Translate

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020


Ἕνα πολὺ ἐπίκαιρο κείμενο

Θαύματα τῆς Προυσιώτισσας
κατὰ τὴν ἐπιδημία τοῦ 1918 *


Ἡ Μεγάλη Γιάτρισσα


Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ ἐπιλογὴ ἀποσπασμάτων ἀπὸ ἕνα πιὸ ἐκτεταμένο κείμενο ποὺ ἀναφέρεται σὲ Θαύματα τῆς Παναγίας καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Γεωργίου κ. Πάστρα καὶ τὸ παρέδωσε ἡ θυγατέρα του, κ. Ἀλεξάνδρα Πάστρα-Τρομάρα, στὸν Σεβασμιώτατο.
Τὸ ἐκτεταμένο κείμενο ἐπιγράφεται «Ἐκτάκτου ἐνδιαφέροντος ρεπορτὰζ τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας κ. Θ. Λιαπίκου» καὶ ἀναφέρεται γενικῶς σὲ Θαύματα τῆς Κυρᾶς τῆς Ρούμελης, Παναγίας Προυσιωτίσσης.

***

Ὀκτώβριος 1918. Τὸ Ἀγρίνιο δὲν ἀπαριθμεῖ περισσοτέρους ἀπὸ 15.000 κατοίκους. Μία ἐπάρατος νόσος, ἡ γρίπη, ἔχει ἐνσκήψει καὶ θερίζει, κυριολεκτικῶς, τὴν πόλη καὶ τὴν γύρω περιοχή της. Δὲν ὑπάρχει οἰκογένεια ποὺ νὰ μὴ θρηνῆ τὰ θύματά της. Φόβος συνέχει τοὺς κατοίκους ὅλης τῆς περιοχῆς, γιατὶ ἡ κατάσταση δὲν εἶναι καλύτερη στὸ Μεσολόγγι καὶ στὸ Αἰτωλικό.
Ἡ ἐπιστήμη φαίνεται ἀνίκανη νὰ ἀνακόψη τὴν θανατερὴ πορεία τῆς νόσου. Ὁ ἀριθμὸς τῶν θανάτων μόνο μέσα στὸ Ἀγρίνιο φτάνει τὸν ἀριθμὸ τῶν 40 ἕως 50 ἡμερησίως. Κανεὶς δὲν συνοδεύει πιὰ τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι μεταφέρονται μὲ δίτροχα κάρα ἀπὸ ἀχθοφόρους στὸ νεκροταφεῖο, ὅπου μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη εὐχὴ τοῦ ἱερέως, πολλὲς φορὲς δὲ καὶ χωρὶς αὐτήν, θάπτονται. Οἱ κάτοικοι ὄχι μόνον δὲν ἐπιμελοῦνται τοὺς νεκρούς τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀποφεύγουν ἀπὸ τὸν φόβο τῆς μεταδόσεως τῆς ἀσθένειας.
Ὅλοι ἀποκαμωμένοι ψυχικὰ λὲς καὶ περιμένουν μὲ σταυρωμένα χέρια τὸ μοιραῖο. Καμιὰ ἐλπίδα ἀπὸ πουθενὰ δὲν φαίνεται. Δὲν μένει ἄλλο καταφύγιο ἀπὸ τὴν πίστη. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ κάποτε μπρὸς στὸ ἀδιάκοπο θανατικὸ κλονίζεται σὲ πολλούς.

***

Μὰ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παραζάλη τῆς ἀπελπισίας, ποὺ συνέχει ὅλους, ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ γέροντες ποὺ θυμοῦνται. Ἡ μνήμη τοὺς ξαναγυρίζει 64 χρόνια πίσω, στὸ 1854. Θυμοῦνται, ὅτι καὶ τότε μιὰ ἄλλη ἐπάρατος νόσος, ἡ χολέρα, εἶχε ἐνσκήψει στὴν πόλη τοῦ Ἀγρινίου καὶ εἶχε ἀποδεκατίσει τὸν πληθυσμό της. Καὶ θυμοῦνται τότε τὸ Θαῦμα τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας.
Ἡ «σανὶς σωτηρίας» εἶχε βρεθῆ. Ἦταν ἡ πίστη στὴν προστασία τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Στὸ Θαῦμα τῆς Μεγαλόχαρης.
Ὅταν οἱ γέροντες τὸ εἶπαν, ὅλοι ζήτησαν νὰ μεταφερθῆ ἡ Εἰκόνα Της. Ὅλοι αὐτομάτως πιὰ ἦταν βέβαιοι ὅτι, ὅταν ἡ Εἰκόνα τῆς Προυσιώτισσας θὰ ἐρχόταν στὸ Ἀγρίνιο, ἡ πόλη θὰ ἀπαλλασσόταν ἀπὸ τὴν τραγικὴ δοκιμασία.
Μὰ κανένας δὲν ἀποφασίζει, δὲν τολμάει νὰ πάη στὸ Μοναστήρι, στὸν Προυσσό, γιὰ νὰ μεταφέρη τὴν παράκληση τῆς πόλης στὸν Ἡγούμενο. Ἕνας φόβος γιὰ τὴν περίπτωση αὐτὴ συνέχει ὅλους. Πιστεύουν, ὅτι τὸ θανατικὸ τῆς γρίπης ἦταν μιὰ δοκιμασία ἐξαγνισμοῦ ποὺ τὴν ἔστειλε ἡ Θεία Βουλὴ στὸν «παραστρατημένο» λαό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ φοβοῦνται νὰ πᾶνε στὸ Μοναστήρι, μήπως ἡ Θεία «ὀργὴ» ξεσπάση στοὺς ἀπεσταλμένους.
Ὁλόκληρη κίνηση ἔγινε τότε γιὰ νὰ συγκροτηθῆ μιὰ ἀντιπροσωπευτικὴ Ἐπιτροπή, ποὺ θὰ μετέβαινε στὴν Ναύπακτο, γιὰ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Ἀμβρόσιο τὴν ἄδεια μεταφορᾶς τῆς Εἰκόνας καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ ἀνέβαινε στὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ συνοδεύση τὴν θαυματουργὸ Προυσιώτισσα στὴν πόλη.
Τελικῶς ἔγινε μιὰ τριμελὴς Ἐπιτροπή, ἀλλὰ ἐντὸς τῆς ἴδιας ἡμέρας τὰ μέλη της παραιτήθηκαν, γιὰ νὰ γίνη ἄλλη τὴν ἑπομένη καὶ νὰ παρουσιασθῆ ἐμπρὸς στὴν ἀσκητικὴ μορφὴ τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἀμβροσίου, μεταφέροντας τὴν παράκληση τῆς πόλης.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀμβροσίου καὶ μὲ τὸ σχετικὸ ἔγγραφο τῆς ἄδειας στὰ χέρια ἡ Ἐπιτροπὴ ἀφήνει τὴν Μητρόπολη. Ἡ ἄδεια ἔχει δοθῆ. Μὰ τὰ λόγια τοῦ Δεσπότη, παρὰ τὴν τελικὴ εὐλογία του, στριφογυρίζουν καυτερὰ στὴν ψυχὴ καὶ στὴν σκέψη. Τὰ βήματά τους σέρνονται ὄχι πρὸς τὸ Ἀγρίνιο, ἀλλὰ πρὸς τὴν παραλία τῆς Ναυπάκτου.
Ἐκεῖ καθισμένοι στὸ μουράγιο, ἀμίλητοι, κάνουν αὐτοκριτική. Εἶναι, ἄραγε, ἄξιοι νὰ παρουσιαστοῦν μπροστὰ στὴν θαυματουργὸ Εἰκόνα; Ἁμαρτωλοὶ αὐτοί, πρεσβεία ἁμαρτωλῶν; Ὁ Μητροπολίτης ἐπέτρεψε, ἀλλὰ θὰ εὐδοκήση, θὰ δώση συγχώρεση καὶ ἡ Παναγία;
Αὐτὲς οἱ σκέψεις τοὺς βασανίζουν στὶς ὧρες τῆς σιωπῆς.Ὕστερα ἀπὸ μιὰ κοπιώδη πορεία ἡ Ἐπιτροπή-πρεσβεία, κατὰ τὸ δειλινὸ τῆς 22ας Ὀκτωβρίου, ἔφτανε στὸ Μοναστήρι, στὸν Προυσσό. Γονατιστοὶ μπροστὰ στὴν Θαυματουργὸ Εἰκόνα οἱ τρεῖς πρεσβῦτες, εὐχαριστοῦν ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ φτάσουν ὡς ἐκεῖ καὶ προσεύχονται.


Σὲ λίγο τὸ Μοναστήρι παρουσιάζει εἰκόνα συναγερμοῦ ἱκεσίας. Οἱ Πατέρες μαζεμένοι ὅλοι στὴν ἐκκλησία, μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Καθηγούμενο, ἀναπέμπουν Παράκληση στὴν Θεομήτορα, ἐνῶ τὰ πρόσωπα τῶν Ἀγρινιωτῶν, ποὺ ἐξα-κολουθοῦν νὰ εἶναι γονατιστοὶ μπροστὰ στὴν Εἰκόνα, τὰ αὐλακώνουν τὰ δάκρυα. Εἶναι τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας.
Τὸ ἄλλο πρωῒ γίνεται Δοξολογία καὶ τὸ βράδυ ὁλονύκτια Παράκληση. Ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν μεταφορὰ τῆς Εἰκόνας ἔχει ἀρχίσει τὸ πρωῒ τῆς 24ης Ὀκτωβρίου. Μετὰ τὸν Ὄρθρο σχηματίζεται ἡ πομπὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Θεωρία ξεκινάει...

***

Ἐν τῷ μεταξύ, στὸ Ἀγρίνιο ἔχουν εἰδοποιηθῆ. Ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὰ γύρω, χιλιάδες οἱ πιστοὶ μετὰ τὴν Παράκληση στὴν Μητρόπολη ξεκινᾶνε σὲ μιὰ ὁλονύκτια πορεία μέσα στὰ βουνά. Τραβᾶνε ὅλοι μὲ συντριβὴ καὶ μετάνοια τόση ποὺ μεταρσιώνει πρὸς τὰ Ἀραποκέφαλα, γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὴν Μεγαλόχαρη, τὴν μόνη ἐλπίδα τῆς σωτηρίας ποὺ τοὺς ἀπόμενε. Λιτανεία ψυχῶν εἶναι ἡ πορεία τούτη μὲ τὴν ὁλονύκτια προσευχή.
Τὸ ἴδιο πρωῒ οἱ χιλιάδες αὐτὲς τῶν πιστῶν συναντῶνται μὲ τὴν θρησκευτικὴ πομπὴ ποὺ φέρνει τὴν Θαυματουργὸ Εἰκόνα πάνω σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ψηλότερες κορφὲς τῶν Ἀραποκέφαλων.
Οἱ στιγμὲς αὐτές, ὅπως τὶς περιγράφουν οἱ ἐπιζῶντες ἀκόμα γέροντες, εἶναι ἀσύλληπτες ἀπὸ τὴν φαντασία σὲ κατάνυξη. Ἐκεῖ γίνεται ἡ πρώτη μεγάλη Δέηση. Δέησις εἰς τὸ ὄρος. Σὲ πέντε χιλιάδες ὑπολογίσθηκαν οἱ Χριστιανοί, ποὺ γονυπετεῖς γέμισαν τὰ γύρω φαράγγια καὶ μὲ δάκρυα μετανοίας πραγματικῆς παρακολούθησαν τὴν Δέηση στὴν Παναγία.
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ξαναρχίζει ἡ πορεία. Ἡ Θεία Εἰκόνα ἀκολουθουμένη ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν εὐλαβουμένων προχωρεῖ νὰ φτάση τὸ πρωῒ τῆς ἑπομένης στὸ χωριὸ Προστοβά, ὅπου ψέλνεται κατανυκτικὴ Παράκληση καὶ τὶς νυχτερινὲς ὧρες φτάνει στὰ προάστεια τοῦ Ἀγρινίου.
Ὅταν ἡ ἱερὴ πομπὴ ἔφθασε στὰ πρόθυρα τῆς πόλης, τὸ Ἀγρίνιο μέσα εἶχε ἐρημωθῆ. Δὲν εἶχαν μείνει παρὰ μόνον μερικὰ παιδιὰ στὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ χτυποῦσαν χαρμόσυνα τὶς καμπάνες.
Ἡ πομπὴ τώρα προχωρεῖ πρὸς τὴν πόλη καὶ κατευθύνεται στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου ἀναπέμπεται εὐχαριστήρια Δέηση καὶ ἀκολουθεῖ Μεγάλη Παράκληση γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ δοκιμαζόμενου λαοῦ ἀπὸ τὴν μάστιγα τῆς τρομερῆς ἀρρώστιας. Καὶ μετὰ ὅταν μπῆκε ἡ Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος στὸ Ναό, ἐπὶ ἕνα εἰκοσιτετράωρο συνεχῶς οἱ παπάδες δὲν σταμάτησαν νὰ ψέλνουν ὁμαδικὲς Παρακλήσεις τῶν πιστῶν, ἐνῶ ἄλλοι μεταλάμβαναν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Μετὰ τὶς πρῶτες ὧρες ἀπὸ τὴν ἄφιξη τῆς Προυσιώτισσας στὴν πόλη, τὸ κακὸ εἶχε σταματήσει. Οἱ ἄρρωστοι, καὶ οἱ κατάκοιτοι ἀκόμα ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τὸ κρεββάτι, τώρα κατὰ δεκάδες, τελείως ὑγιεῖς, ἔσπευδαν στὴν Ἁγία Τριάδα γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὴν Μεγαλόχαρη. Τὸ Θαῦμα εἶχε συντελεσθῆ ὁμαδικά. Ἡ ζωὴ στὸ Ἀγρίνιο ξανάρχιζε νὰ παίρνη τὸ ρυθμό της.

***

Ἀλλά, μόνον ἡ πόλη τοῦ Ἀγρινίου εἶχε ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ κακό. Ὅλη ἡ γύρω περιοχὴ ἀπὸ ὅπου δὲν πέρασε ἡ πρὸς τὸ Ἀγρίνιο πορεία, τὸ Αἰτωλικό, τὸ Μεσολόγγι, θερίζονταν ἀκόμα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια μὲ ρυθμὸ συνεχῶς αὐξανόμενο.
Τὸ θανατικὸ ἦταν τόσο, ποὺ οἱ παπάδες δὲν προλάβαιναν οὔτε κἂν μιὰ εὐχὴ νὰ διαβάσουν στοὺς νεκρούς.
Οἱ Ἐπιτροπὲς ποὺ φτάνουν ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριὰ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πόλεις, τὸ Μεσολόγγι καὶ τὸ Αἰτωλικό, ἀντιδροῦν. Ἀλληλομάχονται γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς μεταφορᾶς τῆς Εἰκόνας. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀγρινιῶτες δὲν ἐννοοῦν νὰ ἐπιτρέψουν νὰ ἀπομακρυνθῆ ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπὸ τὴν διασωθεῖσα πόλη πρὶν προσκυνήση ὅλος ὁ λαὸς καὶ πρὶν ψαλῆ ἡ μεγάλη εὐχαριστήρια Δοξολογία.
Κάποιοι, οἱ ψυχραιμότεροι ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κατοίκων, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἡγούμενο, πρωτοστατοῦν σὲ μιὰ προσπάθεια συμβιβασμοῦ καὶ ἀποφυγῆς τοῦ κακοῦ ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ μιὰ σύγκρουση τῶν κατοίκων. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ καὶ οἱ σχετικὲς διαπραγματεύσεις κράτησαν γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, ὥστε δόθηκε ὁ καιρὸς στοὺς Ἀγρινιῶτες νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἀπαιτήσεις τους, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν αὐξηθῆ. Ἤθελαν τώρα ἡ Εἰκόνα νὰ λειτουργηθῆ σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς πόλης.
Ἔτσι, στὶς 27 Ὀκτωβρίου, στὸ Ναὸ τῆς  Ἁγίας Τριάδος ψέλνεται κατανυκτικώτατα ἡ εἰδικὴ Ἀκολουθία, μὲ τὴν ὁποία λιτανεύεται ἡ πάνσεπτη Εἰκόνα τῆς Προυσιώτισσας καὶ κατόπιν σχηματίζεται  ἱερὴ πομπή, ἡ ὁποία διὰ μέσου τῶν κεντρικωτέρων ὁδῶν τῆς πόλης μεταφέρει τὴν Εἰκόνα στὸν παλαιὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου, ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο ἐπάνω σὲ ἕναν λόφο.
Ἐκεῖ ἐψάλη ἡ Μεγάλη Παράκληση, μετὰ ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Ἡγούμενος ἔδωσε τὴν ἐξήγηση, ὅτι ἡ φοβερὴ ἀρρώστια δὲν ἦταν παρὰ μιὰ δοκιμασία τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πόλης γιὰ τὴν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς πίστεως καὶ ἀνέλυσε τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ δημιουργεῖ πιὰ γιὰ τοὺς Ἀγρινιῶτες ἡ δοθεῖσα Χάρις τῆς Θεομήτορος.
Ἀκολούθησε εἰκοσιτετράωρο προσκύνημα, μετὰ τὸ ὁποῖο, κατὰ τὰ πέντε εἰκοσιτετράωρα ποὺ ἀκολούθησαν, ἡ Εἰκόνα μεταφέρθηκε διαδοχικὰ καὶ λιτανεύθηκε στοὺς Ναοὺς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Στὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ προσκυνήματος, ὁλόκληρος ὁ πληθυσμὸς ἐξομολογεῖται καὶ μεταλαβαίνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἡ ζωὴ καὶ ἡ κίνηση στὴν πόλη ἀποκαθίστανται, κανένας ἄρρωστος δὲν ὑπάρχει, κανένας θάνατος δὲν σημειώνεται.

***

Στὸ Μεσολόγγι ἡ ἐπάρατη νόσος συνεχίζει νὰ ἀποδεκατίζη τοὺς κατοίκους. Καθημερινὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν γρίπη 25-30 ἄτομα, τὰ ὁποῖα μεταφέρονται μὲ κάρα καὶ θάβονται κατὰ τὸ πλεῖστον χωρὶς τὴν συνοδεία οὔτε ἱερέως κἄν.
Μιὰ Ἐπιτροπὴ κατευθύνεται στὴν Ναύπακτο καὶ ἀμέσως λαμβάνει τὴν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου γιὰ τὴν μεταφορὰ τῆς Εἰκόνας στὴν πόλη. Πράγματι, τὴν 1η Νοεμβρίου 1918, ἡ Εἰκόνα φτάνει μὲ τὸν σιδηρόδρομο στὸν σταθμὸ τοῦ Μεσολογγίου, ὅπου οἱ κάτοικοι ἀναμένουν ἀπὸ τὴν βαθειὰ νύκτα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔριχνε καταρρακτώδη βροχή.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες καὶ τοὺς προκρίτους τῆς πόλης προέτρεπαν τὸ πλῆθος νὰ ἐπανέλθη στὰ σπίτια του καὶ ἐξέφραζαν τὴν πεποίθηση, ὅτι οἱ θάνατοι ἀπὸ τὴν γρίπη τουλάχιστο θὰ τριπλασιασθοῦν. Ὁ λαὸς ὅμως ἀνέμενε καρτερικώτατα.
Μὲ τὴν ἄφιξη τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας ἐψάλη στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ κατανυκτικὴ Παράκληση καὶ στὴν συνέχεια ἔγινε ἡ εἴσοδος τῆς Εἰκόνας στὴν πόλη.
Τὸ μέγα Θαῦμα συντελεῖται. Μάρτυρες παρίστανται ὅλοι οἱ κάτοικοι. Κατὰ τὸ Μεσονύκτιο, ἐνῶ ὅλοι προσεύχονταν ἀρχίζει νὰ πνέη σφοδρότατος ἄνεμος ποὺ ξερρίζωσε πολλὲς δεκάδες δένδρων τῆς πόλης.
Ἀπὸ τὸ πρωῒ τῆς 2ας Νοεμβρίου 1918 κανένας θάνατος δὲν σημειώθηκε στὸ Μεσολόγγι. Οἱ κάτοικοι μὲ πρωτοφανῆ εὐλάβεια προσέρχονταν μπροστὰ στὴν Ἁγία Εἰκόνα ψάλλοντας τὴν Παράκληση, προσφέροντας διάφορα ἀφιερώματα, χρυσό, ἄργυρο κλπ, σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν Παντοδύναμο Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

***

Στὸ Αἰτωλικὸ ἐπικρατεῖ ἡ ἴδια κατάσταση. Οἱ κάτοικοι πεθαίνουν κατὰ δεκάδες. Ἡ μεταφορὰ τῆς Εἰκόνας πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Μεσολογγίου. Στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ ἔχουν προσέλθει ὅλοι, πλὴν ἐλαχίστων, οἱ ὁποῖοι ἀνέμεναν τὴν ἱερὴ πομπὴ στὸ τέρμα τῆς μεγάλης ἀνατολικῆς γέφυρας.
Διαπρύσιοι κήρυκες τοῦ συντελεσθέντος Θαύματος τῆς καταπαύσεως τῆς νόσου μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ὁ Δήμαρχος Κων. Σταράμος, καθὼς καὶ οἱ Παντ. Μόσχος, Χρ. Γαζώτης, Παντ. Σκόνδρας, Χρ. Μπογιατζῆς, Ἀνδρ. Λιαπίκος κἄ. Ἀπειράριθμα Θαύματα διηγοῦνται πολλοὶ τῶν κατοίκων.
Ὁ συνταξιοῦχος Δάσκαλος Λάμπρος Μούτσος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε ἄλλοτε στὸ χωριὸ Ντέμη, διηγεῖται:
«Τὸ 1918 ἡ σύζυγός μου Σπυριδούλα εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ βαρύτατη μορφὴ γρίπης. Οἱ φίλτατοί μου γιατροὶ Σελιμᾶς καὶ Σακκᾶς μὲ εἶχαν διαβεβαιώσει, ὅτι ἡ σύζυγός μου εὑρίσκεται στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς της. Ἐκεῖνο τὸ πρωῒ εἶχε φθάσει στὸ σπίτι μου καὶ ὁ ἀδελφὸς τῆς συζύγου μου Νικ. Πανουκλιᾶς, ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, γιὰ νὰ ἰδῆ γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ἀδελφή του. Ὅλοι στὸ σπίτι μου συζητούσαμε τὰ τῆς κηδείας.
Μετὰ ἀπὸ λίγες ὧρες περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἡ ἱερὴ πομπὴ τῆς Ἁγίας Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Ἡ ἐκπνέουσα σύζυγός μου μᾶς παρεκάλεσε νὰ τὴν μεταφέρουμε στὸ παράθυρο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο πράξαμε.
Ἡ ἀσθενὴς μόλις ἀντίκρυσε τὴν Εἰκόνα καὶ προσευχήθηκε περιέπεσε σὲ νάρκη, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ μία ὥρα παρατηρήσαμε κατάπληκτοι, ὅτι τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ρᾶκος ἄρχισε νὰ κινῆται, νὰ ζωντανεύη καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες νὰ γίνεται ἐντελῶς καλά. Ἤδη ἡ σύζυγός μου εὑρίσκεται ἐν ζωῇ καὶ χαίρει ἄκρας ὑγείας, χάρη στὸ Θαῦμα τῆς Παναγίας τῆς Προυσιωτίσσης».
                                                             

Ἀπολυτίκιον
Παναγίας Προυσιωτίσσης.

Ἦχος α´.

Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης Σὺ προΐστασαι Πρόμαχος
καὶ τερατουργὸς ἐξαισίων, τῇ ἐκ Προύσσης Εἰκόνι Σου,
Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ,
καὶ γὰρ φωτίζεις ἐν τάχει τοὺς τυφλούς,
δεινούς τε ἀπελαύνεις δαίμονας
καὶ παραλύτους δὲ συσφίγγεις Ἀγαθή.
Κρημνῶν τε σώζεις καὶ πάσης βλάβης τοὺς Σοὶ προστρέχοντας.
Δόξα τῷ Σῷ ἀσπόρῳ Τοκετῷ, δόξα Τῷ Σὲ θαυμαστώσαντι,
δόξα Τῷ ἐνεργοῦντι διὰ Σοῦ τοιαῦτα τέρατα.


  (*) Ἐφημερ. «Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση» Ναυπάκτου, ἀριθμ. 157/
Αὔγουστος 2009, σελ. 4, 14.

Δεν υπάρχουν σχόλια: