος νά
σωθεῖς καί νά μή συμπεριληφθεῖς στήν καταστροφή.
(...) Αὔριο καί ἐσύ θά κατεβεῖς στόν Ἄδη,
ἀφήνοντας τά πάντα πίσω σου ἐπάνω στή γῆ. Καί τότε θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος μέ
πολλή ἀκρίβεια γιά τά ὅσα ἔπραξες ἐν ζωῇ, ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπό τήν ψευδώνυμη
Σύνοδο θά ζητηθεῖ τό αἷμα τῶν χαμένων ψυχῶν πού σκανδαλίσθηκαν ὡς πρός τήν
πίστη αὐτῶν πού δέχθηκαν στίς ψυχές τους τήν ἀφόρητη καί ἀσυγχώρητη βλασφημία
κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (...) αὐτῶν πού ὑποτάχθηκαν στά .... ἄθεσμα καί
καταγέλαστα ἔθη, καί ἕλκυσαν τίς ἀρές καί τά ἀναθέματα ἐπάνω στά κεφάλια τους
ἐξαιτίας τῆς καινοτομίας στά θέματα τῆς πίστεως.»!(Ἐπιστολή Ἁγ. Μάρκου πρός
Γεώργιον τόν μετέπειτα Γεννάδιον Σχολάριον).