Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ,
ἀπό τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό.
Παραθέτομεν
τὴν ἑρμηνείαν τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν
με», ὅπως τὴν ἑρμήνευσεν ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Ὁ Ὁμολογητὴς τῆς ἀληθείας Ἅγιος
Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς ἐκτὸς ἀπὸ μεγάλος ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὑπῆρξε καὶ
μεγάλος θεολόγος καὶ γνήσιος ἐκφραστὴς τῆς ἡσυχαστικῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τὸ
παρὸν κείμενον περιέχεται εἰς τὸ βιβλίον (Ἐκδ. Ὑπακοὴ) «Συμβουλὲς γιὰ τὴν
Πνευματικὴ Ζωὴ» ἀπὸ τὸν Ἅγιον Μᾶρκον τὸν Εὐγενικὸν, τοῦ Ἀρχιμ. Κυρίλλου
Κεφαλοπούλου, ὁ ὁποῖος παραθέτει καὶ μίαν μικρὰν εἰσαγωγήν. «Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὡς
µοναχὸς πρωτίστως ἀλλά καὶ ὡς πνευµατικὸς πατέρας καὶ ὁδηγὸς εἰς Χριστὸν πολλῶν
καὶ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας, διακρινόταν γιὰ τὸ χάρισµα τῆς
προσευχῆς. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἦταν ἄνθρωπος προσευχῆς. Μὲ τὸ ἀκόλουθο κείµενο, ποὺ ἐπιγράφεται
«Λόγος θαυµάσιος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡµῶν Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ περὶ τῶν
λόγων τῆς θείας εὐχῆς, δηλαδὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν
µε», ποὺ ἀναλύει τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος µᾶς φανερώνεται καὶ ὡς
µυσταγωγὸς τῆς νοερᾶς προσευχής. Τὸ κείµενο πρωτοδηµοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ
«Κληρονοµία», ἀρ. 7 (1975), σσ. 45-352, καὶ ἀργότερα συµπεριελήφθη σὲ µετάφραση
στὴν «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», τ. 5, σσ. 284-288, ἐκδόσεις «Τὸ Περιβόλι τῆς
Παναγίας», Θεσσαλονίκη, 1984.
Τὸ
κείµενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Πόση
δύναµη ἔχει ἡ εὐχὴ καὶ ποιὲς εἶναι οἱ δωρεές της σὲ ὅσους τὴν χρησιµοποιοῦν καὶ
σὲ ποιὰ πνευµατικὴ κατάσταση τοὺς φέρνει, δὲν µποροῦµε ἐµεῖς νὰ τὸ ποῦµε. Τοὺς
λόγους ὅµως ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀποτελεῖται, τοὺς βρῆκαν ἀρχικὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες
µας, ὄχι ἀπὸ δική τους ἐπινόηση, ἀλλὰ πῆραν ἀφορµὴ ἀπὸ παλιά, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἁγία
Γραφὴ καὶ ἀπὸ τοὺς κορυφαίους µαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἢ, γιὰ νὰ τὸ ποῦµε καλύτερα,
τοὺς δέχθηκαν αὐτοὶ ὡς πατρικὴ κληρονοµιὰ καὶ τοὺς µετεβίβασαν σὲ µᾶς. Ὥστε καὶ
ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερό, σὲ ὅσους δὲν τὸ ἔµαθαν ἐκ πείρας, ὅτι αὐτὴ ἡ ἱερὴ εὐχὴ
εἶναι κάτι τὸ ἔνθεο καὶ ἱερὸς χρησµός. Γιατί πιστεύουµε ὅτι ἀποτελοῦν θείους
χρησµοὺς καὶ πνευµατικὲς ἀποκαλύψεις καὶ λόγους Θεοῦ ὅλα ὅσα ἔδωσε στοὺς ἱεροὺς
Ἀποστόλους νὰ ποῦν ἢ νὰ γράψουν ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος λάλησε µέσῳ αὐτῶν. Ἔτσι, ὁ
θειότατος Παῦλος, φωνάζοντας σὲ µᾶς ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ τρίτου οὐρανοῦ, λέει: «κανεὶς
δὲν µπορεῖ νὰ πεῖ Κύριε Ἰησοῦ, παρὰ µόνον ἐν Πνεύµατι Ἁγίῳ» (Α' Κόρ.
12:3). Μὲ τὴν ἀρνητικὴ λέξη «κανεὶς» φανερώνει θαυµάσια ὅτι ἡ ἐπίκληση τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι κάτι τὸ πολὺ ὑψηλὸ καὶ ἀνώτερο ὅλων. Ἐπίσης, ὁ µέγας Ἰωάννης
ποὺ διεκήρυξε σὰν βροντὴ τὰ πνευµατικά, ἀρχίζει µὲ τὴν λέξη ποὺ τελειώνει ὁ Παῦλος,
καὶ µᾶς δίνει τὴν συνέχεια τῆς εὐχῆς ὡς ἑξῆς: «κάθε πνεῦµα ποὺ ὁµολογεῖ τὸν
Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ἐλθόντα ὡς Ἀληθινὸν ἄνθρωπον, εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸν» (Α´ Ἰω.
4, 4). Αὐτὸς χρησιµοποίησε βεβαίως ἐδῶ κατάφαση, ἀλλὰ ἀπέδωσε, ὅπως καὶ ὁ Παῦλος,
στὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος τὴν ἐπίκληση καὶ Ὁµολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἂς ἔλθει
τώρα τρίτος ὁ Πέτρος, ἡ ἀκρότατη κορυφὴ τῶν θεολόγων, γιὰ νὰ µᾶς δώσει τὸ ὑπόλοιπον
αὐτῆς τῆς εὐχῆς. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Κύριος ρώτησε τοὺς Μαθητές: «ποιὸς λέτε ὅτι εἶµαι;»,
προλαβαίνοντας ὁ φλογερὸς µαθητὴς τοὺς ἄλλους, ὅπως τὸ συνήθιζε, εἶπε: «Σὺ
εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16, 16-17), ἔχοντας λάβει τὴν ἀποκάλυψη
αὐτή, σύµφωνα µὲ τὴν µαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτῆρος, ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα, ἤ,
πρᾶγµα ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦµα. Πρόσεξε, λοιπόν, αὐτοὺς τοὺς τρεῖς
Ἱεροὺς Ἀποστόλους πῶς ἀκολουθοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σὰν σὲ κύκλο, παίρνοντας ὁ ἕνας
ἀπὸ τὸν ἄλλον αὐτὰ τά θεῖα λόγια, ὥστε τὸ τέλος τοῦ προηγουµένου νὰ γίνεται ἀρχὴ
γιὰ τὸν ἑπόµενο. Ὁ ἕνας δηλαδὴ λέει «Κύριον Ἰησοῦν», ὁ ἄλλος «Ἰησοῦν Χριστόν», ὁ
τρίτος «Χριστόν, Υἱὸν τοῦ Θεοῦ», καὶ τὸ τέλος συνάπτεται στὴν ἀρχὴ σὰν σὲ
κύκλο, ὅπως εἴπαµε, ἐπειδή, δὲν ἔχει καµµία διαφορὰ νὰ πεῖ κανεὶς Κύριο καὶ Υἱὸ
τοῦ Θεοῦ- γιατί καὶ τὰ δύο φανερώνουν τὴν θεότητα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ
παριστοῦν ὅτι εἶναι ὁµοούσιος καὶ ὁµότιµος µὲ τὸν Πατέρα. Ἔτσι αὐτοὶ οἱ
µακάριοι Ἀπόστολοι µᾶς παρέδωσαν νὰ ἐπικαλούµαστε καὶ νὰ ὁµολογοῦµε ἐν Πνεύµατι
τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ εἶναι καὶ τρεῖς καὶ πιὸ ἀξιόπιστοι ἀπὸ
ὅλους, ἐφ’ ὅσον κάθε λόγος, σύµφωνα µὲ τὴν θεία Γραφή, βεβαιώνεται µὲ τρεῖς
µάρτυρες.
Ἀλλὰ
καὶ ἡ σειρὰ τῶν Ἀποστόλων ποὺ τὰ εἶπαν, δὲν εἶναι χωρὶς σηµασία: ἀπὸ τὸν Παῦλο
δηλαδή, τὸν πιὸ τελευταῖο χρονικὰ ἀπὸ τοὺς Μαθητές, ἀρχίζει ἡ µυστικὴ παράδοση
τῆς εὐχῆς καὶ διὰ τοῦ µεσαίου, τοῦ Πέτρου, προχωρεῖ στὸν πρῶτο, τὸν Ἰωάννη, ποὺ
µὲ τὴν ἀγάπη πλησίαζε τὸν Ἰησοῦ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τοῦτο συµβολίζει
νοµίζω τὴν προκοπή µας µὲ ὀρθὴ σειρὰ καὶ τὴν ἄνοδό µας γιὰ τὴν ἕνωσή µας µὲ τὸν
Θεὸ µέσα στὴν ἀγάπη, διὰ τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας. Γιατί βεβαίως ὁ Παῦλος εἶναι
εἰκόνα τῆς πράξεως, καθὼς εἶπε ὁ ἴδιος: «ἐκοπίασα περισσότερο ἀπὸ ὅλους»
(Α' Κορ. 15:10), ὁ Πέτρος τῆς θεωρίας, καὶ τῆς ἀγάπης ὁ Ἰωάννης, γιὰ τὸν ὁποῖο
µαρτυρεῖ ὁ Κύριος πὼς ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Πέρα ἀπὸ αὐτά, θὰ
µποροῦσε νὰ δεῖ κανεὶς πῶς τὰ θεῖα λόγια τῆς εὐχῆς ὑποδηλώνουν τὸ ὀρθὸ δόγµα τῆς
πίστεώς µας καὶ ἀπορρίπτουν κάθε αἵρεση τῶν κακοδόξων. Μὲ τὸ «Κύριε», ποὺ
φανερώνει τὴν Θεία φύση ἀπορρίπτονται ἐκεῖνοι ποὺ φρονοῦν ὅτι ὁ Κύριος εἶναι
µόνον ἄνθρωπος. Μὲ τὸ «Ἰησοῦ», ποὺ φανερώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀποδιώχνονται ἐκεῖνοι
ποὺ Τὸν θεωροῦν µόνο Θεό, ποὺ ὑποδύθηκε κατὰ φαντασίαν τὸν ἄνθρωπο. Τὸ
«Χριστέ», ποὺ περιέχει καὶ τὶς δύο φύσεις, ἀναχαιτίζει ἐκείνους ποὺ Τὸν
πιστεύουν Θεὸ καὶ ἄνθρωπο, µὲ χωρισµένες ὅµως τὶς ὑποστάσεις τὴν µία ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Τέλος, τὸ «Υἱὲ τοῦ Θεοῦ» ἀποστοµώνει ἐκείνους ποὺ τολµοῦν νὰ διδάσκουν τὴν
σύγχυση τῶν δύο φύσεων, ἐπειδὴ φανερώνει πὼς ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν
συγχέεται µὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀκόµη καὶ µετὰ τὴν ἕνωσή τους. Ἔτσι, οἱ
τέσσερις αὐτὲς λέξεις, ὡς λόγοι Θεοῦ καὶ µάχαιρες πνευµατικές, ἀναιροῦν δύο
συζυγίες αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες, ἐνῷ εἶναι κατὰ ἐκ διαµέτρου ἀντίθετες, εἶναι ὁµότιµες
στὴν ἀσέβεια. Τὸ Κύριε ἀνατρέπει τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Παύλου Σαµοσατέως, τὸ Ἰησοῦ
τοὺς ὁπαδοὺς τοῦ Πέτρου Κναφέως, τὸ Χριστὲ τοὺς Νεστοριανοὺς καὶ τὸ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ,
τοὺς Μονοφυσίτες, ὁπαδοὺς τοῦ Εὐτυχῆ καὶ τοῦ ∆ιοσκόρου. Ἔτσι λοιπὸν µᾶς
παρεδόθησαν αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια, τὰ ὁποῖα δικαίως θὰ τὰ ὀνόµαζε κανεὶς µνηµεῖο
προσ - ευχῆς καὶ ὀρθοδοξίας. Αὐτὰ καὶ µόνα τους εἶναι ἀρκετὰ γιὰ ὅσους
προχώρησαν στὴν κατὰ Χριστὸν ἡλικία καὶ ἔφθασαν στὴν πνευµατικὴ τελείωση. Αὐτοὶ
ἐνστερνίζονται καὶ καθένα ἀπὸ τὰ θεῖα τοῦτα λόγια χωριστά, ὅπως δόθηκαν ἀπὸ τοὺς
ἱεροὺς Ἀποστόλους, δηλαδὴ τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ (κάποτε µάλιστα
καὶ µόνον τὸ γλυκύτατο ὄνοµα Ἰησοῦ) καὶ τὸ ἀσπάζονται ὡς ὁλοκληρωµένη ἐργασία
προσευχῆς. Καὶ µὲ αὐτὴν γεµίζουν ἀπερίγραπτη πνευµατικὴ χαρά, γίνονται ἀνώτεροι
τῆς σάρκας καὶ τοῦ κόσµου καὶ ἀξιώνονται νὰ λάβουν θεῖες δωρεές. Αὐτὰ τὰ
γνωρίζουν, λένε, οἱ µυηµένοι. Γιὰ τοὺς νηπίους ὅµως ἐν Χριστῷ καὶ ἀτελεῖς στὴν ἀρετή,
παραδόθηκε ὡς κατάλληλη προσθήκη τὸ «ἐλέησόν µε», ἡ ὁποία τοὺς δείχνει ὅτι ἔχουν
ἐπίγνωση τῶν πνευµατικῶν τους µέτρων καὶ ὅτι χρειάζονται πολὺ ἔλεος ἀπὸ τὸν
Θεό. Μιµοῦνται ἔτσι τὸν τυφλὸ ἐκεῖνον πού, ποθώντας νὰ βρεῖ τὸ φῶς του, φώναζε
στὸν Κύριο καθὼς περνοῦσε: «Ἰησοῦ, ἐλέησόν µε» (Μᾶρκ. 10:47).
Μερικοὶ πάλι δείχνουν περισσότερη ἀγάπη καὶ διατυπώνουν τὴν εὐχὴ στὸν
πληθυντικό, προφέροντάς την ὡς ἑξῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡµῶν, ἐλέησον ἡµᾶς».
Καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ ξέρουν πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι «τὸ πλήρωµα τοῦ Νόµου καὶ τῶν
Προφητῶν» (Ρωµ. 13:10), καθὼς περιέχει καὶ ἀνακεφαλαιώνει µέσα της κάθε
ἐντολὴ καὶ πνευµατικὴ πράξη. Συνάµα παίρνουν µαζί τους ἀπὸ ἀγάπη καὶ τοὺς ἀδελφοὺς
σὲ κοινωνία τῆς προσ ευχῆς καὶ παρακινοῦν περισσότερο τὸν Θεὸ σὲ ἔλεος µὲ τὸ νὰ
Τὸν ἀναγνωρίζουν κοινὸ Θεὸ ὅλων καὶ νὰ Τοῦ ζητοῦν κοινὸ τὸ ἔλεος γιὰ ὅλους. Καὶ
βεβαίως, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται σὲ µᾶς µὲ τὴν ὀρθὴ πίστη στὰ δόγµατα καὶ µὲ
τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν, πού, ὅπως δείξαµε, ὁ σύντοµος αὐτὸς στίχος τῆς προσ
ευχῆς περιέχει καὶ τὰ δύο. Τὰ θεῖα τώρα Ὀνόµατα (Κύριος, Ἰησοῦς, Χριστός), µὲ τὰ
ὁποῖα µᾶς δόθηκε ἡ ἀκρίβεια τῶν δογµάτων, θὰ µποροῦσε νὰ βρεῖ κάνεις ὅτι χρονικὰ
ἀνεφάνησαν µὲ αὐτὴν τὴν σειρὰ καὶ τάξη, καὶ ὅτι καὶ ἐµεῖς τὰ λέµε ὅπως αὐτὰ
φανερώθησαν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Γιατί παντοῦ ἡ Παλαιὰ ∆ιαθήκη κηρύττει Κύριο τὸν Θεὸ
Λόγο, καὶ πρὶν καὶ µετὰ τὴν παράδοση τοῦ Νόµου, ὅπως ὅταν λέει: «Ὁ Κύριος
ἔβρεξε φωτιὰ παρὰ Κυρίου» (Γέν. 19:24), καὶ «εἶπε ὁ Κύριος στὸν
Κύριό µου» (Ψαλµ. 109:1). Καὶ ἡ Καινὴ ∆ιαθήκη, κατὰ τὴν σάρκωσή Του,
παρουσιάζει τὸν Ἄγγελο νὰ Τοῦ δίνει τὸ ὄνοµα λέγοντας στὴν Παρθένο: «θὰ Τὸν
ὀνοµάσεις Ἰησοῦν» (Λουκ. 1:31), ὅπως καὶ ἔγινε, καθὼς λέει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς.
Γιατί ὡς Θεός, Κύριος τῶν πάντων, θέλησε µὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του νὰ γίνει καὶ
σωτήρας µας (ἔτσι µεταφράζεται τὸ ὄνοµα Ἰησοῦς). Τὸ ὄνοµα πάλι Χριστός, ποὺ
φανερώνει τὴν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ προσέλαβε, ὁ ἴδιος ἐµπόδιζε τοὺς
Μαθητὲς πρὶν τὸ Πάθος νὰ τὸ λένε σὲ ὁποιονδήποτε, ὕστερα ὅµως ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ
τὴν Ἀνάσταση, ὁ Πέτρος ἔλεγε µὲ παρρησία: «νὰ τὸ γνωρίζει ὅλος ὁ Ἰσραήλ, ὅτι
ὁ Θεὸς Τὸν ἀνέδειξε καὶ Κύριο καὶ Χριστὸ» (Πράξ. 2:36). Καὶ τοῦτο ἦταν
εὔλογο, γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση µας ποὺ προσέλαβε ὁ Θεὸς Λόγος, χρίσθηκε παρευθὺς
ἀπὸ τὴν θεότητά Του, ἔγινε ὅµως ὅ,τι καὶ αὐτὸ ποὺ τὸ ἔχρισε, δηλαδὴ ὁµόθεος, ἀφοῦ
ὁ Ἰησοῦς δοξάσθηκε µὲ τὸ Πάθος καὶ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Τότε λοιπὸν ἦταν καιρὸς
νὰ ἀναδειχθεῖ ἡ ὀνοµασία Χριστός, τότε δηλαδὴ ποὺ Αὐτός, δὲν µᾶς εὐεργέτησε ἁπλῶς,
ὅπως ὅταν µᾶς ἔπλασε στὴν ἀρχὴ ἢ ὅταν µετὰ τὴν συντριβή µας, µᾶς ἀνέπλασε καὶ µᾶς
ἔσωσε, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἀνέβασε καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση µας στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν
συνδόξασε µὲ τὸν ἑαυτό Του καὶ τὴν ἀξίωσε νὰ καθίσει στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Τότε
ἀκριβῶς ἄρχισε νὰ κηρύττεται Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, στοὺς ὁποίους
πρωτύτερα, στὶς ἀρχὲς τοῦ κηρύγµατος, προκαλοῦσε δέος αὐτὴ ἡ ὀνοµασία καὶ
σπανίως τὴν χρησιµοποιοῦσαν, ἔπειτα ὅµως τὴν κήρυτταν φανερὰ πάνω ἀπὸ τοὺς ἐξῶστες,
ὅπως τοὺς προεῖπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας (Ματθ. 10:27). Ἑποµένως τὰ θεῖα λόγια τῆς εὐχῆς
τοποθετήθηκαν σὲ σειρὰ ἀντίστοιχη µὲ τὴν χρονικὴ ἀνάδειξη τῆς πίστεως. Ἔτσι ἀπὸ
παντοῦ φανερώνεται σαφέστατα ἡ θεία σοφία ἐκείνων ποὺ τὰ συνέταξαν καὶ µᾶς τὰ
παρέδωσαν, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὰ ἀκολουθοῦν ἐπακριβῶς τὶς ἀποστολικὲς ὁµολογίες
καὶ παραδόσεις, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἀναδεικνύουν τὸ ὀρθόδοξο δόγµα τῆς πίστεώς µας,
καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι µᾶς ὑπενθυµίζουν τοὺς χρόνους ἐκείνους κατὰ τοὺς ὁποίους ἐκδηλώθηκε
µὲ διαφόρους τρόπους ἡ Οἰκονοµία τοῦ Θεοῦ γιά µᾶς, ὁδηγώντας µας στὴν θεοσέβεια
µὲ κατάλληλα κάθε φορά ὀνόµατα. Αὐτὰ λοιπὸν προσφέραµε ἐµεῖς, κατὰ τὴν δύναµή
µας, σχετικὰ µὲ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, σὰν νὰ κόψαµε ἄνθη ἀπὸ κάποιο δένδρο ὄµορφο
καὶ µεγάλο. Τὸν καρπὸ ὅµως ποὺ αὐτὰ περιέχουν, ἂς τὸν µαζέψουν ἄλλοι, ὅσοι
δηλαδὴ µὲ τὴν µακρὰ µελέτη καὶ ἄσκηση ἀξιώθηκαν αὐτὸ µὲ τὸ νὰ γίνουν δεκτικοὶ
καὶ νὰ πλησιάσουν τὸν Θεό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου